Φρειδερίκος Νίτσε,
Φρήντριχ Βίλχελμ Νίτσε
(Friedrich Wilhelm Nietzsche, Ραίκεν του Λούτζεν της Σαξωνίας, 15 Οκτωβρίου 1844 – Βαϊμάρη, 25 Αυγούστου 1900) Γερμανός φιλόλογος και επιφανής φιλόσοφος του 19ου αιώνα, δριμύτατος επικριτής των κατεστημένων αντιλήψεων, ιδιαιτέρως του Χριστιανισμού, πρόδρομος του Μηδενισμού και του Υπαρξισμού.
Με την αποφοίτησή του από το «Σούλπφορτα» στις 7 Σεπτεμβρίου 1864 γράφτηκε στο Πανεπιστήμιο της Βόννης για να σπουδάσει Κλασική Φιλολογία, αλλά και Θεολογία (ενδιαφερόμενος κυρίως για την φιλολογική εξέταση των κατασκευασμένων πηγών της λεγόμενης «Καινής Διαθήκης»), ενώ παράλληλα ασχολήθηκε και με σύνθεση μουσικής, επηρεασμένος κυρίως από τον ρομαντικό Ρόμπερτ Σούμαν. Κατά την σύντομη παραμονή του στην Βόννη, ο Νίτσε μελέτησε καλά το έργο του Ντάβιντ Στράους (David Strauss) για την πραγματική ζωή του ιδρυτή του Χριστιανισμού και επιβεβαίωσε όχι μόνον την πλήρη απόρριψη της συγκεκριμένης θρησκείας μέσα του, αλλά απέρριψε και την θρησκοληψία γενικότερα, ανακηρύσσοντας τον εαυτό του «αναζητητή» της Αλήθειας. Το φθινόπωρο του έτους 1865 έκανε μετεγγραφή μαζί με τον καθηγητή του Φρήντριχ Βίλχελμ Ριτσλ (Friedrich Wilhelm Ritschl) στο Πανεπιστήμιο της Λειψίας, όπου αρίστευσε και παράλληλα ανακάλυψε την σκέψη του Σοπενάουερ (Arthur Schopenhauer), μελέτησε το υλιστικό έργο του Φρήντριχ Άλμπερτ Λάνγκε (Friedrich Albert Lange) «Η Ιστορία του Υλισμού» («Geschichte des Materialismus») και επίσης γνωρίστηκε με τον τότε συμφοιτητή του και μετέπειτα διακεκριμένο κλασικιστή Έρβιν Ρόντε (Erwin Rohde). Το 1867 κατατάχθηκε στο πυροβολικό του Νάουμπουργκ, αλλά τον Μάρτιο του 1868 η στρατιωτική του σταδιοδρομία έληξε άδοξα μετά από σοβαρό τραυματισμό του στον θώρακα και επέστρεψε στην Λειψία, όπου για ένα διάστημα εργάστηκε ως κριτικός όπερας στην εφημερίδα «Deutsche Allgemeine» και ως βιβλιοκριτικός στο περιοδικό «Literarisches Zentralblatt». Το βράδυ της 8ης Νοεμβρίου 1868 συναντήθηκε για πρώτη φορά με τον μουσικό Ρίχαρντ Βάγκνερ (Richard Wagner) και επί μία σχεδόν δεκαετία υπήρξε στενός φίλος τόσο του ιδίου όσο και της συζύγου του Cosima. Μετά από τέσσερις δημοσιεύσεις του στο ακαδημαϊκό περιοδικό «Reinisches Museum» του καθηγητή του Ριτσλ και με τις άριστες συστάσεις του τελευταίου, ο οποίος διαβεβαίωνε σε επιστολή του ότι στα 40 χρόνια της πανεπιστημιακής του καριέρας δεν είχε συναντήσει κάποιον τόσο ευφυή σαν τον Νίτσε, διορίστηκε τελικά σε ηλικία μόλις 25 ετών έκτακτος καθηγητής Κλασικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο της Βασιλείας στην Ελβετία, όπου αρχικά παρέδιδε διαλέξεις για την Ιστορία της Αρχαίας Ελληνικής Ποίησης και για τις «Χοηφόρες» του Αισχύλου και μετά από λίγο ξεκίνησε το τεράστιο συγγραφικό έργο του. Από την συγκεκριμένη θέση παραιτήθηκε έπειτα από 10 χρόνια, το έτος 1879, για λόγους υγείας, έχοντας εν τω μεταξύ γίνει τακτικός καθηγητής και λάβει την ελβετική υπηκοότητα, ενώ το 1869 το Πανεπιστήμιο της Λειψίας του απένειμε τον τίτλο του διδάκτορα όχι μετά από εξετάσεις ή κατάθεση διατριβής, αλλά με βάση τις δημοσιεύσεις του.
