Τζιοβάνι Πασανάντε
(Giovanni Passannante, Salvia di Lucania, 9 Φεβρουαρίου 1849 – Montelupo Fiorentino, 14 Φεβρουαρίου 1910) Αναρχικός του 19ου αιώνα, μάρτυρας της Δημοκρατίας, που προσπάθησε ανεπιτυχώς να εκτελέσει τον βασιλιά Ουμπέρτο τον Α και επί 32χρόνια βίωσε έναν αργό βασανιστικό θάνατο στα μπουντρούμια της μοναρχίας.
αποφυλακίστηκε, άνοιξε εκεί στο Σαλέρνο το μικρό πανδοχείο και μαγειρείο «Ταβέρνα του Λαού», το οποίο όμως σύντομα πτώχευσε επειδή ο Πασανάντε δεν μπορούσε να πάρει χρήματα από τους φτωχούς πελάτες του. Μετά από αυτό, ο Πασανάντε εγκαταστάθηκε στην Νάπολη, αναζητώντας την επιβίωση μέσα από ευκαιριακές εργασίες. Η ΑΠΟΠΕΙΡΑ ΚΑΤΑ ΤΟΥ ΜΟΝΑΡΧΗ Σε ηλικία 29 ετών, κατά την διάρκεια μιας μεγαλειώδους μοναρχικής παρέλασης στην Νάπολη την Κυριακή 17 Νοεμβρίου 1878, ο Πασανάντε πρόβαλε ξαφνικά μέσα από τα πλήθη που επευφημούσαν, εφόρμησε στην άμαξα του βασιλιά της Ιταλίας Ουμβέρτου του Α της Σαβοϊας (Umberto I) και του πρωθυπουργού Καϊρόλι (Benedetto Cairoli) ανεμίζοντας ένα κόκκινο πανί και, φωνάζοντας «Θάνατος στον βασιλιά! Ζήτω η Παγκόσμια Δημοκρατία!», αποπειράθηκε να σκοτώσει τον μονάρχη με ένα μαχαίρι μήκους 7 εκατοστών, που για να το αγοράσει είχε πουλήσει το μοναδικό σακάκι του. Δεν κατόρθωσε όμως να μαχαιρώσει στην καρδιά τον μονάρχη, καθώς εκείνος κινήθηκε γρήγορα και γλίτωσε με μια μικρή αμυχή στο αριστερό του μπράτσο, ενώ ο πρωθυπουργός Καϊρόλι τον έπιασε από τα μαλλιά και τον κράτησε, παρ’ όλο που δέχτηκε μία βαθιά μαχαιριά στον μηρό, μέχρι που τελικά επενέβη η βασιλική φρουρά και εξουδετέρωσε τον Πασανάντε, ακινητοποιώντας τον, ξυλοκοπώντας τον άγρια και τσακίζοντάς του το πρόσωπο. ΚΑΤΑΔΙΚΗ ΣΕ ΘΑΝΑΤΟ Τους πρώτους τρείς μήνες από την σύλληψή του, ο Πασανάντε υποβλήθηκε κατ’ επανάληψη σε απάνθρωπα βασανιστήρια για να αποκαλύψει τους τυχόν συνεργάτες του. Στην παρωδία δίκης του, που έγινε στις 6 και 7 Μαρτίου 1879, ο «αναρχικός με το ευγενικό χαμόγελο» δήλωσε ότι θεωρούσε τον εαυτό του δημοκράτη σοσιαλιστή με όραμα της Παγκόσμια Δημοκρατία, ότι δεν είχε συνεργάτες (διότι εάν είχε, θα είχε και την οικονομική δυνατότητα να χρησιμοποιήσει περίστροφο) και ότι δεν μισούσε προσωπικά τον Ουμβέρτο αλλά την μοναρχία. Απέναντί του είχε έναν κυνικό δικαστή επ’ ονόματι Φέρι (Ferri), έναν φανατικό μοναρχικό εισαγγελέα, ενόρκους που δεν είχαν κληρωθεί αλλά επιλεγεί από τον πρόεδρο με βάση τις πολιτικές τους πεποιθήσεις και έναν διορισμένο συνήγορο, τον Ταραντίνι (Leopoldo Tarantini), που αμέσως μετά τον διορισμό του είχε ταξιδέψει στην Ρώμη, είχε γονατίσει μπροστά στον βασιλιά και του είχε ζητήσει προκαταβολικά συγγνώμη για το «απαίσιο έργο» που από επαγγελματικό και μόνον καθήκον ήταν υποχρεωμένος να φέρει εις πέρας.
