Με τον εν καιρώ εμπλουτισμό
τους, στα τέσσαρα συνολικά τμήματα αυτής
της παρουσίασης, θα επιχειρήσουμε να
παρουσιάσουμε όσο το δυνατόν περισσότερα
έντυπα από τον αχανή ουρανό του «υπόγειου
τύπου» των δεκαετιών 1960, 1970 και 1980.
«MAINMISE»
(«ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ», 1970 - 1978)
Αντεργκράουντ γαλλόφωνο περιοδικό του Κεμπέκ
(Quebec) του Καναδά, μέλος του «Συνδικάτου
Υπόγειου Τύπου» («Underground Press
Syndicate», UPS) που ίδρυσαν οι Linda
Gaboriau, Christian Allegre, Jean Basile
Bezroudnoff, Kenneth Chalk, Georges Kahl και
Denis Vanier. Το πρώτο τεύχος του περιοδικού
κυκλοφόρησε τον Οκτώβριο του 1970,
αυτοσυστηνόμενο ως «Organe québécois de la
pensée magique».
Η θεματογραφία του «Mainmise» περιστρεφόταν
γύρω από την κλασική «Αντικουλτούρα», την
κοινωνική επανάσταση, την μουσική ροκ, την
ουτοπία, τους εναλλακτικούς τρόπους ζωής, τα
ευφορικά και τα παραισθησιογόνα, το ελεύθερο
σχολείο, την οικολογία, το γυναικείο κίνημα,
την μαγεία και την ελεύθερη σεξουαλικότητα,
ενώ το κάθε τεύχος του φιλοξενούσε
σχεδιοϊστορίες των μεγάλων αντεργκράουντ
δημιουργών (Greg Irons, Robert Crumb, Ron
Cobb, Trina, Corben, S. Clay Wilson, Jeff
Jones, Guynard, M. Pouliot, Baloune, κ.ά.)
σε αναδημοσίευση από αμερικανικές αλλά και
ευρωπαϊκές αντεργκράουντ εφημερίδες.
Σε αναδημοσίευση από την «Georgia Straight»
του Βανκούβερ, το «Mainmise» φιλοξένησε και
τις γνωστές αντεργκράουντ σχεδιοϊστορίες του
ο Ραντ Χολμς (Rand Holmes, 1942 - 2002) με
πρωταγωνιστή τον μακρυμάλλη, ερωτύλο,
κανναβικό και περιθωριακό «Harold Hedd», ενώ
τα τελευταία 5 χρόνια του βίου του έγινε το
αποκλειστικό όργανο έκφρασης των
αντεργκράουντ σχεδιαστών του Μοντρεάλ.
Το περιοδικό φιλοξένησε επίσης κείμενα των
Raymon Lavallée, Buckminster Fuller,
Marshall McLuhan, L. Clark Steven, Timothy
Leary, Alan Watts, κ.ά. και έκλεισε τελικά
το καλοκαίρι του 1978 αφήνοντας πίσω του μία
ακόμη αντεργκράουντ εποποϊα 78 τευχών. Στην
διάρκεια της ζωής του, το «Mainmise» πήρε
διάφορες μορφές και σχήματα, αρχικά είχε
μικρό («digest») μέγεθος σε φθηνό χαρτί, που
αργότερα εξελίχθηκε σε τετράχρωμες
εκτυπώσεις σε λευκό χαρτί, και εν συνεχεία
μεγάλωσε σε διαστάσεις κανονικού περιοδικού
για να καταλήξει στα δύο τελευταία χρόνια σε
ταμπλόϊντ εφημεριδίστικο σχήμα.
Διμηνιαίο περιοδικό διαστάσεων 22 Χ 28 cm
που εξέδιδε στο Μπέρκλεϋ της Καλιφόρνιας
από το 1966 έως το 1972 ο συγγραφέας
Ρίτσαρντ Φαίρφηλντ (Richard Fairfield,
1937 - ) και προπαγάνδιζε την κοινοβιακή
ζωή και την σεξουαλική ελευθερία.
Το 2010, ο Φαίρφηλντ μαζί με
τον Τίμοθυ Μίλλερ (Timothy Miller)
εξέδωσαν το βιβλίο «The Modern Utopian:
Alternative Communities of the '60s and
'70s», στο οποίο ανάδειξαν όλο το υλικό
που είχε ο πρώτος σχετικά με τις διάφορες
εναλλακτικές κοινότητες εκείνων των δύο
«επικών» δεκαετιών.
«NASTY
TALES» («ΒΡΩΜΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ», 1971 –
1973)
Βρετανικό περιοδικό
αντεργκράουντ κόμιξ από την εκδοτική
«Bloom Publications» της θρυλικής
αντεργκράουντ εφημερίδας «ΙΤ».
Παίρνοντας μάθημα από την αποτυχημένη
εκδοτική προσπάθεια του «Cyclops»
(1970), που είχε βασιστεί κυρίως σε
αγγλικά κόμιξ, το «Nasty Tales»
εστίασε κυρίως σε αναδημοσιεύσεις από
τον αμερικανικό αντεργκράουντ Τύπο,
που είχε να επιδείξει καλύτερη
ποιότητα στα σχέδια και τις ιστορίες
(Robert Crumb, Gilbert Shelton, Greg
Irons, S. Clay Wilson και Spain
Rodriguez), και σύντομα γνώρισε
μεγάλες δόξες και ενέπνευσε νέους
Βρετανούς δημιουργούς (Chris Welch,
Edward Barker, κ.ά.). Κατά μέσον όρο
αφιέρωνε στις αναδημοσιεύσεις 32 από
τις 52 σελίδες του κάθε τεύχους.
Με αφορμή την σχεδιοϊστορία «Grand
Opening of the Great Intercontinental
Fuck-in and Orgy Riot» του Ρόμπερτ
Κραμπ, η οποία ωστόσο είχε ήδη
δημοσιευθεί στο «ΙΤ» δίχως πρόβλημα,
απαγγέλθηκε κατηγορία κατά των εκδοτών
του «Nasty Tales» (Joy Hebditch, Paul
Lewis, Edward Barker, Mike Farren,
Chris Welch) για «κατοχή και διακίνηση
ασέμνων». Η δίκη έγινε στο δικαστήριο
του Old Bailey στις 15 Ιανουαρίου
1973, όπου ναι μεν οι εκδότες
αθωώθηκαν, ωστόσο τα τεράστια
δικαστικά έξοδα υποχρέωσαν την «Bloom
Publications» να βάλει λουκέτο. Το
τελικό, 7ο στην αρίθμηση τεύχος,
κυκλοφόρησε λίγο πριν την έναρξη της
δίκης. Ακολούθησε μόνον μία έκτακτη
έκδοση με τίτλο «Η δίκη των Nasty
Tales» («The Trials of Nasty Tales»),
σχεδιασμένη αποκλειστικά από Βρετανούς
δημιουργούς (Dave Gibbons, Edward
Barker, E. Lustgarten, Chris Welch,
Andrew Butcher).
«ΟΖ»
(1967 - 1973)
Αγγλικό αντεργκράουντ
ψυχεδελικό και χίπικο περιοδικό, που
εξέδιδαν στο Λονδίνο οι Αυστραλοί Ρίτσαρντ
Νεβίλ (Richard Neville, 1941 - ), Τζιμ
Άντερσον (Jim Anderson, 1937 - ), Μάρτιν
Σαρπ (Martin Sharp, 1942 - ) και αργότερα
ο Φήλιξ Ντένις (Felix Dennis, 1947 - ).
Ξεκίνησε να εκδίδεται από τους φοιτητές
Νεβίλ, Ρίτσαρντ Ουώλς (Richard Walsh) και
Μάρτιν Σαρπ, ως σατιρικό περιοδικό την
πρωταπριλιά του 1963 στο Σίδνεϋ (Sydney)
της Αυστραλίας, όπου συνέχισε μέχρι το
1969, έχοντας ωστόσο στο ιστορικό του μία
δίκη για παραβίαση του νόμου περί
«ασέμνου» το 1964. Το 1967 οι Νεβίλ και
Σαρπ μετέφεραν τον τίτλο στο Λονδίνο,
ιδρύοντας ένα διαφορετικό «ΟΖ», με
«ψυχεδελικό και χίπικο» προσανατολισμό, το
οποίο εξελίχθηκε, όπως και το
«International Times» ή «ΙΤ», σε ναυαρχίδα
της λονδρέζικης αντικουλτούρας μέχρι το
1973 που κυκλοφόρησε το τελευταίο τεύχος
του.
