Ο Γερμανός φιλόσοφος
Γεώργιος Γουλιέλμος Φρειδερίκος Χέγκελ
(1770 - 1831), που μαζί με τους
Χαίλντερλιν και Σέλλιγκ είχε φυτέψει
στην αγορά της πόλης του Τύμπιγκεν το
«δένδρο της ελευθερίας» για να τιμήσει
την Γαλλική Επανάσταση, ύμνησε τις
ανώτατες στιγμές της με τα παρακάτω
λόγια: «Ήταν στην πραγματικότητα μία
υπέροχη ανατολή ηλίου. Όλες οι
σκεπτόμενες υπάρξεις εόρτασαν μαζί της
την χαραυγή μίας νέας εποχής, σαν να
είχε τότε συμβεί η συμφιλίωση του
θεϊκού στοιχείου με τον κόσμο των
θνητών». Τον μήνα Θερμιδόρ του έτους 2
(1794) όμως, κτυπήθηκε αυτή ακριβώς η
«χαραυγή μίας νέας εποχής». Κτυπήθηκε
η πιο
επιτυχημένη στην γνωστή Ιστορία της
ανθρωπότητας επανάσταση, την στιγμή ακριβώς
που είχε ολοκληρώσει το δύσκολο (σε
καθεστώς βίαιων συγκρούσεων) έργο της
και ήταν έτοιμη να απολαύσει τους
καρπούς, τής με πολύ μεγάλο κόστος
νίκης της σε όλα τα μέτωπα (πολεμικό,
ιδεολογικό, θρησκευτικό, οικονομικό),
ενώ ήδη αποτελούσε ένα πολύ ελκυστικό
παράδειγμα για τους λαούς της Ευρώπης,
όσο και πολύ επικίνδυνο για τις έντονα
κλυδωνιζόμενες πια μοναρχίες:
«κατάφεραν μέσα σε μερικούς μήνες να
αποκαταστήσουν τα πράγματα. Ο
εσωτερικός εχθρός είχε συντριβεί. Και
οι επαγγελματικοί στρατοί των
Ευρωπαίων μοναρχών, συνηθισμένοι στους
μελετημένους ελιγμούς και στον
στρατηγικό πόλεμο, αναγκάζονταν να
υποχωρήσουν μπροστά στις μάζες των
ενθουσιωδών νεαρών ανδρών, που οι
στρατηγοί της Επανάστασης έριχναν στα
πεδία των μαχών, χωρίς να νοιάζονται
για ανθρώπινες απώλειες. Την άνοιξη
του 1794 η στρατιωτική κατάσταση είχε
αποκατασταθεί, καθώς η νίκη του Φλερύ
(26 Ιουνίου) είχε σώσει την Γαλλία και
είχε ανοίξει το Βέλγιο στα γαλλικά
στρατεύματα. Σε λιγότερο από έναν
χρόνο, οι Ορεινοί είχαν εκπληρώσει το
πρόγραμμα της Κοινής Σωτηρίας»
(Berstein – Milza, σελ. 497).
Οι περίπου 200 ροβεσπιερικοί
μόνο στο Παρίσι, των οποίων τα κεφάλια
έπεσαν τον μήνα Θερμιδόρ του έτους 2
για να μπορέσουν εντέλει, καθισμένοι
επάνω στους θρόνους των βασιλιάδων, να
βασιλεύσουν έκτοτε οι ανά καιρούς
αδίστακτοι πλουτοκράτες πιλότοι των
κοινοβουλευτικών ολιγαρχιών
(αποκεντρώνοντας και
αποπροσωποποιώντας την εξουσία και την
διαφθορά, και άρα κάνοντάς τες πλέον
σχεδόν άτρωτες), αλλά και για να
επιτραπεί η επιβίωση του τερατώδους
Χριστιανισμού μέσα από την δήθεν
«ηθική» του «αποκατάσταση» από τον
Σαιν Σιμόν και τους μεταγενέστερους
απατεώνες, απετέλεσαν την ενσάρκωση
της Απόλυτης Επανάστασης, μίας
Επανάστασης η οποία την ίδια στιγμή
μπορεί δίπλα στον τίτλο της
«ηττημένης», να δέχεται και εκείνον
(τον φαινομενικά αντίθετο) τής «πιο
επιτυχημένης στην γνωστή Ιστορία της
ανθρωπότητας». Σε τρανή απόδειξη της
τραγικότητας της ίδιας της ανθρώπινης
φύσης και συνεπώς, κατ’ επέκταση,
ολόκληρης της ανθρώπινης Ιστορίας.
