Χάντερ Τόμπσον

(Hunter Stockton Thomson, Ιούλιος 1937 – 20 Φεβρουαρίου 2005)

Δημοσιογράφος, συγγραφέας και γνωστή προσωπικότητα της «Αντικουλτούρας» της δεκαετίας του ’60.



ΠΡΩΤΑ ΧΡΟΝΙΑ

Γεννήθηκε πρώτος από τρία αδέλφια σε μία μικροαστική οικογένεια του Λιούϊσβιλ (Lewisville) του Κεντάκι και 18 χρονών πέρασε την τραυματική εμπειρία της φυλάκισης με την κατηγορία της συνέργειας σε ληστεία.

Έναν χρόνο αργότερα (1957) κατατάχθηκε εθελοντικά στην πολεμική Αεροπορία για ν' αποφύγει  την κανονική στράτευση (που μάλλον θα τον έστελνε στο Βιετνάμ), και εργάστηκε στην εφημερίδα της αεροπορικής βάσης, αλλά και σε άλλες μικρές τοπικές εφημερίδες παρά την σαφή απαγόρευση από τον στρατιωτικό κανονισμό.

Μετά από υπόδειξη του διοικητή του έφυγε από την Αεροπορία το 1958 και συνέχισε την δημοσιογραφική του καριέρα ως αθλητικός κυρίως συντάκτης και βέβαια φρόντισε  να μετακομίσει στην Νέα Υόρκη για να σπουδάσει δημοσιογραφία στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια.

Η ΓΡΑΦΗ «GONZO»

Το 1962 στάλθηκε από την «National Observer» ως ανταποκριτής της στην Λατινική Αμερική, όπου έμεινε για ένα περίπου έτος, γράφοντας εξαιρετικά άρθρα, πολλά από τα οποία δημοσιεύονταν ως κύρια θέματα της εφημερίδας.

Θεωρείται ο εισηγητής του τρόπου γραφής «gonzo», όπου ο δημοσιογράφος δεν προσπαθεί να παραστήσει τον «αντικειμενικό» μέσα από την μάλλον υποκριτική απαίτηση για αμεροληψία και ο λόγος του είναι πάντα σε πρώτο πρόσωπο, ώστε η έντονα αναδυόμενη υποκειμενική ματιά να ενώνει την δημοσιογραφία με το μυθιστόρημα.

«ΑΓΓΕΛΟΙ ΤΗΣ ΚΟΛΑΣΗΣ»
 
Προκάλεσε τον πρώτο θόρυβο γύρω από το όνομά του το έτος 1965, με ένα άρθρο του στο «The Nation» της 17ης Μαίου 1965 (που αργότερα αναπτύχθηκε και σε βιβλίο που έγινε μπεστ - σέλλερ) για την περιβόητη συμμορία μηχανόβιων «Άγγελοι της Κόλασης» («Hell’s Angels»). Η διείσδυσή του στην συμμορία με σκοπό την άμεση συγκέντρωση υλικού, του κόστισε πάντως έναν άγριο ξυλοδαρμό και μερικά σπασμένα πλευρά.



Στα τέλη της δεκαετίας του 60 πειραματίστηκε με ψυχοδηλωτικά και ελαφρά ναρκωτικά και μετακόμισε στο Άσπεν του Κολοράντο με την σύζυγό του Σάντρα και τον υιό του Χουάν.

ΥΠΟΨΗΦΙΟΤΗΤΑ ΓΙΑ... ΣΕΡΙΦΗΣ

Το 1971 έγινε ακόμα πιο γνωστός με το βιβλίο του «Φόβος και Παράνοια στο Λας Βέγκας», το οποίο μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο το 1998, από τον σκηνοθέτη Τέρι Γκίλιαμ.

Την ίδια χρονιά έθεσε υποψηφιότητα για... σερίφης στην πόλη Άσπεν του Κολοράντο με την υπόσχεση της ελεύθερης χρήσης της μαριχουάνα, της απαγόρευσης των αυτοκινήτων και της κατεδάφισης των ψηλών κτιρίων που έκρυβαν τη θέα του ηλιοβασιλέματος, αλλά έχασε από τον ρεπουμπλικάνο αντίπαλό του με διαφορά λίγων μόνον ψήφων.

Υπήρξε άσπονδος εχθρός των ρεπουμπλικάνων και ιδίως του Νίξον, τον οποίο ακόμα και πεθαμένο χαρακτήρισε το 1994 «ψεύτη, μπάσταρδο, φτηνιάρη απατεωνίσκο και αδίστακτο εγκληματία πολέμου».



