Στο βιβλίο του «Ο διχασμένος εαυτός» («The Divided Self»), ο ψυχίατρος Ronald Laing ανέλυσε και εξήγησε την ανθρώπινη ψυχική κατάσταση που αποκαλούμε «σχιζοφρένεια», καθώς και την διαδικασία που οδηγεί σε αυτήν. Ο λεγόμενος «σχιζοφρενής», ένας άνθρωπος αποξενωμένος από τον εαυτό του και από τον εξωτερικό κόσμο, δεν μπορεί να βιώσει ούτε τον εαυτό του, ούτε τους «άλλους» σαν μία «πραγματικότητα». Πλάθει συνεπώς σταδιακά έναν ψεύτικο εαυτό (αποσυνθέτοντας ταυτοχρόνως τον πραγματικό του) και με αυτόν αναγνωρίζει τόσο την δική του απόγνωση όσο και τους άλλους, μέσα από μία ολοένα αυξανόμενη εξωπραγματικότητα, η οποία καταλήγει στην πλήρη αποσύνθεση της προσωπικότητας. Σε δύο αποσπάσματα του πιο πάνω βιβλίου του, ο Laing γράφει: «Ο όρος σχιζοειδής αναφέρεται σε ένα άτομο, του οποίου η ενότητα της εμπειρίας έχει αποσχιστεί κατά 2 βασικούς τρόπους: από την μία έχουν αποκοπεί οι σχέσεις του με τον κόσμο και από την άλλη έχουν διαρραγεί οι σχέσεις του με τον ίδιο του τον εαυτό. Ένα τέτοιο πρόσωπο είναι ανίκανο να νοιώσει τον εαυτό του μαζί με τους άλλους, ή να νοιώσει άνετα μέσα στον κόσμο. Αντίθετα νοιώθει τον εαυτό του σε απελπιστική μοναξιά και απομόνωση…» «Ο διχασμός του εαυτού από τα σώμα, αποτελεί μία οδυνηρή κατάσταση στην οποία το υποκείμενο αναζητεί απεγνωσμένα κάποιον να τον βοηθήσει να την ξεπεράσει, ταυτοχρόνως όμως χρησιμοποιεί την κατάσταση αυτή σαν βασικό τρόπο άμυνας. Αυτό στην πραγματικότητα καθορίζει και το ουσιαστικό δίλημμα. Ο εαυτός επιθυμεί την σύζευξη και τον εγκλεισμό του στο σώμα, αλλά φοβάται να εγκλειστεί εκεί μήπως υποστεί επιθέσεις και έκθεση σε κινδύνους, από τους οποίους δεν θα μπορέσει να διαφύγει. Ωστόσο, ο εαυτός συνειδητοποιεί επίσης πως, παρά το ότι βρίσκεται έξω από το σώμα, δεν μπορεί να διατηρήσει τα πλεονεκτήματα που ήλπιζε να είχε από αυτήν την θέση…» Ας επιχειρήσουμε τώρα μία ΠΑΡΑΦΡΑΣΗ και ΕΠΕΚΤΑΣΗ των λεγομένων του Laing: «Ο όρος Μονοθεϊσμός (επί του προκειμένου Χριστιανισμός) αναφέρεται σε μία κοσμοαντίληψη, της οποίας η ενότητα της εμπειρίας έχει αποσχιστεί κατά 2 βασικούς τρόπους: από την μία έχουν αποκοπεί οι σχέσεις της με τον φυσικό κόσμο και από την άλλη έχουν διαρραγεί οι σχέσεις της με τον ίδιο της τον εαυτό. Μία τέτοια κοσμοαντίληψη είναι ανίκανη να νοιώσει τον εαυτό της μαζί με τις άλλες, ή να νοιώσει άνετα μέσα στον κόσμο. Αντίθετα νοιώθει τον εαυτό της σε απελπιστική μοναξιά και απομόνωση…» «Ο διχασμός του Χριστιανισμού από τον (φυσικό) άνθρωπο, αποτελεί μία οδυνηρή κατάσταση στην οποία ο πρώτος αναζητεί απεγνωσμένα κάποιον («Σωτήρα») να τον βοηθήσει να την ξεπεράσει, ταυτοχρόνως όμως χρησιμοποιεί την κατάσταση αυτή σαν βασικό τρόπο άμυνας. Αυτό στην πραγματικότητα καθορίζει και το ουσιαστικό δίλημμα. Ο Χριστιανισμός επιθυμεί την σύζευξη και τον εγκλεισμό του στον άνθρωπο, αλλά φοβάται να εγκλειστεί εκεί μήπως υποστεί επιθέσεις και έκθεση σε κινδύνους, από τους οποίους δεν θα μπορέσει να διαφύγει. Ωστόσο, ο Χριστιανισμός συνειδητοποιεί επίσης πως, παρά το ότι βρίσκεται έξω από τον άνθρωπο, δεν μπορεί να διατηρήσει τα πλεονεκτήματα που ήλπιζε να είχε από αυτήν την θέση…» Βασικό
εργαλείο για την ερμηνεία
και κατανόηση της διαδικασίας που οδηγεί σε αυτό που
λέμε σχιζοφρένεια
είναι η θεωρία της «Διπλής Δέσμευσης» («Double
Bind»), εισηγητής της οποίας
είναι ο ανθρωπολόγος Gregory Bateson. Η θεωρία αυτή
δόθηκε πρώτη φορά στην
δημοσιότητα το 1956 (στο «Towards a Theory of
Schizophrenia» της επιθεώρησης
«Behavioural Science»), αν και σπέρματά της υπήρχαν
ήδη στο μυαλό του Bateson
από το 1930, όταν έκανε ανθρωπολογικές μελέτες στην
Νέα Γουίνέα. Η εκεί
ιθαγενής κουλτούρα δεχόταν επίθεση από τους
χριστιανούς ιεραπόστολους και
την δυτική κυβέρνηση, όντας παγιδευμένη ανάμεσα στην
περίπτωση να εξολοθρευτεί
έξωθεν (δια της ωμής καταστολής των ιδιαίτερων ηθών
της) ή να διαλυθεί
εκ των έσω (απαρνούμενη η ίδια τα ιδιαίτερα ήθη
της). Η «Διπλή Δέσμευση»
ορίστηκε λοιπόν ως άλυτη κατάσταση, όπου μία
παγιδευμένη και ανίσχυρη αυτοταυτότητα,
ουσιαστικά διατάζεται να διαλυθεί.
(Κείμενο από το βιβλίο «Η Πολιτική της Εμπειρίας και το Παραδείσιο Πουλί»). Υπάρχει ελάχιστη σχέση ανάμεσα στην αλήθεια και την κοινωνική «πραγματικότητα». Υπάρχουν γύρω μας ψευδογεγονότα, στα οποία εμείς προσαρμοζόμαστε με την κατάλληλη γι’ αυτό ψευδή συνείδηση, που μας επιτρέπει να θεωρούμε αυτά τα ψευδογεγονότα σαν τάχα αληθινά και πραγματικά, πολλές φορές μάλιστα ακόμα και σαν τάχα ωραία. Στην ανθρώπινη κοινωνία η αλήθεια βρίσκεται πλέον λιγότερο σε αυτό που όντως είναι τα πράγματα και περισσότερο σε αυτό που δεν είναι. Πρόκειται για μία κοινωνική πραγματικότητα εξαιρετικά απεχθή, από την στιγμή που κάποιος την κοιτάξει κάτω από το φως της εκτοπισμένης αλήθειας. Ακόμα και η ίδια η ομορφιά σχεδόν δεν είναι πια υπαρκτή, εκτός και εάν αποτελεί και αυτή ένα ψέμα. Τι πρέπει άραγε να πράξουμε εμείς, εμείς που είμαστε νεκροζώντανοι, εμείς που ζούμε στην τακτικά κλονιζόμενη