Πόπεϊ
(Pope, Po-pey ή Popyn, Oke Oweenge ή San Juan Pueblo, περ. 1630 – Santa Fe, 1688) Ινδιάνος σαμάνος των Τέουα Πουέμπλος, οργανωτής και ηγέτης της μεγάλης επανάστασης όλων των Πουέμπλος της Νέας Ισπανίας (νυν Νέου Μεξικού) ενάντια στους χριστιανούς Ισπανούς κατακτητές, στα τέλη του 17ου αιώνα.
θρόνος) ή στα ορυχεία της Τσιχουάουα (Chihuahua). Υποχρεώνονταν επίσης να δίνουν τα λιγοστά τους τρόφιμα στους κατακτητές, μένοντας οι ίδιοι νηστικοί, υπέμεναν κάθε είδους προσβολές και εξευτελισμούς, γίνονταν συχνά μάρτυρες βιασμού των γυναικών και θυγατέρων τους και κάθε λίγο εργάζονταν εξαντλητικά στις αγγαρείες των Ισπανών για να κτίσουν κτίρια διοικητηρίων και εκκλησίες. Όσοι διαμαρτύρονταν ή έδειχναν απλώς απρόθυμοι να συνεχίσουν μια τέτοια ζωή, ή κατέληγαν μαστιγωμένοι και αλυσοδεμένοι να οδεύουν προς τα σκλαβοπάζαρα των Ισπανών ή ακρωτηριάζονταν προς παραδειγματισμό, ή απαγχονίζονταν, ή στραγγαλίζονταν δημόσια στην «γκαρότα» και καίγονταν στην πυρά. Παρά την τρομοκρατία όμως, οι αυτόχθονες είχαν αρκετές φορές προσπαθήσει να αντισταθούν. Το 1630 οι Ζούνι (Zuni) είχαν σκοτώσει δύο προσηλυτιστές, το 1645 οι Χέμεζ (Jemez) είχαν επιχειρήσει με την βοήθεια των Νάβαχο (Navajos) εξέγερση κατά των κατακτητών, η οποία όμως κατεστάλη εύκολα και από τους συλληφθέντες 29 απαγχονίστηκαν και δεκάδες άλλοι μαστιγώθηκαν μέχρις αίματος και πουλήθηκαν σκλάβοι. Την ίδια μοίρα είχε μία ακόμα απόπειρα το 1650 με αποτέλεσμα 9 ακόμα απαγχονισμένους και δεκάδες άλλους στα σκλαβοπάζαρα των Ισπανών. ΣΤΑ ΧΕΡΙΑ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΙΑΝΩΝ Ήδη από την δεκαετία του 1660 ο επίσκοπος Ποσάδα (Alonzo de Posada) είχε κηρύξει πόλεμο στις ιεροπραξίες των αυτοχθόνων και ιδίως στους χορούς προς τιμή των προγονικών πνευμάτων «κατσίνα» («kachina») και είχε διατάξει να καταστραφούν όλες οι λατρευτικές μάσκες των Πουέμπλος. Γύρω στο 1670 οι χριστιανοί έγιναν ακόμα πιο επιθετικοί και απαίτησαν την άμεση βάπτιση όλων των Πουέμπλος, κηρύσσοντας την τήρηση των εθνικών εθίμων αδίκημα που τιμωρείται με θάνατο. Για να τρομοκρατήσουν τους υπόδουλους Ινδιάνους, οι χριστιανοί Ισπανοί φρόντιζαν μάλιστα να βασανίζονται άγρια οι κατάδικοι πριν θανατωθούν. Καθώς όμως ελάχιστοι μόνον από τους Πουέμπλος βαπτίζονταν χριστιανοί, οι φραντσισκανοί προσηλυτιστές καλόγεροι άσκησαν το 1675 εντονότατες πιέσεις στον Ισπανό κυβερνήτη Τρεβίνιο (Juan Francisco Trevino, 1675 - 1677) και με διαταγή του τελευταίου 47 σαμάνοι, ανάμεσα στους οποίους και ο Πόπεϊ) συνελήφθησαν και δικάστηκαν με την κατηγορία της «ειδωλολατρίας και μαγείας», ενώ κατασχέθηκαν όλα τα τελετουργικά τους αντικείμενα και αγάλματα των «kachinas» και