Ζαν Πωλ Μαρά (Jean Paul
Marat, Boudry Πρωσίας, 24 Μαϊου 1743 –
Παρίσι, 13 Ιουλίου 1793).
Γαλλόφωνος Ελβετός ιατρός,
πολιτικός, εκδότης, συγγραφέας,
ρήτορας και επαναστάτης, ένας από τους
ηγέτες του κόμματος των «Ορεινών»
Ιακωβίνων της Γαλλικής Επανάστασης,
υπερασπιστής (και μάρτυρας) της
απόλυτης ελευθερίας του λόγου.
Γεννήθηκε στο Boudry του υπό
πρωσικό έλεγχο Νεσατέλ (Neuchatel, που
σήμερα ανήκει στην Ελβετία), δεύτερο
από τα εννέα συνολικά παιδιά του
καταγόμενου από το Κάλιαρι (Cagliari)
της Σαρδηνίας εύπορου καλβινιστή Ζαν ή
Τζιοβάνι Μαρά (Jean ή Giovanni
Mara) και της γαλλίδας Λουϊζας Καμπρόλ
(Louise Cabrol), καταγόμενης από
οικογένεια ουγενότων του Καστρ
(Castres). Το 1759, χρονιά κατά την
οποία πέθανε η μητέρα του, ο 16χρονος
Ζαν Πωλ έφυγε από το σπίτι του προς
αναζήτηση της τύχης του («ευαίσθητο
στα 15, παρατηρητή στα 18 και στοχαστή
στα 21», περιέγραψε ο ίδιος αργότερα
τον εαυτό του σε ένα άρθρο του),
μελέτησε αρκετά τα έργα των συγγραφέων
του «Διαφωτισμού» και μετά από λίγο
έπιασε την πρώτη του αξιόλογη δουλειά
στο Μπορντώ (Bordeaux) της Γαλλίας, ως
κατ’ οίκον δάσκαλος. Εκείνη την εποχή
πιστεύεται ότι συνέγραψε το πρώτο του
βιβλίο, το ρομάντζο «Les Aventures du
comte Potowski», που όμως εκδόθηκε
μισόν αιώνα μετά τον θάνατό του, το
έτος 1847.
Έπειτα από δύο χρόνια έφυγε
από το Μπορντώ με προορισμό το Παρίσι,
προτιθέμενος να σπουδάσει ιατρική,
πράγμα που τελικά έκανε δίχως όμως να
πάρει πτυχίο ώστε να μπορέσει να
εξασκήσει στην Γαλλία το επάγγελμα του
ιατρού. Το επαγγελματικό αυτό πρόβλημα
έλυσε το 1765, εγκατασταθείς αρχικά
στο Άμστερνταμ, έπειτα στο Λονδίνο και
εν συνεχεία στο Νιούκαστλ (Newcastle)
και το Δουβλίνο (Dublin), όπου άσκησε
κανονικά το ιατρικό επάγγελμα και
μάλιστα τιμήθηκε από το «Πανεπιστήμιο
του Αγίου Ανδρέου» («St. Andrews
University») της Σκωτίας τον Ιούνιο
του 1775, μετά από μία εργασία του για
την βλεννόροια και εισήγηση ιατρικών
κύκλων του Εδιμβούργου. Παράλληλα
ανέπτυξε έναν ευρύτατο κύκλο γνωριμιών
με καλλιτέχνες και αρχιτέκτονες στις
καφετέρειες του Σόχο και επίσης
προχώρησε στην συγγραφή και δημοσίευση
(στα αγγλικά, καθώς ήταν πολύγλωσσος)
δύο δοκιμίων του, το ένα φιλοσοφικό
(«Ένα φιλοσοφικό Δοκίμιο για τον
Άνθρωπο», «A philosophical Essay on
Man», 1773, με το οποίο απαντούσε στο
προ 15ετίας έργο «De l' Esprit» του
Ελβέτιου) και το άλλο πολιτικό
(«Αλυσίδες της σκλαβιάς», «Chains of
Slavery», 1774). Το «Αλυσίδες της
σκλαβιάς» προκάλεσε θετική αίσθηση
στους προοδευτικούς κύκλους και οι
πατριωτικές λέσχες του Μπέργουϊκ
(Berwick), του Καρλάϊλ (Carlisle) και
του Νιούκαστλ τον ανεκήρυξαν επίτιμο
μέλος τους.