Ενώ ήδη από τις αρχές του 1876 ο Νίτσε είχε για λόγους υγείας αναγκαστεί να σταματήσει να διδάσκει στο Πανεπιστήμιο, το καλοκαίρι του έτους 1878 επήλθε ρήξη ανάμεσα σε αυτόν και τον Βάγκνερ και η φιλία των δύο ανδρών έσπασε διαπαντός. Κύρια αιτία της σύγκρουσης ήταν η συνεχής ερωτοτροπία του Βάγκνερ με χριστιανικά θέματα σε συνδυασμό με έναν έντονο σωβινισμό και αντισημιτισμό, τρία πράγματα που κατ’ εξοχήν αποστρεφόταν ο Νίτσε. Μέσα στο ίδιο έτος (1878) εξέδωσε και το αφοριστικό βιβλίο του «Ανθρώπινο, πάρα πολύ ανθρώπινο» («Menschliches, Allzumenschliches», το οποίο δέχθηκε τα μαζικά πυρά αποδοκιμασίας από την κατεστημένη διανόηση της εποχής) και είδε επίσης να πεθαίνει ο αγαπημένος του καθηγητής Ρίτσλ. Από τον Μάϊο του 1879, όταν για λόγους υγείας παραιτήθηκε οριστικά από το Πανεπιστήμιο της Βασιλείας έναντι μίας πολύ μικρής σύνταξης, μέχρι το έτος 1888 ο Νίτσε λειτούργησε ως ανεξάρτητος φιλόσοφος, έχοντας επιλέξει να ζει μόνος ή με πολύ σπάνια επικοινωνία με τους ανθρώπους. Διαμένοντας κατά καιρούς στην Ελβετία, την Γαλλική Ριβιέρα και την Ιταλία, παρά την τραγικά άσχημη υγεία του και την ελαττωμένη πια όρασή του (λόγω βλάβης του αμφιβληστροειδούς και στα δύο μάτια του που προκαλούσε συνεχείς πονοκεφάλους), ανέδειξε την τολμηρότερη και ισχυρότερη πλευρά του πνεύματός του. Τα κείμενά του διακρίνονται για το οξύ και επιθετικό ύφος τους και την εκτεταμένη χρήση αφορισμών, ενώ το όλο φιλοσοφικό έργο του εκτιμήθηκε ιδιαίτερα κατά το πρώτο μισό του 20ου αιώνα, περίοδο κατά την οποία εδραιώθηκε η θέση του και αναγνωρίστηκε ως ένας από τους μεγαλύτερους ευρωπαίους φιλοσόφους. Από το 1881 μέχρι και το 1888 κατόρθωσε να παράγει ένα περίπου έργο ανά έτος και συγκεκριμένα τα «Ροδαυγή» (1881), «Η Χαρούμενη Επιστήμη» (1882), «Τάδε έφη Ζαρατούστρα» (1883 - 1885, ο πρώτος τόμος του οποίου γράφτηκε στο Rapallo μέσα σε μόλις 10 ημέρες. Στο σύνολο του έργου κηρύσσεται ο «θάνατος του Θεού», καταρρακώνεται η δουλική ηθική του Χριστιανισμού –που καταστρέφει την ζωή προσπαθώντας δήθεν να την σώσει- και δείχνεται ο δρόμος προς έναν συγκροτημένο, λογικό και άθραυστο Ανθρωπισμό), «Πέραν του Καλού και του Κακού» (1886, το πρώτο που εξέδωσε μετά την απομάκρυνσή του από τον έως τότε εκδότη του Ernst Schmeitzner, τον οποίο ο Νίτσε κατήγγειλε ως αντισημίτη