Εουζέν Προτό
(Eugène Louis Charles Protot, Carisey Yonne, 27 Ιανουαρίου 1839 – Paris, 17 Φεβρουαρίου 1921) Γάλλος νομικός και επαναστάτης, οπαδός του Μπλανκί, τέκτονας και στέλεχος της «Κομμούνας του Παρισιού».
Ο Προτό καταδικάστηκε σε 15 μήνες και στην ακρόαση της 9ης Μαϊου 1866 του αιτήματος αποφυλάκισής του μπροστά στο «Αυτοκρατορικό Δικαστήριο Παρισίων», κράτησε πολύ σκληρή στάση, παρά τις αλλεπάλληλες προειδοποιήσεις του προέδρου του δικαστηρίου. Κατήγγειλε την δουλικότητα των πολιτικών και των εφημερίδων απέναντι στον μονάρχη Ναπολέοντα τον Γ, καθώς και το εκλογικό σύστημα «που χειρίζεται τον φτωχό και αμόρφωτο ψηφοφόρο» και τόνισε: «επιδιώκουμε με επαναστατικές διαδικασίες να καταστρέψουμε κάθε είδους τυραννία, πολιτική, στρατιωτική, θρησκευτική και καπιταλιστική και να εγκαθιδρύσουμε στα συντρίμμια αυτών των ξεπερασμένων κακοηθειών την αιώνια ειρήνη ανάμεσα στα έθνη, καθώς και την απόλυτη ελευθερία και ισότιμη ευημερία του κάθε πολίτη». Τον Σεπτέμβριο του 1866 συμμετείχε στο συνέδριο της «Πρώτης Διεθνούς» στην Γενεύη, ως εκπρόσωπος των «μπλανκιστών», ενώ τον Φεβρουάριο του 1868 γνώρισε για μία ακόμη φορά τα κελιά της «Αγίας Πελαγίας», όπου παρέμεινε φυλακισμένος για μερικούς ακόμη μήνες. ΑΡΙΣΤΕΡΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ Μετά την αποφυλάκισή του και έχοντας ήδη μυηθεί και στον Τεκτονισμό, στην παρισινή στοά «L’ Alliance Fraternelle», υπερασπίστηκε αρκετές φορές ως συνήγορος διάφορους αγωνιστές κατά της «Δεύτερης Αυτοκρατορίας», κατά κανόνα με τρόπο δυναμικό, ταυτιζόμενος ανοικτά, μπροστά στους δικαστές, με τις ιδέες των κατηγορουμένων. Όταν στις 7 Φεβρουαρίου 1870 οι «μπλανκιστές» προσπάθησαν ανεπιτυχώς να προκαλέσουν, μέσω μιας «νύκτας οδοφραγμάτων», λαϊκή εξέγερση στην εργατική συνοικία Belleville στα βόρεια του Παρισιού και στις 8 και 9 στην περιοχή Τεμπλ (Temple), μερικοί από αυτούς (ο σπουδαστής της Νομικής Φερρέ, ο δημοσιογράφος Κουρνέ, ο δημοσιογράφος Φλουράνς, ο υποδηματοποιός Dereure, ο ιατρός Tony Moilin, κ.ά.) πιάστηκαν τις επόμενες εβδομάδες, κατηγορούμενοι για απόπειρα στάσης και για συνωμοσία για δολοφονία του Ναπολέοντος του Γ. Ένας από τους συλληφθέντες ήταν και ο «μπλανκιστής» εργάτης Megy, που όταν στις 11 Απριλίου η αστυνομία εισέβαλε στο σπίτι του πριν τα ξημερώματα, δηλαδή παράνομα σύμφωνα με τα τότε ισχύοντα, είχε πυροβολήσει και σκοτώσει έναν αστυνομικό με πολιτικά. Στο άκουσμα ότι την νομική υπεράσπιση του Megy είχε αναλάβει ο Προτό και την ηθική υπεράσπισή του η εφημερίδα «Αφύπνιση» («La Reveil») του ιακωβίνου ηγέτη Σαρλ Ντελεκλύζ (Louis Charles Delescluze, 1809 – 1871), η κυβέρνηση έσπευσε πανικόβλητη να διατάξει την δίχως στοιχεία σύλληψη και του Προτό, καθώς και την κατάσχεση όλων των σημειώσεών του.