Μέσα στο 1776 ο Μαρά
επέστρεψε στο Παρίσι μετά από μία
σύντομη επίσκεψή του στην οικογένειά
του, στην Γενεύη. Στο Παρίσι, με την
υποστήριξη του μαρκήσιου de
l'Aubespine, του οποίου την σύζυγο
είχε θεραπεύσει, απέκτησε πολύ γρήγορα
την φήμη του άριστου ιατρού και
αποτελεσματικού θεραπευτή, με τελικό
αποτέλεσμα την πρόσληψή του στις 24
Ιουνίου 1777 ως αποκλειστικού ιατρού
της φρουράς του κόμητα ντ’ Αρτουά (d'
Artois), αδελφού του βασιλιά
Λουδοβίκου και μετέπειτα εστεμμένου
(ως Κάρολος ο 10ος). Την επιστημονική
διάκριση όμως που επεδίωξε με την
κατάθεση στην «Ακαδημία Επιστημών»
(«Academie des Sciences») του Παρισιού
του υπομνήματός του με τίτλο
«Ανακαλύψεις για το πυρ, τον
ηλεκτρισμό και το φως», δεν κατόρθωσε
να την κερδίσει, αντιμετωπίσας την
απόρριψη από τους αρμόδιους κριτές -ο
Γκαίτε (Goethe) θα περιγράψει αυτή την
απόρριψη ως ένα ακόμη κραυγαλέο
παράδειγμα επιστημονικού δεσποτισμού.
Το 1780 ο Μαρά εξέδωσε στο
Νεσατέλ ένα νομικό έργο, το «Plan de
legislation criminelle», στο οποίο,
φανερά επηρεασμένος από τον φιλόσοφο
Ζαν Ζακ Ρουσώ (Jean Jaques Rousseau),
πρότεινε 12μελές σώμα δικαστών για
εξασφάλιση δικαιότερων αποφάσεων και
ίδια, δίχως κοινωνικές διακρίσεις,
εφαρμογή των ποινών. Ωστόσο, η μεγάλη
αγάπη του παρέμενε η επιστημονική
έρευνα, σε σημείο που τον Απρίλιο του
1786 παραιτήθηκε από αυλικός ιατρός
για να αφιερωθεί σε διάφορα πειράματα
και τις δύο επόμενες χρονιές (1787 και
1788 αντίστοιχα) δημοσίευσε μία
μετάφραση της «Οπτικής» του Νεύτωνος
και το δικό του δοκίμιο «Memoires
academiques, ou nouvelles decouvertes
sur la lumiere».
Παράλληλα, από το 1788
έδειξε εντονότατο ενδιαφέρον προς την
πολιτική θεωρία και στις αρχές του
επόμενου έτους εξέδωσε την 62σέλιδη
μπροσούρα του «Προσφορά στην Πατρίδα»
(«Offrande a la Patrie», Φεβρουάριος
1789), η οποία μετά το ξέσπασμα της
Γαλλικής Επανάστασης ακολουθήθηκε από
τις «Το Σύνταγμα» («La Constitution»,
Ιούνιος 1789) και «Πίνακας των κακών
του συντάγματος της Αγγλίας» («Tableau
des vices de la Constitution
d'Angleterre», Σεπτέμβριος 1789).
Επιθυμώντας να παίξει καθοριστικό ρόλο
στην ιδεολογική διαμόρφωση του
δημοκρατικού κινήματος, προχώρησε στην
συνέχεια στην μαχόμενη
δημοσιογραφία.