και ρατσιστή), «Η Γενεαλογία της Ηθικής» (1887, όπου η μνησικακία καταγγέλλεται πολύ σωστά ως η πραγματική ρίζα του δένδρου της σωτηριολογίας και «αγάπης» του Χριστιανισμού και, κατά προέκταση, της κυρίαρχης «ηθικής» του λεγόμενου «δυτικού κόσμου»), «Το Λυκόφως των Ειδώλων» (Αύγουστος - Σεπτέμβριος 1888), «Ο Αντίχριστος» (Σεπτέμβριος 1888, θα εκδοθεί όμως το 1895), «Ίδε ο Άνθρωπος» (Οκτώβριος - Νοέμβριος 1888, που άρχισε να το συγγράφει στις 15 Οκτωβρίου, ημέρα των γενεθλίων του) και «Νίτσε εναντίον Βάγκνερ» (Δεκέμβριος 1888, θα εκδοθεί και αυτό το 1895). Στις 3 Ιανουαρίου 1889 ο Νίτσε εισήχθη σε κλινική του Τορίνο μετά από εκδήλωση νευρικής κατάρρευσης, όταν ενώ περιδιάβαινε την πλατεία Καρόλου Αλμπέρτου (Piazza Carlo Alberto) είδε έναν αμαξά να μαστιγώνει ένα άλογο, προκάλεσε επεισόδιο για να το προστατέψει και συνελήφθη από 2 αστυνομικούς. Μέσα από την κλινική έγραψε και έστειλε προς φίλους και συγγενείς του διάφορες επιστολές (τις λεγόμενες «Wahnbriefe», «Επιστολές παραφροσύνης»), τις οποίες υπέγραφε πότε ως «Εσταυρωμένος» και πότε ως «Διόνυσος». Μία εβδομάδα αργότερα, μεταφέρθηκε με μεσολάβηση των φίλων του Τζ. Μπούρκχαρντ (Jacob Burckhardt, ιστορικού) και Φραντς Όβερμπεκ (Franz Overbeck, καθηγητή Θεολογίας) σε ψυχιατρείο της Βασιλείας και από εκεί σε άλλο ψυχιατρείο στην Ιένα, όπου διαγνώστηκε «παραλυτική ψυχική διαταραχή». Μετά από έναν περίπου χρόνο παραμονής του στο ψυχιατρείο, όπου συχνά ξεσπούσε βίαια υπό αλλεπάλληλες παραισθήσεις μεγαλείου, πήρε τελικά εξιτήριο στις 24 Μαρτίου 1890 και κατέληξε με την μητέρα του πίσω στο Νάουμπουργκ. Μέχρι τον θάνατό του, έπειτα από 10 χρόνια, έζησε σε κατάσταση άνοιας μετά από εγκεφαλική παράλυση. Το τραγικό στην όλη ιστορία ήταν ότι την εποχή ακριβώς που κατέρρευσε ο Νίτσε έγινε γνωστό στον πολύ κόσμο το έργο του (κυρίως μέσω του σκανδιναβού βιβλιοκριτικού Georg Brandes) και η ζήτηση για τα βιβλία του αυξήθηκε κατακόρυφα, γεγονός που ο ίδιος όμως δεν ήταν σε θέση να χαρεί. Επιπροσθέτως, το 1893 η αντιδραστική και χριστιανή αδελφή του Ελίζαμπετ (Elisabeth Forster - Nietzsche) επέστρεψε από την Παραγουάη, έπειτα από την αποτυχημένη απόπειρα ίδρυσης της γερμανικής αποικίας «Nueva Germania» από τον ρατσιστή σύζυγό της Φόστερ (Bernhard Forster, που είχε ήδη αυτοκτονήσει), μεθόδευσε