Γκουστάβ Τριντόν
(Edme Marie Gustave Tridon, Chatillon-sur-Seine, Cote-d’ Or, 5 Ιουνίου 1841 – Bruxelles, 29 Αυγούστου 1871) Γάλλος επαναστάτης του 19ου αιώνα, δημοκράτης, αντιχριστιανός, σοσιαλιστής, ηγετικό στέλεχος των μπλανκιστών (δεύτερος μετά τον Μπλανκί), μέλος της «Κομμούνας του Παρισιού», εκδότης, κοινωνικός μεταρρυθμιστής και συγγραφέας του τολμηρού βιβλίου «Ο εβραϊκός Μολωχισμός» («Du Molochisme Juif»).
Στο κείμενό του «Ισχύς» («La Force»), το οποίο γράφτηκε εκείνη την εποχή και περιελήφθη στην μετά τον θάνατό του 300σέλιδη έκδοση «Oeuvres diverses de Gustave Tridon», ο νεαρός τότε Τριντόν τόνιζε: «είμαστε δυνατοί, είμαστε νέοι και πεινάμε όχι μόνο για ψωμί αλλά για ιδέες, για κοινωνική δικαιοσύνη και επιστημονιή γνώση… Γιατί θα πρέπει να συνεχίσουμε να περιμένουμε; Και πίστη έχουμε, τον Αθεϊσμό, και σκοπό, την Δικαιοσύνη, και μέθοδο, την Επανάσταση». Συνεπής προς τον προγενέστερο χαιρετισμό του στην επαναστατική ισχύ («Ω εσύ Ισχύς, βασίλισσα των οδοφραγμάτων, εσύ που λάμπεις στην αστραπή και στις συγκρούσεις... προς εσένα απλώνουν τ' αλυσοδεμένα χέρια τους οι φυλακισμένοι», «O Force, reine des barricades, toi qui brille dans l' eclair et dans l' emeute... c' est vers toi que les prisonniers tendent leurs mains enchainees»), συνέγραψε το έτος 1864 το μικρό βιβλίο «Les Hébertistes. Plainte contre une calomnie de l'histoire», το οποίο δημοσίευσε για πρώτη φορά στην εφημερίδα «Les Ecoles de France» του αθεϊστή και οπαδού του Προυντών Σαρλ Λονγκέ (Charles Longuet, 1839 - 1903). Εκεί υπερασπιζόταν ανοικτά τους εξτρεμιστές της Γαλλικής Επανάστασης Εμπέρ (Jacques - Réne Hébert, 1757 - 1794), Κλότζ (Cloots) και Σωμέτ (Chaumette) που ζητούσαν την καθολική εξόντωση της αριστοκρατίας, την κατάργηση κάθε μορφής ιδιοκτησίας και την ολοκληρωτική καταστροφή της Εκκλησίας, ως μάρτυρες της ελεύθερης σκέψης, ισάξιους μάλιστα του Μπρούνο, του Βανίνι και του Σερβέτου. Το βιβλίο, που το προλόγιζε ο ίδιος ο Μπλανκί, κατασχέθηκε από την αστυνομία σχεδόν αμέσως μετά την έκδοσή του και ο Τριντόν καταδικάστηκε σε τέσσερα χρόνια φυλάκιση. Έχοντας υιοθετήσει απολύτως τις απόψεις του δασκάλου του Μπλανκί («ο Χριστιανισμός αποτελεί την χειρότερη πληγή της ανθρωπότητας, αφού αλυσοδένει το ανθρώπινο πνεύμα σε ένα ακίνητο δόγμα και απαιτεί θεωρητικά και έμπρακτα την συστηματική καταστροφή όλων των ιδεών, με σκοπό την διατήρηση μιας αυτόκλητης απόλυτης αλήθειας και μιας αιώνιας ακινητοποίησης της σκέψης. Δεν είναι αυτό μια ανοικτή επίθεση ενάντια σε όλη την ανθρωπότητα; Κάθε τι που