ΑΝΟΙΧΤΗ ΠΟΛΗ ΩΣ ΠΟΙΗΣΗ ΔΩΜΑΤΙΟΥ

(η ιστορία του περιοδικού από τον Κώστα Μανδηλά, για το
μπλογκ του Μ. Νταλούκα, Ιανουάριος 2014
)

 


 
Αρχές της δεκαετίας του 1980, μια παρέα νεαρών της περιοχής Πετραλώνων και Θησείου, μπουχτισμένη από τη μεταπολιτευτική ατμόσφαιρα της στρατευμένης έκφρασης και των ρηχών επικοινωνιακών στερεότυπων, αποφάσισε να δημιουργήσει ένα περιοδικό αυτοέκφρασης, την «Ανοιχτή Πόλη». Αργότερα, δεν ήρθαν τα κότερα, αλλά ο υπαρξιακός υπότιτλος: «Για τα περάσματα που δεν βρέθηκαν ποτέ».

Ιθύνων νους του εγχειρήματος ήταν ο Βλάσης ο Ρασσιάς, συγγραφέας και εκδότης μέχρι τότε του αντεργκράουντ περιοδικού «Speak Out», αλλά και ενός βιβλίου με τη συλλογή των στίχων των τραγουδιών των Doors, ο οποίος συνήθιζε ν’ αλιεύει από τις προθήκες των βιβλιοπωλείων της εποχής διάφορα περιοδικά. Μεταξύ αυτών το «Μουσικό Αυτί» και τον «Γρύλο». Καθώς πρέπει έντυπα και πλήρως εναρμονισμένα στις αισθητικές και ιδεολογικές ανησυχίες του. Ξεφυλλίζοντας, όχι τα όνειρά του, αλλά τις εκπληκτικές εκείνες σελίδες, μεταξύ άλλων ανακάλυπτε και δυο ονόματα: Μανδηλάς Κώστας («Γρύλος») και Δημήτρης Μουστάκης («Μουσικό Αυτί»). Επιπλέον, η εκπληκτική μνήμη του, κύριο γνώρισμα της νεανικής ηλικίας, σε συνεργασία με την συνειρμική σκέψη, τον έκαναν ν’ αναφωνήσει στο μικρό νεανικό δωμάτιο του ως άλλος Αρχιμήδης: «Εύρηκα!», «Εύρηκα!», «Αυτοί είναι! Αυτοί είναι οι άνθρωποί μου!». Η χαρά του μεγεθύνθηκε σε ανησυχητικό σημείο, καθώς μέσα από τους δαιδαλώδεις σχεδιασμούς του, ανακάλυπτε πως οι εν λόγω τύποι κατοικοέδρευαν στα παρακείμενα τετράγωνα. Γεγονός, τεραστίας σημασίας, για μια εποχή όπου δεν υπήρχαν κινητά τηλέφωνα, διαδίκτυα κ.λπ.

