Τζιοβάνι Πασανάντε
(Giovanni Passannante, Salvia di Lucania, 9 Φεβρουαρίου 1849 – Montelupo Fiorentino, 14 Φεβρουαρίου 1910)

Αναρχικός του 19ου αιώνα, μάρτυρας της Δημοκρατίας, που προσπάθησε ανεπιτυχώς να εκτελέσει τον βασιλιά Ουμπέρτο τον Α και επί 32χρόνια βίωσε έναν αργό βασανιστικό θάνατο στα μπουντρούμια της μοναρχίας.



ΠΡΩΤΑ ΧΡΟΝΙΑ

Γεννήθηκε σε μία τρώγλη της πόλης Σάλβια της Λουκανίας από μία πάμφτωχη οικογένεια αγροτών και έμεινε από πολύ μικρός ημι-ανάπηρος από το ένα χέρι λόγω εκτεταμένων εγκαυμάτων από καυτό νερό. Μέχρι τα 10 χρόνια του εξασφάλιζε το ψωμί του ζητιανεύοντας στους δρόμους της Σάλβια και παρακολούθησε μόνο την πρώτη τάξη του δημοτικού, αποκτώντας απλώς την δυνατότητα να γράφει και να διαβάζει. Παρ’ όλα αυτά, όντας τίμιος, φιλομαθής και ευγενικός, διάβαζε όποτε μπορούσε να ξεκλέψει χρόνο από την σκληρή δουλειά (δούλεψε επί χρόνια ως οικιακός υπηρέτης) κάθε είδους δημοκρατικά και σοσιαλιστικά βιβλία και εφημερίδες που είχαν να κάνουν με το ζήτημα της κοινωνικής δικαιοσύνης και συχνά μάλιστα κατέγραφε τις σκέψεις του μετά την ανάγνωσή τους. Κάποτε που δούλευε ως λαντζέρης στο ξενοδοχείο «Κρότσε ντι Σαβόϊα», απολύθηκε γιατί πιάστηκε από τον επόπτη να διαβάζει κρυφά μια εφημερίδα.

Για ένα διάστημα εργάστηκε ως μάγειρος σε ένα εργοστάσιο παραγωγής υφασμάτων. Καθώς μιλούσε και στους γύρω του για τα ζητήματα της κοινωνικής δικαιοσύνης, βρέθηκε από πολύ νωρίς υπό το μάτι της μοναρχικής αστυνομίας, ενώ στις 16 Mαϊου 1870 πιάστηκε επ’ αυτοφώρω στο Σαλέρνο (Salerno) να τοιχοκολλάει «ανατρεπτικές» αντιμοναρχικές ανακοινώσεις και φυλακίστηκε για ένα μικρό διάστημα. Όταν

αποφυλακίστηκε, άνοιξε εκεί στο Σαλέρνο το μικρό πανδοχείο και μαγειρείο «Ταβέρνα του Λαού», το οποίο όμως σύντομα πτώχευσε επειδή ο Πασανάντε δεν μπορούσε να πάρει χρήματα από τους φτωχούς πελάτες του. Μετά από αυτό, ο Πασανάντε εγκαταστάθηκε στην Νάπολη, αναζητώντας την επιβίωση μέσα από ευκαιριακές εργασίες.

Η ΑΠΟΠΕΙΡΑ ΚΑΤΑ ΤΟΥ ΜΟΝΑΡΧΗ

Σε ηλικία 29 ετών, κατά την διάρκεια μιας μεγαλειώδους μοναρχικής παρέλασης στην Νάπολη την Κυριακή 17 Νοεμβρίου 1878, ο Πασανάντε πρόβαλε ξαφνικά μέσα από τα πλήθη που επευφημούσαν, εφόρμησε στην άμαξα του βασιλιά της Ιταλίας Ουμβέρτου του Α της Σαβοϊας (Umberto I) και του πρωθυπουργού Καϊρόλι (Benedetto Cairoli) ανεμίζοντας ένα κόκκινο πανί και, φωνάζοντας «Θάνατος στον βασιλιά! Ζήτω η Παγκόσμια Δημοκρατία!», αποπειράθηκε να σκοτώσει τον μονάρχη με ένα μαχαίρι μήκους 7 εκατοστών, που για να το αγοράσει είχε πουλήσει το μοναδικό σακάκι του. Δεν κατόρθωσε όμως να μαχαιρώσει στην καρδιά τον μονάρχη, καθώς εκείνος κινήθηκε γρήγορα και γλίτωσε με μια μικρή αμυχή στο αριστερό του μπράτσο, ενώ ο πρωθυπουργός Καϊρόλι τον έπιασε από τα μαλλιά και τον κράτησε, παρ’ όλο που δέχτηκε μία βαθιά μαχαιριά στον μηρό, μέχρι που τελικά επενέβη η βασιλική φρουρά και εξουδετέρωσε τον Πασανάντε, ακινητοποιώντας τον, ξυλοκοπώντας τον άγρια και τσακίζοντάς του το πρόσωπο.     
 