Μέσα από τις εκπληκτικές σε ομορφιά όφσετ
σελίδες του που συνέθετε ο Σαρπ, παρέλασαν
μεγάλα ονόματα της αντικουλτούρας της
εποχής, όπως λ.χ. οι Αυστραλές συγγραφείς
Ζερμαίν Γκρηρ (Germaine Greer, 1939 - )
και Λίλιαν Ρόξον (Lillian Roxon, 1932 -
1973), ο επίσης Αυστραλός
κινηματογραφιστής Φίλιπ Μόρα (Philippe
Mora, 1949 - ), ο επίσης Αυστραλός
ποιητής, φιλόσοφος και καρτουνίστας Μάϊκελ
Λιούνιγκ (Michael Leunig, 1945 - ), ο
Ιταλός αναρχικός συγγραφέας και ποιητής
Άντζελο Κουατρότσι (Angelo Quattrocchi,
1945 - 2009), ο τροτσκιστής δημοσιογράφος
και συγγραφέας Νταίηβιντ Ουϊντζερυ (David
Widgery, 1947 – 1992), ο φωτογράφος
Ρόμπερτ Ουϊτέηκερ (Robert Whitaker, 1939 -
), κ.ά.
Η εκπληκτική σε ομορφιά τέχνη του Σαρπ,
γνωστού και ως δημιουργού των εξωφύλλων
δύο δίσκων του rock συγκροτήματος «Cream»,
άφησε εποχή στον «ψυχεδελικό» Τύπο της
δεκαετίας του 1960, το δε 16ο τεύχος του
«ΟΖ» με τίτλο «Magic Theatre», από κοινού
έργο των Σαρπ και Μόρα, έμεινε στην
Ιστορία ως το μεγαλύτερο αριστούργημα που
παρήγαγε σε όλη την διαδρομή του ο
βρετανικός αντεργκράουντ Τύπος.
Το λονδρέζικο «ΟΖ», που ενόχλησε
σοβαρότατα το βρετανικό κατεστημένο της
εποχής, όχι μόνο για τις προχωρημένες
θέσεις του για το σεξ, τα ψυχοδηλωτικά και
τους εναλλακτικούς τρόπους ζωής, αλλά και
για τις στενά πολιτικές τοποθετήσεις του
(καταγγελία του πολέμου στο Βιετνάμ,
καταγγελία της δικτατορίας στην Ελλάδα για
βασανιστήρια, κ.ά.) αντιμετώπισε και
αυτό δίωξη για «άσεμνα» δημοσιεύματα το
έτος 1971. Όπως και στην περίπτωση της
δίκης του 1964, οι εκδότες καταδικάστηκαν
σε βαρύτατες ποινές, αλλά αθωώθηκαν στο
δευτεροβάθμιο δικαστήριο, ανοίγοντας
ωστόσο μια τεράστια συζήτηση στην αγγλική
κοινωνία για το τι είναι πραγματικά σεμνό
και τι άσεμνο.
Την αφορμή για την δίωξη έδωσε το τεύχος
28 με τίτλο «Τhe Schoolkids Issue», που
κυκλοφόρησε τον Μάϊο του 1970 γραμμένο
δίχως την ελάχιστη παρέμβαση των εκδοτών
από 20 μαθητές γυμνασίου, ανάμεσα στους
οποίους και ο Ντέϋαν Σούντγικ (Deyan
Sudjic), μετέπειτα αρχιτέκτονας και
διευθυντής του «Design Museum» του
Λονδίνου. Δύο μήνες μετά, η αντιδραστική
«Βρετανική Δίωξη Ασέμνων» («Obscene
Publications Squad») σφράγισε τα γραφεία
του περιοδικού στο Holland Park και
έστειλε άμεσα την υπόθεση στον εισαγγελέα
με την εξωφρενική μάλιστα κατηγορία της
«συνομωσίας για διαφθορά των δημοσίων
ηθών», νομικό απομεινάρι της πουριτανικής
εποχής που ανέβαζε το υποτιθέμενο
παράπτωμα σε επίπεδο κακουργήματος με
προβλεπόμενη ποινή ισόβια κάθειρξη!
Η πολύκροτη δίκη των «κακούργων» Νεβίλ,
Άντερσον και Ντένις, η σοβαρότερη στην
νομική Ιστορία της Βρετανίας για ζήτημα
«ηθικής», έγινε τον Ιούνιο του 1971 στο
φρούριο του «Old Bailey» και στην έναρξή
της ο συνήγορος και θεατρικός συγγραφέας
Τζων Μόρτιμερ (John Mortimer, 1923 – 2009)
προειδοποίησε ότι «η υπόθεση αποτελεί ένα
κρίσιμο σταυροδρόμι για την ελευθερία της
έκφρασης», ενώ έξω από τα δικαστήρια
διαδήλωνε ένα μεγάλο πλήθος φίλων της
αντικουλτούρας, ανάμεσα στους οποίους και
οι Λέννον και Όνο (John Lennon, Yoko Ono),
που είχαν επιπρόσθετα αρχίσει εκστρατεία
αλληλεγγύης και οικονομικής κάλυψης των
κατηγορουμένων.
Ο Μικ Φάρεν σε διαδήλωση
υπέρ των εκδοτών του "ΟΖ"
Τελικά οι τρείς κατηγορούμενοι (που
έμειναν στην Ιστορία και ως «Οι τρείς του
ΟΖ», «Τhe Oz Three»), που προσπάθησαν
αρκετές φορές να αντιδράσουν χιουμοριστικά
στην δύσκολη θέση τους, σε μία περίπτωση
μάλιστα εμφανίστηκαν φορώντας ποδιές
μαθητριών, αθωώθηκαν μεν για την
«συνομωσία», καταδικάστηκαν όμως για δύο
ελαφρότερες κατηγορίες περί «ασέμνων» σε
φυλάκιση. Οι Νεβίλ και Άντερσον
καταδικάστηκαν σε 15 μήνες φυλάκιση χωρίς
δικαίωμα εξαγοράς, ενώ ο Ντένις σε
λιγότερους, επειδή ο δικαστής Αργκάϋλ
(Michael Argyle) τον έκρινε «κατά πολύ
λιγότερο έξυπνο από τους άλλους δύο».
Αμέσως μετά την ανάγνωση των ποινών, οι
τρεις εκδότες οδηγήθηκαν στις φυλακές
Wormwood Scrubs, όπου τους κούρεψαν «με
την ψιλή» για να τους εξευτελίσουν.
Στην δευτεροβάθμια δίκη ωστόσο, στην οποία
οι τρεις κατηγορούμενοι εμφανίστηκαν
φορώντας μακριές περούκες, οι κατηγορίες
έπεσαν και διατάχθηκε η αποφυλάκισή τους
από τις φυλακές Wandsworth όπου είχαν
μεταφερθεί. Ο θρησκόληπτος δικαστής
Αργκάϋλ είχε δηλώσει ότι θα ‘πρεπε να
είχαν καταδικαστεί «σε 12 – 15 χρόνια
καταναγκαστικά έργα»!
«OPEN CITY»
(«ΑΝΟΙΚΤΗ ΠΟΛΗ», 1967 - 1969)
Εβδομαδιαία αντεργκράουντ
εφημερίδα που εξέδωσε από τον Μάϊο του
1967 έως τον Απρίλιο του 1969 στο Λος
Άντζελες ο δημοσιογράφος Τζων Μπράϊαν
(John Charles Bryan, 1934 – 2007, που
από τον Νοέμβριο του 1964 έως τον
Μάρτιο του 1965 είχε εκδώσει στο Σαν
Φραντσίσκο το ταμπλόϊντ «Open City
Press» και μετά είχε συνεργαστεί με
τον Αρτ Κάνκιν, Art Kunkin, στην
αντεργκράουντ εφημερίδα του Λος
Άντζελες «Los Angeles Free Press»).