Σε ελάχιστο χρονικό διάστημα, η πρώτη συνάντηση για την έκδοση της «Ανοιχτής Πόλης» ήταν γεγονός. Εκείνοι έφεραν και τις παρέες τους, εκείνος έφερε τον εαυτόν του. Οι συζητήσεις απέραντες και απολαυστικές. Στις ολομέλειες συμμετείχαν ενεργά και δυο κοπέλες: η Καλλιόπη και η Κατερίνα. Ορίστηκε γραφίστας, πτυχιούχος σχολής παρακαλώ, όπως και υπεύθυνος έκδοσης, με μούσι, παντελόνι τζην σωλήνα και μεταφορικό μέσο, Gillera αυτόματο 50cc! Ακόμα, δόθηκαν όρκοι τιμής για την συλλογικότητα της όλης προσπάθειας, τον πλουραλισμό των απόψεων, εξαιρουμένων μόνον εκείνων που είχαν να κάνουν με βία, ρατσισμό κ.λπ. Εκεί λοιπόν συμφωνήθηκε και το πρώτο Editorial από το οποίο σταχυολογούμε μερικά χαρακτηριστικά σημεία, «Η Ανοιχτή Πόλη θέλει ν’ ανοίξει μπροστά στα μάτια του αναγνώστη, σελίδες άγνωστες ή πολύ λίγο γνωστές, καθώς ιδιαίτερα στη χώρα μας, μέχρι εδώ και λίγα χρόνια μόλις, συστηματικά αγνοείτο ένας ολόκληρος κόσμος εκείνος εκεί της εναλλακτικής κουλτούρας των νέων ανθρώπων όλου του κόσμου, που διαμορφώθηκε από τα “γόνιμα μυαλά” τους, στις δυο και τρεις τελευταίες δεκαετίες». Και πιο κάτω δίνεται με σαφήνεια το στίγμα του όλου εγχειρήματος, «Το περιοδικό (Ανοιχτή Πόλη) θα κάνει μονάχα παρουσιάσεις, δεν θα ασχολείται με τις κριτικές, ούτε με την στενοκέφαλη προώθηση διαφόρων απόψεων. Ο ρόλος του κριτικού και του καθοδηγητή είναι από κάθε άποψη ξεπερασμένος. Μέσα από τις σελίδες μας, θα περάσουμε σταδιακά θέματα, από την Αντικουλτούρα γενικά, μέχρι εξειδικεύσεις όπως, Αντιψυχιατρική ή Υπαρξιακή Οικονομολογία...». Το τελευταίο, ο νεοεκλεγείς ομόφωνα εκδότης δεν το πολυκατάλαβε, αλλά ούτε και μπήκε στον κόπο να ρωτήσει. Όχι γιατί ντρεπόταν, αλλά γιατί ένας εκδότης είναι υποχρεωμένος πάντα να... ξέρει!

Με αυτά και με άλλα πολλά, το πρώτο τεύχος ήταν γεγονός: Οκτώβριος του 1980, τεύχος 1ο, Ανοιχτή Πόλη, τιμή 50 δρχ. Τα πρώτα αντίτυπα περνούσαν από χέρι σε χέρι και ρίγη περηφάνιας αλλά και ικανοποίησης διέτρεχαν τις, μανιασμένες για κάτι διαφορετικό, ψυχές των τολμηρών εκείνων νεαρών. Η εμπορική επιτυχία απρόσμενη. Σε ένα μήνα είχαν εξαντληθεί και τα 1.800 τεύχη της πρώτης έκδοσης. Ο εκδότης πανευτυχής απολάμβανε τα βράδια την μπύρα του στο γνωστό ροκάδικο στη Πλάκα, την «Λήδρα», ενώ τα πρωινά τροφοδοτούσε με τεύχη, ανελλιπώς και με αξιοζήλευτη ταχύτητα, τα βιβλιοπωλεία και τα περίπτερα του κέντρου της Αθήνας. Επί πλέον, άρχισε να προσέχει την εμφάνιση του, καθώς πια δεν πέρναγε και απαρατήρητος από τις νεαρές πωλήτριες των βιβλιοπωλείων. Από τη άλλη, ο Βλάσης συγκέντρωνε τις προτάσεις για το επόμενο τεύχος, ενώ τα υπόλοιπα μέλη μέσα από απέραντους περιπάτους ανέλυαν μετά προσοχής το γεγονός της έκδοσης. Γενικά υπήρχε ένας εργασιακός οργασμός. Ο καθείς στο πόστο του, γιατί ναι μεν ήμασταν αντεργκράουντ, αλλά η δουλειά ήταν δουλειά. Τα χρονοδιαγράμματα έπρεπε να τηρούνται αυστηρά. Αυτός άλλωστε ήταν και ο βασικός λόγος για τον οποίο η «Ανοιχτή Πόλη» άντεξε το βάρος της έκδοσης για δεκατρία ολόκληρα χρόνια.