πυρπολήθηκαν οι λατρευτικοί τους χώροι «kivas». Οι σαμάνοι από το Nambe, το San Felipe και το Jemez στραγγαλίστηκαν δημόσια, ένας αυτοκτόνησε για να γλιτώσει τα βασανιστήρια, ενώ οι υπόλοιποι 43, ανάμεσα στους οποίους και ο Πόπεϊ, μαστιγώθηκαν δημόσια μέχρις αίματος και καταδικάστηκαν να πουληθούν ως σκλάβοι (John, σελ. 94 -99). Παρά την τρομοκρατία των ξένων χριστιανών όμως, οι Πουέμπλος κινήθηκαν να σώσουν τους θρησκευτικούς τους ηγέτες. Ενώ οι περισσότεροι Ισπανοί στρατιώτες βρίσκονταν μακριά από την Σάντα Φε σε μια καταδίωξη των Ινδιάνων Απατσέ (Apache, ή Απάτσι) που έκαναν επιδρομές στις χριστιανικές περιοχές, 100 περίπου ένοπλοι πολεμιστές εισέβαλαν στο ανάκτορο του κυβερνήτη και τον υποχρέωσαν να ελευθερώσει τους σαμάνους τους. Η ΜΕΓΑΛΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ Μετά από ένα μικρό διάστημα που χρειάστηκε για ν’ αναρρώσει από τον βασανισμό του, και ενώ οι Ισπανοί είχαν αρχίσει να καταζητούν τους απελευθερωθέντες «κατάδικους», ο Πόπεϊ κατέφυγε στους Τάος (Taos) Πουέμπλος, όπου από μια υπόγεια «kiva» άρχισε να σχεδιάζει μαζική επανάσταση κατά των κατακτητών, ιδίως μετά από ένα όραμά του, στο οποίο τρείς διάπυροι ινδιάνοι, οι Caudi, Tilini και Tleume, τον είχαν διαβεβαιώσει ότι είναι δυνατή η εκδίωξη των κατακτητών και η επιστροφή των Πουέμπλος στην καλή, ειρηνική τους ζωή, πριν από την άφιξη των στρατιωτών και των καλόγερων προσηλυτιστών. Σε λίγο προχώρησε σε νυκτερινές μυστικές συνεννοήσεις με άλλους σαμάνους και αρχηγούς φυλών, όχι μόνο από το έθνος των Πουέμπλος, αλλά και από τους λεγόμενους «μπαρμπάρος» («barbaros»), αυτούς που ήσαν νομάδες και καταδρομείς και, φυσικά, δεν είχαν χριστιανούς ανάμεσά τους, όπως οι Απατσέ, οι Νάβαχο και οι Ούτε (Utes). Οι συνωμότες είχαν συμφωνήσει ότι όποιος πρόδιδε θα εκτελείτο αμέσως και ότι επίσης καμία γυναίκα δεν έπρεπε να γνωρίζει το σχέδιο. Ως πρώτοι που στήριξαν το σχέδιο του Πόπεϊ φέρονται ο αρχηγοί Χάκα (Jaca) από την φυλή των Τάος και Λουϊ Τουπατού (Luis Tupatu) από την φυλή των Πικούρις (Picuris). Στο τέλος ο Πόπεϊ κατόρθωσε να συνενώσει και να οργανώσει κατά των χριστιανών 12 διαφορετικές φυλές των εθνών Πουέμπλος, Ζούνι και Χόπι, που μιλούσαν 6 διαφορετικές γλώσσες και οι καταυλισμοί τους απήχαν ανάμεσά τους περισσότερο από 100 μίλια! Η έναρξη της επανάστασης είχε σχεδιαστεί για τις 11 Αυγούστου 1680, ξέσπασε όμως μία ημέρα νωρίτερα, καθώς μερικοί χριστιανοί ισπανόδουλοι Πουέμπλος από το San Marcos, το San Cristοbal και την La Ciénega πρόδωσαν στις 9 του μήνα στον αρχιπροσηλυτιστή Μπερνάλ (Bernal) και τον νέο κυβερνήτη Αντόνιο ντε Οτερμίν (Antonio de Otermin) το γενικό σχεδίασμα του Πόπεϊ, ο οποίος