Η θεματογραφία της «Open City»
περιστρεφόταν γύρω από την
Αντικουλτούρα, την ψυχεδέλεια, την
μουσική ροκ, την ριζοσπαστική πολιτική
έκφραση και την λογοτεχνία του
περιθωρίου. Επί σειρά τευχών
συνεργάτηκε με δική του ιδιαίτερη
στήλη («Σημειώσεις ενός πορνόγερου»,
«Notes of a Dirty Old Man») ο γνωστός
συγγραφέας Τσαρλς Μπουκόφσκι (Charles
Bukowski, 1920 – 1994).
Μέσα στο 1968 ο Μπράϊαν συνελήφθη δύο
φορές για υποτίθεται «άσεμνες
δημοσιεύσεις», την πρώτη φορά τον
Μάρτιο του 1968 με αφορμή την απλή
φωτογραφία μιας γυμνής γυναίκας και
την δεύτερη τον Σεπτέμβριο του 1968 με
αφορμή ένα μικρό διήγημα του Τζακ
Μισελίν (Jack Micheline, 1929 – 1998)
με τίτλο «Skinny Dynamite» που
περιείχε την λέξη «fuck». Τα υψηλά
δικαστικά έξοδα και τα πρόστιμα που
ακολούθησαν οδήγησαν την εφημερίδα
στην χρεωκοπία.
Ο Μπουκόφσκι περιέγραψε την όλη
εκδοτική περιπέτεια της εφημερίδας στο
κείμενο «Η γέννηση, η ζωή και ο
θάνατος μιας αντεργκράουντ εφημερίδας»
(«The Birth, Life and Death of an
Underground Newspaper») που δημοσίευσε
τον Σεπτέμβριο του 1969 στην εφημερίδα
«Evergreen Review».
«OPEN ROAD»
(«ΑΝΟΙΚΤΟΣ ΔΡΟΜΟΣ», 1976 - 1991)
Τριμηνιαία αντεργκράουντ
αντιεξουσιαστική ταμπλόϊντ εφημερίδα του
Βανκούβερ του Καναδά, την οποία εξέδιδε
μία μικρή ομάδα ακτιβιστών, η «The Open
Road Collective», που κατά πλειοψηφία
προέρχονταν από το τοπικό παράρτημα του
«Διεθνούς Κόμματος Νεολαίας» («Γίπι»,
«Yippie!», «Youth International Party»,
YIP), που στις 7 Αυγούστου 1971 είχε
διοργανώσει το ταραχώδες (200 άγρια
δαρμένοι από την αστυνομία και 79
συλληφθέντες) «Gastown Smoke-In» με
συμμετοχή 2.000 νέων.
Ιδρυτές της εφημερίδας
ήσαν οι DavidSpaner,
KenLester,
BobMercerκαι
BobSarti,πρώην
στελέχη των αντεργκράουντ εφημερίδων του
Βανκούβερ «GeorgiaStraight»,
«TerminalCityExpress»
και «GeorgiaGrape».
Σε μία σπάνια πράξη αλληλεγγύης,
η «γίπι» εφημερίδα της Νέας Υόρκης
«Yipster Times» έδωσε στους Καναδούς
ομοϊδεάτες της όλη την λίστα συνδρομητών
της, ώστε η νέα εφημερίδα να γίνει από το
πρώτο κιόλας τεύχος της (άνοιξη του 1976)
γνωστή σε ένα μεγάλο πλήθος ανθρώπων.
H «Open Road» επέζησε όλης της δεκαετίας
του 1980 έχοντας ωστόσο αραιώσει
υπερβολικά την κυκλοφορία της και
λιγοστέψει την ύλη της, για να εκπνεύσει
τελικά το 1991 μετά από 25 εν συνόλω
τεύχη, έχοντας γράψει μία ηρωϊκή 15ετή
διαδρομή.
«SAN FRANCISCO
ORACLE»
(«ΤΟ ΜΑΝΤΕΙΟ ΤΟΥ ΣΑΝ ΦΡΑΝΤΣΙΣΚΟ», 1966 -
1968)
Μηνιαία αντεργκράουντ πολύχρωμη
«ψυχεδελική» εφημερίδα που εξέδωσε σε 12
συνολικά τεύχη στην συνοικία
Haight-Ashbury του Σαν Φραντσίσκο της
Καλιφόρνιας από το 1966 έως το 1968 μία
ομάδα «χίπις» με επικεφαλής τον ποιητή
Άλεν Κοέν (Allen Cohen, 1940 – 2004) ως
εκδότη και τον ζωγράφο Μάϊκελ Μπόουεν
(Michael Bowen, 1937 – 2009) ως
καλλιτεχνικό διευθυντή. Αμέσως μετά την
ίδρυσή της εφημερίδα, που θεωρείται μακράν
η εντυπωσιακότερη αντεργκράουντ εφημερίδα
της δεκαετίας του 1960, συμμετείχε
στην ίδρυση του «Συνδικάτου του Υπόγειου
Τύπου» («Underground Press Syndicate»,
UPS).
Εφήμερος πρόγονος της «San Francisco
Oracle» υπήρξε η εφημερίδα «P.O. Frisco»
(δηλαδή «Psychedelphic Oracle του Frisco»,
«Ψυχεδελφικό Μαντείο του Φρίσκο») που
εξέδωσε ένα μόνο 12σέλιδο τεύχος στις 2
Σεπτεμβρίου 1966. Οι νεοι εκδότες George
Tsongas και John Bronson που
αντικατέστησαν τους Dan Elliot και Richard
Sassoon του «P.O. Frisco» μετονόμασαν την
εφημερίδα σε «San Francisco Oracle» με
εξαρχής αρίθμηση και το πρώτο, επίσης
12σέλιδο, τεύχος είδε το φως στις 20
Σεπτεμβρίου 1966. Οι Κοέν και Μπόουεν
πήραν τον έλεγχο της εφημερίδας από το
τεύχος 3 και ανέδειξαν γραφιστικά την
έκδοση που έτυχε τεράστιας αποδοχής από
την νεολαία του Haight-Ashbury. Τα αρχικά
3.000 αντίτυπα έφθασαν στο 4ο (24σέλιδο
και αφιερωμένο στον Timothy Leary) τεύχος
τα 15.000, στο 5ο (αφιερωμένο στο «Human
Be-In» για το οποίο θα μιλήσουμε παρακάτω)
τα 50.000, στο 7ο (52σέλιδο πια) τα
80.000, για να κορυφωθεί τελικά το τιράζ
στα 125.000 αντίτυπα.
Στις 6 Οκτωβρίου 1966 οι Κοέν και Μπόουεν
είχαν οργανώσει την διαμαρτυρία «Love
Pageant Rally» ενάντια στην ποινικοποίηση
της χρήσης του LSD από την πολιτεία της
Καλιφόρνιας, όπου τραγούδησε αφιλοκερδώς η
Τζάνις Τζόπλιν (Janis Joplin) με το
συγκρότημά της «Big Brother and the
Holding Company» μπροστά σε 3.000 θεατές.
Ακολούθησε στις 14 Ιανουαρίου 1967 το
γιγαντιαίο «Human Be-In», με συμμετοχή των
«μπητ» ποιητών Allen Ginsberg, Gary
Snyder, Lenore Kandel και Michael McClure,
του ψυχεδελικού γκουρού Timothy Leary και
των ροκ συγκροτημάτων «The Grateful Dead»
και «Jefferson Airplane», το πρώτο
ιστορικά «Love-In» που απετέλεσε την
ληξιαρχική πράξη γέννησης του κινήματος
«χίπι» και της «Flower Power».