Μετά την επιτυχία του πρώτου τεύχους, η νεανική απειρία γύρω από τα εκδοτικά, μάς οδήγησε σε ένα σημαντικό λάθος, το οποίο ευτυχώς ξεπεράστηκε. Το λάθος ήταν ότι στα τέλη Δεκεμβρίου 1980, αντί να προχωρήσουμε στην έκδοση του επόμενου τεύχους, ανατυπώσαμε το εξαντλημένο πρώτο. Κάναμε δηλαδή... 2η έκδοση σε περιοδικό! Η ανατύπωση φυσικά δεν πήγε καλά. Το τιράζ μας τελικά παρέμεινε στα 1.800 τεύχη και όχι στις 3.500  (και βάλε) που εμείς ονειρευόμασταν. Εν πάση περιπτώσει, στα τέλη Ιανουαρίου του 1981 κυκλοφόρησε το 2ο τεύχος. Το οικονομικό παραστράτημα της ανατύπωσης ξεπεράστηκε με λιγότερες σελίδες, ωστόσο, ένα μεταφρασμένο κείμενο μιας γιατρού από την Αιθιοπία, της Nawal el Saadawi, με τίτλο, «Κλειτοριδεκτομή, έγκλημα ενάντια στις γυναίκες», από το εγγλέζικο φεμινιστικό περιοδικό «Spare Rib», σε μετάφραση της Καλλιόπης Μουστάκη, συγκίνησε τόσο, ώστε και το δεύτερο τεύχος εξαντλήθηκε σε ελάχιστο χρονικό διάστημα, με αποτέλεσμα η έκδοση να πάρει μια βαθιά οικονομική ανάσα, και συγχρόνως πρόσθετη εμπειρία στην έκδοση αντεργκράουντ εντύπων.

Τον Απρίλιο του 1981 κυκλοφόρησε το 3ο τεύχος. Εκπληκτικό! Ωστόσο, η χαρά της έκδοσης επισκιάστηκε από μια απρόσμενη επίθεση γνωστού εκδότη άλλου εντύπου, το οποίο θεωρούσε ότι κινείτο στον ίδιο χώρο με την «Ανοιχτή Πόλη». Δεν θέλουμε να μείνουμε σε αυτή τη θλιβερή ιστορία, καθώς δεν έχει πια καμιά πρακτική αξία. Ενδιαφέρει ίσως μόνον εκείνον ή εκείνη, που θα επιθυμήσει στο μέλλον να γράψει κάποια εργασία με τίτλο: «Η τεράστια μιζέρια των προοδευτικών μεταπολιτευτικών χώρων». Αν υπάρξει κάποιο τέτοιο ενδιαφέρον, εμείς εδώ είμαστε να του ή της παράσχουμε ιστορικά γεγονότα.

Στο 4ο τεύχος (Ιούνιος 1981), και στην προτελευταία σελίδα, υπήρξε μια λιτή αλλά ιδιαίτερα ουσιαστική απάντηση σε αυτήν την αήθη και άνευ αιτίας επίθεση εκείνου του ανθρώπου προς μία παρέα νέων ανθρώπων που τους εξέλαβε ως... ανταγωνιστές. Το σημείωμα αυτό κατέληγε ως εξής: «Όταν σε μερικούς ηλίθιους δείχνεις το φεγγάρι, αυτοί μυρίζουν τις μασχάλες, για να δουν αν φοράς ή δεν φοράς αποσμητικό». Ωστόσο, η επίθεση αυτή δεν άφησε ανεπηρέαστη την ομάδα της «Ανοιχτής Πόλης». Θέλεις η απειρία, θέλεις το πνεύμα της εποχής, όπου με μεγάλη ευκολία το έλασσον αναβαθμιζόταν σε μείζον, θέλεις εκείνο, θέλεις το άλλο, εν τέλει αποφασίστηκε η διακοπή της έκδοσης.

Το διάστημα από τον Οκτώβριο 1980 έως τον Ιούνιο 1981, απετέλεσε την πρώτη περίοδος του περιοδικού, βασικά στοιχεία της οποίας ήσαν τα ακόλουθα:

α. Αναφορικά με τα κείμενα: η πλειοψηφία των κειμένων ήταν μεταφράσεις από ξένα περιοδικά. Στην ουσία, μόνο τα editorials αποτελούσαν πρωτογενές δείγμα γραφής από την ομάδα του περιοδικού, αν και κατά κανόνα γραφόταν από τον Βλάση. Τα υπόλοιπα μέλη δείλιαζαν να εκτεθούν στο κοινό.