Σε τρανή απόδειξη και της
αντιφατικότητας, που πάντα φαίνεται να
διέπει κάθε υπέρβαση, ή κάθε απόπειρα
υπέρβασης των «μέσων», δηλαδή
υποταγμένων, ανθρώπινων συμπεριφορών
(«οι Γάλλοι μπορούν και νικούν»
διαπίστωνε ο Χέγκελ, «γιατί στο λουτρό
αίματος της Επανάστασής τους,
κατέλυσαν πολλούς μεσαιωνικούς
θεσμούς, που εμπόδιζαν την πρόοδο και
την ελευθερία και αρνήθηκαν τον φόβο
του θανάτου και την κοινή συνηθισμένη
ζωή»).
Σε τρανή απόδειξη της
αναγκαίας, πολύ αναγκαίας
αντιφατικότητας, από όπου αναδύονται
δυναμικά κάθε φορά στο ιστορικό
προσκήνιο, ενάντια στον διόλου
αντιφατικό ή ασυνεχή «πόλεμο χαύνωσης»
που στήνεται και διεξάγεται με κύριο
σκοπό το να εξαναγκάσει τους ανθρώπους
να δεχθούν την ταύτιση επιβίωσης και
υποταγής, ο ένοπλος ανθρωπισμός, η
υποχρέωση στην ελευθερία, η νίκη μέσω
της ήττας, η ήττα μέσω της νίκης, η
υποταγή στο καθήκον και το όραμα, η
αρετή των όπλων και η παντοειδώς
προκαλούσα τον θάνατο Πολιτική
Αρετή.
«Ο Τρόπος με τον οποίο
πράττουμε τα πράγματα αξίζει
περισσότερο από τα ίδια τα πράγματα. Ο
Τρόπος επίσης που ζούμε τις ιδέες μας,
αξίζει περισσότερο από αυτές τις
ίδιες. Ο Τρόπος που ζούμε την ζωή μας,
αξίζει περισσότερο από εμάς που ζούμε,
και πολλές φορές περισσότερο και από
αυτή την ίδια την ζωή». Οι
ροβεσπιερικοί υπέστησαν τελικά την
μοίρα όλων όσων όχι απλώς έχουν ένα
όραμα, αλλά επιπροσθέτως θεωρούν
αυτονόητο ότι τα οράματα δεν
προορίζονται για να εξασφαλίζουν
ακίνδυνη ονειροπόληση, αλλά
αποκλειστικά και μόνο για να γίνονται
πράξεις.
Έπεσαν και μάλιστα γρήγορα και άγρια,
γιατί δεν έπρεπε να τους επιτραπεί το
τελικό βήμα μίας μεθοδικής και
ρεαλιστικής διαδρομής, την οποία από
την μία δεν άντεχαν οι πολλαπλώς
διαφοροποιηθέντες και την οποία από
την άλλη έτρεμαν οι εχθροί της
Ελευθερίας.
Όλοι όσοι έχουν
ασχοληθεί με κάτι ανάλογο, το οποίο
δεν είναι υποχρεωτικό να κινείται στο
επίπεδο των λαιμητόμων ή των
οδοφραγμάτων, αλλά μπορεί να
περιορίζεται, όπως στην συντριπτική
πλειοψηφία των περιπτώσεων συμβαίνει,
στο επίπεδο ενός απλού «πολιτιστικού»
συλλόγου ή άλλου συλλογικού φορέα,
γνωρίζουν καλά για τι πράγμα ομιλώ.
Για τους λοιπούς, εξηγώ ότι ομιλώ για την μοιραία στιγμή
που η πραγμάτωση το οράματος απαιτεί
μία σαφή και ολοκληρωμένη μορφή, όλως ανεπιθύμητη και
μάλιστα ισόποσα τόσο για τους
ονειροβατούντες μόνιμους εχθρούς της
πραγματικότητας, όσο και για το άκρο
αντίθετό τους, δηλαδή για τους
εγωϊστές εξτρεμιστές που θέλουν να
υποτάξουν την πραγματικότητα στην
ανευθυνότητα των απαιτήσεών τους. Ούτε
λόγος να γίνεται δε για τους
δηλωμένους εχθρούς της όποιας
πραγμάτωσης ή τους όποιους
προβοκάτορές τους, που ωστόσο σπανίως
χρειάζεται να δράσουν ιδιοχείρως, αφού
είναι πολύ ευκολότερο να υποδαυλίζουν
απλώς την καταστροφική αντίδραση των
φύσει και θέσει αντιδραστικών.