Την «San Francisco Oracle» υλοποίησε με
κοινή προσπάθεια μία αρκετά «δεμένη» ομάδα
«χίπις», μερικοί μόνον από τους οποίους,
πέραν των Κοέν και Μπόουεν, ήσαν οι Gene
Grimm, Steve Lieper, Stephen Levine,
Travis Rivers, George Tsongas, Dangerfield
Ashton, Hetti McGee, Ami McGill, Harry
Monroe, κ.ά. Η εφημερίδα, τα (από το
τεύχος 5 και μετά σταθερά) γραφεία της
οποίας ήσαν ανοικτά 24 ώρες το 24ωρο,
συνδύασε με έναν μαγικό τρόπο την ποίηση
με την ψυχεδέλεια και την μορφή με το
χρώμα, αναδεικνύοντας στο έπακρο το έργο
των «χίπι» και «προχωρημένων» καλλιτεχνών
(Rick Griffin, Bruce Conner, Jan Conner,
Alton Kelley, Peter Legeria, κ.ά.),
ποιητών και συγγραφέων (Alan Watts,
Buckminster Fuller, Timothy Leary, Ralph
Metzner, Michael McClure, Gary Snyder,
κ.ά.). Μέσα από τις πολύχρωμες σελίδες της
«San Francisco Oracle», ο αναγνώστης
ταξίδευε σε μια ποικιλία θεμάτων που
πλάταιναν την εξωτερική και εσωτερική
ματιά του, κινούμενος από τον ινδιάνικο
σαμανισμό στην «χίπι» και «υδροχοϊκή»
πνευματικότητα, από τον ανατολίτικο
μυστικισμό στην ουτοπική επανάσταση, από
την οικολογική αφύπνιση στην σεξουαλική
απελευθέρωση, από την κοινοβιακή κοινωνική
πρόταση στην προσωπική αναζήτηση μέσω της
ψυχεδέλειας.
Το τελευταίο τεύχος της (32σέλιδο με ένα
συμβολικό εξώφυλλο του Tom Weir και σχέδια
των Alton Kelley, Bob Schnepf, Martin
Linhart και κείμενα των Herman Kahn, Alan
Watts, Carl Rogers, κά.) κυκλοφόρησε τον
Φεβρουάριο του 1968. Ως αίτιο του τέλους
της εφημερίδας οι ίδιοι οι εκδότες
προσδιόρισαν αργότερα τον καθολικό μαρασμό
του «χίπι» χώρου του Haight-Ashbury, τόσο
από την απογοήτευση των νεαρών μελών του
όσο και από τις αόρατες επιχειρήσεις του
ειδικού «εξουδετερωτικού» προγράμματος του
FBI «Κόϊντελπρο».
Λίγο αργότερα, τον Ιούλιο του 1968,
κάποιοι της εκδοτικής ομάδας που είχαν
εγκατασταθεί στο Middletown της
Καλιφόρνιας προσπάθησαν από εκεί δίχως
επιτυχία να συνεχίσουν την εποποιϊα της
«Oracle» με την έκδοση μιας 24σέλιδης
πολύχρωμης ψυχεδελικής εφημερίδας με τίτλο
«Harbinger» και κείμενα των Timothy Leary
(«Declaration of Evolution»), Michael
Hollingshead, Alan Watts («Psychedelics
and Religious Experience»), κ.ά., που όμως
δεν κατόρθωσε να εκδώσει δεύτερο τεύχος
της.
«THE ORGAN» («ΤΟ
ΟΡΓΑΝΟ», 1970 -1971)
Μη σταθερής κυκλοφορίας
αντεργκράουντ εφημερίδα του Σαν
Φραντσίσκο (με ταχυδρομική διεύθυνση στο
Μπέρκλεϋ), την οποία εξέδωσαν σε 9
συνολικά τεύχη από τον Ιούνιο του 1970
έως τον Ιούλιο του 1971 οι Κρίστοφερ
Ουέϊλς (Christopher Weills), Ρίτσαρντ
Λούποφ (Richard A. Lupoff) και Γκέραρντ
Βαν ντερ Λέουν (Gerard van der Leun) υπό
την συλλογική υπογραφή «Himalayan
Watershed Properties».
Τα εξώφυλλά της εφημερίδας «The Organ»
ήσαν κατά κανόνα δίχρωμα με ασπρόμαυρη
εκτύπωση στο εσωτερικό της και κάθε
«διπλωμένο ταμπλόϊντ» τεύχος περιείχε
στο μέσον του ένα επίσης δίχρωμο πόστερ.
Η εφημερίδα ήταν πλουσιότατα
εικονογραφημένη με φωτογραφίες, κολλάζ,
ψυχεδελικά έργα, κόμιξ των Robert Crumb,
S. Clay Wilson, Phil Brown, Greg Irons,
κ.ά. και φυσικά αρκετή δόση γυμνού, τόσο
γυναικείου όσο και ανδρικού.
Στον ένα χρόνο της κυκλοφορίας της,
φιλοξένησε πολύ ενδιαφέρουσες
συνεντεύξεις (με τον Allen Ginsberg στο
πρώτο κιόλας τεύχος, με τον B. B. King
στο τρίτο τεύχος, με το συγκρότημα
«Commander Cody and His Lost Planet
Airmen» στο έκτο τεύχος, με τον
«Country» Joe McDonald στο έβδομο, με
τον Jerry Garcia στο όγδοο, κ.ά.) αλλά
και άμεσες συνεργασίες πολλών
προσωπικοτήτων της ευρύτερης
«Αντικουλτούρας» (Gary Snyder, Tom
Veitch, Dave Sheridan, William
Burroughs, Michael Rossman, Sandy
Darlington, Howard J. Pearlstein, Don
Donahue, κ.ά.).
Η θεματογραφία της περιστρεφόταν
αποκλειστικά γύρω από την
«Αντικουλτούρα», την πειραματική τέχνη,
τις ριζοσπαστικές πολιτικές απόψεις, την
σεξουαλικότητα, τις μουσικές μπλουζ και
ροκ, την ποίηση, τους κοινωνικούς
πειραματισμούς και τους εναλλακτικούς
τρόπους ζωής, το αντιπολεμικό κίνημα,
κ.ά.
Αντεργκράουντ διμηνιαίο περιοδικό
το οποίο εξέδωσε από το Φοίνιξ της Αριζόνα
(Phoenix, Arizona) ο μετέπειτα διευθυντής
του «Underground Press Syndicate» (UPS)
και 23χρονος τότε Τόμας «Κινγκ» Φορκαίηντ
(Thomas «King» Forcade, 1945 – 1978), που
μόλις είχε εγκατασταθεί εκεί προερχόμενος
από το Τουσόν (Tucson), όπου η αστυνομία
είχε διαλύσει μία «χίπι» κομμιούνα της
οποίας ήταν μέλος.
Ως «κινητή έδρα» του περιοδικού,
προκειμένου να αποφύγει την βία της
αστυνομίας και των καθυστερημένων ντόπιων
(«rednecks»), ο εκδότης χρησιμοποίησε
αρχικά ένα παλιό σχολικό λεωφορείο του
1946, στην συνέχεια όμως εγκαταστάθηκε σε
κανονικά γραφεία που ταυτόχρονα
λειτουργούσαν και ως τοπικό παράρτημα του
UPS. Έντονα επηρεασμένος από την
«ψυχεδελική» εφημερίδα του Σαν Φραντσίσκο
«San Francisco Oracle», ο Φορκαίηντ έδωσε
στο περιοδικό του ό,τι καλύτερο από ζήτημα
θεματογραφίας και «lay-out» (με
εντυπωσιακή εικονογράφηση και αρκετά κόμιξ
από τον R. Crumb και άλλους) και απέκτησε
συνδρομητές από διάφορα μέρη των Η.Π.Α.
Το 1969 το περιοδικό εξέδωσε τον
«Κατάλογο» του «Underground Press
Syndicate» και σε λίγο τα γραφεία του
«Orpheus» / UPS έγιναν στόχος μιας
αποτυχημένης βομβιστικής επίθεσης από
«αγνώστους». Την ίδια εποχή το FBI, που
πίεζε τους τυπογράφους της Αριζόνα να μην
τυπώνουν το περιοδικό (με αποτέλεσμα να
αντιμετωπίσει αυτό περισσότερες από 30
αρνήσεις!), κατόρθωσε να διαβρώσει με έναν
πράκτορά του την μικρή εκδοτική ομάδα του
«Orpheus». Μετά από 6 μήνες παραμονής του
στην εκδοτική ομάδα, ο πράκτορας
απομακρύνθηκε και καθοδήγησε μια εισβολή
της τοπικής αστυνομίας σε αναζήτηση
«παράνομων ουσιών» που δεν βρέθηκαν, όμως
οι εισβολείς κατέστρεψαν όλο το αρχείο του
περιοδικού και την βιβλιοθήκη του UPS και
έκλεψαν τις λίστες συνδρομητών του,
κάνοντας ουσιαστικά αδύνατη την περαιτέρω
έκδοση του περιοδικού.