αυτά τα εφιαλτικά 11 χρόνια στην απόλυτη απομόνωση, περιτριγυρισμένος από τα ποντίκια και τα κόπρανά του. Αργότερα ο σαδιστής διευθυντής της φυλακής θα καυχηθεί στον κρατούμενο αναρχικό Αμιλκάρε Τσιπριάνι (Amilcare Cipriani): «τσάκισα τον Πασανάντε και θα σε τσακίσω και εσένα!». Η ΔΟΥΛΙΚΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΣΥΝΤΟΠΙΤΩΝ ΤΟΥ Ως πρόσθετη τιμωρία, συνελήφθη αμέσως και κλείστηκε στις φυλακές όλη του η οικογένεια με εξαίρεση μόνο τον αδελφό του που πρόλαβε να διαφύγει. Το δημοτικό συμβούλιο της γενέτειράς του αποκήρυξε σε έκτακτη συνεδρίασή του τον Πασανάντε και ο ίδιος ο δήμαρχος Παρέλλα (Giovanni Parrella) ταξίδεψε με αγορασμένο με έρανο κοστούμι στην Νάπολη για να εκφράσει αυτοπροσώπως στον μονάρχη τον αποτροπιασμό του: «Μεγαλειότατε… αντιπροσωπεύω την Σάλβια… την ατιμασμένη». Ακόμα και αυτό το όνομα της μικρής πόλης άλλαξε από Σάλβια σε Σαβόϊα της Λουκανίας (Savoia di Lucania), με απόφαση του δημοτικού συμβουλίου στις 21 Νοεμβρίου 1878, η οποία επικυρώθηκε με βασιλικό διάταγμα στις 3 Ιουλίου 1879.
ΦΡΕΝΟΚΟΜΕΙΟ ΚΑΙ ΘΑΝΑΤΟΣ Για τον «θαμμένο ζωντανό» του Πορτοφεράϊο αγωνίστηκε το 1899 ο σοσιαλιστής βουλευτής Μπερτάνι (Agostino Bertani), αν και το μόνο που κατόρθωσε ήταν η πιεζόμενη κυβέρνηση να επιτρέψει έναν ιατρικό έλεγχο του κρατουμένου. Οι ψυχίατροι Μπίφι (Biffi) και Ταμπουρίνι (Tamburini) που τον εξέτασαν, αποφάνθηκαν δίχως ενδοιασμό ότι ο κατάδικος «είχε πια παραφρονήσει» (έπασχε δήθεν από «μανία κενοδοξίας», ό,τι μπορεί αυτό να σημαίνει) και υπέγραψαν για την μεταφορά του στο φρενοκομείο για εγκληματίες της «Αμπροτζιάνα» («Ambrogiana»), κοντά στο Μοντελούπο Φιορεντίνο (Montelupo Fiorentino). Κλείστηκε εκεί την 1η Απριλίου του 1889 και μετά από 21 χρόνια πέθανε τα ξημερώματα της 14ης Φεβρουαρίου 1910, σε ηλικία 61 ετών και προ πολλού τυφλός. Όλα εκείνα τα χρόνια που πέρασε στο φρενοκομείο, μόνο μία φορά του επετράπη επίσκεψη, από τον βουλευτή Φλωρεντίας Τζιοβάνι Ροζάντι.