Τον Σεπτέμβριο του 1789
ίδρυσε την εφημερίδα «Πατριωτική
Σκοπιά» («Moniteur Patriote»), την
οποία στις 12 Σεπτεμβρίου μετονόμασε
σε «Παρισινό Δημοσιογράφο»
(«Publiciste Parisien») και περαιτέρω
στις 16 Σεπτεμβρίου σε «Φίλο του Λαού»
(«L'Ami du Peuple»), με μόνιμο πλέον
σύνθημά του «να εξοντωθεί κάθε
εκμεταλλευτής του λαού» και ολοφάνερη
την επιδίωξη να υπηρετηθεί η υπόθεση
της Επανάστασης με αλλεπάλληλα φλογερά
άρθρα. Με υψηλό προσωπικό κόστος
(φυλακίστηκε από τις 8 Οκτωβρίου 1789
έως τις 5 Νοεμβρίου 1789), κατήγγειλε
με επιμονή μέσα από εκείνη την
εφημερίδα, την ύλη της οποίας έγραφε
εντελώς μόνος, τις αλλεπάλληλες
ραδιουργίες των αριστοκρατών και των
υπόλοιπων «εχθρών της Επανάστασης»,
όπου ενέτασσε και τον μαρκήσιο
Λαφαγιέτ (Marquis de La Fayette)
εναντίον του οποίου άσκησε μια
λυσσαλέα πολεμική, που παρ’ ολίγον να
του κοστίσει μία ακόμη φυλάκιση από
τους κυρίαρχους τότε οπαδούς της
συνταγματικής μοναρχίας: καθώς ο Μαρά
ζητούσε απερίφραστα πλέον την άμεση
εγκαθίδρυση αντιμοναρχικής
δικτατορίας, οι αρχές τού έκλεισαν
τελικά την εφημερίδα στις 22
Ιανουαρίου 1790 και του κατέστρεψαν τα
εκτυπωτικά μηχανήματα. Ο ίδιος, για να
αποφύγει την σύλληψη, υποχρεώθηκε να
καταφύγει στην Αγγλία από τον
Ιανουάριο μέχρι τον Μάϊο του 1790.
Κατά την επιστροφή του στο
Παρίσι τον Μάϊο του 1790, και αφού
είχε ήδη εκδώσει από το Λονδίνο το
«Καταγγελία ενάντια στον Νεκέρ»
(«Denonciation contre Necker»), μία
πολεμική κατά του υπουργού Οικονομικών
του Λουδοβίκου Ζακ Νεκέρ (Jacques
Necker), άνοιξε ξανά την
εφημερίδα «Φίλος του Λαού» και άρχισε
άγρια επίθεση κατά της μοναρχίας
γενικά αλλά και κατά του ίδιου του
προσώπου του Λουδοβίκου, κρυβόμενος
για να μην συλληφθεί στις γνωστές
αποχετευτικές στοές του Παρισιού, με
αποτέλεσμα να μολυνθεί από μία χρόνια
και επώδυνη δερματίτιδα (την
«dermatitis herpetiformis», κατά τον
καθηγητή Josef E. Jelinek σε άρθρο του
στο «American Journal of
Dermatopathology» το 1979). Τον καιρό
που ο Μαρά κρυβόταν στις αποχετευτικές
στοές, τον φρόντιζε η 25χρονη ερωμένη
του Simonne Evrard, κουνιάδα του
τυπογράφου του Jean - Antoine Corne, η
οποία και μετέφερε τα χειρόγραφά του
στο τυπογραφείο του «Φίλου του
Λαού».