Μόλις το νέο της απόπειρας ξέφυγε από τα στενά όρια της μοναρχικής Νάπολης και μαθεύτηκε στην υπόλοιπη Ιταλία, ξέσπασαν αρκετές αντιμοναρχικές διαδηλώσεις και άρχισαν να επανιδρύονται οι δημοκρατικές, σοσιαλιστικές ομάδες και πολιτικές λέσχες στο όνομα του μάρτυρα Μπαρσάντι (Barsanti), ενός 21χρονου δημοκρατικού στρατιώτη που είχε εκτελεστεί ως υπαίτιος ανταρσίας,  βόμβες έσκασαν στην Φλωρεντία και την Πίζα, ενώ στο Πέζαρο (Pesaro) λεηλατήθηκε το οπλοστάσιο του εκεί στρατοπέδου. Η κυβέρνηση του Καϊρόλι έπεσε τελικά στις 11 Δεκεμβρίου.

ΚΑΤΑΔΙΚΗ ΣΕ ΘΑΝΑΤΟ

Τους πρώτους τρείς μήνες από την σύλληψή του, ο Πασανάντε υποβλήθηκε κατ’ επανάληψη σε απάνθρωπα βασανιστήρια για να αποκαλύψει τους τυχόν συνεργάτες του. Στην παρωδία δίκης του, που έγινε στις 6 και 7 Μαρτίου 1879, ο «αναρχικός με το ευγενικό χαμόγελο» δήλωσε ότι θεωρούσε τον εαυτό του δημοκράτη σοσιαλιστή με όραμα της Παγκόσμια Δημοκρατία, ότι δεν είχε συνεργάτες (διότι εάν είχε, θα είχε και την οικονομική δυνατότητα να χρησιμοποιήσει περίστροφο) και ότι δεν μισούσε προσωπικά τον Ουμβέρτο αλλά την μοναρχία.

Απέναντί του είχε έναν κυνικό δικαστή επ’ ονόματι Φέρι (Ferri), έναν φανατικό μοναρχικό εισαγγελέα, ενόρκους που δεν είχαν κληρωθεί αλλά επιλεγεί από τον πρόεδρο με βάση τις πολιτικές τους πεποιθήσεις και έναν διορισμένο συνήγορο, τον Ταραντίνι (Leopoldo Tarantini), που αμέσως μετά τον διορισμό του είχε ταξιδέψει στην Ρώμη, είχε γονατίσει μπροστά στον βασιλιά και του είχε ζητήσει προκαταβολικά συγγνώμη για το «απαίσιο έργο» που από επαγγελματικό και μόνον καθήκον ήταν υποχρεωμένος να φέρει εις πέρας.



Η κάλυψη της δίκης από την
"Γκαζέτα ντι Νάπολι"

Παρά τις πολλές διαδηλώσεις συμπαράστασης που διοργάνωσε η Αριστερά, μία εκ των οποίων κόστισε φυλάκιση στον σοσιαλιστή διανοούμενο Πασκόλι (Giovanni Pascoli, 1855 - 1912), ο Πασανάντε καταδικάστηκε τελικά σε θάνατο για απόπειρα βασιλοκτονίας, παρά το γεγονός ότι τέτοια ποινή προβλεπόταν από τον νόμο για βασιλοκτονία και όχι για απόπειρά της.