β. Αναφορικά με το μοντάζ: το μοντάζ δεν παρέπεμπε στις γνωστές σχολές των αντεργκράουντ εντύπων, που είχαμε υπ' όψη μας από το αρχείο του Βλάση, αλλά προσπαθούσε να μιμηθεί το ύφος και το στυλ πολιτικοποιημένων εντύπων της εποχής. Η σχέση κειμένου - εικόνας ήταν διακριτή. Τα δίστηλα προσεγμένα και γενικότερα όλη η σελιδοποίηση παρουσίαζε μια κανονιστική γραμμή και εμφάνιση.

γ. Αναφορικά με τους συνεργάτες: αν εξαιρέσει κανείς κάποιους ποιητές, όπως εκείνον τον εκπληκτικό Νώντα Σκιαδά, με το προφητικό «Εν αναμονή της εισόδου στην ΕΟΚ» (στο 4ο τεύχος), ή τα δυο παιδιά από τον Βόλο, Γ. Φύτα και Σ. Πριόβολο, δεν υπήρχαν σε εκείνα τα τέσσερα πρώτα τεύχη πολλές και μεγάλες συνεργασίες, αλλά ούτε και στα επόμενα θα έλεγε κανείς. Στην προσπάθεια μας να δώσουμε μια εξήγηση για το γεγονός αυτό, καταλήγαμε στο συμπέρασμα ότι στην Ελλάδα οι άνθρωποι μιλάνε πολύ αλλά τελικά συνεισφέρουν σε γραπτά ελάχιστα. Ίσως γατί το γράψιμο θέλει καλή επιχειρηματολογία, είδος δυσεύρετο την εποχή της μεταπολιτευτικής Ελλάδας, αλλά και σήμερα θαρρώ.

δ. Από το 3ο τεύχος του, το περιοδικό έγινε μέλος του θρυλικού «Alternative Press Syndicate» (APS, πρώην «Underground Press Syndicate») και, ιστορικά, υπήρξε το μοναδικό ελληνικό περιοδικό - μέλος.

Το κλείσιμο εκείνης της πρώτης φάσης της «Ανοιχτής Πόλης» δεν έφερε και την αποξένωση μεταξύ των μελών της, ιδίως μεταξύ του Βλάση και του γράφοντος. Η προσωρινή απώλεια της «Ανοιχτής Πόλης» επιχειρήθηκε να καλυφθεί με ένα ταξίδι στην μακρινή Ολλανδία. Ο εκδότης με το «Magic Bus» (από τα τελευταία δρομολόγια!) και ο Βλάσης, λόγω χρονικών περιορισμών, με το αεροπλάνο. Πρώτη επαφή με τον ολλανδικό Εναλλακτικό Τύπο το οικολογικό δελτίο «Wise», και μετά το ομώνυμο περιοδικό του βιβλιοπωλείου «Ins & Outs Press», στην άκρη της περιοχής των «κόκκινων φώτων». Οi τύποι, ο Αμερικανός Έντι Γουντς (Eddie Woods, πρώην συνεργάτης του «Berkeley Barb» και της λονδρέζικης αντεργκράουντ εφημερίδας «International Times» ή «ΙΤ»), η Αγγλίδα σύζυγός του Τζαίην Χάρβεϋ (Jane Harvey) και ο Χενκ Βαν ντερ Ντους (Henk van der Does, πρώην συνεργάτης του «The Real Free Press»), μας κατατόπισαν για τα «υπόγεια» παλαιοβιβλιοπωλεία του Άμστερνταμ. Ο Βλάσης δεν προλάβαινε να επιλέγει μέσα από το πολύχρωμο χαρτομάνι. Από τα κόμικς των «Freaks Brothers» μέχρι τα πρώτα fanzines της Δυτικής Ακτής. Επιστρέψαμε με ωτο – στοπ, με έναν Αιγύπτιο που, είχε αγοράσει αυτοκίνητο και το κατέβαζε στην πατρίδα του, μέσω Ελλάδα;. Την ώρα που, με όλη την ανατολίτικη μεγαλοπρέπεια, παζαρεύαμε το μερτικό για τις βενζίνες, μας πλησίασε μια πανέμορφη Ισπανίδα από τη Βαρκελώνη. Ήθελε παρέα, αλλά δυστυχώς εμείς δεν μπορούσαμε να μείνουμε άλλο. Είχαν τελειώσει τα λίγα μας λεφτά. Επιστροφή.