ΚΟΜΜΟΥΝΑΡΟΣ Συμμετείχε στην «Κομμούνα του Παρισιού» από την πρώτη κιόλας ημέρα της ανακήρυξής της, αρχικά στην «Επιτροπή Δημόσιας Δικαιοσύνης» μαζί με τους Ranc, Leo Meillet, Vermorel, Ledroit και Babick και από τις 18 Απριλίου ως «υπουργός Δικαιοσύνης» και υπηρέτησε επίσης παράλληλα από τις 20 Απριλίου έως την 1η Μαϊου στην «Εκτελεστική Επιτροπή». Πάσχισε σχεδόν μόνος του να κάνει συστηματικό νομοθετικό έργο (καθώς οι περισσότεροι της αρχικής επιτροπής είχαν παραιτηθεί) και επίσης μόνος του συνέταξε τον γνωστό «νόμο για τους ομήρους»: «η κυβέρνηση των Βερσαλιών τσαλαπάτησε ανενδοίαστα όλους τους ανθρώπινους ηθικούς νόμους, όσο και όλους τους νόμους του πολέμου… Άρθρο 4. Κάθε πρόσωπο που κατηγορείται για συνεργασία με τους Βερσαλιέρους και έχει φυλακιστεί με απόφαση δικαστηρίου, αποτελεί όμηρο του παρισινού λαού. Άρθρο 5. Κάθε εκτέλεση από τους Βερσαλιέρους αιχμαλώτου πολέμου ή παρτιζάνου της κανονικής κυβέρνησης της Κομμούνας θα ακολουθείται αμέσως από την εκτέλεση τριπλάσιου αριθμού ομήρων που κρατούνται με βάση το Άρθρο 4, οι οποίοι θα επιλέγονται δια κλήρου». Ο Προτό ήλθε κατ’ επανάληψη σε σύγκρουση με τον επίσης «μπλανκιστή» αρχηγό της αστυνομίας και μετά «γενικό εισαγγελέα» της «Κομμούνας» Ραούλ Ριγκώ (Raoul Rigault, 1846 - 1871), ο οποίος γενικά ενθάρρυνε το πνεύμα της αυθαιρεσίας στην αντιμετώπιση των εχθρών και στις 14 Απριλίου πέτυχε να διασφαλιστεί με διάταγμα της «Κομμούνας» ότι ήταν υποχρεωτικό οι συλλαμβανόμενοι να προσάγονται στις δικαστικές αρχές μετά την συμπλήρωση ενός εικοσιτετραώρου από την σύλληψή τους, διαφορετικά εκείνοι που τους συνέλαβαν θα ήσαν ένοχοι κατάχρησης εξουσίας (την τρομερή βεβαίως δυσκολία να εφαρμοστεί στην πράξη αυτό το διάταγμα παραδέχθηκε ο ίδιος μπροστά στην «Κομμούνα» μόλις 11 ημέρες αργότερα, στις 25 Απριλίου). Εναντιώθηκε επίσης στις αρχές του Μαϊου στην πρόταση για σύσταση «Επιτροπής Κοινής Σωτηρίας» κατά τα ιακωβινικά πρότυπα της περιόδου 1793 – 1794, καθώς και στην ίδρυση «Επαναστατικού Δικαστηρίου» με επικεφαλής τον Ριγκώ. Κατά τις μάχες της «Ματωμένης Εβδομάδας», καθώς θεωρείτο σημαντικός ηγέτης των «Κομμουνάρων» παρουσιάστηκε κατ’ επανάληψη ως νεκρός από την προπαγάνδα των Βερσαλιέρων. Πολέμησε γενναία μέχρι την Παρασκευή 26 Μαϊου στο οδόφραγμα της οδού Fontaine-au-Roi, και παρ’ όλο που από μια κανονιά τραυματίστηκε άσχημα στο πρόσωπο (σε επτά διαφορετικά σημεία), κατόρθωσε τελικά να διαφύγει την σύλληψη και στην συνέχεια έφυγε στο εξωτερικό. Εγκαταστάθηκε τον Οκτώβριο του 1871 στην Γενεύη και αργότερα στην Λωζάνη, ενώ στις 19 Νοεμβρίου 1872 καταδικάστηκε ερήμην από το παρισινό 6ο ειδικό στρατοδικείο σε θάνατο. Στα τέλη του 1873 βρέθηκε στις Βρυξέλλες, όπου όμως συνελήφθη τον Φεβρουάριο του 1874 και καταδικάστηκε σε 15 ημέρες φυλάκιση για «ιδιοποίηση ξένου ονόματος» και η περιπέτεια του πολιτικού φυγά συνεχίστηκε με ολιγόμηνες παραμονές στην Βέρνη (1875), το Λονδίνο και την Γένοβα, όπου συνελήφθη και φυλακίστηκε για μία ακόμη φορά.
