MC5: Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΕΝΟΣ MILITANT ROCK ΣΥΓΚΡΟΤΗΜΑΤΟΣ 
 
 

«…τον Ιούλιο του 1969 ο Τύπος Αντεργκράουντ βρήκε την πιο καθοριστική ποπ αφίσα από την εποχή που ο Έλβις πρωτοεμφανίστηκε με χρυσό λαμέ. Στο φως του ήλιου, τέσσερις σέξυ νεαροί περπατάνε μέσα σε ένα λιβάδι προς την μεριά του φακού. Ένας κουβαλάει μία κιθάρα, οι άλλοι τρεις πολυβόλα. Αιώνες μακριά από τους χοντρο – βιομήχανους που ρίχνουνε τσιμπίές σε σερβιτόρες ήταν το γραφικό μεσουράνημα μίας προκήρυξης που είχε κυκλοφορήσει λίγο νωρίτερα ο Τζων Σινκλαίρ (John Sinclair) ιδρυτής των MC5, συντονιστής του κοινόβιου Trans Love Commune και υπουργός Πληροφόρησης στο Κόμμα των Λευκών Πανθήρων (White Panther Party): 

«Οι MC5 είναι εξολοκλήρου αφιερωμένοι στην επανάσταση. Με την μουσική μας και με την οικονομική μεγαλοφυϊα μας βουτάμε από το ανυποψίαστο κατεστημένο τα λεφτά και τα μέσα για να φέρουμε σε πέρας το πρόγραμμά μας, ενώ ταυτόχρονα επαναστατικοποιούμε τα παιδιά του. Και με την είσοδό μας μέσα στα κατεστημένα μέσα προβολής, έχουμε διαδηλώσει στους κρετίνους πως κάθε τι που κάνουν για να μας πηδήξουν θα εκτεθεί στα μάτια των παιδιών τους. Δεν χρειάζεται να απαλλαχθούμε από όλους τους κρετίνους, αφού απλώς τους κλέβουμε τις τελευταίες λύσεις – καταφύγια και τους παρατάμε να καλλιεργούν τριγύρω τους μιζέρια και να ψοφάνε με τους κληρονόμους τους να στριγκλίζουνε θριαμβευτικά. Δεν έχουμε όπλα ακόμα –τουλάχιστον όχι όλοι μας – γιατί διαθέτουμε περισσότερο αποτελεσματικά μέσα αγώνα – μπάσιμο απευθείας μέσα σε εκατομμύρια τηνέϊτζερς, αυτό είναι το τεράστιο και δυναμικό όπλο μας, καθώς και η πίστη όλων τους σε εμάς. Θα χρησιμοποιήσουμε όπλα όταν θα μας υποχρεώσουν να το κάνουμε αυτό – θα κάνουμε άλλωστε το κάθε τι – αν μας αναγκάσουν… δεν έχουμε αυταπάτες». 

Μήτε και ο δικαστής του Ann Arbor που καταδίκασε τον Σινκλαίρ σε 10 χρόνια φυλάκιση είχε βέβαια αυταπάτες, τουλάχιστον για την πολιτική δύναμη του Ροκ. Το έγκλημα του Σινκλαίρ ήταν ότι ΧΑΡΙΣΕ (!) δύο τσιγαριλίκια μαριχουάνας  σε πράκτορες της Δίωξης με πολιτικά. Πριν ρίξει την καταδίκη ο δικαστής Κολόμπο είπε για τον Σινκλαίρ: «πρόκειται για ένα άτομο που έχει εσκεμμένα προκαλέσει και χλευάσει τον νόμο». Ένα συμπέρασμα που ωστόσο θα μπορούσε να είχε εξαχθεί με μία απλή ακρόαση του alter ego του δικαζόμενου «Kick out the jams, motherfuckers !», παιγμένο από τους MC5. Νεαροί που παίρνανε την συμβουλή από τους αντεργκράουντ μουσικοκριτικούς και το άκουγαν, φτιαγμένοι χοντρά με στερεοφωνικά ακουστικά… «ήχος στο τέρμα… μπάσα τρία τέταρτα και πρίμα ουδέτερα», θα είχαν τα μυαλά τους γεμισμένα με αναρχία και θα μάθαινα για το κράτος της αμερικανικής ανταρσίας του 68, πιο αποτελεσματικά από μία σχολαστική μελέτη εφημερίδων είκοσι μίλια στην σειρά. Μία τυπική ειρωνεία είναι ότι το «Kick out the jams, motherfuckers !» μετατράπηκε ηθελημένα σε «Kick out the jams, brothers and sisters !» για την 45άρα έκδοση  - μία λύση που θεωρήθηκε συμβιβασμός από εκείνους που θεωρούν τον στίχο ως την Ουσία του Ροκ» 