ΚΑΤΑΔΙΚΗ ΣΕ ΑΡΓΟ ΘΑΝΑΤΟ

Στις 29 Μαρτίου όμως, για λόγους επίδειξης «μεγαλοθυμίας», ο υποτίθεται «καλόκαρδος» μονάρχης (τον οποίο θα εκτελέσει βέβαια αργότερα, το 1900, ο επίσης αναρχικός Μπρέσι) μετέτρεψε με διάταγμά του την ποινή του Πασανάντε σε ισόβια δεσμά. Καθώς ένα τραγούδι των αναρχικών του ιταλικού Νότου τρόμαζε τους μοναρχικούς με τα λόγια «μη μετανιώνεις Πασανάντε!», η πανικόβλητη ιταλική μοναρχία έριξε επάνω στον Πασανάντε όλη την κτηνωδία της.

Επί 11 χρόνια ο ευγενικός εκείνος άνθρωπος υποβλήθηκε σε εξευτελισμούς, ξυλοδαρμούς και άλλα βασανιστήρια, με αποτέλεσμα να καταντήσει ένα ανθρώπινο ράκος που ζύγιζε μόνο 51 κιλά, «ένα αξιολύπητο ανθρώπινο πλάσμα που ψυχορραγούσε». Αλυσοδεμένος σε ένα υγρό, εφιαλτικά στενό (1,5 μ. στο μήκος, το πλάτος και το ύψος του!) και κατασκότεινο υπόγειο κελί της τρομερής φυλακής «Πορτοφεράϊο» («Portoferraio») της νήσου Έλβα (Elba), ο νέος άνθρωπος που κατά την είσοδό του στην φυλακή είχε περιγραφεί από τους ψυχίατρους ότι διακρινόταν «από μία ασυνήθιστη λεπτότητα και δύναμη σκέψης, γλυκιά φυσιογνωμία και κανονικό βάδισμα», πέρασε τα περισσότερα από


αυτά τα εφιαλτικά 11 χρόνια στην απόλυτη απομόνωση, περιτριγυρισμένος από τα ποντίκια και τα κόπρανά του. Αργότερα ο σαδιστής διευθυντής της φυλακής θα καυχηθεί στον κρατούμενο αναρχικό Αμιλκάρε Τσιπριάνι (Amilcare Cipriani): «τσάκισα τον Πασανάντε και θα σε τσακίσω και εσένα!».

Η ΔΟΥΛΙΚΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΣΥΝΤΟΠΙΤΩΝ ΤΟΥ


Ως πρόσθετη τιμωρία, συνελήφθη αμέσως και κλείστηκε στις φυλακές όλη του η οικογένεια με εξαίρεση μόνο τον αδελφό του που πρόλαβε να διαφύγει. Το δημοτικό συμβούλιο της γενέτειράς του αποκήρυξε σε έκτακτη συνεδρίασή του τον Πασανάντε και ο ίδιος ο δήμαρχος Παρέλλα (Giovanni Parrella) ταξίδεψε με αγορασμένο με έρανο κοστούμι στην Νάπολη για να εκφράσει αυτοπροσώπως στον μονάρχη τον αποτροπιασμό του: «Μεγαλειότατε… αντιπροσωπεύω την Σάλβια… την ατιμασμένη». Ακόμα και αυτό το όνομα της μικρής πόλης άλλαξε από Σάλβια σε Σαβόϊα της Λουκανίας (Savoia di Lucania), με απόφαση του δημοτικού συμβουλίου στις 21 Νοεμβρίου 1878, η οποία επικυρώθηκε με βασιλικό διάταγμα στις 3 Ιουλίου 1879.




Ο Πασανάντε το 1899

«ΘΑΜΜΕΝΟΣ ΖΩΝΤΑΝΟΣ»