ενδοχώρα μίας γερασμένης κεφαλαιοκρατίας, Μπορούμε άραγε να πράξουμε τίποτε περισσότερο από το να αντικαθρεφτίζουμε απλώς την παρακμή που επικρατεί γύρω μας και μέσα μας, Μπορούμε άραγε να κάνουμε τίποτε περισσότερο από το να τραγουδάμε τα πικρά και λυπητερά άσματα της απογοήτευσης και της ήττας. Τόσο οι απαιτήσεις του παρόντος, όσο και η αποτυχία του παρελθόντος, είναι μία και η αυτή: απαιτείται η σύνταξη μίας στο έπακρο αυτοσυνειδητής και αυτοκριτικής ανθρώπινης έκθεσης της ανθρωπότητας Τώρα πια, κανείς και καμμία δεν μπορεί να στοχάζεται, να αισθάνεται ή να πράττει, εάν προηγουμένως δεν θέσει ως αφετηρία την δική του ή την δική της αλλοτρίωση… Είμαστε όλοι μας δολοφόνοι και πόρνες, ανεξάρτητα από την κουλτούρα, την κοινωνία, την τάξη και το έθνος όπου ανήκουμε, ανεξάρτητα από το πόσο «ομαλούς», «ηθικούς» ή «ώριμους» θεωρούμε τους εαυτούς μας. Η ανθρωπότητα είναι ολότελα αποξενωμένη από τις αυθεντικές της δυνατότητες. Η παραμορφωμένη μας οπτική, μας εμποδίζει να τηρήσουμε κάποια σαφή θέση απέναντι στην υγεία του κοινού νοός ή απέναντι στην παραφροσύνη του αποκαλούμενου τρελλού. Και οπωσδήποτε, εκείνο που απαιτείται είναι κάτι περισσότερο από κάποιο παθιασμένο ξέσπασμα μίας εξαγριωμένης ανθρωπότητας. Η αλλοτρίωσή μας έχει ισχυρότατες ρίζες. Για κάθε σοβαρή θεώρηση οποιασδήποτε πλευράς του τωρινού διανθρώπινου βίου, βασικότατο κίνητρο αποτελεί η συνείδηση αυτού του γεγονότος. Θεωρημένη από διαφορετικές προοπτικές, ερμηνευμένη μέσα από διαφορετικές μεθόδους, ή εκφρασμένη με διαφορετικά ιδιώματα, αυτή η συνείδηση είναι που συνενώνει στοχαστές τόσο διαφορετικούς, όπως ο Μάρξ, ο Κίρκεγκαρντ, ο Νίτσε, ο Χάϊντεγκερ, ο Τίλλιχ και ο Σαρτρ. Είμαστε αποβλακωμένες και παραφρονημένες υπάρξεις, ξένοι απέναντι στους αληθινούς εαυτούς μας, ξένοι ο ένας απέναντι στον άλλον και απέναντι στον υλικό και πνευματικό κόσμο, αποξενωμένοι ακόμα και από μία ιδανική πλευρά τρέλλας, την οποία μπορούμε ίσως να αντιληφθούμε αλλά όχι και να υιοθετήσουμε. Γεννιόμαστε
δίχως να το έχουμε
επιλέξει, σε έναν κόσμο όπου υποχρεωτικώς μας
περιμένει η αλλοτρίωση. Είμαστε
όχι μόνον δυνητικά άνθρωποι, αλλά επιπροσθέτως σε
κατάσταση πλήρους αλλοτρίωσης,
μία κατάσταση η οποία σαφώς δεν αποτελεί την λογική
κατάληξη κάποιας φυσικής
διαδικασίας. Η αλλοτρίωση σαν παρούσα μοίρα μας,
έχει επιτευχθεί αποκλειστικά
με την χρήση μίας εξωφρενικής ποσότητας βίας, την
οποία επί αιώνες έχουν
επιβάλει ανθρώπινα όντα επάνω σε άλλα ανθρώπινα
όντα.