(Richard Neville, εκδότης του περιοδικού «ΟΖ», στο βιβλίο του «Play - Power»)  
  
 

 

Οι «Πέντε της πόλης των αυτοκινήτων» ή MC5 δεν ήταν αρχικά παρά ένα από τα πολλά γκρουπς τύπου garageband της πόλης του Detroit. Ξεχώρισαν ωστόσο για δύο πράγματα:πρώτα από όλα ήταν όλοι τους μέλη ενός συμβιωτικού κοινόβιου, της Trans Love Commune που έδρευε στο Ann Arbor του Μίτσιγκαν και δεύτερον αποτελούσαν ένα «δεμένο» σύνολο έκφρασης με δύναμη συνένωσής τους την κοινή συλλογική εμπειρία και την εξίσου κοινή πολιτική τους συνείδηση μέσα από τις θέσεις της ομάδας «Λευκοί Πάνθηρες» (White Panther Party) που είχε προωθήσει την ίδρυση του κοινόβιου.  

Το κοινόβιο Trans Love Commune λειτουργούσε με ένα πλατύ κύκλο φίλων ή συγγενών και συντονιζόταν από τον ποιητή John Sinclair, «υπουργό Πληροφόρησης» του White Panther Party και τον Lawrence Plamondon, συνιδρυτή της ομάδας. Οι  MC5 ήταν τα παιδιά μιας αγανάκτησης που έβγαινε μέσα από το κεφάλι και την καρδιά μέσα σε μία πόλη με βαριές φάμπρικες, με slums και σκουπίδια, με βρωμιές και άνεργους, αμέσως μετά από μία εποχή που σε μία ονειρική αντίθετα πόλη της Δυτικής Ακτής, στο San Francisco, οι hippies είχαν αποφασίσει πια να θάψουν το Flower – Power αντικαθιστώντας το με την άμεση πολιτική δράση και τον πειραματισμό επάνω σε μία νέα κοινοτική αντικουλτούρα.  
 

 

Με το όνομα MC5 παρουσιάζονταν ο τραγουδιστής Bob Tyler, οι κιθαρίστες Wayne Kramer και Fred «Sonic» Smith, ο μπασίστας Michael Davis και ο ντράμμερ Dennis Thompson. Κάτω από έναν βίαιο ήχο, οι Sinclair και Plamondon γυρνάνε με το γκρουπ στα μικρά μουσικά στέκια του Detroit και προσπαθούν να προκαλέσουν ερεθίσματα στην κουρασμένη από την δουλειά νεολαία και στους απογοητευμένους άνεργους. Με τις πρώτες τους εμφανίσεις οι MC5 «κερδίζουν» το νεανικό κοινό και οι Trans Love αρχίζουν να περνούν τα μηνύματά τους. Στρατευμένοι στην υπόθεση του White Panther Party μοιράζουν κονκάρδες και αφίσες στους νεαρούς θεατές, διαβάζουν προκηρύξεις και προκαλούν ομαδική υστερία καλώντας το κοινό να ξεσηκωθεί. Οι αστυνομικοί στις συναυλίες δεν μπορούν να πιστέψουν στα αυτιά τους:  
 

«όλες οι πόλεις σας θα καούνε / είμαστε οι άνθρωποι που θα ξανακτίσουν από τις στάχτες» («Motor City is Burning»). 
 