Σε ένα άρθρο της στο «Liberazione», που αναδημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Εποχή», η Μαρία Καλντερόνι (Maria R. Calderoni) έχει περιγράψει το μαρτύριο του Πασανάντε με τα ακόλουθα λόγια: «ο τίτλος του κεφαλαίου που ο Γκαλτσεράνο αφιερώνει στον ισοβίτη Πασανάντε, είναι "Θαμμένος ζωντανός". "Αφού έφθασε στο Πορτοφεράϊο και έγινε η παραλαβή, ο Πασανάντε δέθηκε όπως συνηθίζεται με τα εμπορεύματα, φόρεσε την στολή του φυλακισμένου, του έβαλαν την απαραίτητη αλυσίδα που κρατιόταν από έναν κρίκο μπηγμένο στον τοίχο και άλλα δεσμά τού έσφιξαν την μέση. Ο Πασανάντε χλώμιασε, έκλαψε και λιποθύμησε". Εκεί έμεινε δέκα χρόνια, ενώ έλιωνε σιγά- σιγά. "Από εκείνο το υγρό και σκοτεινό κελί, κάτω από τη στάθμη της θάλασσας, οι βαρκάρηδες που περνούσαν κοντά από τον "Πύργο του Σφυριού" άκουγαν συχνά τις τρομερές και σπαρακτικές κραυγές του φυλακισμένου". Εδώ, κάτω από τον Πύργο όπου μαράζωνε μέσα σε απάνθρωπες συνθήκες (που στην συνέχεια θα ονομασθεί ο "Πύργος του Πασανάντε"), δεν μπορούσε να παίρνει γράμματα, ούτε να δέχεται επισκέψεις. Σε αυτό το κελί, κάτω από τη στάθμη της θάλασσας, μέσα σε απόλυτο σκοτάδι, αρρώστησε σύντομα από σκορβούτο, "έπεσαν όλες οι τρίχες του σώματός του, τα βλέφαρα αναποδογύρισαν πάνω στα μάτια του, τα μάγουλά του σκάφτηκαν… έπειτα από δύο χρόνια τον ανέβασαν πάνω από τη στάθμη της θάλασσας, μα ήταν ένας άνθρωπος χωρίς ίχνος δύναμης και τα

χέρια του με δυσκολία κατάφερναν να κρατήσουν την βαριά αλυσίδα των 18 κιλών που του έσπαγε μέρα - νύχτα τα νεφρά"...».


ΦΡΕΝΟΚΟΜΕΙΟ ΚΑΙ ΘΑΝΑΤΟΣ


Για τον «θαμμένο ζωντανό» του Πορτοφεράϊο αγωνίστηκε το 1899 ο σοσιαλιστής βουλευτής Μπερτάνι (Agostino Bertani), αν και το μόνο που κατόρθωσε ήταν η πιεζόμενη κυβέρνηση να επιτρέψει έναν ιατρικό έλεγχο του κρατουμένου. Οι ψυχίατροι Μπίφι (Biffi) και Ταμπουρίνι (Tamburini) που τον εξέτασαν, αποφάνθηκαν δίχως ενδοιασμό ότι ο κατάδικος «είχε πια παραφρονήσει» (έπασχε δήθεν από «μανία κενοδοξίας», ό,τι μπορεί αυτό να σημαίνει) και υπέγραψαν για την μεταφορά του στο φρενοκομείο για εγκληματίες της «Αμπροτζιάνα» («Ambrogiana»), κοντά στο Μοντελούπο Φιορεντίνο (Montelupo Fiorentino).

Κλείστηκε εκεί την 1η Απριλίου του 1889 και μετά από 21 χρόνια πέθανε τα ξημερώματα της 14ης Φεβρουαρίου 1910, σε ηλικία 61 ετών και προ πολλού τυφλός. Όλα εκείνα τα χρόνια που πέρασε στο φρενοκομείο, μόνο μία φορά του επετράπη επίσκεψη, από τον βουλευτή Φλωρεντίας Τζιοβάνι Ροζάντι.




Η  απόπειρα του Ατσιαρίτο
ΠΙΕΤΡΟ ΑΤΣΙΑΡΙΤΟ

Τραγικός μιμητής του «θαμμένου ζωντανού» επίδοξου τυραννοκτόνου υπήρξε ο 26χρονος άθεος και αναρχικός σιδηρουργός Πιέτρο Ατσιαρίτο (Pietro Umberto Acciarito, 1871 – 1943) που στις 22 Απριλίου 1897 αποπειράθηκε και αυτός δίχως επιτυχία να μαχαιρώσει στην Ρώμη τον Ουμβέρτο (που, όπως προείπαμε, εκτελέστηκε τελικά 3 χρόνια αργότερα, το 1900, από τον Γκαετάνο Μπρέσι).