μάλιστα είχε υποχρεωθεί να σκοτώσει ακόμα και τον γαμπρό του Μπούα (Nicolas Bua), όταν είχε διαπιστώσει πως ήταν πληροφοριοδότης των Ισπανών. Το όλο σχέδιο κινδύνευε λοιπόν άμεσα, αφού οι κατακτητές είχαν συλλάβει δύο αγγελιαφόρους του Πόπεϊ, τους οποίους ανέκριναν με απάνθρωπα βασανιστήρια για να μάθουν λεπτομέρειες (που τελικά δεν έμαθαν και γι’ αυτό εξοργισμένοι θανάτωσαν τους κρατούμενους). Πρώτες εξεγέρθηκαν οι φυλές των Τάος, Πικούρις (Picuris), Τέουας και Χέμεζ, οπλισμένες μόνο με ακόντια, τόξα και πέτρες και παρά την υπεροπλία των κατακτητών που διέθεταν και πυροβόλα αρκεβούζια τους έσπειραν τον όλεθρο. Την πρώτη κιόλας ημέρα του ξεσηκωμού 23 από τους περίπου 40 προσηλυτιστές καλόγερους των εξεγερμένων περιοχών (ανάμεσά τους και ο αρχιπροσηλυτιστής Μπερνάλ) και 380 περίπου Ισπανοί άποικοι, αδιακρίτως φύλου και ηλικίας, κείτονταν νεκροί, ενώ φλέγονταν όλες τις εκκλησίες του ξένου θεού που είχαν όλες κτιστεί με καταναγκαστική εργασία. Από τους επιζήσαντες Ισπανούς, άλλοι κατέφυγαν στην οχυρωμένη πρωτεύουσα Σάντα Φε και άλλοι στα εδάφη των Ισλέτα (Isleta) Πουέμπλος, της μοναδικής φυλής που αρνήθηκε να πάρει μέρος στην επανάσταση και από εκεί κατέληξαν στο Ελ Πάσο ντελ Νόρτε (El Paso del Norte) στις 15 Σεπτεμβρίου. Τόσο στην Ισλέτα όσο και στην Σάντα Φε, εγκάθετοι του Πόπεϊ διέδιδαν φήμες ότι «εκτός από εκεί» όλοι οι Ισπανοί ήσαν νεκροί, με αποτέλεσμα οι πολιορκημένοι της μιας πόλης να μην γνωρίζουν ότι ακόμα ζουν οι πολιορκημένοι της άλλης. Η Σάντα Φε έπεσε στα χέρια των επαναστατών μετά από μια ολιγοήμερη πολιορκία (13 – 21 Αυγούστου), όταν οι στερημένοι από τροφή και νερό 3.000 Ισπανοί που είχαν οχυρωθεί στο ανάκτορο του κυβερνήτη (από όπου παρακολουθούσαν έντρομοι τους Ινδιάνους να σπάζουν «ιερά σκεύη» και σταυρούς, ψάλλοντας κοροϊδευτικά το «Ave Maria»), αναχώρησαν και αυτοί προς το Ελ Πάσο σε μια αξιοθρήνητη φάλαγγα, στην οποία δεν καταδέχθηκαν οι επαναστάτες να επιτεθούν και να μην αφήσουν ούτε έναν ζωντανό, παρ’ όλο που εκτός από τα αφυδατωμένα και σκελετωμένα άλογα και τις οικοσκευές τους, οι αξιοθρήνητοι Ισπανοί είχαν αφήσει πίσω τους και τα κατακρεουργημένα πτώματα 47 αιχμαλώτων τους. Το ξίφος και ο σταυρός είχαν όχι απλώς ηττηθεί, αλλά κατεξευτελιστεί. Για πρώτη φορά στην Ιστορία τους οι Ινδιάνοι είχαν πετύχει να διώξουν από τα εδάφη τους εκείνους που ήθελαν να τους επιβάλλουν έναν άλλο τρόπο ζωής και μια άλλη θρησκεία, που καμία απολύτως σχέση δεν είχαν με την ιδιοσυγκρασία του έθνους τους. ΑΠΟΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΣ Ο Πόπεϊ («δεν είχε χριστιανικό όνομα... και στην πραγματικότητα ήταν ο μοναδικός ηγέτης της εξέγερσης των