Ο Ατσιαρίτο καταδικάστηκε σε ισόβια δεσμά στις 29 Μαϊου 1897 και αντιμετώπισε την καταδίκη του με την κραυγή «τώρα εγώ, αύριο όμως η κυβέρνησή σας! Ζήτω η επανάσταση! Ζήτω η αναρχία!». Όμοια με τον Πασανάντε κλείστηκε σε απόλυτη απομόνωση με αποτέλεσμα πολύ σύντομα και αυτός να παραφρονήσει. Στάλθηκε τότε στο ίδιο φρενοκομείο της «Αμπροτζιάνα», όπου κρατείτο ο Πασανάντε και έμεινε εκεί μέχρι που πέθανε το 1943. Οι ίδιοι «ειδικοί» που είχαν εξετάσει τον εγκέφαλο του νεκρού Πασανάντε, είχαν αποφανθεί επίσης εκείνη την εποχή ότι το… «οβάλ» κεφάλι του Ατσιαρίτο τον έκανε επιρρεπή σε ανθρωποκτονίες! ΒΕΒΗΛΩΣΗ ΝΕΚΡΟΥ Λέγεται ότι το σώμα του Πασανάντε, για το οποίο δεν υπάρχει έγγραφο ταφής, δόθηκε αντί άλλης τροφής στους χοίρους, ενώ το κρανίο του και ο διατηρημένος σε φορμόλη εγκέφαλός του, που είχαν αφαιρεθεί αμέσως μετά τον θάνατό του, στάλθηκαν στο Ανώτερο Αστυνομικό Ινστιτούτο των φυλακών «Ρεγκίνα Κοέλι» («Regina Coeli») της Ρώμης για να εξετασθούν από υποτιθέμενους «ειδικούς» της ανθρώπινης συμπεριφοράς και εγκληματολόγους («για να μελετηθούν τα βιολογικά αίτια της εγκληματικής του προσωπικότητας», σύμφωνα με την τότε κυρίαρχη άποψη του εγκληματολόγου Cesare Lombroso, που την προηγούμενη δεκαετία κατέτασσε σωρηδόν στην παθολογία ο,τιδήποτε δεν ταίριαζε με την υποτιθέμενη «φυσιολογικότητα» των πολλών, εφευρίσκοντας μάλιστα νέες ετικέτες για τους ανθρώπους που δεν ταίριαζαν με αυτήν, όπως «ημιπαράφρων», «γεννημένος εγκληματίας» κ.ο.κ.). Αφημένα επί πολλά χρόνια στις αποθήκες του Αστυνομικού Ινστιτούτου από τους «ειδικούς», που φυσικά δεν βρήκαν τίποτε κατάλληλο για να στηρίξουν τις ανόητες θεωρίες του μέντορά τους, το κρανίο και ο εγκέφαλος του Πασανάντε μεταφέρθηκαν το 1936 από το φασιστικό καθεστώς του Μουσολίνι στο «Εγκληματολογικό Μουσείο» της ίδιας πόλης, ως μακάβρια εκθέματα, περισσότερο προς παραδειγματισμό ως προς το τι παθαίνει ένας κοινός θνητός που έχει το «θράσος» να επιτεθεί σε έναν βασιλιά.