Ο δυστυχής Ατσιαρίτο, παρ’ όλο που δήλωσε εξ αρχής ότι έδρασε μόνος, έζησε τα ίδια ακριβώς βασανιστήρια με τον Πασανάντε για να καταδώσει τυχόν συνεργάτες του, ενώ ένας φίλος και ομοϊδεάτης του, που τον υποπτευόταν η αστυνομία για συνεργό, ο Ρομέο Φρέτζι (Romeo Frezzi, 1867 – 1897) πέθανε στις 2 Μαϊου στην διάρκεια τών, με όμοιο τρόπο, ανακρίσεών του: η αστυνομία της Ρώμης έδωσε τρεις διαφορετικές δικαιολογίες για τον θάνατό του (αρχικά ισχυρίστηκε ότι ο Φρέτζι αυτοκτόνησε σπάζοντας το κεφάλι του στους τοίχους του κελιού του, μετά ότι έπαθε συγκοπή και στο τέλος ότι πήδηξε από ένα παράθυρο), ενώ μαζικές διαδηλώσεις της Αριστεράς ξέσπασαν σε αρκετές πόλεις της Ιταλίας.

Ο Ατσιαρίτο καταδικάστηκε σε ισόβια δεσμά στις 29 Μαϊου 1897 και αντιμετώπισε την καταδίκη του με την κραυγή «τώρα εγώ, αύριο όμως η κυβέρνησή σας! Ζήτω η επανάσταση! Ζήτω η αναρχία!». Όμοια με τον Πασανάντε κλείστηκε σε απόλυτη απομόνωση με αποτέλεσμα πολύ σύντομα και αυτός να παραφρονήσει. Στάλθηκε τότε στο ίδιο φρενοκομείο της «Αμπροτζιάνα», όπου κρατείτο ο Πασανάντε και έμεινε εκεί μέχρι που πέθανε το 1943. Οι ίδιοι «ειδικοί» που είχαν εξετάσει τον εγκέφαλο του νεκρού Πασανάντε, είχαν αποφανθεί επίσης εκείνη την εποχή ότι το… «οβάλ» κεφάλι του Ατσιαρίτο τον έκανε επιρρεπή σε ανθρωποκτονίες!


ΒΕΒΗΛΩΣΗ ΝΕΚΡΟΥ

Λέγεται ότι το σώμα του Πασανάντε, για το οποίο δεν υπάρχει έγγραφο ταφής, δόθηκε αντί άλλης τροφής στους χοίρους, ενώ το κρανίο του και ο διατηρημένος σε φορμόλη εγκέφαλός του, που είχαν αφαιρεθεί αμέσως μετά τον θάνατό του, στάλθηκαν στο Ανώτερο Αστυνομικό Ινστιτούτο των φυλακών «Ρεγκίνα Κοέλι» («Regina Coeli») της Ρώμης για να εξετασθούν από υποτιθέμενους «ειδικούς» της ανθρώπινης συμπεριφοράς και εγκληματολόγους («για να μελετηθούν τα βιολογικά αίτια της εγκληματικής του προσωπικότητας», σύμφωνα με την τότε κυρίαρχη άποψη του εγκληματολόγου Cesare Lombroso, που την προηγούμενη δεκαετία κατέτασσε σωρηδόν στην παθολογία ο,τιδήποτε δεν ταίριαζε με την υποτιθέμενη «φυσιολογικότητα» των πολλών, εφευρίσκοντας μάλιστα νέες ετικέτες για τους ανθρώπους που δεν ταίριαζαν με αυτήν, όπως «ημιπαράφρων», «γεννημένος εγκληματίας» κ.ο.κ.).
Αφημένα επί πολλά χρόνια στις αποθήκες του Αστυνομικού Ινστιτούτου από τους «ειδικούς», που φυσικά δεν βρήκαν τίποτε κατάλληλο για να στηρίξουν τις ανόητες θεωρίες του μέντορά τους, το κρανίο και ο εγκέφαλος του Πασανάντε μεταφέρθηκαν το 1936 από το φασιστικό καθεστώς του Μουσολίνι στο «Εγκληματολογικό Μουσείο» της ίδιας πόλης, ως μακάβρια εκθέματα, περισσότερο προς παραδειγματισμό ως προς το τι παθαίνει ένας κοινός θνητός που έχει το «θράσος» να επιτεθεί σε έναν βασιλιά.