εκχριστιανισμένων Πουέμπλος που τον γνωρίζουμε μόνο από το ινδιάνικο όνομά του, και αυτό σημαίνει πολλά» σημειώνει ο Αλφόνσο Ορτίζ στο βιβλίο του «Popay's Leadership: A Pueblo Perspective») και οι σύντροφοί του εγκαθίδρυσαν την δική τους επαναστατική κυβέρνηση, επανέφεραν όλους τους θρησκευτικούς τους θεσμούς και φρόντισαν για τον πλήρη αποχριστιανισμό του έθνους τους, ώστε να επανέλθει στην κανονική του κατάσταση, όπως ήταν δηλαδή πριν την άφιξη των λευκών χριστιανών. Έδωσαν διαταγή να καταστραφεί κάθε τι που είχαν φέρει οι «σιδερένιοι άνθρωποι» και μετέτρεψαν σε ποιμνιοστάσια και στάβλους όσες εκκλησίες δεν είχαν καεί. Όσοι είχαν βαπτιστεί χριστιανοί ξέπλυναν από το σώμα τους το μίασμα της βάπτισης στο όνομα του «Θεού των δολοφόνων» σε ειδικές τελετές στον ποταμό Τσικίτο (Rio Chiquito), απαγορεύτηκαν τα βαπτιστικά χριστιανικά ονόματα, καθώς και η ίδια η ισπανική γλώσσα, όσα χριστιανικά σύμβολα είχαν απομείνει κάηκαν σε τεράστιες πυρές και ακυρώθηκαν όλοι οι γάμοι που είχαν γίνει με τρόπο χριστιανικό, ενώ ο Πόπεϊ έφθασε σε σημείο να απαγορεύσει και την χρήση κάθε σπόρου, εργαλείου ή υλικού που δεν το γνώριζαν παλαιότερα οι Πουέμπλος αλλά το είχαν φέρει μαζί τους οι κατακτητές: «οι αντάρτες προδότες έκαψαν την εκκλησία και φώναζαν δυνατά ότι ο Θεός των Ισπανών, που ήταν πατέρας τους, είναι πια νεκρός», θα καταθέσει ο χριστιανός ισπανόφωνος ιθαγενής «Γιοζέφ» στις 19 Δεκεμβρίου 1981, «και το ίδιο νεκρή είναι η Παρθένος Μαρία, που ήταν και μητέρα τους, καθώς και οι άγιοι που δεν ήσαν τίποτε περισσότερο από κομμάτια σαπισμένου ξύλου και φώναζαν ότι μόνο ο δικός τους Θεός του Ήλιου είναι ζωντανός. Διέταξαν λοιπόν να καούνε όλες οι εκκλησίες και οι εικόνες, οι σταυροί και τα ροζάρια και όταν η διαταγή του έγινε πράξη πήγαν όλοι τους να πλυθούν στα ποτάμια, λέγοντας ότι έτσι ξέπλεναν από πάνω τους το νερό της βάπτισής τους». Σε αναφορά του προς τους ανωτέρους του, ο εδρεύων στο Ελ Πάσο προσηλυτιστής ντε Αγιέτα (Francisco de Ayeta, 1640 – περ. 1695) περιέγραφε τους Ινδιάνους εκείνης της εποχής με τα ακόλουθα λόγια: «είναι τόσο πολύ συνεπαρμένοι από την ελευθερία τους και τόσο προσκολλημένοι στον Σατανά, ώστε μέχρι και σήμερα δεν υπάρχει κανένα απολύτως φανερό σημάδι ότι κάποτε υπήρξαν χριστιανοί». ΚΑΘΑΙΡΕΣΗ Μοιραζόμενος την μοίρα όλων των συνεπών επαναστατών, ο Πόπεϊ βρέθηκε πολύ σύντομα αντιμέτωπος με αρκετούς δειλούς ή ισπανόφιλους ή κρυπτοχριστιανούς ομοεθνείς του, που ζητούσαν ολοένα και λιγότερο έμμεσα τον τερματισμό του επαναστατικού καθεστώτος και τον συμβιβασμό με τον εχθρό, την ώρα ακριβώς που υπήρχε ανάγκη για ενότητα και καθολική συνέπεια σε αυτό που είχε επιτευχθεί. Όπως λοιπόν