Είναι μία εποχή γεμάτη φλόγα. Στο Σικάγο τον Αύγουστο του 1968 οι Yippies έχουν κατεβάσει το Θέατρο στους δρόμους, προτείνοντας ένα στρουμπουλό γουρούνι για Πρόεδρο Αμερικής με αποτέλεσμα 6 ημέρες ταραχών. Από το Lincoln Park του Σικάγο, οι MC5 θα μεταφέρουν την Επανάσταση του Όνειρου στο Ann Arbor. Το αντεργκράουντ περιοδικό «The Fifth Estate» του Detroit κατεβάζει τώρα τις απόψεις του Sinclair στους φοιτητές και τους διανοούμενους, ενώ τον Οκτώβριο του 68 στο Grande Ballroom ο Russ Cibb φιλοξενεί τους MC5 που δίνουν μία ακόμα άγρια συναυλία τους όπου αναγγέλλεται στο κοινό το «Αδέρφια, ο καιρός έφθασε για τον καθένα μας να αποφασίσει. Ή θα είστε το πρόβλημα ή θα είστε η λύση του…». Μέσα σε μία ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα ηχογραφείται το πρώτο LP του γκρουπ, το θρυλικό «Kick Out The Jams» (Electra). Στο εσώφυλλο του δίσκου που γίνεται ανάρπαστος φιγουράρουν οι MC5 με κονκάρδες του White Panther Party και με ένα σύντομο σημείωμα του Sinclair για το τι ζητάει να πετύχει το γκρουπ (εδώ θα πρέπει να σημειωθεί με κάποια αγανάκτηση ότι στις νεότερες εκδόσεις του δίσκου, όπως και στην ελληνική έκδοση άλλωστε, το κείμενο αυτό έχει αφαιρεθεί !!!). 
 
 

 
 

Οι Trans Love αρχίζουν να γίνονται ενοχλητικοί και επικίνδυνοι. Το σύστημα αρχίζει να καταστρώνει σχέδια και μηχανισμούς για να κτυπήσει το ρεύμα τους και ο πρώτος που την πληρώνει είναι τελικά ο Max Scherr, εκδότης του αντεργκράουντ περιοδικού  «The Berkeley Barb» του Berkeley της Καλιφόρνια. Τον Μάρτιο του 1969 του κλείνουν το περιοδικό και τους ασκούν δίωξη για… πορνογραφία επειδή είχε δημοσιεύσει μία φωτογραφία με τους MC5 γυμνούς με μία επίσης γυμνή κοπέλα των Λευκών Πανθήρων δίπλα σε ένα κείμενο σχετικά με την άποψη της ομάδας για ελεύθερο σεξ στους δρόμους και τις πλατείες των πόλεων. Μετά ήρθε η σειρά των ίδιων. Τον επόμενο μήνα συλλαμβάνουν τον Sinclair με την κατηγορία της κατοχής μαριχουάνα όταν χάρισε κατά λάθος δύο joints σε «μυστικούς». Στην δίκη που ακολούθησε, ο Sinclair τελικά έφαγε εννέα και μισό με δέκα χρόνια φυλακή !!! Μόλις ανακοινώθηκε η απόφαση στις 25 Ιουλίου του 1969, προκάλεσε τόσο μεγάλη οργή  ώστε αμέσως συγκροτήθηκε κίνηση για την αποφυλάκισή του. Ο πρώην «Μπητλ» John Lennon άρχισε δραστήριες καμπάνιες και μάλιστα σύνθεσε και ένα τραγούδι διαμαρτυρίας για την περίπτωσή του. 
 