Μετά την καταστροφή ο Φορκαίηντ έκλεισε το
περιοδικό και έφυγε με το σαράβαλο
λεωφορείο του στην Νέα Υόρκη, όπου μετά
από λίγο ανέλαβε την διεύθυνση του
κεντρικού γραφείου του UPS.
«THE
PAPER» («ΤΟ ΕΝΤΥΠΟ», 1965 - 1969)
Αντεργκράουντ εβδομαδιαία
εφημερίδα που εξέδωσαν από τον Δεκέμβριο
του 1965 από το East Lansing του Μίσιγκαν
«χίπι» και αριστεριστές φοιτητές με
αρχισυντάκτη τον φοιτητή του «Michigan
State University» Μαϊκ Κίντμαν (Michael
Kindman).
Η εφημερίδα «The Paper» ήταν μία από τις
πέντε που ίδρυσαν το 1966 το «Συνδικάτο
Υπόγειου Τύπου» («Underground Press
Syndicate», UPS) και η θεματογραφία της
περιστρεφόταν γύρω από την ευρεία
«Αντικουλτούρα», αλλά και τις πολιτικές
θέσεις και πρακτικές της οργάνωσης
«Φοιτητές για μια Δημοκρατική Κοινωνία»
(«Students for a Democratic Society», SDS)
πράγμα που πολύ σύντομα προκάλεσε την
απαγόρευση της διακίνησής της στους χώρους
του Πανεπιστημίου.
Στην «The Paper» έκανε την εμφάνισή του
από τον Μάϊο του 1966 ένα από τα πιο
πρώϊμα αντεργκράουντ «comic - strips», το
περίφημο «Land Grant Man», σε σχέδια του
φοιτητή Τζαίημς Φρίελ (James Friel) και
κείμενα του επίσης φοιτητή Στίουαρτ
Τζόουνς (Stuart Jones), ενώ ιστορικό
έμεινε το κείμενο του ίδιου του Κίντμαν «Η
εφημερίδα ως μορφή τέχνης» («The Newspaper
as Art Form») στο τεύχος της 13ης
Οκτωβρίου 1966.
Στα τέλη του 1967 ο Κίντμαν παραιτήθηκε
από την αρχισυνταξία και μετακόμισε στην
Βοστώνη για να προσχωρήσει όλος αφέλεια
την εκεί εκδοτική κομμιούνα της εφημερίδας
«Άβαταρ» («Avatar»), όπου ηγείτο ο φασίζων
γκουρού Mel Lyman. Η εφημερίδα «The
Paper», που τον περισσότερο χρόνο του βίου
της διατήρησε μέσο τιράζ γύρω στα 5.000
αντίτυπα, συνέχισε να κυκλοφορεί μέχρι τον
Ιούνιο του 1969 οπότε, αφού άλλαξε
διάφορους εφήμερους τίτλους, συνενώθηκε
τελικά με την εφημερίδα «Bogue Street
Bridge» για να δημιουργηθεί η «Joint
Issue» που διήρκεσε μέχρι τον Μάϊο του
1974.
«THE
SAN FRANCISCO PHOENIX» («Ο ΦΟΙΝΙΚΑΣ ΤΟΥ
ΣΑΝ ΦΡΑΝΤΣΙΣΚΟ», 1972 - 1975)
Δεκαπενθήμερη αντεργκράουντ εφημερίδα του
Σαν Φραντσίσκο (San Francisco), την οποία
εξέδωσε σε 57 εν συνόλω τεύχη ο Τζων Μπράϊαν
(John Bryan, 1934 – 2007, πρώην εκδότης της
αντεργκράουντ εφημερίδας «Open City», 1967 -
1969), από τον Σεπτέμβριο του 1972 έως τον
Ιανουάριο του 1975.
Το πρώτο τεύχος κυκλοφόρησε στις 13
Σεπτεμβρίου 1972. Η θεματολογία της
εφημερίδας περιστρεφόταν γύρω από τα κλασικά
θέματα του «υπόγειου» τύπου της εποχής,
δηλαδή το αντιπολεμικό κίνημα, την μετα –
«χίπι» αμφισβήτηση, τα κοινωνικά κινήματα,
την σεξουαλικότητα, την οικολογία, το ροκ,
κ.ο.κ. Κάθε τεύχος φιλοξενούσε αρκετά
αντεργκράουντ κόμιξ («Drexyl Duck Comix»,
«Washoe Ike Comix», «Bop Comix», κ.ά.) δικών
του δημιουργών όπως λ.χ. ο Ed Cameron,
πρωτότυπες φωτογραφίες, στήλες τακτικών
συνεργατών, όπως ο Richard S. Ehrlich και
φυσικά πολύ – πολύ σεξ.
Η εφημερίδα «The San Francisco Phoenix»
κατέρρευσε στις αρχές του 1975 μετά
από τον βλακώδη συσχετισμό της με την
τρομοκρατική οργάνωση «Συμβιωτικός
Απελευθερωτικός Στρατός» («Symbionese
Liberation Army») που είχε απαγάγει την
βαθύπλουτη Πατρίτσια Χηρστ (Patricia
Campbell Hearst, 1954 - ): στα τέλη
του Μαρτίου 1974 η εφημερίδα είχε
δημοσιεύσει μία ψεύτικη μακρά συνέντευξη με
οπαδό της οργάνωσης που στην πραγματικότητα
είχε κατασκευάσει ο ίδιος ο εκδότης για
αύξηση των πωλήσεών της, την 1η Απριλίου η
κολακευμένη ηγεσία της οργάνωσης είχε
στείλει προς δημοσίευση στην εφημερίδα μαζί
με ένα μπουκέτο τριαντάφυλλα ένα τελεσίγραφό
της προς τις αρχές με τίτλο «Communique no.
7» και έκτοτε ο Μπράϊαν είχε αναλάβει τον
ρόλο του μεσολαβητή μεταξύ της οικογένειας
Χηρστ και των απαγωγέων.
Σαν να μην έφθαναν αυτά, ο Μπράϊαν
είχε αρχίσει να συγγράφει τον Νοέμβριο του
1974 και ένα σχεδόν εκθειαστικό βιβλίο για
τον ήδη φυλακισμένο ηγέτη της οργάνωσης Τζόε
Ρεμίρο (Joseph Michael Remiro, 1946 -
), το οποίο εκδόθηκε μετά το κλείσιμο της
εφημερίδας, τον Απρίλιο του 1975 με τίτλο
«This Soldier Still at War». Το τελευταίο
τεύχος της «The San Francisco Phoenix» έφερε
ημερομηνία 9 Ιανουαρίου 1975 και αρίθμηση
«τόμος 2, αριθμός 29».
Ιταλικό βραχύβιο αντεργκράουντ
και αβαντγκάρντ περιοδικό που εξέδωσαν
στο Μιλάνο σε 3 μόνον τεύχη ο σχεδιαστής
και αρχιτέκτονας Ετόρε Σότσας (Ettore
Sottsass Jr., 1917 – 2007) και η σύζυγός
του συγγραφέας και κριτικός Φερνάντα
Πιβάνο (Fernanda Pivano, 1917 – 2009, η
οποία είχε μεταφράσει στα ιταλικά τους
«μπητ» ποιητές). Στην καθιερωμένη
ταυτότητα του περιοδικού «υπεύθυνη
εκδότρια» («Direttore responsabile»)
εμφανιζόταν η Πιβάνο, «ανεύθυνος
εκδότης» («Direttore irresponsabile») ο
«μπητ» ποιητής Άλλεν Γκίνσμπεργκ (Irwin
Allen Ginsberg, 1926 – 1997) και
«αρχικηπουρός» («Capo dei Giardini») ο
Σότσας.
Το «Pianeta Fresco», το οποίο οι ίδιοι
οι εκδότες του παρουσίαζαν ως «μια
αναζήτηση ατραπών ηδονής», ήταν
πολύχρωμο τόσο στην εκτύπωση όσο και στο
χαρτί, η δε θεματολογία του ήταν ένα
μείγμα από ψυχεδέλεια, ποίηση,
καλλιτεχνικές πρωτοπορείες,
πνευματικότητα, «χιπισμό» και ειρηνισμό.
