Πέντα της Μέρσια

(Penda ov Mercia, 576 – 15 Νοεμβρίου 655)

Αγγλοσάξωνας βασιλιάς του κεντροαγγλικού βασιλείου της Μέρσια, που αντιστάθηκε γενναία στον  εκχριστιανισμό του λαού του τον 7ο αιώνα, γι’ αυτό και η μνήμη του καθυβρίστηκε από τους χριστιανούς  χρονογράφους.




Ο Πέντα της Μέρσια (σχέδιο του Βλ. Ρασσιά
από τον β τόμο του "Μια... Ιστορία Αγάπης")
ΑΝΟΔΟΣ ΣΤΟΝ ΘΡΟΝΟ

Ήταν ένα από τα κατά την παράδοση 12 παιδιά του βασιλιά της Μέρσια Πύββα (Pybba), από γένος που  επίσης κατά την παράδοση καταγόταν από τον Θεό Βόταν ή Όντιν (Wodan, Odin) και (σύμφωνα με το  «Αγγλοσαξωνικό Χρονικό», χειρόγραφο A, ASC A, 626.2) είχε ακολουθήσει την εξής γραμμή: Wodan,  Wihtlaeg, Wermund, Offa, Angeltheow, Eomer, Icel, Cnebba, Cynewald, Cryda, Pybba και Penda

Θεωρείται ότι ανέβηκε στον θρόνο σε ηλικία 50 ετών το έτος 626, διαδεχόμενος ή εκθρονίζοντας ίσως  τον εξάδελφό του βασιλιά Ceorl, τον οποίο αναφέρει ο χριστιανός χρονογράφος Bede στο «Historia  Ecclesiastica Gentis Anglorum». Σύμφωνα με τον χρονογράφο του 9ου αιώνα Νέννιο (Nennius) στο  «Historia Brittonum», μόλις ενθρονίστηκε ο Πέντα απέσπασε το βασίλειό του από την επικυριαρχία του  βασιλιά της Νορθούμβρια (Northumbria), συνάπτοντας παράλληλα συμμαχία με τους δύο βασιλείς του  Ουέσεξ (Wessex), στον έναν από τους οποίους έδωσε ως σύζυγο μία αδελφή του.    

Δύο χρόνια αργότερα όμως, το 628 (κατά το «Αγγλοσαξωνικό Χρονικό»), εκμεταλλευόμενος έναν  σύντομο πόλεμο ανάμεσα στα βασίλεια του Ουέσεξ και της Νορθούμβρια, εισέβαλε στο πρώτο και  απέσπασε από τους έως τότε συμμάχους του, τους οποίους νίκησε στην μάχη του Cirencester, την  περιφέρεια και υποβασίλειο του Hwicce. Το 630 συμμάχησε με τον Ουαλό βασιλιά Κάντβαλον  (Cadwallon ap Cadfan) του Gwynedd, τον οποίο είχε εξορίσει ο βασιλιάς της Νορθούμβρια Έντγουϊν  (Edwin, υιός του βασιλιά
Ceorl της Μέρσια που είχε εκθρονίσει ο Πέντα) και, αφού πέτυχαν μια πρώτη  νίκη στην μάχη του Long Mynd, εισέβαλαν στην επικράτεια του Έντγουϊν. Για τρία περίπου χρόνια ο  μεικτός αγγλοσαξωνικός και ουαλικός στρατός των Πέντα και Κάντβαλον λεηλάτησε το βόρειο τμήμα της  Νορθούμβρια και τελικά στις 12 ή 14 Οκτωβρίου 633 (σύμφωνα με τον χρονογράφο Bede και το  «Αγγλοσαξωνικό Χρονικό») συγκρούστηκε με τους αντιπάλους του στο Χάτφηλντ (Hatfield Chase ή  Haethfeld), όπου ηττήθηκε κατά κράτος ο στρατός τού έως τότε πανίσχυρου βασιλιά Έντγουϊν, ο οποίος  μάλιστα έχασε την ζωή του, ο δε υιός του Ήντφριθ (Eadfrith, εγγονός του βασιλιά Ceorl της Μέρσια που  είχε εκθρονίσει ο Πέντα) πιάστηκε αιχμάλωτος.

ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ ΣΤΟΝ ΕΚΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟ

Το 635 ο Πέντα εισέβαλε για πρώτη φορά στην Μέση Αγγλία και την κατέκτησε περί το έτος 641, αφού  προηγουμένως νίκησε και σκότωσε τους βασιλιάδες Σιγεμπέρτο (Sigebert) και Εγκρίκο (Egric). Στις 5  Αυγούστου 642, 9 χρόνια μετά τον θρίαμβο του Χάτφηλντ, ο Πέντα, τον οποίο ο χριστιανός χρονογράφος  Νέννιος περιέγραψε τον 9ο αιώνα προσβλητικά ως δήθεν «νικητή με την βοήθεια των τεχνών του  Διαβόλου, αφού δεν ήταν βαφτισμένος και δεν πίστεψε ποτέ στον Ιησού Χριστό» (!), κατανίκησε για μία  ακόμη φορά με την βοήθεια των Ουαλών συμμάχων του τον στρατό της Νορθούμβρια στην αιματηρή  μάχη του Μάσερφηλντ ή Όσγουεστρυ (Maserfield ή Oswestry), σκότωσε τον διάδοχο του Έντγουϊν  Οσβάλδο (τον «άγιο» Oswald, περ. 604 – 642, αφού οι χριστιανοί τον αγιοποίησαν σχεδόν αμέσως, ως  δήθεν «μάρτυρα της πίστης» τους) και απέμεινε ο μοναδικός ισχυρός βασιλιάς του αγγλοσαξωνικού  κόσμου, ανακόπτοντας έτσι τον συστηματικό εκχριστιανισμό που μανιωδώς προωθούσε η  Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία.

Αναφέρεται, με ιδιαίτερη μάλιστα αποστροφή τόσο από τον Bede (Β. 3. 12. 8) όσο και από διάφορους  ομόθρησκούς του σύγχρονους επιλεκτικά μύωπες ιστορικούς, ότι μετά το τέλος της μάχης ο Πέντα  διέταξε να κοπούν και να εκτεθούν σε κοντάρια το κεφάλι και τα χέρια του «αγίου» Οσβάλδου. Αρκετοί  μάλιστα από αυτούς φθάνουν σε απίθανες γελοιότητες, όπως λ.χ. στο να κάνουν εικασίες για κάποιο  «παράξενο» και «φρικτό» «παγανιστικό έθιμο βασιλοκτονίας», αποφεύγοντας βεβαίως συστηματικά να  θέσουν το λογικότατο ερώτημα γιατί αυτό το υποτιθέμενο «παγανιστικό έθιμο» δεν εφαρμόστηκε και  στους υπόλοιπους βασιλείς που νίκησε και σκότωσε ο Πέντα, όπως αποφεύγουν άλλωστε να  συσχετίσουν αυτή την αποκοπή και έκθεση με την τιμωρία ενός δολοφόνου. Αποφεύγουν δηλαδή να  λάβουν υπόψη τους το ότι ο ανταγωνιστής τού «αγίου» Οσβάλδου στον θρόνο της Νορθούμβρια  Ήντφριθ, που από το 633 ήταν αιχμάλωτος του Πέντα, είχε προ ολίγου δολοφονηθεί, προφανώς από  πληρωμένους από τον «άγιο» δολοφόνους, καθώς ο ίδιος ο Πέντα είχε εγγυηθεί με όρκο στους Θεούς  την προστασία της ζωής του (Nicholas Brooks, στο «The Origins of Anglo-Saxon kingdoms» του Bassett  Steven, σελ. 166).

Το έτος 643 ο Πέντα κατέλαβε τα Elmet και Lindsey, εκθρόνισε το 645 τον βασιλιά του Ουέσεξ που είχε  προηγουμένως εκδιώξει, σύμφωνα τουλάχιστον με τον Bede, την σύζυγό του και αδελφή του Πέντα και  ανέλαβε για 4 περίπου χρόνια την διακυβέρνηση και αυτού του βασιλείου, ενώ το 650 απάντησε στις  προκλήσεις του βασιλιά της Ανατολικής Αγγλίας Άννα (Anna) με εισβολή στο βασίλειό του και  υποχρέωσή του σε φυγή (αργότερα, το 654 θα τον νικήσει και θα τον σκοτώσει στο Bulcamp του  Suffolk, δεχόμενος την υποταγή του διαδόχου του Ήθελχερ, Aethelhere). 