Επίσης, τον Ιούνιο του 1790
είχε ιδρύσει μία ακόμη εφημερίδα, την
«Junius francais», η οποία όμως άντεξε
μόνο 13 φύλλα, αφού υποχρεώθηκε 4
φορές να αλλάξει τυπογραφείο, λόγω του
συνεχούς κυνηγητού από τις αρχές. Τον
Δεκέμβριο του 1791, και ενώ επί μήνες
οι βασιλόφρονες επιχειρούσαν μάταια να
αποπροσανατολίσουν τους αναγνώστες
του, άλλοτε τυπώνοντας και
κυκλοφορώντας πλαστές μπροσούρες με το
όνομά του και άλλοτε πλαστά φύλλα του
«Φίλου του Λαού» μέσα από τα οποία τον
παρουσίαζαν να έχει συμβιβαστεί, ο
Μαρά χρειάστηκε να δραπετεύσει για μία
ακόμη φορά στο Λονδίνο. Τον Απρίλιο
του 1792 επέστρεψε στο Παρίσι με την
κάλυψη της «Λέσχης των Κορδελιέρων»,
αν και παρέμεινε υποχρεωμένος να
συνεχίσει να κρύβεται, μέχρι
τουλάχιστον τα γεγονότα της 10ης
Αυγούστου 1792 (όταν η βασιλική
οικογένεια πολιορκήθηκε από τον λαό
στο ανάκτορο Tuileries), οπότε και
εμφανίστηκε για πρώτη φορά άφοβα
δημόσια. Μέσα από την ανένδοτη
αρθρογραφία του στον «Φίλο του Λαού»,
το τελευταίο φύλλο του οποίου
κυκλοφόρησε στις 21 Σεπτεμβρίου 1792,
πέτυχε τελικά να υποκινήσει την σφαγή
των μοναρχικών από τα πλήθη του
Παρισιού τον Σεπτέμβριο του 1792.
Αμέσως μετά την επιστροφή
του τον Απρίλιο, είχε επίσης προβεί σε
γάμο «στο όνομα του Υπερτάτου Όντος»
με την Evrard, με την οποία απέκτησε
μετά από μήνες έναν υιό, τον David. Με
την ανακήρυξη της Δημοκρατίας στις 22
Σεπτεμβρίου 1792 εξελέγη μέλος της
Κομμούνας του Παρισιού και επίσης
βουλευτής των «Ορεινών» στην Συμβατική
Εθνοσυνέλευση, ενώ, ως συνέχεια του
«Φίλου του Λαού», εξέδωσε στις 25
Σεπτεμβρίου την «Εφημερίδα της
Γαλλικής Δημοκρατίας» («Journal de la
Reublique Francaise»), με την οποία
προέτρεψε και συνέβαλε πολύ, παρά την
αντίθεση σε κάτι τέτοιο των κυρίαρχων
εκείνη την εποχή δεξιών «Γιρονδίνων»,
στην καρατόμηση του έκπτωτου βασιλιά
Λουδοβίκου στις 21 Ιανουαρίου 1793.
Υπήρξε ήδη από τον Ιανουάριο
του 1790 μέλος της «Λέσχης των
Κορδελιέρων», καθώς και από την
ανακήρυξη της Δημοκρατίας στέλεχος της
περίφημης «Λέσχης των Ιακωβίνων», όπου
επί της εκεί προεδρείας του διατάχθηκε
η αφαίρεση της αρχηγίας των
δημοκρατικών στρατευμάτων από τον
ύποπτο για προδοσία στρατηγό Ντυμουριέ
(Dumouriez). Την άνοιξη του 1793 έκανε
έκκληση στους πατριώτες των επαρχιών
να υποστηρίξουν τον λαό του Παρισιού
κατά του Ντυμουριέ και των
«Γιρονδίνων», οι τελευταίοι όμως τον
κατήγγειλαν στην Συμβατική
Εθνοσυνέλευση για δικτατορικές
προθέσεις. Παραπέμφθηκε σε δίκη τον
Απρίλιο, αθωώθηκε όμως από το
επαναστατικό δικαστήριο στις 24 του
μηνός, αποθεώθηκε από τα πλήθη των
«Αβράκωτων» που τον περιέφεραν στους
ώμους τους και αμέσως μετά απαίτησε
την διάλυση της 12μελούς επιτροπής των
«Γιρονδίνων». Όντως, στις 18 Μαϊου η
επιτροπή διαλύθηκε, με αποτέλεσμα την
οριστική πτώση των «Γιρονδίνων» κατά
την εξέγερση 31 Μαϊου – 2 Ιουνίου,
κάτω από την πίεση των υπό τον
Φρανσουά Ανριό (Francois Hanriot)
80.000 οπλισμένων «Αβράκωτων» και
«Ιακωβίνων».