Στα πλαίσια αυτού ακριβώς του αγώνα του, εξέδωσε την πρωτομαγιά του 1892 και την πρωτομαγιά του 1893 τις δύο μπροσούρες του με τίτλο 1ο και 2ο «Μανιφέστο της Επαναστατικής Κομμούνας προς τους εργαζόμενους της Γαλλίας» («Manifeste de la Commune Révolutionnaire aux travailleurs de France») και στο δεύτερο κατήγγειλε ιδιαίτερα τον πρώην συναγωνιστή του, γεννημένο στην Κούβα γαλλοεβραίο γαμπρό του Μαρξ Πωλ Λαφάργκ (Paul Lafargue, 1842 - 1911), ως σύμμαχο του Χριστιανισμού και της άκρας Δεξιάς και πρώτο «εισηγητή του αντι-πατριωτισμού στην Γαλλία» («introducteur de l’anti-patriotisme en France» ). Στην ίδια κατεύθυνση ήταν και ένα ακόμη μανιφέστο του προς τον λαό της Μασσαλίας («Manifeste au peuple de Marseille») στις 20 Σεπτεμβρίου 1892. Στο τέλος του δεύτερου «Μανιφέστου της Επαναστατικής Κομμούνας προς τους εργαζόμενους της Γαλλίας», ο Προτό ύψωνε τις μεγάλες εορτές της γαλλικής δημοκρατικής εποποιϊας (14 Ιουλίου, 10 Αυγούστου και 22 Σεπτεμβρίου) απέναντι στην πρωτομαγιά των γερμανών μαρξιστών και καλούσε τους συμπατριώτες του εργάτες να μην συμμετάχουν στις «γερμανικές εορτές» («Travailleurs de France! N' allez pas aux Fetes allemandes!»). Με το αργό σβήσιμο του «Μπλανκισμού», αλλά και της πατριωτικής Αριστεράς, στα μέσα της δεκαετίας του 1890 ο Προτό κατέληξε τελικά στο «Γαλλικό Σοσιαλιστικό Κόμμα» («Parti Socialiste Francais», PSF, 1899 - 1905) των «ποσιμπιλιστών» του Ζαν Ζωρές (Jean Léon Jaurès, 1859 - 1914), όπου μάλιστα μεσολάβησε για την εγγραφή σε αυτό του λιβανέζου «οθωμανιστή» συγγραφέα Φαρίντ Κασάμπ (Farid Georges Kassab, 1884 - 1970), συγγραφέα των «Le Nouvel Empire Arabe» (Παρίσι, 1906) και «Palestine, Hellenisme et Clericalisme» (Κωνσταντινούπολη, 1909). Έχοντας εγκαταλείψει του πολιτικούς αγώνες μετά την απορρόφηση και του «Γαλλικού Σοσιαλιστικού Κόμματος» το 1905 από την ολότελα μαρξιστική πια «Δεύτερη Διεθνή» (και συγκεκριμένα από τον «Γαλλικό Τομέα της Εργατικής Διεθνούς», «Section Française de l’ Internationale Ouvrière», SFIO, πρόδρομο του «Γαλλικού Κομμουνιστικού Κόμματος»), πέθανε στο Παρίσι στις 17 Φεβρουαρίου 1921. Τάφηκε στην γενέτειρά του, σε ιδιωτικό χώρο. Βλάσης Γ. Ρασσιάς, 2009 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ: Charles Da Costa, «Les Blanquistes», Paris, 1912 Bernard Noël, «Dictionnaire de la Commune», Paris, 1978 Roger Price, «People and politics in France, 1848 – 1870», Cambridge, 2004 ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΕ: ΔΙΑΔΡΟΜΕΣ ΓΙΑ ΕΛΕΥΘΕΡΕΣ ΨΥΧΕΣ ΣΥΓΓΡΑΦΕΣ ΓΙΑ ΕΛΕΥΘΕΡΕΣ ΨΥΧΕΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ "ΑΝΟΙΧΤΗ ΠΟΛΗ" ΚΕΙΜΕΝΑ, ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ, ΕΚΔΗΛΩΣΕΙΣ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ "ΑΝΟΙΧΤΗ ΠΟΛΗ" (1980 - 1993) |