Την επόμενη χρονιά, το 1982, ο Βλάσης αξιοποίησε το υλικό που από το 1976 μάζευε στο αρχείο του, προχωρώντας στην συγγραφή και έκδοση ενός βιβλίου με εκδοτικό φορέα την «Ανοιχτή Πόλη» και τίτλο «Underground Press. Η Ιστορία του Έντυπου Αντεργκράουντ». Και έπειτα ήρθε το στρατιωτικό. Ο ένας στην Αεροπορία ο άλλος στον Έβρο. Όταν καθαρίσαμε, το αμείλικτο ρολόι του χρόνου έδειχνε 1985.

Παρ’ όλο που είχαν περάσει κιόλας πέντε χρόνια από το πρώτο τεύχος, οι σκέψεις του εκδότη στην απέραντη μοναξιά του Έβρου, ήταν κολλημένη στην «Ανοιχτή Πόλη». Τούτη την φορά οραματιζόταν αυτός, ό,τι πριν από μερικά χρόνια οραματιζόταν ο Βλάσης. Τι άλλο; την έκδοση (ξανά) του περιοδικού. Η ανταπόκριση από τον Βλάση ήταν απρόσμενα θετική, αλλά τα χρήματα ελάχιστα και οι υπόλοιποι είχαν τραβήξει άλλους δρόμους. Με δυο λόγια, βοήθεια από πουθενά. Ωστόσο υπήρχε πάθος, ή αν θέλετε «ψώνιο» για αυτό που θέλαμε να κάνουμε, και έτσι, τον Απρίλιο του 1986 έκανε την εμφάνιση του στα περίπτερα και βιβλιοπωλεία του κέντρου της Αθήνας το 5ο τεύχος του περιοδικού. Όλη η προεργασία απολύτως... «hand made». Μοντάζ είτε στο πάτωμα, είτε σε τραπέζια κουζίνας. Φωτοσύνθεση ούτε για συζήτηση, ούτε καν γραφομηχανή IBM, εκείνες με το μπαλάκι, όνειρο θερινής νυκτός. Με μοναδικό εργαλείο μια παλιά γραφομηχανή «Μαρίτσα», από αυτές που και τότε τις χαρακτήριζαν ως αντίκες και με οδηγούς τα παλιά χρωμοφάν, ξεκίνησε η δεύτερη περίοδος έκδοσης της «Ανοιχτής Πόλης», μία εποποιία: η έλλειψη τεχνικών μέσων, απελευθέρωνε την φαντασία και την ευρηματικότητα. Κάθε σελίδα και έναν μικρό έργο οπτικής τέχνης. Δεν υπήρχε πλέον το βάρος της ομάδας, αλλά  μόνον 2 – 3 ατομικότητες, που, ελεύθερες από δεσμεύσεις, δημιουργούσαν μια άλλου τύπου, παλλόμενη, συλλογικότητα. Αυτή η νέα συλλογικότητα ήταν το καινούργιο στίγμα του περιοδικού. Υλικό υπήρχε άφθονο γύρω μας. Αναπαραγωγή γραμμάτων γινόταν από εφημερίδες και περιοδικά, γιατί τα έτοιμα λετρασέτ γράμματα κόστιζαν πολύ.