Το πρώτο τεύχος εκδόθηκε τον Δεκέμβριο
του 1967. Γύρω από την έκδοση
συγκεντρώθηκαν πολύ γρήγορα αρκετοί νέοι
άνθρωποι, ποιητές και ζωγράφοι, που όλον
τον χειμώνα μετέτρεψαν σε διαρκή
συνέλευση το σαλόνι της κατοικίας του
ζευγαριού στην Via Manzoni του Μιλάνου.
Μέχρι το επόμενο φθινόπωρο ωστόσο, ο
αρχικός ενθουσιασμός είχε εμφανώς
υποχωρήσει και το χειμερινό ηλιοστάσιο
του 1968 εκδόθηκε το τελευταίο διπλό
τεύχος (2/3) του περιοδικού με τίτλο
«Τεχνολογίες Αποσυντονισμού».
«PROVO» (1965 - 1967)
Επιθεώρηση που εκδόθηκε στο Άμστερνταμ
(Amsterdam) σε 16 τεύχη από τον Ιούλιο του
1965 έως τον Μάϊο του 1967, «επίσημο
όργανο» του κινήματος των «Πρόβος»
(«Provos»). Η έκδοσή της προαναγγέλθηκε
στις 25 Μαϊου 1965 από την ήδη συσταθείσα
«επιτροπή σύνταξης»: «το Provo ενθαρρύνει
την εξέγερση όπου την ανταμώσει. Το Provo
ξέρει ότι αυτό θα χάσει στο τέλος, αλλά
δεν θέλει να χάσει την ευκαιρία να
προκαλέσει ετούτη την κοινωνία για μία
ακόμα φορά…».
Στις σελίδες της επιθεώρησης «Πρόβο»
φιλοξενήθηκαν κείμενα των Βαν Ντάϋν, Rob
Stolk, Constant Nieuwenhuys, Auke Boersma,
Robert Jasper Grootveld, Thom Jaspers,
Garmt Kroeze, Hans Tuynman, Hans Metz,
Peter Bronkhorst, Peter Tuynman, Martijn
Ananar και Luud Schimmelpenninck.
Το πρώτο τεύχος, 38σέλιδο πολυγραφημένο
και στενόμακρο (διαστάσεων 10,5 x 29,7
εκατοστά), κυκλοφόρησε σε 500 αντίτυπα
στις 12 Ιουλίου 1965, αλλά τα περισσότερα
αντίτυπα τα κατάσχεσε η αστυνομία, επειδή
εκτός από το γραμμένο από τον Ρόελ Βαν
Ντούϊν (Roeland Hugo Gerrit van Duijn,
Roel van Duyn, 1943 - ) «μανιφέστο» του
κινήματος περιείχε και οδηγίες κατασκευής
βομβών από το ανώνυμο φυλλάδιο του 1910
«De practische anarchist».
Στο 2ο τεύχος που κυκλοφόρησε μετά από ένα
μήνα, αναπτυσσόταν εκτενώς το «Άσπρο
Σχέδιο για τα ποδήλατα» («Het witte
fietsenplan»), όπως στο 6ο τεύχος θα
αναπτυχθεί αργότερα εκτενώς και το «Άσπρο
Σχέδιο για τις καμινάδες».
Το τεύχος 4 της επιθεώρησης «Πρόβο»
(Οκτώβριος 1965) παραχωρήθηκε εξολοκλήρου
στον αρχιτέκτονα, ζωγράφο, γλύπτη και
μουσικό «Κονστάν» (Constant Anton
Nieuwenhuys, 1920 – 2005, πρώην μέλος της
ομάδας «CoBrA» και της «Καταστασιακής
Διεθνούς», «L’Internationale
situationniste», IS) για να παρουσιάσει τα
πρωτοπόρα ουτοπικά και αντικαπιταλιστικά
πολεοδομικά του στρατηγικά σχέδια που
συνοψίζονταν στη ρέουσα (ξεκίνησε το 1959
και ολοκληρώθηκε το 1974) συλλογή του «New
Babylon».
Από το 7ο τεύχος της, που μάλιστα
κατασχέθηκε από την αστυνομία λόγω του
κειμένου «Ανατρεπτική επιστολή»
(«Subversieve brief»), η επιθεώρηση
«Πρόβο» αναβαθμίστηκε με εκτύπωση όφφσετ
και θεαματική αύξηση του τιράζ της: το 7ο
τεύχος (25 Φεβρουαρίου 1966) κυκλοφόρησε
σε 5.000 αντίτυπα, το 8ο (14 Απριλίου) σε
10.000, το 9ο (12 Μαϊου, «εκλογικό
τεύχος») σε 12.000, το 10ο (30 Ιουνίου)
και 11ο (15 Αυγούστου) σε 20.000 αντίτυπα,
το 12ο (1 Οκτωβρίου) σε 15.000, ενώ όλα τα
υπόλοιπα τεύχη σταθεροποιήθηκαν στα 10.000
αντίτυπα. Από τους 30 συνδρομητές του 1ου
τεύχους, στο 11ο τεύχος οι συνδρομητές
είχαν γίνει περισσότεροι από χίλιοι.
Στο 44σέλιδο 12ο τεύχος της επιθεώρησης,
οι εκδότες περιέγραφαν τους σκοπούς της με
το ακόλουθο κείμενο: «Το Provo
εναντιώνεται στον καπιταλισμό, τον
κομμουνισμό, τον φασισμό, την
γραφειοκρατία, τον μιλιταρισμό, τον
επαγγελματισμό, τον δογματισμό και τον
εξουσιασμό. Το Provo έχει να διαλέξει
ανάμεσα στην απεγνωσμένη αντίσταση και την
παθητική εξαφάνιση. Το Provo καλεί σε
αντίσταση όπου αυτή είναι δυνατή. Το Provo
ξέρει ότι θα ηττηθεί στο τέλος, όμως δεν
μπορεί να προσπεράσει την ευκαιρία για μία
ακόμη παθιασμένη προσπάθεια να προκαλέσει
τούτη την κοινωνία. Το Provo χαιρετίζει
την αναρχία ως την κύρια πηγή έμπνευσης
για αντίσταση. Το Provo θέλει να ξαναφέρει
την αναρχία και να την διδάξει στους
νεόυς. Το Provo είναι μία εικόνα». Τον
Σεπτέμβριο του 1966 η επιθεώρηση εξέδωσε
επίσης το πολυγραφημένο φυλλάδιο του Hans
Metz, ενός εκ των ιδρυτών των «Πρόβος»,
«Provolution - The evolution of the Provo
principle», σε αγγλική γλώσσα προς διάδοση
των μηνυμάτων του κινήματος.
Από το 13ο τεύχος (10 Ιανουαρίου 1967) το
μέγεθος της επιθεώρησης «Πρόβο» αυξήθηκε
σε 21 Χ 59 εκατοστά (για να διατηρηθεί
έτσι μέχρι το τέλος) και οι σελίδες
μειώθηκαν σε 12. Το 14ο τεύχος κυκλοφόρησε
στις 15 Φεβρουαρίου και το προτελευταίο
(15ο) τεύχος βγήκε στους δρόμους στις
αρχές του Απριλίου, λίγες εβδομάδες πριν
το «επίσημο» τέλος του κινήματος στις 13
Μαϊου 1967 σε ένα συνέδριο στο Άμστερνταμ
που αποφάσισε την εφεξής αυτονομία των
ομάδων. Εκείνες τις ημέρες του συνεδρίου
κυκλοφόρησε το εκτός αρίθμησης («extra»)
τελευταίο τεύχος της επιθεώρησης στην ίδια
μεγάλη διάσταση αλλά με 4 μόνον σελίδες.
Σχεδόν μηνιαία αντεργκράουντ ταμπλόϊντ
εφημερίδα που ίδρυσε στην Ουάσινγκτον
(Washington DC) τον Ιούνιο του 1969 και
εξέδωσε για 3 περίπου χρόνια ο δημοσιογράφος
Τέρυ Μπέκερ (Terrence «Terry» Becker Jr.),
επικεφαλής (ή «πρώτος μεταξύ ίσων» όπως τον
περιέγραψε η εφημερίδα «Pittsburgh Press»
στις 15 Ιουνίου 1970) μιας δραστήριας ομάδας
αντιπολεμικών ακτιβιστών που αυταποκαλούντο
«6η Στήλη» («Sixth Column»). Στην εκδοτική
ομάδα συμμετείχε και ο πρώην υπάλληλος του
State Department και μετέπειτα ιστορικός
Ουϊλιαμ Μπλουμ (William Blum, 1933 - ) που
μόλις είχε αποχωρήσει από την «Washington
Free Press». Η «Quicksilver Times» ήταν
μέλος των «Underground Press Syndicate»
(UPS) και «Liberation News Service» (LNS).