ΑΥΤΟΚΤΟΝΙΑ

Τα τελευταία χρόνια της ζωής του, εργαζόταν στο αθλητικό δορυφορικό κανάλι ESPN. Περιέγραφε τον εαυτό του ως «αχόρταγο βιβλιοφάγο, αθεράπευτο πότη και δεινό σκοπευτή». Η τελευταία του «ευστοχία» ήταν όταν πυροβόλησε με καραμπίνα τον ίδιο του τον εαυτό στο ράντσο του στο Γούντι Κρηκ (Woody Creek) του Κολοράντο, στις 20 Φεβρουαρίου 2005, ενώ μιλούσε στο τηλέφωνο με την τελευταία σύζυγό του Ανίτα Μπέτζμουκ.
 
Έχοντας φροντίσει να ζητήσει στην διαθήκη του να αποτεφρωθεί και  οι στάχτες του να εκτοξευθούν με κανόνι επάνω από την έπαυλή του, είχε προσπαθήσει να εξηγήσει την αυτοκτονία του γράφοντας σε ένα τελευταίο σημείωμά του: «είμαι εξήντα επτά ετών, δηλαδή δέκα επτά έτη μετά τα πενήντα.  Δέκα επτά περισσότερα από όσα πραγματικά χρειαζόμουν ή ήθελα. Βαριέμαι. Γκρινιάζω συνέχεια. Και αυτό δεν έχει πλάκα. Για κανέναν».

Μερικούς μήνες πριν αυτοκτονήσει, είχε δηλώσει: «(οι Αμερικανοί) έχουμε γίνει ένα ναζιστικό τέρας στα μάτια όλου του κόσμου - ένα έθνος τραμπούκων και μπάσταρδων που προτιμούν να σκοτώνουν από το να ζουν ειρηνικά. Δεν είμαστε απλά πόρνες της εξουσίας και του πετρελαίου, αλλά δολοφονικές πόρνες με μίσος και φόβο στην καρδιά. Είμαστε ανθρώπινα αποβράσματα και έτσι θα μας κρίνει η Ιστορία... Καμία εξαγνιστική κοινωνική αξία. Μόνο πόρνες. Φύγετε από μπροστά μας ή σας σκοτώνουμε».

Δύο ακόμη αποφθέγματά του, από τα οποία  το πρώτο μοιάζει να έχει γραφτεί για την σύγχρονη Ελλάδα της διαπλοκής: «Σε μια κλειστή κοινωνία όπου όλοι είναι ένοχοι, το μόνο έγκλημα είναι να σε πιάσουν. Σε ένα κόσμο ληστών, η μόνη τελική αμαρτία είναι η ηλιθιότητα».

«Υπάρχουν φορές, κι αυτή είναι μία από αυτές, στις οποίες ακόμα και το να έχεις δίκιο μοιάζει λάθος. Τι να πεις, για παράδειγμα, για μια γενιά που έχει διδαχτεί πως η βροχή είναι δηλητήριο και το σεξ είναι θάνατος; Αν το να κάνεις έρωτα είναι θανατηφόρο,  κι αν μια δροσερή ανοιξιάτικη βροχούλα μπορεί να μετατρέψει μια κρυστάλλινη γαλάζια λίμνη σε βάλτο γεμάτο μαύρο δηλητήριο μπροστά στα μάτια σου, τότε δεν σου μένουν και πολλά πράγματα πέρα από  την τηλεόραση και τον αυνανισμό. Είναι ένας κόσμος περίεργος. Άλλοι γίνονται πλούσιοι, άλλοι τρώνε σκατά και πεθαίνουν».

Βλάσης Γ,. Ρασσιάς, 2008


ΕΠΙΛΟΓΗ ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑΣ:

«The Rum Diary», New York, γραμμένο το 1959, εκδοθέν το 1993 (στην ελληνική γλώσσα: «Μεθυσμένο Ημερολόγιο», εκδόσεις «Οξύ»,  Αθήνα, 2006)
«Hell’s Angels. A Strange and Terrible Saga», εκδόσεις «Random House», New York, 1966
«Fear and Loathing in Las Vegas. A Savage Journey to the Heart of the American Dream», εκδόσεις «Random House», New York, 1971 (στην ελληνική γλώσσα: «Φόβος και παράνοια στο Λας Βέγκας», εκδόσεις «Πατάκη», Αθήνα, 1999)







 

ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΕ: 

ΔΙΑΔΡΟΜΕΣ ΓΙΑ ΕΛΕΥΘΕΡΕΣ ΨΥΧΕΣ 

ΣΥΓΓΡΑΦΕΣ ΓΙΑ ΕΛΕΥΘΕΡΕΣ ΨΥΧΕΣ 

ΕΚΔΟΣΕΙΣ "ΑΝΟΙΧΤΗ ΠΟΛΗ" 

ΚΕΙΜΕΝΑ, ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ, ΕΚΔΗΛΩΣΕΙΣ 

ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ "ΑΝΟΙΧΤΗ ΠΟΛΗ" (1980 - 1993) 

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