αποσκοπεί στην διαιώνιση αυτής της θρησκείας του θανάτου αποτελεί το κατ’ εξοχήν έγκλημα και η δική μας πρωταρχική υποχρέωση είναι η με κάθε τίμημα εξαφάνιση αυτής της πανούκλας», έγραφε ο Μπλανκί στις 8 Απριλίου 1869), ο Τριντόν εξέφραζε σε κάθε περίσταση, τόσο με γραπτό όσο και προφορικό λόγο, την πεποίθησή του ότι η ελευθερία και η επιστήμη μπορούν να σταθούν και να αναπτυχθούν μόνο μετά από την ανατροπή του καταπιεστικού καθεστώτος, που το ισχυρότερο τμήμα του είναι η χριστιανική θεοκρατία, για την οποία η συνήθης και διαχρονική «πολιτική» πρακτική ήταν «να σκοτώνει και να φιμώνει» («La Force», σελ. 107 -109). Τον Οκτώβριο του 1865 έλαβε μέρος στην Λιέγη (Liége) του Βελγίου στην δυναμική παρέμβαση που επιχείρησαν μπλανκιστές και αναρχικοί γενειοφόροι και μαυροντυμένοι Γάλλοι φοιτητές (ανάμεσα στους οποίους και οι Pierre Delboy, Germain Casse, Charles Longuet, Paul Lafargue, Paul Dubois, Victor Jaclard και Aristide Rey) στο εκεί διεξαγόμενο «Διεθνές Φοιτητικό Συνέδριο», όπου η καταγγελτική για τον Χριστιανισμό ομιλία του Τριντόν προκάλεσε την οργισμένη αντίδραση του επίσκοπου Dupanloup. Οι νεαροί Γάλλοι μετέτρεψαν το Συνέδριο σε εκδήλωση επαναστατικότητας και αθεϊσμού, υψώνοντας μάλιστα μέσα στην αίθουσα του συνεδρίου την μαύρη σημαία (για πρώτη φορά στην Ιστορία με επαναστατικό – πολιτικό νόημα), προκαλώντας την μήνη των καθεστωτικών Γάλλων πανεπιστημιακών και του ίδιου του βασιλιά Ναπολέοντος του Γ. Νωρίτερα, στις 3 Μαϊου 1865, είχε ιδρύσει με τον Μπλανκί και άλλους ομοίδεάτες τους (Villeneuve, Vaissier, Watteau, Marchand, Viette, Verlière και Sumino) την δισεβδομαδιαία «βολταιρική» εφημερίδα «Καντίντ» («Le Candide»), ενώ το 1866 ίδρυσε την «Κριτική» («La Critique») και την «Ελεύθερη Σκέψη» («La Libre Pensée»), οι οποίες προήγαγαν τον αθεϊσμό με παράλληλη επίθεση στον Χριστιανισμό και τις πολιτικές του χρήσεις για την καταπίεση των κοινωνιών. Στις 4 Ιανουαρίου 1866 συνελήφθη μαζί με επτά ακόμη νεαρούς «μπλανκιστές» για πρώτη φορά (έπειτα από μία μυστική συγκέντρωσή τους στο «Café de la Renaissance Hellenique» με σκοπό να ιδρύσουν επαναστατική οργάνωση) και όλοι τους κατέληξαν στις φυλακές της «Αγίας Πελαγίας» («Sainte-Pélagie»). Στην δίκη που ακολούθησε, ο Τριντόν καταδικάστηκε σε μερικούς μήνες φυλακή. Toν Σεπτέμβριο του 1866, επικεφαλής μιας εξαμελούς αντιπροσωπείας, εκπροσώπησε για μία ακόμη φορά σε διεθνές συνέδριο τους μπλανκιστές, αυτή την φορά στο πρώτο συνέδριο της «Διεθνούς Ένωσης των Εργαζομένων» («L’'Association Internationale des Travailleurs», «International