Η θεματογραφία της εφημερίδας περιστρεφόταν
γύρω από αντιπολεμικό κίνημα, τους «Μαύρους
Πάνθηρες», το γυναικείο και γκαίη κίνημα
και, φυσικά, την ευρύτερη «Αντικουλτούρα»
και το «lay – out» της ήταν απλό αλλά
πλούσια διακοσμημένο με φωτογραφίες, σχέδια
και αντεργκράουντ σχεδιοϊστορίες. Το μέγιστο
τιράζ της ήταν τα 22.000 αντίτυπα, τα
περισσότερα των οποίων πουλιόντουσαν στους
δρόμους. Αντί εγχρήματης αμοιβής, η εργασία
στην εφημερίδα πληρωνόταν με 400 δωρεάν
αντίτυπα που το κάθε μέλος μπορούσε να
πουλήσει μόνο του, κρατώντας για λογαριασμό
του όλα τα έσοδα.
Από το πρώτο κιόλας τεύχος της που
κυκλοφόρησε στις 16 Ιουνίου 1969, η
«Quicksilver Times» είχε διαβρωθεί από τον
24χρονο αλλά ευφυέστατο πράκτορα της CIA
Φερέρα (Salvatore John Ferrera) που
εργάστηκε για περίπου 30 τεύχη με το
ψευδώνυμο «Sal Torey» ως αρθρογράφος,
φωτορεπόρτερ και γραφίστας. Η διάβρωση της
εφημερίδας που πήγαινε καλά από πωλήσεις και
είχε μεγάλη οικονομική αυτάρκεια,
συνεχίστηκε με ζηλωτές «εθελοντές» (στην
πραγματικότητα χαφιέδες των διαφόρων
μυστικών υπηρεσιών, 7 μόνον ανήκαν στο FBI)
που εμφανίζονταν από το πουθενά,
προσχωρούσαν στην εκδοτική ομάδα και
συστηματικά διέσπειραν δυσαρέσκεια για τους
ιδρυτές. Τελικά οι βαλτοί κατόρθωσαν να
κλείσουν για ένα διάστημα την εφημερίδα,
έχοντας ασκήσει ακόμα και βία κατά των
ιδρυτών και κλέψει το μεγαλύτερο τμήμα του
εξοπλισμού.
Στις 8 Μαϊου 1970 η «Quicksilver Times»
συνέχισε την έκδοσή της με ανασυγκροτημένη
σε κολλεκτίβα την εκδοτική ομάδα της, σφιχτή
συγκεντρωτική οργάνωση και βεβαίως μη
δικαίωμα ψήφου για όσους εμφανίζονταν από το
πουθενά με την δήλωση ότι απλώς ήθελαν «να
βοηθήσουν». Τα όρια δράσης του Φερέρα είχαν
τώρα στενέψει και ο μιλιταντισμός των
εκδοτών είχε αυξηθεί (καθοδηγητικό κείμενο
με τα δικαιώματα των αγωνιστών απέναντι στο
FBI τον Ιούλιο του 1970, τοποθέτηση του
Μπέκερ ενάντια στα ευφορικά και καταγγελία
τους ως «αντεπαναστατικών» τον Νοέμβριο του
1970, κείμενο «April 24th Anti-War Rally:
250000 People Come to D.C. So What?», στο
τεύχος της 30ης Απριλίου 1971, προβολή του
«Αντιμάζα. Μία μορφή οργάνωσης», στο τεύχος
της 30ης Ιουλίου 1971, συνέχιση στις 22
Σεπτεμβρίου 1970 της μήνυσης της κλειστής
πια «Washington Free Press» εναντίον των
επικεφαλής της τοπικής αστυνομίας για την
συστηματική παρεμπόδιση της πώλησης στους
δρόμους, κ.ά.). Το τελευταίο τεύχος της
εφημερίδας (τόμος 4, τεύχος 9) εμφανίστηκε
στους δρόμους της Ουάσινγκτον τον Αύγουστο
του 1972.
«THE RAT
SUBTERRANEAN NEWS» («Ο ΠΟΝΤΙΚΟΣ», 1968
- 1970)
Αμερικανικό αντεργκράουντ
πολιτικό περιοδικό («το πιο τρομερό όλης
της πόλης») που εξέδιδε στην Νέα Υόρκη ο
Τζεφ Σήρο (Jeff Shero) με βοήθεια από τους
Alice Embree και Gary Thiher, καθώς και με
καλλιτεχνική επιμέλεια του Bob Eisner και
ανιδιοτελή οικονομική υποστήριξη από τον
ποιητή W. H. Auden.
Υπήρξε μέλος του θρυλικού «Συνδικάτου του
Υπόγειου Τύπου» («Underground Press
Syndicate») και κυκλοφόρησε το πρώτο
τεύχος του τον Μάρτιο του 1968.
Τα γραφεία του απετέλεσαν κέντρο διέλευσης
αρκετών ριζοσπαστών της λεγόμενης «Νέας
Αριστεράς» των τελευταίων χρόνων της
δεκαετίας του 1960, ενώ ιστορικά έχουν
μείνει τα πρώτα τεύχη του, που κάλυπταν
την κατάληψη του Πανεπιστήμιου της
Κολούμπια από τους φοιτητές της SDS
(«Students for a Democratic Society»,
«Φοιτητές για μία Δημοκρατική Κοινωνία»)
τον Απρίλιο 1968 και φυσικά τον «Γαλλικό
Μάη».
Παράλληλα με το πολιτικό του προφίλ, ο
«Ποντικός» απλωνόταν συχνά και στην
αγαπημένη θεματολογία της Αντικουλτούρας
«sex, drugs and rock 'n' roll» και εξέδιδε
το «παράπλευρο» ερωτικό αντεργκράουντ
έντυπο «Ηδονή» («Pleasure»), τα κέρδη του
οποίου υποστήριζαν και την έκδοση του
«Ποντικού». Αυτό προκάλεσε αντιδράσεις από
σεμνότυφες κομμουνίστριες και
αριστερίστριες και στις αρχές του 1970 το
περιοδικό πέρασε με βίαιο τρόπο στα χέρια
ακραίων φεμινιστριών, που δικαιολόγησαν
την ενέργειά τους ως «αντίσταση» ενάντια
σε μία «σεξιστική» και «φιλοπορνογραφική»
εκδοτική διαδρομή.
Το αποτέλεσμα ωστόσο ήταν ο γρήγορος
μαρασμός και το άδοξο κλείσιμο του
«Ποντικού» μετά από λίγα μόνο
«φεμινιστικά» τεύχη (ως «Women's
LibeRATion»), τα οποία (όπως επεσήμανε με
πίκρα στις 7 Μαρτίου 1970 ο εκ των
εκδιωχθέντων εκδοτών Gary Thiher)
διαπνέονταν «από υπερβολική στράτευση,
απολιτική ηθικολογία και καθολική απουσία
χιούμορ».
«REBIRTH»
(«ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗ», 1969)
Βραχύβια δεκαπενθήμερη ταμπλόϊντ
αντεργκράουντ «χίπι» εφημερίδα, την οποία
εξέδωσε σε 9 συνολικά τεύχη από τις 20 Μαϊου
1969 έως τον Αύγουστου του ίδιου έτους στο
Φοίνιξ της Αριζόνα (Phoenix, Arizona) η
τοπική κομμούνα «Rebirth Tribe» της 9 South
13th Ave. υπό το νομικό πρόσωπο «Real Live
People, Inc.».
Ως υπεύθυνοι εκδότες εμφανίζονταν οι Μπρους
Φρανκ (Bruce Frank) και Τζων Καίηχαλ (John
Cahal) και ως καλλιτεχνικός διευθυντής ο
Τζόε Γκαρνιώ (Joe Garneau). Άλλα μέλη της
κομμούνας αναφέρονται οι Gregg Frank, Raman
Frank, Michelle Garneau, Larry Garneau,
Kathy Grieger, Barry Geist, Fred Bell,
Michael Kothrade, Daniel Page, Linda
Peterson, Duane Robinson, Mike και Nikki
Johnson, κ.ά.