Ο καλλιτέχνης Ρασσιάς στις πιο δημιουργικές στιγμές του. Όλες οι σελίδες του περιοδικού από το 5ο τεύχος και για καμιά δεκαπενταριά ακόμα τεύχη, ήσαν δημιουργίες του. Το κείμενο δεν ξεχώριζε από την εικόνα, ούτε η εικόνα από το κείμενο. Και τα δυο μαζί αποτελούσαν μια μοναδική σύνθεση, ένα μικρό οργανικό σύνολο. Καθώς ξεφύλλιζες το τεύχος, όλα αυτά τα μικρά σύνολα έμοιαζαν σαν αποσπασματικά καρέ ταινίας του Μπονιουέλ. Το βλέμμα του Βλάση, τόσο στις σελίδες τις «Ανοιχτής Πόλης» όσο και στην Μail - Αrt με την οποία καταπιανόταν με πάθος εκείνη την εποχή, δεν ακολουθούσε τους κανόνες της κλασικής «δυτικής» όρασης. Δεν έβλεπε αναλογίες. Δεν εγκλώβιζε το είδωλο σε μέτρα και κανονιστικά πλαίσια και κατά συνέπεια δεν το καθιστούσε αντικείμενο. Το βλέμμα του συναντούσε την πνευματικότητα του κειμένου και την έδενε με εκείνη της εικόνας, μέσα από μια ιδιοφυή αφαίρεση. Δεν ξέρω αν εκείνες οι σελίδες διαβάζονταν κανονικά ή απλώς διαχεόταν στις παρυφές του υποσυνείδητου όπως ένας ενιαίος πίνακας σύγχρονης τέχνης, όπως δεν γνωρίζω και εάν είχε υπάρξει άλλο τέτοιο παρόμοιο φαινόμενο στον χώρο της ελληνικού έντυπου τύπου πριν την εμφάνιση των fanzines. Εδώ ακριβώς βρισκόταν και η ειδοποιός διαφορά της «Ανοιχτής Πόλης», με τα άλλα έντυπα που σήμαρα παρουσιάζονται ως «Ελληνικό Αντεργκράουντ», της «Ανοιχτής Πόλης», η οποία μέχρι σήμερα ούτε έχει αξιολογηθεί, ούτε έχει αποτιμηθεί.

Ωστόσο, η αισθητική εμφάνιση του εντύπου δεν σταματούσε στο τυπογραφείο, αλλά συνεχιζόταν και στο σπίτι, αφού πρώτα περνούσαμε με το φρεσκοτυπωμένο τεύχος από ένα μικρό μπαράκι κάπου στον Κολωνό. Εκεί πηγαίναμε γιατί δεν μας ήξερε κανείς. όπως δεν μας ήξεραν στα Εξάρχεια ή σε άλλα γνωστά στέκια της τότε Αθήνας. Αλλά ο Κολωνός ελαχιστοποιούσε κάθε πιθανότητα άσχετης ή σχετικής συνάντησης, η οποία θα εμπόδιζε την όλη συζήτηση και κριτική για το νέο τεύχος. Δεν ήταν λοιπόν λίγες οι φορές όπου χρειάστηκε να επέμβουμε και μετά το τυπογραφείο. Κλασικό παράδειγμα το τεύχος 16. Παρατηρώντας το εξώφυλλο, καταλήξαμε ότι στα μάτια της εικονιζόμενης κοπέλας έπρεπε να πέσει ένα χρώμα. Έτσι την επομένη, και πριν φύγουν τα τεύχη για τα περίπτερα, περάσαμε στα εξώφυλλα όλων των αντιτύπων, ένα προς ένα, την κόρη του ματιού της κοπέλας με το ένα μπλε «stabilo». Και επειδή το μπλε τελείωσε και ήταν κλειστά τα χαρτοπωλεία, συνεχίσαμε στα υπόλοιπα με ένα πράσινο που είχαμε στην διάθεσή μας...
Στα πρώτα τεύχη της επανέκδοσης, ο εκδότης υπηρετούσε ακόμα τη θητεία του. Κάποια από τα κείμενα εκείνων των τευχών, γράφτηκαν την Β.Α σκοπιά της 745 βάσης Μηχανικού στο Μενίδι, επάνω σε καφέ χαρτί περιτυλίγματος.

Τον Απρίλη του 1986 είχαμε το πυρηνικό ατύχημα του Τσερνομπίλ. Η ευαισθητοποίηση των οικολογικών ομάδων, δεν άφησε αδιάφορη την «Ανοιχτή Πόλη» Στην ίδια σκοπιά, γράφτηκε ένα μακρύ κείμενο, και αποφασίστηκε να αποτελέσει το βασικό κορμό ενός «εκτός σειράς» τεύχους επάνω στο θέμα των πυρηνικών. Πράγματι, ο Βλάσης σε χρόνο ρεκόρ -«μάστορας» σε αυτά-, έκανε την σελιδοποίηση και σε δυο ημέρες 1.200 οκτασέλιδα αντίτυπα μοιράζοταν δωρεάν στην ογκώδη πορεία διαμαρτυρίας που έγινε στο κέντρο της Αθήνας. Για τους συλλέκτες, το τεύχος φέρει τον τίτλο: Μάης 1986, έκτακτο ειδικό τεύχος (εκτός σειράς), «Τεύχος Πυρηνικού Θανάτου». Εκείνη την εποχή έγινε και μια απόπειρα για ένα περιοδικό με αντεργκράουντ κόμικς, το περίφημο «Πλάτς!». Η προσπάθεια δεν «περπάτησε» και σύντομα εγκαταλείφθηκε.