Workingmen's Association», ΑΙΤ, IWA) ή της «Πρώτης Διεθνούς» στην Γενεύη και συνελήφθη γι’ αυτό κατά την επιστροφή του στην Γαλλία. Πρωτύτερα, για τα ανατρεπτικά κείμενα που είχαν δημοσιευθεί στην «Καντίντ», είχε συλληφθεί και καταδικαστεί σε φυλάκιση 6 μηνών, ενώ το 1867 εξέτισε μία ακόμη ποινή φυλάκισης 5 μηνών στην φυλακή «Sainte-Pélagie», όπου κρατείτο και ο ομοϊδεάτης του Ζυλ Βαλέ (Louis Jules Vallès, 1832 – 1885), εκδότης της εφημερίδας «Ο Δρόμος» («La Rue»). Εκεί έγραψε το αντιχριστιανικό κείμενό του «Ο εβραϊκός Μολωχισμός», στο οποίο αναφερόμαστε παρακάτω. Το καλοκαίρι 1870 διώχθηκε για μία ακόμη φορά από το καθεστώς του Ναπολέοντος του Γ για «ανατρεπτική προπαγάνδα και δράση», όμως, λίγο πριν καταδικαστεί (ερήμην τελικά) σε εξορία στις γαλλικές αποικίες, κατόρθωσε να διαφύγει στο Βέλγιο. ΑΥΤΟΚΤΟΝΙΑ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΣΥΝΤΡΙΒΗ ΤΗΣ «ΚΟΜΜΟΥΝΑΣ» Μετά την στρατιωτική συντριβή του Ναπολέοντος του Γ στο Sedan, την παράδοσή του στους Πρώσους στις 2 Σεπτεμβρίου του 1870 και την ανακήρυξη στις 4 Σεπτεμβρίου της «Τρίτης Γαλλικής Δημοκρατίας», ο Τριντόν, όπως και οι άλλοι εξόριστοι μπλανκιστές, επέστρεψε στο Παρίσι, ίδρυσε μαζί με τον Μπλανκί την επαναστατική λέσχη «Η Πατρίς εν Κινδύνω» («La Patrie en Danger», ένας καθαρά ιακωβινικός τίτλος), η οποία εξέδιδε και ομώνυμη ημερήσια εφημερίδα. Στις 6 Ιανουαρίου 1871 συμμετείχε με άλλους μπλανκιστές, ιακωβίνους και μπακουνικούς αναρχικούς της παράνομης «Κεντρικής Δημοκρατικής Επιτροπής» («Comité central républicain des Vingt arrondissements») στην σύνταξη, κυκλοφορία και τοιχοκόλληση της διακήρυξης της «Κόκκινης Αφίσσας» («L' Affiche Rouge») προς τον παρισινό λαό, η οποία απαιτούσε την ίδρυση μιας «Παρισινής Κομμούνας», καταλήγοντας «Εμπρός για τον λαό, εμπρός για την Κομμούνα!». Μετά από την παράδοση του Παρισιού στους Πρώσους, έθεσε στις 8 Φεβρουαρίου 1871 υποψηφιότητα για βουλευτής του Κοτ ντ’ Ορ και τελικά εξελέγη στην υπό τους Πρώσους νέα «Εθνοσυνέλευση», από την οποία όμως παραιτήθηκε μαζί με τον Μαλόν (Benoit Malon, 1841 - 1893) στις 3 Μαρτίου, όταν το σώμα ψήφισε υπέρ της «Συνθήκης της Φρανκφούρτης», χαρίζοντας στον εχθρό την Αλσατία – Λωραίνη (Alsace - Lorraine): «θα σταθώ αδιάλλακτα ενάντια σε αυτή την εγκληματική συνθήκη, μέχρι την ημέρα που είτε η επανάσταση, είτε ο πατριωτισμός, θα την καταστρέψουν». Ο Τριντόν προσχώρησε στην «Παρισινή Κομμούνα» αμέσως με την ανακήρυξή της, εξελέγη στις 26 Μαρτίου μέλος της κεντρικής επιτροπής για το τεταρτημόριο (quartier) του Πανθέου και τοποθετήθηκε στην «Στρατιωτική Επιτροπή» («La Commission Militaire»). Παρά την αδιαμφισβήτητη αφοσίωσή του στον αγώνα, το πνεύμα του Τριντόν, όπως και του ομοϊδεάτη του Ζυλ Βαλέ, παρέμεινε ελεύθερο και ανοικτό, και αρκετές φορές πήρε αποκλίνουσες θέσεις, λ.