Στους δύο μήνες που
ακολούθησαν την άδοξη πτώση των
«Γιρονδίνων» (των οποίων προεγράφησαν
29 στελέχη, που άλλα αυτοκτόνησαν και
άλλα καρατομήθησαν), ο Μαρά, που
πιστώθηκε με το μεγαλύτερο ποσοστό
δόξας για την ανατροπή εκείνη, υπήρξε
ένας από τους τρεις πολιτικά
ισχυρότερους άνδρες της Δημοκρατίας,
μαζί με τους Μαξιμιλιανό Ροβεσπιέρο
(Maximilien Robespierre) και Ζωρζ
Νταντών (Georges Danton), αν και εν
γένει οι «Ορεινοί» («Montagnards»)
κρατούσαν αποστάσεις από το άτομό του,
λόγω της ανατρεπτικής του
επικινδυνότητας. Ο ίδιος, καθώς η
δερματική του νόσος είχε
χειροτερεύσει, άρχισε να απομακρύνεται
ολοένα και περισσότερο από το πολιτικό
προσκήνιο, καθώς τις περισσότερες ώρες
από το εικοστετράωρό του ήταν
υποχρεωμένος να το περνάει στο λουτρό
του, μουλιάζοντας σε ανάμεικτο με
φάρμακα νερό και τελικά, στις 13
Ιουνίου 1793 εκεί, μέσα στο λουτρό
του, δολοφονήθηκε με μαχαιριές από μία
θαυμάστρια των «Γιρονδίνων» που είχε
έλθει επί τούτου από την
αντεπαναστατική Καέν (Caen), την
25χρονη Σαρλότ Κορνταί ντ’ Αρμάν
(Charlotte Corday).
Η δολοφόνος συνελήφθη
επιτόπου από τους «Αβράκωτους»,
παραπέμφθηκε σε δίκη, καταδικάστηκε σε
θάνατο και καρατομήθηκε το πρωϊ της
Τετάρτης 17 Ιουλίου 1793, ενώ ο ίδιος
ανακηρύχθηκε σε «μάρτυρα της
Ελευθερίας» και σχεδόν αποθεώθηκε. Η
Εθνοσυνέλευση παρέστη σύσσωμη σχεδόν
στην μεγαλειώδη κηδεία του (ο Bax μας
μεταφέρει την πληροφορία ότι η σορός
του αποτεφρώθηκε), το τελετουργικό της
οποίας είχε σχεδιάσει ο «ζωγράφος της
Επανάστασης» Νταβίντ (Jacques-Louis
David) και, με απόφασή της, έστησε την
προτομή του στην αίθουσα των
συνελεύσεών της και το ίδιο έπραξαν
όλες σχεδόν οι «Λέσχες των Ιακωβίνων»,
ενώ ο ίδιος ο Νταβίντ απεικόνισε τον
θάνατό του στον περίφημο πίνακα «Η
δολοφονία του Μαρά» (1793).