συνέβη ξανά και ξανά στην Ιστορία των επαναστάσεων, ο Πόπεϊ υποχρεώθηκε να υπερασπιστεί με αίμα αυτό που ο λαός του είχε κερδίσει με αίμα, διατάσσοντας την θανάτωση όσων προπαγάνδιζαν την επιστροφή στο καθεστώς των εξευτελισμών, της καταναγκαστικής εργασίας και του Χριστιανισμού. Το δηλητήριο όμως είχε ενσταλαχθεί. Πολύ σύντομα οι κατηγορίες περί δήθεν «τυράννου» απέκτησαν ευρύτερη λαϊκή αποδοχή και τελικά πριν το τέλος του 1682 ο Πόπεϊ καθαιρέθηκε και την ηγεσία ανέλαβε ο μετριοπαθέστερος Λουϊ Τουπατού. Το τραγικό αυτό σφάλμα των Πουέμπλος αποδείχθηκε από τις πρώτες κιόλας ημέρες μετά την καθαίρεση του Πόπεϊ, αφού οι γκρίνιες και οι διαφωνίες εξελίχθηκαν τάχιστα σε ακήρυχτο πλην όμως κανονικό εμφύλιο πόλεμο ανάμεσα στις διάφορες φυλές των Πουέμπλος, με τους Τάος, Πέκος (Pecos), Κέρες (Keres), Χέμεζ και άλλες μικρότερες φυλές από την μία και τους Τέουα, Τάνος (Tanos), Πικούρις και άλλες μικρότερες φυλές από την άλλη. Την ίδια εποχή οι Ισπανοί του ντε Οτερμίν, και μετά του διαδόχου του ντε Κρουζάτε (Domingo Jironza Petriz de Cruzate), κτυπούσαν τις απελευθερωμένες περιοχές με σκοπό την «reconquista» (επανακατάληψη), ενώ ο ίδιος ο Λουϊ Τουπατού τους διαμήνυε μάταια ότι επιθυμούσε ειρήνη και ήταν διατεθειμένος να τους δεχθεί στα εδάφη του, αρκεί να μην έβλαπταν τον λαό του. ΜΑΤΑΙΗ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ Έχοντας καταλάβει το τεράστιο λάθος που είχαν κάνει, οι απελπισμένοι πια Πουέμπλος ζήτησαν το 1688 από τον Πόπεϊ να επιστρέψει στην ηγεσία του έθνους τους, μόνο που ήταν πια από κάθε πλευρά πολύ αργά. Ο ίδιος πέθανε μετά από λίγους μήνες και οι Πουέμπλος τον έθαψαν με τιμές, όμως όντας πια εξασθενημένοι, αποδεκατισμένοι και πεινασμένοι, και συχνά προδιδόμενοι από ισπανόδουλους ομοεθνείς τους, έχαναν τώρα πια όλες τις μάχες απέναντι στους Ισπανούς, οι οποίοι το φθινόπωρο του 1692 ολοκλήρωσαν την «reconquista» με έναν στρατό που κατά το μεγαλύτερο μέρος του αποτελείτο από αμνηστευμένους καταδίκους. Για να καλυφθεί το χρονικό κενό της ελεύθερης δωδεκαετίας των Πουέμπλος, οι προσηλυτιστές βάπτισαν τότε περισσότερα από 1.000 παιδιά των επανακατακτημένων. Το κέντρο της μεγάλης επανάστασης του Πόπεϊ, η Σάντα Φε, έπεσε άδοξα, αναίμακτα, τον Ιούλιο του 1692 στα χέρια του γενικού διοικητή και καινούργιου κυβερνήτη Ντιέγκο ντε Βάργκας (Diego de Vargas), που μπήκε πριν τα ξημερώματα στην πόλη με μόνον 6 στρατιώτες, έναν φραντσισκανό καλόγερο και έναν προσηλυτισμένο Ινδιάνο οπλαρχηγό, τον Βαρθολομαίο ντε Οχέδα (Bartolomé de Ojeda, του οποίου όμως την φυλή Ζία είχαν καταστρέψει οι χριστιανοί, σφάζοντας πάνω από 600 ανθρώπους) και κάλεσαν τους κατοίκους να παραδοθούν με