 

 
 

Τα πράγματα ωστόσο χειροτερέψανε. Το 1970 έπιασαν και τον Lawrence Plamondon γιατί δήθεν οργάνωνε σχέδια βίαιης απελευθέρωσης του συντρόφου του. Το κοινόβιο Trans Love δέχθηκε άγριες διώξεις και αποδιοργανώθηκε. Οι MC5 είχαν τώρα να διαλέξουν ανάμεσα στην αυτοδιάλυση ή την απομάκρυνσή τους από την ομάδα. Διάλεξαν το δεύτερο…  

Ο John Landau, γνωστός μουσικοκριτικός του Ροκ, μεσολάβησε για ένα συμβόλαιο με την εταιρεία «Atlantic», όπου με δική του προτροπή ηχογραφήθηκε το 1970 ένα δεύτερο LP, το «Back in USA» όπου το γκρουπ φάνηκε να έχει ξεπεράσει τις δυσκολίες που αντιμετώπισε. Κρατούν ωστόσο την ίδια αγριάδα, την ίδια οργή, τον ίδιο πρωτόγονο αυθορμητισμό στις συνθέσεις τους, στους στίχους και στο παίξιμο, μόνο που έχουν απορρίψει τον προηγούμενο μιλιταντισμό τους: δεν ρίχνουνε πια συνθήματα, δεν προπαγανδίζουν, δεν περνιούνται για γκρουπ καθοδήγησης. Τα κομμάτια τους είναι αυθεντική προέκταση του Ροκ της δεκαετίας του 60, μουσική που σε κάνει να σηκώνεσαι από το κάθισμά σου, μουσική που τυλίγει το μυαλό… Τα κομμάτια «Teenage Lust»,  «American Ruse» και «Call Me Animal» έχουν ακόμα μέσα τους το γρύλισμα του αδέσποτου σκύλου της γκρίζας αυτοκινητούπολης. 
 
 

 
 

Το 1971, επηρεασμένοι από την επιτυχία του δεύτερου LP τους, προχωρήσανε ξανά με την «Atlantic» στην έκδοση του τρίτου μεγάλου δίσκου τους. Ήταν το «High Time» που όμως έγινε για το συγκρότημα η αρχή του τέλους. Η κερδοσκοπική φυσικά οικονομική διεύθυνση της δισκογραφικής εταιρείας κατάγγειλε το συμβόλαιο με τους MC5, ενοχλημένη από τα λίγα κέρδη της από τις πενιχρές πωλήσεις του «High Time» το οποίο δεν «τράβηξε» στην τότε αγορά. Την επόμενη χρονιά το γκρουπ διαλύθηκε, συνειδητοποιώντας την κίνηση των καιρών και μη χάνοντας την ευκαιρία να περάσει στα «αθάνατα» ονόματα της μουσικής Ροκ, αφού πρόλαβε να τελειώσει την «ζωή» του πριν πέσει στον σκοτεινό κύκλο της εκπόρνευσης, της θεοποίησης, του ευνουχισμού και της ιδιοποίησης…  
 

Βλ. Ρασσιάς  

(Δημοσιεύθηκε στο θρυλικό τεύχος νο 1 της «Ανοιχτή Πόλης» τον Οκτώβριο του 1980) 
 

Πηγές: 

Περιοδικό «The Fifth Estate», Detroit 1970 
R. Neville, «Play – Rower», εκδόσεις Paladin, 1970 
Περιοδικό «Speak Out», Αθήνα 1979 

 
 


 

ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΕ:  

ΔΙΑΔΡΟΜΕΣ ΓΙΑ ΕΛΕΥΘΕΡΕΣ ΨΥΧΕΣ  

ΣΥΓΓΡΑΦΕΣ ΓΙΑ ΕΛΕΥΘΕΡΕΣ ΨΥΧΕΣ  

ΕΚΔΟΣΕΙΣ "ΑΝΟΙΧΤΗ ΠΟΛΗ"  

ΚΕΙΜΕΝΑ, ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ, ΕΚΔΗΛΩΣΕΙΣ  

ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ "ΑΝΟΙΧΤΗ ΠΟΛΗ" (1980 - 1993)  

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