Η αντι-Ροβεσπιερική
συνομωσία ξέσπασε την 9η Θερμιδόρ και
όχι νωρίτερα, όχι «γιατί τότε ήταν η
κατάλληλη στιγμή», όπως το
παρουσιάζουν πολλοί αφελείς ή
εσκεμμένα ρηχοί ιστορικοί (και μάλιστα
από τους «καλούς», όχι από εκείνους
που λούζουν με ατελείωτα υβρεολόγια
τους ροβεσπιερικούς), αλλά γιατί τότε
ακριβώς η λεγόμενη Τρομοκρατία θα
έπαιρνε τα τελευταία λιγοστά κεφάλια
που έπρεπε
να πάρει
(δηλαδή τα κεφάλια εκείνων που είχαν
υποδαυλιστεί να εμποδίσουν την
πραγματοποίηση του τελευταίου βήματος)
και στην συνέχεια θα εφάρμοζε το σαφές και
ολοκληρωμένο επαναστατικό πρόγραμμα με πρωτόγνωρους
κοινωνικοπολιτικούς θεσμούς και
λειτουργία του λαοκρατικού Συντάγματος
του 1793, το οποίο επαναστατικό
πρόγραμμα δεν θα μπορούσε πια με
τίποτε να ανασταλεί. Εάν δρούσαν
αυτοβούλως, οι δήθεν φοβισμένοι
χειροκροτητές έως τότε των
ροβεσπιερικών, που τους κατασπάραξαν
σαν λυσσασμένα σκυλιά, θα μπορούσαν να
τους είχαν κατασπαράξει πολύ νωρίτερα,
όταν εκείνοι ήσαν πολύ ασθενέστεροι,
προτού δηλαδή εξουδετερωθούν οι οπαδοί
του Εμπέρ και του Νταντών και βεβαίως
προτού νικήσει στρατιωτικά η
Επανάσταση τους ξένους εχθρούς της. Το
έκαναν όμως την 9η Θερμιδόρ, γιατί
τότε ήταν που υποδαύλισαν τους δήθεν
φοβισμένους εκείνοι που δεν ήθελαν μία
ανεπιστρεπτί εφαρμογή του
επαναστατικού προγράμματος.
Το μόνο πραγματικό έγκλημα
των ροβεσπιερικών ήταν ότι είχαν
τολμήσει να υπάρξουν. Να υπάρξουν ως
πραγματικοί επαναστάτες, δηλαδή ως
όντα με καρδιά από φωτιά και
μυαλό από πάγο,
αβάσταχτη έμψυχη
πρόκληση για τους πάμπολλους
παρορμητικούς, κυκλοθυμικούς, νωθρούς,
απεστιασμένους, καιροσκόπους, λάτρεις
της βολής, εγωϊστές, δειλούς και τους
κάθε λογής άλλους, που απλώς
υποδύονταν τους επαναστάτες, αλλά στην
ουσία δεν ήθελαν τίποτε περισσότερο
από το να ποζάρουν και αυτοί για λίγο
επάνω στα έως τότε δεσμευμένα μόνον
προς χρήση των θεοκρατών και των
αριστοκρατών βάθρα. Από την άλλη, το
μόνο πραγματικό ζητούμενο των
αντιδραστικών ήταν το να πάψουν να υπάρχουν
εκείνοι που, γι’ αυτούς κακώς, είχαν απλώς τολμήσει
να υπάρξουν. Όπως το είχε
καταλάβει πολύ καλά ο Κουτόν, όταν
δήλωνε εκείνες τις δύσκολες ημέρες που
εξυφαινόταν η συνωμοσία ότι επιστρέφει
στο Παρίσι για να νικήσει μαζί με τον
Ροβεσπιέρο και την Ελευθερία ή να
χαθεί μαζί και με τους δυο τους, ο
Ροβεσπιέρος δεν συμβόλιζε απλώς, αλλά
ενσάρκωνε πια την Ελευθερία,
γι’ αυτό και συντρίφτηκε και
καθυβρίστηκε για να συντριβεί και να
καθυβριστεί Αυτή μέσω εκείνου. Την 9η
Θερμιδόρ ουσιαστικά ακυρώθηκε η
ουσιαστική Επανάσταση, αφού ματαιώθηκε
το καίριο βήμα από την δυσάρεστη
περίοδο της σταθεροποίησής της στην
λαμπρή περίοδο της κοινωνικής
πραγμάτωσής της.
Την έντιμη τριανδρία
και τους περίπου 200 συντρόφους που
τους έμειναν μέχρι το τέλος πιστοί,
εξόντωσε το
Διαχρονικό Κάθαρμα της Ιστορίας, δηλαδή ο άθλιος
εκείνος τύπος ανθρώπου που ξέρει από
την μία στιγμή στην άλλη να υποστέλλει
γρήγορα – γρήγορα την σημαία του και
να υψώνει στην θέση της μια άλλη, την
σημαία τού «αιωνίου κόμματος» τής
εκάστοτε πλειοψηφίας, υπακούοντας όχι
στην σταθερότητα μιας ιδέας ή ενός
οράματος, αλλά στην αποδεδειγμένη
ρευστότητα των καιρών, οι οποίοι όσο
πιο γρήγορα αλλάζουν τόσο πιο πυκνά
παροτρύνουν στο να ανεβοκατεβαίνουν οι
σημαίες των αχρείων, των δειλών, των
υπολογιστών, των καιροσκόπων και των
προδοτών.
Β.Ρ.
|