Τα τεύχη από το 5ο έως και το 10ο, κυκλοφόρησαν σε μικρότερες διαστάσεις, για λόγους καθαρά οικονομικούς. Οι λιγότερες σελίδες, διπλωμένες, έδιναν την αίσθηση των περισσότερων σελίδων στον αναγνώστη. Το καλοκαίρι του 1987 επιστρέψαμε στο μεγάλο σχήμα και ετοιμαστήκαμε για την είσοδό μας στο πρακτορείο διανομής εφημερίδων. Την άνοιξη του 1988, στο 14ο τεύχος, βάλαμε τα δυνατά μας, φορέσαμε τα καλά μας και, για πρώτη φορά, η «Ανοιχτή Πόλη» κυκλοφόρησε μέσω πρακτορείου σε όλη την Ελλάδα. Η συμφωνία με το πρακτορείο ήταν να γίνει η διανομή τον πρώτο μήνα σε Αθήνα και Πειραιά και τον δεύτερο μήνα τα απούλητα τεύχη θα διοχετεύονταν στην επαρχία. Τυπώσαμε τρεις χιλιάδες τεύχη, ωστόσο, οι επιστροφές για την επαρχία ήταν σε άθλια κατάσταση. Το τελικό «ισοζύγιο» του εγχειρήματος βοούσε πως δεν άξιζε τελικά η περιπέτεια του πρακτορείου, καθώς μια χαρά παιδιά είμασταν με το παλιό καλό σύστημα, εκείνο δηλαδή της διανομής από εμάς τους ίδιους στα γνωστά στέκια που μας ήξεραν και τους ξέραμε.

Σε εκείνη την δεύτερη περίοδο υπήρξαν και σημαντικές συνεργασίες, όπως αυτή (από το 6ο τεύχος και μετά) του Χρήστου Μόρφου. Ο Χρήστος κράτησε για μερικά τεύχη την στήλη «Φλυαρία, για τους καιρούς και τα ήθη». Στα επόμενα τεύχη είχαμε συνεργασίες και από τους Ζωρζ Πιλαλί, Σώτη Τριανταφύλλου, Κατερίνα Γώγου, Ισμήνη Λιόση, Λαμπρινή Θωμά, κ.ά. Ο γράφων, από το 5ο τεύχος και μετά άρχισε να μοιράζεται τα editorials με τον Βλάση, και σε κάθε τεύχος, εκτός των άλλων συνέγραφε τη στήλη «Μια Ζωή σε θυμάμαι να Φεύγεις Μακριά». Ο Βλάσης, στη δεύτερη αυτή περίοδο εγκαινίασε μια νέα στήλη, την «And the Beat goes on..» και είχε όλη την ευθύνη για την ύλη του περιοδικού και του μοντάζ.

Η «Ανοιχτή Πόλη», έκλεισε οριστικά το 1993, έχοντας καταθέσει 33 τεύχη. Δεν έκλεισε γιατί υπήρχαν διαφωνίες, αλλά γιατί απλώς είχε κάνει τον κύκλο της. Οι εποχές είχαν αλλάξει και μαζί τους είχαμε αλλάξει και εμείς, παρ' όλο που τις είχαμε κοντράρει εκείνες τις εποχές. Είχε τελειώσει η εποχή της παιδικότητάς μας. Μία ζορισμένη συνέχεια του περιοδικού, από μόνη της θα αναιρούσε αυτή τη ίδια την ταυτότητά του. Το έντυπο αντιθέαμα που προσέφερε η «Ανοιχτή Πόλη», θα ξέπεφτε σε θέαμα. Έτσι, ο καθένας πήρε ό,τι πήρε και τράβηξε τον δρόμο του: «για τα περάσματα που δεν βρέθηκαν ποτέ».