Το 652 ο Πέντα εισέβαλε για μία ακόμα φορά στο βασίλειο της Νορθούμβρια με τον μεικτό σαξωνικό και  ουαλικό στρατό του, έπειτα από πρόσκληση του βασιλιά της Ντέϊρα (Deira) Ήθελγουωλντ (Aethelwald)  και έτρεψε κατ’ επανάληψη σε άτακτη φυγή τον στρατό του βασιλιά Όσβιου (Oswiu, διαδόχου του  Οσβάλδου). Το 655, ενώ ο Πέντα λεηλατούσε την Βερνικία (Bernicia), ο τρομοκρατημένος Όσβιου  προσπάθησε να εξαγοράσει την απόσυρση του αντιπάλου του, όμως εκείνος μοίρασε τα χρήματα στους  Ουαλούς συμμάχους του, ως «επιστροφή» του πλούτου που τους είχαν κλέψει οι Νορθουμβριανοί. 

ΗΤΤΑ ΚΑΙ ΘΑΝΑΤΟΣ

Το  ίδιο έτος όμως, ή το 657 κατά τα «Annales Cambriae», 22 χρόνια μετά τον θρίαμβο του Χάτφηλντ και 13  μετά τον θρίαμβο του Μάσερφηλντ, ο 80χρονος πια Πέντα ηττήθηκε τελικά στην μάχη του ποταμού  Γουϊνγεντ (Winwaed) κοντά στο Ληντς, έχασε την ζωή του και το κεφάλι του κόπηκε και περιφέρθηκε ως  τρόπαιο από τους νικητές.

Δύο χρόνια πριν τον θάνατό του, ο Πέντα είχε δεχθεί να βαπτίζονται όσοι υπήκοοί του ήθελαν να  προσχωρήσουν στον Χριστιανισμό και μάλιστα, ακόμα και με την περιγραφή του φανατικού χριστιανού  Bede, ήταν ανεξίθρησκος και πραγματικά ευσεβής, αφού έδειχνε αποστροφή μόνο για όσους δεν  τιμούσαν τους Θεούς που οι ίδιοι είχαν επιλέξει. «Ο θάνατός του σήμανε και το τέλος του αγγλικού  παγανισμού, τόσο ως πολιτική ιδεολογία όσο και ως δημόσια λατρεία» έγραψε το 1997 ο ιστορικός Nick  J. Higham, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Μάντσεστερ, στο βιβλίο του «The Convert Kings». Όντως,  με τον θάνατο αυτού του τελευταίου ισχυρού Αγγλοσάξωνα εθνικού βασιλιά (που, πάλι σύμφωνα με τον  Higham, η φήμη του ως νικητή προμάχου των Θεών έπειθε τον λαό του για την ανωτερότητά τους έναντι  του ξένου Θεού), ο δρόμος ήταν πλέον ορθάνοικτος για την επέλαση των χριστιανών προσηλυτιστών και  την συστηματική καταστροφή του εθνισμού των Σαξώνων. Αμέσως σχεδόν μετά τον θάνατό του, τα ίδια  του τα παιδιά βαπτίστηκαν χριστιανοί, σύμφωνα με την τάση των καιρών εκείνων να επιδιώκεται η  απόκτηση πολιτικής και στρατιωτικής ισχύος μέσω της νέας θρησκείας των «ισχυρών» χριστιανών.


Βλάσης Γ. Ρασσιάς, 2007


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:

Stenton F. M., «Anglo - Saxon England», London, 1971
Bassett Steven, ed., «The Origins of Anglo-Saxon kingdoms», London και New York, 1989
Higham N. J., «The Convert Kings: Power and Religious Affiliation in Early Anglo-Saxon England»,  Manchester, 1997
Kirby D. P., «The Earliest English Kings», London, 2000
Ρασσιάς Βλ. Γ., «Μία… Ιστορία Αγάπης. Η Ιστορία της χριστιανικής επικρατήσεως», τόμος 2ος (έτη 401  - 800), Αθήνα, 2005







 

ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΕ: 

ΔΙΑΔΡΟΜΕΣ ΓΙΑ ΕΛΕΥΘΕΡΕΣ ΨΥΧΕΣ 

ΣΥΓΓΡΑΦΕΣ ΓΙΑ ΕΛΕΥΘΕΡΕΣ ΨΥΧΕΣ 

ΕΚΔΟΣΕΙΣ "ΑΝΟΙΧΤΗ ΠΟΛΗ" 

ΚΕΙΜΕΝΑ, ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ, ΕΚΔΗΛΩΣΕΙΣ 

ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ "ΑΝΟΙΧΤΗ ΠΟΛΗ" (1980 - 1993) 

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