Το εγκώμιό του συνέγραψε ο
μαρκήσιος ντε Σαντ (Marquis de Sade),
που τότε ήταν μέλος της Εθνοσυνέλευσης
και ανήκε πολιτικά στους «Ορεινούς»,
ενώ η καρδιά του αποτεφρώθηκε χωριστά
και οι στάχτες της τοποθετήθηκαν σε
λήκυθο, η οποία κρεμάστηκε στις 18
Ιουλίου από την οροφή της αίθουσας
συνελεύσεων της «Λέσχης των
Κορδελιέρων», η δε οδός des Cordeliers
μετονομάσθηκε σε οδός de Marat και η
περιοχή της Μοντμάρτης (Montmartre) σε
Μονμαρά (Mont Marat). Ένα μικρό
μνημείο που τού αφιερώθηκε στην Place
du Carrousel, όπου στις 19 Αυγούστου
διεξήχθη η «Εορτή Γυναικών για τον
Μαρά», πνίγηκε από εκατοντάδες
στεφάνια του απλού λαού, δεκάδες
θεατρικά με θέμα την δολοφονία του
(και τίτλους όπως «Ο Μαρά στον
Όλυμπο», «Η άφιξη του Μαρά στα Ηλύσια
Πεδία», «Ο πραγματικός Φίλος του
Λαού», κ.ά.) ανέβαιναν στα παρισινά
και περιφερειακά θέατρα και ύμνοι προς
τιμή του άδονταν στους δρόμους από
παρέες νέων. Κάθε τι που σχετιζόταν με
αυτόν θεωρείτο πλέον «ιερό»
Στις 19 Νοεμβρίου 1793
επίσης, ημέρα κατά την οποία η
Εθνοσυνέλευση ψήφισε την τοποθέτηση
της σποδού του στο «Πάνθεον», η πόλη
Le Havre de Grace άλλαξε το όνομά της
σε Le Havre de Marat και εν συνεχεία
σε Le Havre - Marat, ενώ οι
«αποχριστιανιστές» (κυρίως
«Κορδελιέροι» και ακραίοι «Ιακωβίνοι»)
που είχαν ιδρύσει την «Λατρεία της
Λογικής» το ίδιο φθινόπωρο, ανακήρυξαν
τον Μαρά «άγιο της Δημοκρατίας» και οι
εικόνες του αντικατέστησαν τους
«εσταυρωμένους» στις πρώην εκκλησίες
και ήδη «Ναούς της Λογικής».
Την επόμενη χρονιά, στις 21
Σεπτεμβρίου 1794, παρ’ όλο που ήδη οι
«θερμιδωριανοί» είχαν μόλις προ 2
μηνών φρενάρει την Επανάσταση,
αντρέποντας τους «ροβεσπιεριστές», η
σποδός του Μαρά, προφανώς για τις
εντυπώσεις, μετά από προτροπή του
Λεονάρ Μπουρντόν (Leonard Bourdon),
τοποθετήθηκε με μεγάλες τιμές στο
«Πάνθεον», την ίδια μάλιστα ημέρα που
έφευγε από εκεί η σορός του Μιραμπώ
(Mirabeau), τον οποίο το καθεστώς είχε
χαρακτηρίσει «προδότη». Τόσο όμως η
σποδός του στο «Πάνθεον», όσο και η
προτομή του στην Εθνοσυνέλευση,
αφαιρέθηκαν μετά από μερικούς μόνον
μήνες, όταν οι «θερμιδωριανοί» άρχισαν
να υιοθετούν όλο και πιο συντηρητικές,
δεξιές και αντεπαναστατικές
αντιλήψεις. Με διάταγμα της 8ης
Φεβρουαρίου 1795, η σορός του Μαρά
αφαιρέθηκε από το Πάνθεον, όλες οι
εικόνες και προτομές του σπάστηκαν από
φανατικούς και πετάχτηκαν στους
υπονόμους. Ήδη από τις 13 Ιανουαρίου η
Le Havre - Marat είχε μετονομασθεί σε
απλώς Le Havre, το όνομα δηλαδή που
φέρει μέχρι και σήμερα, ενώ ο ίδιος ο
Μαρά χαρακτηρίσθηκε έκτοτε και
εξακολουθεί να χαρακτηρίζεται από τους
κάθε λογής αντιδραστικούς ως
«αιμοσταγές τέρας» και «το υπ’ αριθμόν
ένα σύμβολο» των βιαιοτήτων της
Επανάστασης.
ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ:
«Les
Aventures du comte Potowski» (περ.
1760, εκδόθηκε μετά τον θάνατό του,
το έτος 1847 από τον Paul
Lacroix)
«A
philosophical Essay on Man»
(εκδόθηκε στην Αγγλία, 1773)
«Chains
of
Slavery» (εκδόθηκε στην Αγγλία,
1774)
«Enquiry
into
the Nature, Cause, and Cure of a
Singular Disease of the Eyes»
(εκδόθηκε στην Αγγλία, 1775)
«Plan
de legislation criminelle» (1780)
«Recherches
physiques
sur l'electricite» (1782)
«Recherches
sur
l'electricite medicale» (1783)
«Notions
elementaires
d'optique» (1784)
«Lettres
de
l'observateur Bon Sens a M. de M sur
la fatale catastrophe des infortunes
Pilatre de Rozier et Ronzain, les
aeronautes et l'aerostation»
(1785)
«Observations…»
(1785)
«Eloge
de Montesquieu» (1785)
«Memoires
academiques,
ou nouvelles decouvertes sur la
lumiere» (1788)
«Offrande
a
la Patrie» (1788)
«La
Constitution» (1789)
«Tableau
des
vices de la Constitution
d'Angleterre» (1789)
«Denonciation
contre
Necker» (εκδόθηκε στην Αγγλία, 1790)
«C'en
est
fait de nous» (επαναστατική
μπροσούρα, 26 Ιουλίου 1790)
«Les
Charlatans modernes, on lettres sur
le charlatanisme academique»
(1791)
«Ecole
du citoyen» (εκδόθηκε στην Αγγλία,
1792)
«Lettres
polonaises»
(εκδόθηκε μόνο στα αγγλικά, μετά από
απαγόρευση έκδοσης στην
Γαλλία)
«Oeuvres
de
Jean-Paul Marat» (1995), 10 τόμοι
«Απάντων», επιμ. των J. de Cock και
C. Goetz, εκδόσεις «Pole du Nord».
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
Bax
Ernest Belfort, «J. P. Marat. The
People’s Friend», εκδόσεις «Grant
Richards», London, 1900
Bougeart
A.,
«Marat, l'ami du people», 2 τόμοι,
1865
Cabanes
Auguste,
«Marat inconnu, L’ homme prive, le
medecin, le savant», Paris,
1891
Conner
Clifford D., «Jean Paul Marat:
Scientist and Revolutionary»,
εκδόσεις «Humanity Books», Atlantic
Highlands NJ, 1997
Gottschalk
R.
Louis, «Jean Paul Marat. A Study in
Radicalism», εκδόσεις «Greenberg
Publishing», New York, 1927
Hampson
Norman,
«A Social History of the French
Revolution», εκδόσεις «University of
Toronto», Toronto, 1963
Higonnet
Patrice,
«Goodness Beyond Virtue: Jacobins
during the French Revolution»,
εκδόσεις «Harvard University Press»,
Cambridge, 1998
Λεφέβρ
Τζώρτζ, «Η Γαλλική Επανάσταση»,
εκδόσεις «Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής
Τραπέζης - ΜΙΕΤ», Αθήνα, 2003
Loomis
Stanley, «Paris in the Terror. June
1793 – July 1794», εκδόσεις «J. B.
Lippincott Company», New York,
1964
Ρασσιάς
Βλάσης,
«Λαιμητόμος Αρετή. Ροβεσπιέρος, Σαιν
Ζυστ, Κουτόν», εκδόσεις «Ανοιχτή
Πόλη», Αθήνα, 2007
Φυρέ
Φρανσουά – Ρισέ Ντενί, «Η Γαλλική
Επανάσταση», εκδόσεις «Εστίας»,
Αθήνα, 2003
Vermorel
Αuguste,
«Jean Paul Marat», Paris, 1880
|