Τώρα σχετικά με το στερεότυπο ερώτημα, πού ανήκε τελικά πολιτικά η «Ανοιχτή Πόλη»; Δυστυχώς, οι απαντήσεις σε ένα τέτοιο ερώτημα στη χώρα της φαιδράς πορτοκαλέας, κινούνται σε πλαίσια αυστηρά και αυθαίρετα οριοθετημένα. Για παράδειγμα, οι Νεοέλληνες ορίζουν κατά το δοκούν την «ελευθερία» και μέσα σε αυτόν τον ορισμό, και με την λογική του Προκρούστη, σταντάρουν την ελευθερία του άλλου. Επειδή το ζήτημα είναι ιδιαίτερα λεπτό, καθώς δεν υπάρχει σαφής διαχωρισμός μεταξύ Προκρούστη και πεοκρούστη, έχουμε να πούμε τα εξής: από μόνη της η έκδοση ήταν μια βαθύτατα πολιτική πράξη, όπως άλλωστε το προσεγγίζει και ο Αριστοτέλης. Ωστόσο, αν ανατρέξουμε στο editorial του 1ου τεύχους, θα διαβάσουμε ότι αυτή η πράξη δεν αποσκοπούσε στην καθοδήγηση, ή στην ποδηγέτηση των αναγνωστών. Να επικοινωνήσουμε θέλαμε, αλλά με έναν άλλον, εντελώς διαφορετικό τρόπο, μέσα στο στείρο και άνυδρο τοπίο της μεταπολιτευτικής Ελλάδας, που δεν είναι τυχαίο ότι οδήγησε τελικά την κοινωνία μας εδώ που την οδήγησε. Κατά συνέπεια, η πολιτική πράξη της «Ανοιχτής Πόλης» είχε περισσότερο πολιτιστικές διαστάσεις και όχι καθεαυτές πολιτικές. Ήταν ποίηση δωματίου. Μόνο που το δωμάτιο δεν είχε κουαρτέτο, ούτε βαριά έπιπλα. Είχε μόνο τέσσερις τοίχους, είχε και μια απέραντη μοναξιά.

Αυτή είναι εν συντομία η ιστορία του περιοδικού «Ανοιχτή Πόλη», υπογραμμένη από έναν από εκείνους που πρωταγωνίστησαν στην μικρή της εποποιία. Το τονίζουμε αυτό, γιατί, κατά την συνήθη και ρωμέικη τακτική, πολλά λέγονται και πολλά ακούγονται. Να φανταστείτε ότι γύρω στα 1987, σε κάποιο βιβλιοπωλείο και παρουσία του εκδότη, κάποιος τύπος αυτοσυστήθηκε στον βιβλιοπώλη ως εκδότης του περιοδικού «Ανοιχτή Πόλη»!

Επίσης, σήμερα, στην παντοδυναμία του «δήθεν» και του «τάχα», ανασύρονται από τα ΚΑΠΗ διάφοροι γέροντες -οι οποίοι στην πορεία της ζωής έτυχε να τυπώσουν κάποιο τεύχος-, ως οι πλέον ειδικοί να μιλήσουν, να αναλύσουν το φαινόμενο «αντεργκράουντ». Από κοντά, νεόκοποι μελετητές αναλύουν εν μέσω απύθμενων παπαρολογιών, την εννοιολογική σημασία του όρου «αντεργκράουντ», και πάει λέγοντας. Αν τότε περνούσε από το μυαλό μας μια τέτοια εκδοχή στην κατάληξη του... δράματος, να είστε σίγουροι ότι θα υπήρχε και ένας δεύτερος υπότιτλος: «Εκάς οι βάρβαροι και οι δήθεν».

Κώστας Μανδηλάς





 

 
 
 

ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΕ: 

ΔΙΑΔΡΟΜΕΣ ΓΙΑ ΕΛΕΥΘΕΡΕΣ ΨΥΧΕΣ 

ΣΥΓΓΡΑΦΕΣ ΓΙΑ ΕΛΕΥΘΕΡΕΣ ΨΥΧΕΣ 

ΕΚΔΟΣΕΙΣ "ΑΝΟΙΧΤΗ ΠΟΛΗ" 

ΚΕΙΜΕΝΑ, ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ, ΕΚΔΗΛΩΣΕΙΣ 

ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ "ΑΝΟΙΧΤΗ ΠΟΛΗ" (1980 - 1993) 

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