την υπόσχεση να δείξουν επιείκεια σε όσους δήλωναν υποταγή στον βασιλιά Χουάν Κάρλος της Ισπανίας και επίσης ασπάζονταν τον Χριστιανισμό. Μέχρι τα τέλη του 1694 ο ντε Βάργκας γύριζε από χωριό σε χωριό, δεχόταν την επίσημη υποταγή των κατοίκων δια του στόματος των αρχηγών τους, θεμελίωνε καινούργιες εκκλησίες και εγκαθιστούσε καλόγερους προσηλυτιστές. Οι φυλές που αρνήθηκαν να υποταχθούν (κυρίως Τάνος, Τάος και Χέμεζ), μετά από αλλεπάλληλες «τιμωρητικές» επιδρομές των χριστιανών κατακτητών, επιχείρησαν τελικά τον Ιούνιο του 1696 μία ακόμα επανάσταση, που όμως πνίγηκε στο αίμα, ενώ από την πλευρά των κατακτητών οι απώλειες ήσαν ελάχιστες: 5 προσηλυτιστές καλόγεροι και μόνον 21 στρατιώτες. ΑΠΟΤΙΜΗΣΗ Tο αίμα που χύθηκε κατά την επανάσταση του Πόπεϊ δεν πήγε χαμένο, όπως άλλωστε και δεν πάει χαμένο κανένα αίμα καμιάς επανάστασης. Φοβούμενοι επί πολλές δεκαετίες οι κατακτητές χριστιανοί μια πιθανή επανάληψή της, υποχρεώθηκαν να αφήσουν μεγαλύτερη ελευθερία στους Πουέμπλος, τα αποτελέσματα της οποίας είναι εμφανή σήμερα. Ο εκχριστιανισμός έμεινε επιφανειακός, η εθνοκτονία δεν προχώρησε, η «encomienda» δεν εφαρμόστηκε ποτέ πια και τα ιδιοκτησιακά δικαιώματα γης δεν παραβιάστηκαν, σε σημείο που να αποτελούν σήμερα οι Πουέμπλος μία θετική εξαίρεση ανάμεσα στα άλλα αυτόχθονα έθνη της αμερικανικής ηπείρου που γνώρισαν τον φυσικό αφανισμό και την διάλυση της πολιτισμικής ταυτότητάς τους. Βλάσης Γ. Ρασσιάς, 2007 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Elizabeth Ann Harper John, «Storms brewed in other men's worlds. The Confrontation of Indians, Spanish, and French in the Southwest, 1540-1795 », εκδόσεις «University of Nebraska Press», Lincoln, 1981 Alvin M. Josephy, «Now that the buffalo's gone: a study of today's American Indians», εκδόσεις «Knopf Publishing Group», New York, 1982 Alvin M. Josephy, «The Patriot Chiefs: A Chronicle of American Indian Resistance», εκδόσεις «Penguin», New York, 1993 Andrew L. Knaut, «The Pueblo Revolt of 1680», εκδόσεις «University of Oklahoma Press», Norman, 1995 Βλάσης Γ. Ρασσιάς, «Μια… Ιστορία Αγάπης. Η Ιστορία της χριστιανικής επικρατήσεως. Έτη 1600 - 1900», τόμος 5, εκδόσεις «Ανοιχτή Πόλη» (υπό έκδοση) Carroll L. Riley, «The Kachina and the Cross», εκδόσεις «University of Utah Press», Salt Lake City, 1999 ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΕ: ΔΙΑΔΡΟΜΕΣ ΓΙΑ ΕΛΕΥΘΕΡΕΣ ΨΥΧΕΣ ΣΥΓΓΡΑΦΕΣ ΓΙΑ ΕΛΕΥΘΕΡΕΣ ΨΥΧΕΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ "ΑΝΟΙΧΤΗ ΠΟΛΗ" ΚΕΙΜΕΝΑ, ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ, ΕΚΔΗΛΩΣΕΙΣ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ "ΑΝΟΙΧΤΗ ΠΟΛΗ" (1980 - 1993) |