Μέχρι τον Μάϊο του 2007, δηλαδή έξι ολόκληρες δεκαετίες από την εγκαθίδρυση της Δημοκρατίας στην Ιταλία, το κρανίο και ο εγκέφαλος του Πασανάντε, εξακολουθούσαν να εκτίθενται με τον πιο μακάβριο τρόπο στον δεύτερο όροφο του «Εγκληματολογικού Μουσείου», πλαισιωμένα από τα χειρόγραφά του που είχε κατασχέσει η αστυνομία μετά την σύλληψή του, και στα οποία, παρ’ όλο που παρουσιάζονταν σαν δήθεν «αντικοινωνικά μανιφέστα», ο ευγενικός νέος ονειρευόταν έναν καλύτερο κόσμο βασισμένο στην εγκαθίδρυση μιας Παγκόσμιας Δημοκρατίας, που θα εγγυάτο ένα κράτος πρόνοιας, ανθρωπισμού και δικαίου. ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΩΔΗΣ ΤΑΦΗ Το Μάϊο του 2007, ως αποτέλεσμα μιας μεγάλης εκστρατείας για τον σεβασμό του νεκρού, στην οποία ηγήθηκε ο συγγραφέας Ουλντέρικο Πέσε (Ulderico Pesce), τα υπολείμματα του Πασανάντε μεταφέρθηκαν τελικά προς ταφή στην ιδιαίτερη πατρίδα του. Η απόφαση της μεταφοράς και ταφής είχε παρθεί πριν από εννέα χρόνια, το 1998, όμως είχε καθυστερήσει λόγω της πρόθεσης της δημάρχου του χωριού Ροζίνας Ριτσάρντι (Rosina Ricciardi) να εκθέσει ξανά τα υπολείμματα του Πασανάντε στο κάστρο της περιοχής ως… πόλο έλξης τουριστών. Ο Πέσε κατήγγειλε ότι η ταφή έγινε με απροκάλυπτη ασέβεια («σαν να πετούσαν σκουπίδια»), εσπευσμένα, με πλήρη μυστικότητα και μία ημέρα πριν την εξαγγελθείσα ημερομηνία της 11ης Μαϊου, ώστε να μην μπορέσει να παραστεί κανείς από το πλήθος που όντως συγκεντρώθηκε την εξαγγελθείσα ημέρα. Οι αμήχανες τοπικές αρχές επικαλέστηκαν «λόγους ασφαλείας», αντίθετα ο κομμουνιστής πρώην υπουργός Δικαιοσύνης Ολιβιέρο Ντιλιμπέρτο (Oliviero Diliberto, 1956 -) σχολίασε ότι «ακόμη και οι πρωτόγονοι άνθρωποι δεν θα μπορούσαν να σκεφτούν μια τέτοια μεθόδευση», ενώ ο Πέσε κορύφωσε τις διαμαρτυρίες του με μία πολυήμερη απεργία πείνας. Βλάσης Γ. Ρασσιάς, 2007 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ: Giuseppe Galzerano, «Giovanni Passannante. La vita, l'attentato, il processo, la condanna a morte, la grazia ‘regale' e gli anni di galera del cuoco lucano che nel 1878 ruppe l'incantesimo monarchicο», εκδόσεις «Galzerano Editor»e, Casalvelino Scalo, 2004 Massimo Felisatti, «Un delitto della polizia? Morte dell'anarchico Romeo Frezzi», εκδόσεις «Bompiani», Milano, 1975 Antonio Parente, «Giovanni Passannante: anarchico o mattoide?», εκδόσεις «Bulzoni Εditore», Roma, 1989 Giuseppe Porcaro, «Processo a un anarchico a Napoli nel 1878», εκδόσεις «Εdizioni del Delfino», Napoli, 1975 Περιοδικά και εφημερίδες «Rivista Anarchica», «Umanita Nova», «Εποχή» και «Bulletin of the Kate Sharpley Library» από το Αρχείο Κοινωνικής Ιστορίας ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΕ: ΔΙΑΔΡΟΜΕΣ ΓΙΑ ΕΛΕΥΘΕΡΕΣ ΨΥΧΕΣ ΣΥΓΓΡΑΦΕΣ ΓΙΑ ΕΛΕΥΘΕΡΕΣ ΨΥΧΕΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ "ΑΝΟΙΧΤΗ ΠΟΛΗ" ΚΕΙΜΕΝΑ, ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ, ΕΚΔΗΛΩΣΕΙΣ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ "ΑΝΟΙΧΤΗ ΠΟΛΗ" (1980 - 1993)
|