χ. καταψήφισε την πρόταση για ίδρυση μιας «Επιτροπής Κοινής Σωτηρίας» («Comite de Salut Public») κατά τα ιακωβινικά πρότυπα της περιόδου 1793 – 1794. Στις αρχές Μαϊου επίσης, λίγο πριν την ένοπλη ήττα της «Κομμούνας», οι Τριντόν και Βαλέ ήσαν δύο από τους «κομμουνάρους» που υπέγραψαν το περίφημο μανιφέστο των μειοφηφούντων («Le Manifeste de la Minorite»). Όταν τελικά στις 28 Μαϊου έπεσε και το τελευταίο οδόφραγμα της «Κομμούνας», ο Τριντόν κρύφτηκε για να αποφύγει την σύλληψη και μετά από λίγες ημέρες κατόρθωσε να διαφύγει για μία ακόμη φορά στο Βέλγιο. Εκεί στις Βρυξέλλες, αποκαρδιωμένος, τσακισμένος και πάσχοντας από βαριά κατάθλιψη, «ο εύπορος άνδρας που με χαρά του αντιμετώπιζε την φυλάκιση ή την εξορία, μαχόμενος για τα δίκαια των άλλων», όπως έγραψε ο αντικληρικαλιστής συγγραφέας Γιόζεφ Μακ Κάμπε (Joseph Martin McCabe, 1867 – 1955), αφαίρεσε ο ίδιος την ζωή του στις 29 Αυγούστου 1871, σε ηλικία μόλις 30 ετών.
Tο 1891, στην εικοστή επέτειο του θανάτου του, κυκλοφόρησε στο Παρίσι η συλλογή κειμένων του με τίτλο «Oeuvres diverses de Gustave Tridon». Βλάσης Γ. Ρασσιάς, 2007 ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ: «Les Hébertistes. Plainte contre une calomnie de l'histoire», 1864 «Du Μolochisme Juif: études critiques et philosophiques», 1884, μετά θάνατον «Oeuvres diverses de Gustave Tridon», 1891, μετά θάνατον (περιέχει και τα «Les Hébertistes» και «La Force») ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ: Jules Clere, «Les Hommes de la Commune: Biographie Complète de tous ses Membres», Paris, 1871 Patrick H. Hutton, «The Cult of the Revolutionary Tradition: The Blanquists in French Politics, 1864 - 1893», Berkeley, 1982 Joseph Martin McCabe, «A Biographical Dictionary of Modern Rationalists», London, 1920 Bernard Noël, «Dictionnaire de la Commune», Paris, 1978 J. M. Wheeler, «Α Biographical Dictionary of Freethinkers of all ages», London, 1889 ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΕ: ΔΙΑΔΡΟΜΕΣ ΓΙΑ ΕΛΕΥΘΕΡΕΣ ΨΥΧΕΣ ΣΥΓΓΡΑΦΕΣ ΓΙΑ ΕΛΕΥΘΕΡΕΣ ΨΥΧΕΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ "ΑΝΟΙΧΤΗ ΠΟΛΗ" ΚΕΙΜΕΝΑ, ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ, ΕΚΔΗΛΩΣΕΙΣ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ "ΑΝΟΙΧΤΗ ΠΟΛΗ" (1980 - 1993) |