Πάνω: το κρανίο του Πασανάντε στο «Εγκληματολογικό Μουσείο»
Δεξιά: Ο Πέσε με το κρανίο και τον εγκέφαλο
του Πασανάντε



Μέχρι τον Μάϊο του 2007, δηλαδή έξι ολόκληρες δεκαετίες από την εγκαθίδρυση της Δημοκρατίας στην Ιταλία, το κρανίο και ο εγκέφαλος του Πασανάντε, εξακολουθούσαν να εκτίθενται με τον πιο μακάβριο τρόπο στον δεύτερο όροφο του «Εγκληματολογικού Μουσείου», πλαισιωμένα από τα χειρόγραφά του που είχε κατασχέσει η αστυνομία μετά την σύλληψή του, και στα οποία, παρ’ όλο που παρουσιάζονταν σαν δήθεν «αντικοινωνικά μανιφέστα», ο ευγενικός νέος ονειρευόταν έναν καλύτερο κόσμο βασισμένο στην εγκαθίδρυση μιας Παγκόσμιας Δημοκρατίας, που θα εγγυάτο ένα κράτος πρόνοιας, ανθρωπισμού και δικαίου.


ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΩΔΗΣ ΤΑΦΗ


Το Μάϊο του 2007, ως αποτέλεσμα μιας μεγάλης εκστρατείας για τον σεβασμό του νεκρού, στην οποία ηγήθηκε ο συγγραφέας Ουλντέρικο Πέσε (Ulderico Pesce), τα υπολείμματα του Πασανάντε μεταφέρθηκαν τελικά προς ταφή στην ιδιαίτερη πατρίδα του. Η απόφαση της μεταφοράς και ταφής είχε παρθεί πριν από εννέα χρόνια, το 1998, όμως είχε καθυστερήσει λόγω της πρόθεσης της δημάρχου του χωριού Ροζίνας Ριτσάρντι (Rosina Ricciardi) να εκθέσει ξανά τα υπολείμματα του Πασανάντε στο κάστρο της περιοχής ως… πόλο έλξης τουριστών.

Ο Πέσε κατήγγειλε ότι η ταφή έγινε με απροκάλυπτη ασέβεια («σαν να πετούσαν σκουπίδια»), εσπευσμένα, με πλήρη μυστικότητα και μία ημέρα πριν την εξαγγελθείσα ημερομηνία της 11ης Μαϊου, ώστε να μην μπορέσει να παραστεί κανείς από το πλήθος που όντως συγκεντρώθηκε την εξαγγελθείσα ημέρα. Οι αμήχανες τοπικές αρχές επικαλέστηκαν «λόγους ασφαλείας», αντίθετα ο κομμουνιστής πρώην υπουργός Δικαιοσύνης Ολιβιέρο Ντιλιμπέρτο (Oliviero Diliberto, 1956 -) σχολίασε ότι «ακόμη και οι πρωτόγονοι άνθρωποι δεν θα μπορούσαν να σκεφτούν μια τέτοια μεθόδευση», ενώ ο Πέσε κορύφωσε τις διαμαρτυρίες του με μία πολυήμερη απεργία πείνας.  


Βλάσης Γ. Ρασσιάς, 2007


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:

Giuseppe Galzerano, «Giovanni Passannante. La vita, l'attentato, il processo, la condanna a morte, la grazia ‘regale' e gli anni di galera del cuoco lucano che nel 1878 ruppe l'incantesimo monarchicο», εκδόσεις «Galzerano Editor»e, Casalvelino Scalo, 2004

Massimo Felisatti, «Un delitto della polizia? Morte dell'anarchico Romeo Frezzi», εκδόσεις «Bompiani», Milano, 1975

Antonio Parente, «Giovanni Passannante: anarchico o mattoide?», εκδόσεις «Bulzoni Εditore», Roma, 1989

Giuseppe Porcaro, «Processo a un anarchico a Napoli nel 1878», εκδόσεις «Εdizioni del Delfino», Napoli, 1975

Περιοδικά και εφημερίδες «Rivista Anarchica», «Umanita Nova», «Εποχή» και «Bulletin of the Kate Sharpley Library» από το Αρχείο Κοινωνικής Ιστορίας







 

ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΕ: 

ΔΙΑΔΡΟΜΕΣ ΓΙΑ ΕΛΕΥΘΕΡΕΣ ΨΥΧΕΣ 

ΣΥΓΓΡΑΦΕΣ ΓΙΑ ΕΛΕΥΘΕΡΕΣ ΨΥΧΕΣ 

ΕΚΔΟΣΕΙΣ "ΑΝΟΙΧΤΗ ΠΟΛΗ" 

ΚΕΙΜΕΝΑ, ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ, ΕΚΔΗΛΩΣΕΙΣ 

ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ "ΑΝΟΙΧΤΗ ΠΟΛΗ" (1980 - 1993) 

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