Βιτσέντζο Κουόκο
(Vincenzo Cuoco, Civitacampomarano
Campobasso 1 Οκτωβρίου 1770 – Napoli 14
Δεκεμβρίου 1823). Ναπολιτάνος νομικός
και ιστορικός, διαφωτιστής και
πατριώτης.
Γεννήθηκε
στο Civitacampomarano Campobasso της
κεντρικής Ιταλίας, από την μεσοαστική
οικογένεια του δικηγόρου και
οικονομολόγου Michelangelo Cuoco και της
Colomba de Marinis. Το 1787
εγκαταστάθηκε στην Νάπολη για να
σπουδάσει νομικά ώστε ν’ ακολουθήσει το
επάγγελμα του πατέρα του, όμως πολύ
σύντομα έστρεψε το ενδιαφέρον του στην
Φιλοσοφία, την Ιστορία και τις Πολιτικές
Επιστήμες, μελετώντας με θαυμασμό τα
έργα των ευρωπαίων Διαφωτιστών Μοντεσκιέ
(Montesquieu) και Ρουσώ (Rousseau),
καθώς και των συμπατριωτών του
Διαφωτιστών Γκενοβέζι (Genovesi),
Γκαλιάνι (Galiani) και Γκαλάντι
(Giuseppe Maria Galanti).
Συμμετείχε
ενεργά στην βραχύβια «Παρθενόπια
Δημοκρατία» της Νάπολης («Repubblica
Partenopea», 23 Ιανουαρίου 1799 – 13
Ιουνίου 1799), όπου διετέλεσε γραμματέας
του Ιγκάτσιο Γκονφαλονιέρι (Ignazio
Gonfalonieri) και με την καταστροφή της
από τους μοναρχικούς συνελήφθη και
κλείστηκε στις φυλακές για μερικούς
μήνες και κατασχέθηκε όλη η περιουσία
του. Στις 24 Απριλίου 1800
αποφυλακίστηκε και εξορίστηκε. Αρχικά
κατέφυγε στην Μασσαλία, μετά στο Παρίσι
και στην συνέχεια στο Μιλάνο όπου το
1801 συνέγραψε την πρώτη Ιστορία της
τραγικής Επανάστασης του 1799 («Saggio
Storico sulla Rivoluzione Napoletana nel
1799»), όπου αναλύει τα αίτα της
αποτυχίας της, την οποία αποδίδει στο
ότι οι επαναστάτες αποτελούσαν μία ελίτ
αποκομμένη από την μάζα του λαού –η
οποία ωστόσο ήταν αποκτηνωμένη και
θρησκόληπτη, συνεπώς έμεινε, με
αγωνιστικότητα μάλιστα, πιστή στην
μοναρχία και την ρωμαιοκαθολική
θεοκρατία.
Το
1804, όντας ακόμα στο Μιλάνο, ίδρυσε την
νομική επιθεώρηση «il Giornale
Italiano», στην οποία επί δύο έτη (1804
– 1806) καλλιέργησε την εικόνα ενός
διαφορετικού Ιταλού πολίτη, ικανού ν’
ανταποκριθεί σε μία δημοκρατική,
προοδευτική και ενωμένη Ιταλία.
Επέστρεψε στην Νάπολη το 1806 και
εξέδωσε το ιστορικό μυθιστόρημα «Ο
Πλάτων στην Ιταλία» («Platone in
Italia»), καθώς και την Ιστορία του για
την Επανάσταση του 1799 σε 2η επαυξημένη
και διορθωμένη έκδοση, προβλέποντας
μάλιστα την επερχόμενη ενοποίηση της
Ιταλίας (εξ ου και χαρακτηρίσθηκε ως
«θεωρητικός του Risorgimento»).
Συμμετείχε ξανά στην πολιτική με το
γαλλόφιλο βοναπαρτικό κόμμα, θητεύοντας
σύμβουλος του Γκιουζέπε Βοναπάρτη
(Giuseppe Bonaparte, μεγάλου αδελφού του
Ναπολέοντα), μέλος του Ανωτάτου
Συμβουλίου («Consigliere di Cassazione»)
και διοικητής Δημοσίου Ταμείου
(«Direttore del Tesoro», υπουργός
οικονομικών) στην κυβέρνηση του Joachim
Murat.
Συνεργάστηκε
με το δημοκρατικό περιοδικό «Μόνιτορ των
Δύο Σικελιών» («Monitore delle Due
Sicilie») και ο ίδιος ίδρυσε την
«Συνταγματική Επιθεώρηση των Δύο
Σικελιών» («Giornale Costituzionale
delle Due Sicilie». Το 1809, συνεπής
προς την πεποίθησή του ότι είναι
διδακτέα στους ανθρώπους η έννοια της
Ελευθερίας, εξέδωσε μία μελέτη για την
δημοκρατική δημόσια παιδεία που, κατά τα
ιακωβινικά πρότυπα, θα πρέπει να
αποσκοπεί στην διαμόρφωση εθνικής
συνείδησης στους νέους ανθρώπους
(«Progetto per l'Ordinamento della
Pubblica Istruzione nel Regno di
Napoli»).
Ο
Κουόκο αποσύρθηκε οριστικά από την
πολιτική αλλά και εν γένει από την
δημόσια ζωή το έτος 1815, όταν ο
βασιλιάς Φερδινάνδος ανακατέλαβε τον
θρόνο του έπειτα από την μάχη του
Τolentino. Πέρασε από σοβαρές κρίσεις
κατάθλιψης, στην διάρκεια των οποίων
συχνά κατέστρεφε πολλά χειρόγραφά του
και πέθανε μετά από 8 χρόνια (στις 14
Δεκεμβρίου 1823) σε ηλικία 53 ετών.
ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ:
«Lettere
a Vincenzo Russo», 1800
«Saggio
Storico sulla Rivoluzione Napoletana nel
1799», Milano, 1801, 1806
«Platone
in Italia», ιστορικό μυθιστόρημα, 1806
«Progetto
per l'Ordinamento della Pubblica
Istruzione nel Regno di Napoli», 1809
«Viaggio
in Molise», 1812
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
Cantimori Delio, «Utopisti e
riformatori Italiani, 1794 - 1847»,
Florence, 1943
Cantimori Delio, «Giacobini
Italiani», τόμοι 3, Bari, 1956 – 1964
Conforti Luigi, «Napoli nel
1799», Naples, 1889
Giglioli Constance H. D.,
«Naples in 1799. An account of the
revolution of 1799 and the rise and
fall of the Parthenopean Republic»,
London, 1903
|