Η θεματογραφία της «Rebirth», που ήταν μέλος
του «Underground Press Syndicate» (UPS),
περιστρεφόταν γύρω από την «Αντικουλτούρα»,
την μουσική ροκ και την «ψυχεδέλεια» και οι
σελίδες της ήσαν διακοσμημένες με ψυχεδελικά
σχέδια και αντεργκράουντ σχεδιοϊστορίες.
Ολλανδικό αντεργκράουντ περιοδικό, μέλος του
«Συνδικάτου του Υπόγειου Τύπου»
(«Underground Press Syndicate», UPS), το
οποίο εξέδιδαν ο σχεδιοϊστοριογράφος και
πρώην μέλος του κινήματος των «Πρόβος»
Ρόμπερτ Όλαφ Στουπ (Robert Olaf Stoop, 1945
– 1999) και ο μεταφραστής Μάρτιν Μπιούμερ
(Martin Beumer).
Το πρώτο τεύχος κυκλοφόρησε τον Νοέμβριο του
1968 και όλα τα υπόλοιπα 5 (εν συνόλω 6)
τήρησαν το ίδιο στυλ σε διαστάσεις ταμπλόϊντ
με ολόλευκο χαρτί και ασπρόμαυρη εκτύπωση,
κατά κανόνα γραμμένα και σχεδιασμένα
χειρόγραφα από τον Στουπ.
Στις σελίδες του φιλοξενήθηκαν κόμιξ από
τους σημαντικότερους αντεργκράουντ
σχεδιοϊστοριογράφους (Gilbert Shelton, Spain
Rodriguez, Robert Crumb, κ.ά.) και κείμενα
εν γένει «προχωρημένων» ιδεών.
«THE
REALIST» («O ΡΕΑΛΙΣΤΗΣ», 1958 - 2001)
Περιοδικό της αμερικανικής Αντικουλτούρας,
το οποίο συνέτασσε και εξέδιδε ο Πωλ Κράσνερ
(Paul Krassner), με μεγάλη κυκλοφορία ήδη
από το 1959, δηλαδή πολύ πριν το 1965 που
συνέβη η έκρηξη των εντύπων αντεργκράουντ.
Ο «Ρεαλιστής» εκδόθηκε για πρώτη φορά την
άνοιξη του 1958 και κυκλοφόρησε έως και τις
αρχές της δεκαετίας του 1970,
επανεμφανίσθηκε δε από τα μέσα της δεκαετίας
του 1980, αλλά με μικρότερο όγκο σελίδων. Το
τελευταίο τεύχος του «Ρεαλιστή» ήταν το υπ’
αριθμό 146, την άνοιξη του 2001.
Το περιοδικό άφησε εποχή με την ακραία του
σάτιρα, τα καυστικά του κόμικς και τα
εξαιρετικά «εκδοτικά σημειώματα» του
Κράσνερ, καθώς επίσης και για τις τολμηρές
συνεντεύξεις του. Μία ανθολογία των άρθρων
του αρχικού «Ρεαλιστή» εμφανίστηκε το 1985
από τις εκδόσεις «Running Press» με τίτλο
«The Best of The Realist: the 60’s Most
Outrageously Irreverent Magazine».
REVO
(1966 - 1967)
Δίγλωσσο (σε ολλανδική και γαλλική γλώσσα)
περιοδικό των Βρυξελλών κατά την δεκαετία
του 1960, «επίσημο όργανο» του κινήματος των
Βέλγων «Πρόβος» («Provos») που εναλλακτικά
λέγονταν και «Revos». Το περιοδικό ίδρυσε ο
ποιητής Herman J. Claeys (1935 – 2009) και
το πρώτο πολυγραφημένο 40σέλιδο τεύχος του,
σε σχήμα 11 Χ 30 εκατοστά, έκανε την
εμφάνισή του τον Μάρτιο του 1966, ταυτόχρονα
με την ανακοίνωση ίδρυσης από τον ίδιον της
οργάνωσης «Krea», για την υποστήριξη των
νεαρών συγγραφέων και καλλιτεχνών.
Πέραν του Claeys, στην έκδοση του περιοδικού
συνεισέφεραν επίσης και οι ομοϊδεάτες του
Frans Pans, Mark de Grijse, Marcel Raman και
Walter Schelfhout, ενώ εκπρόσωπος του «Revo»
συμμετείχε τον Απρίλιο του 1967 στο συνέδριο
«Provo et anarchisme» που είχε διοργανώσει
στην Λιέγη η τοπική οργάνωση «Cercle
Libertaire Social et Culturel de Liège».
Το «Revo», που αποτελούσε μια γραπτή επίθεση
ενάντια στο κατεστημένο της Βελγικής
κοινωνίας, κυκλοφόρησε το τελευταίο (5ο και
20σέλιδο) τεύχος του τον Μάϊο του 1967,
λίγες μόνον ημέρες πριν το «επίσημο» τέλος
του κινήματος «Πρόβο» στις 13 Μαϊου 1967
μετά από ένα συνέδριο στο Άμστερνταμ που
αποφάσισε την εφεξής αυτονομία των ομάδων.
Τον Οκτώβριο του 1967 τρεις μυστικοί
αστυνομικοί εισέβαλαν στο σπίτι του πρώην
εκδότη και του κατάσχεσαν επιστολές, έντυπα
και λίστες συνδρομητών, με αφορμή το κείμενό
του «Πουτσοχαιρετισμός» («De penisgroet»)
στο «χίπι» περιοδικό του Γκεντ «Daele».
Βλάσης Γ.
Ρασσιάς, 2007 - 2012
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Βάγιας Μανόλης,
«Σύντομη Ιστορία των Φιλολογικών και Πολιτικών
Περιοδικών της Ελλάδας, από την γέννησή τους
μέχρι σήμερα (1784 - 1990)», Αθήνα, 1990
Baunstein Peter - Doyle Michael William,
«Imagine Nation: the American Counterculture of
the ‘60s and ‘70s», New York, 2002
Bizot Jean-François - Miles Barry, «Free Press:
Underground and Alternative Publications,
1965-1975», New York, 2006
Clay Steve και Phillips Rodney, «A Secret
Location on the Lower East Side: Adventures in
Writing, 1960-1980», New York, 1998
Crowley Walt, «Rites of Passage: A Memoir of the
Sixties in Seattle», Seattle, 1995
Fountain Nigel, «Underground--The London
Alternative Press, 1966-74», London, 1988
Glessing Robert J., «The Underground Press in
America», Bloomington Indiana, 1971
Κrassner Paul, editor, «Best of the Realist: the
Sixties' Most Outrageously Irreverent Magazine»,
Philadelphia, 1984
Leamer Lawrence, «The Paper Revolutionaries: The
Rise of the Underground Press», New York, 1972
McMillian John, «Smoking Typewriters: The
Sixties Underground Press and the Rise of
Alternative Media in America», New York, 2011
Μάφι Μάριο, «Underground», Αθήνα,1982
Mungo Raymond, «Famous Long Ago. My Life and
Hard Times with the Liberation News Service»,
Boston, 1970
Nelson Elizabeth, «The British Counterculture
1966-73: A Study of the Underground Press»,
London, 1989
The New Yippie Press Collective, « Blacklisted
News: Secret Histories from Chicago to 1984»,
New York, 1983
Pardun Robert, «Prairie Radical: A Journey
through the Sixties», Los Gatos, California,
2001
Peck Abe, «Uncovering the Sixties: The Life and
Times of the Underground Press», New York, 1985
Ρασσιάς Βλάσης, «Underground Press. Η Ιστορία
του υπόγειου Τύπου», β έκδοση, Αθήνα, 1988
Sean Stewart, editor, «On the Ground: An
Illustrated Anecdotal History of the Sixties
Underground Press in the U.S», Oakland CA, 2011
Skinn Dez, «Comix: the Underground Revolution»,
New York, 2004
Verzuh Ron, «Underground Times: Canada's Flower
Child Revolutionaries», Toronto, 1989
Wachsberger Ken, editor, «Voices from the
Underground: Insider Histories of the Vietnam
Era Underground Press», Tempe, AZ, 1993
Διάφορα έντυπα από το «Αρχείο Κοινωνικής
Ιστορίας»