«Τα
πρότυπα που διαγράφονται στην
συνέχεια του παρόντος δεν έχουν επί τούτου
ταξινομηθεί για ν’ απεικονίσουν
την ανθρώπινη υποδούλωση… Περιορίστηκα απλώς στην
παρουσίαση μερικών μόνον
από αυτά, τα οποία εγώ ο ίδιος έχω συναντήσει. Οι
πρώτες λέξεις που έρχονται
στο μυαλό για να τα περιγράψω είναι κόμποι,
πλέγματα, πέδες, αδιέξοδα,
διαξεύξεις, στρόμβοι, δεσμά» (Laing, Απρίλιος
1969).
1. Παίζουν ένα παιγνίδι. Παίζουν ότι δεν παίζουν ένα παιγνίδι. Εάν τους δείξω ότι καταλαβαίνω ότι παίζουν, θα παραβώ τους κανόνες και θα έχω συνέπειες. Πρέπει να παίξω το παιγνίδι τους, Να παίξω ότι δεν καταλαβαίνω ότι καταλαβαίνω το παιγνίδι. 2. Κάτι πρέπει να συμβαίνει με αυτόν γιατί δεν θα δρούσε όπως δρα, εκτός αν συνέβαινε κάτι, άρα δρα όπως δρα, γιατί κάτι συμβαίνει με αυτόν. Αυτός δεν νομίζει ότι κάτι τού συμβαίνει, γιατί ένας από τους λόγους που κάτι συμβαίνει με αυτόν είναι ότι δεν νομίζει ότι κάτι συμβαίνει με αυτόν, άρα πρέπει να τον βοηθήσουμε να συνειδητοποιήσει, πως το ότι δεν νομίζει ότι κάτι συμβαίνει με αυτόν είναι ένας από τους λόγους που κάτι συμβαίνει με αυτόν. 3. Η Άλφα δεν σέβεται τον εαυτό της. Δεν μπορεί να σεβαστεί όποιον την σέβεται. Μπορεί να αγαπήσει μόνον κάποιον που δεν την σέβεται. Αγαπάει τον Βήτα γιατί δεν την σέβεται. Περιφρονεί τον Γάμα γιατί δεν την περιφρονεί. Μόνο ένα περιφρονητέο άτομο μπορεί να σεβαστεί κάποιον τόσο περιφρονητέο όσο η Άλφα. Η Άλφα δεν μπορεί να αγαπήσει κάποιον, τον οποίο περιφρονεί. Παρόλο όμως που αγαπάει τον Βήτα, δεν μπορεί να πιστέψει ότι εκείνος την αγαπάει. Ποια απόδειξη μπορεί να έχει άραγε από αυτόν, 4.
«Νομίζεις ότι είμαι ηλίθια,»
5. Είναι δυστυχισμένος που είναι δυστυχισμένη. Είναι δυστυχισμένη που είναι δυστυχισμένος. Ο Άλφα είναι δυστυχισμένος που η Βήτα είναι δυστυχισμένη. Η Βήτα είναι δυστυχισμένη που ο Άλφα είναι δυστυχισμένος που η Βήτα είναι δυστυχισμένη που ο Άλφα είναι δυστυχισμένος που η Βήτα είναι δυστυχισμένη. Η Βήτα αισθάνεται ενοχή για το ότι είναι δυστυχισμένη επειδή ο Άλφα είναι δυστυχισμένος που η Βήτα είναι δυστυχισμένη. Ο Άλφα αισθάνεται ενοχή που η Βήτα είναι δυστυχισμένη επειδή νομίζει ότι αυτός οφείλει να την κάνει ευτυχισμένη. Η Βήτα νοιώθει ενοχή για το ότι ο ¨Άλφα νοιώθει ενοχή που η Βήτα νοιώθει ενοχή που ο Άλφα νοιώθει ενοχή.
ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ
ΣΕ:
ΚΕΙΜΕΝΑ, ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ, ΕΚΔΗΛΩΣΕΙΣ ΤΟΥ ΒΛ. ΡΑΣΣΙΑ |