το να ναυαγήσουν τα σχέδια για μία έκδοση των απάντων του υπό την επιμέλεια του πρώην μαθητή του και από το 1880 προσωπικού φίλου και γραμματέα του Πέτερ Γκαστ (Peter Gast), «οργάνωσε» το αρχείο χειρογράφων και αλληλογραφίας του αδελφού της, αλλοιώνοντας αρκετά κείμενα και καταστρέφοντας άλλα τα οποία δεν της ήσαν αρεστά, τον δε Δεκέμβριο του 1895 απέκτησε όλα τα δικαιώματα των έργων του Νίτσε. Το 1898 και 1899 ο Νίτσε υπέστη δύο εγκεφαλικά επεισόδια που επιδείνωσαν την κατάστασή του, καθιστώντας τον ανήμπορο πια να μιλήσει και να περπατήσει και τελικά πέθανε στις 25 Αυγούστου 1900 από συνδυασμό πνευμονίας και εγκεφαλικού και θάφτηκε στο νεκροταφείο του Ραίκεν, δίπλα στον τάφο του κληρικού πατέρα του. Παρά τον γενναίο αντιχριστιανισμό που επέδειξε σε όλη την υπεύθυνη ζωή του αυτός ο ανένταχτος, μοναχικός και απλησίαστος φιλόσοφος, η αδελφή του δεν τον σεβάστηκε καθόλου και φρόντισε να τον θάψει με το χριστιανικό (λουθηρανικό) τυπικό. Σαν να μην έφτανε αυτό, η αντιδραστική και χριστιανή αδελφή του, η οποία αργότερα έγινε μέλος του Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος, προχώρησε μετά τον θάνατό του και στην επιλεκτική δημοσίευση «πειραγμένων» κειμένων του υπό τον τίτλο «Η Θέληση για Δύναμη» («Der Wille zur Macht», 1901), ένα βιβλίο το οποίο ο διαπρεπής Ιταλός φιλόλογος Μοντινάρι (Mazzino Montinari) κατήγγειλε ευθέως ότι «δεν είναι βιβλίο του Νίτσε». Στις πρώτες τρεις δεκαετίες του 20ου αιώνα όμως, αυτό το «ανύπαρκτο» βιβλίο έδωσε αφορμή να συνδέσουν απατεωνίστικα κάποιοι καλοθελητές την προηγμένη σκέψη του Νίτσε με την ανάδυση του Ναζισμού και τον αντισημιτισμό, παρά το γεγονός ότι την τελευταία δεκαετία του 19ου αιώνα οι ιδέες του είχαν αρκετούς οπαδούς στην Αριστερά και κατά την διετία 1894 – 1895 οι δεξιοί είχαν προτείνει να απαγορευθούν τα βιβλία του ως «ανατρεπτικά». Ο Νίτσε, όπως τόσο ο Μοντινάρι αλλά και τα ίδια τα γραπτά του φιλοσόφου αποδεικνύουν, υπήρξε στην πραγματικότητα ένας ιδεολόγος της ελευθερίας, εραστής των Μουσών και, πάνω από όλα, δριμύτατος επικριτής τόσο του εθνικισμού και της πολιτικής αυταρχίας όσο και του αντισημιτισμού. Η υπέρβαση του τωρινού ανθρώπου, την οποία πρότεινε μέσω του «Υπερανθρώπου» («Ubermensch») στο «Τάδε έφη Ζαρατούστρα» στοχεύει στην ολοκλήρωση του ανθρώπινου όντος και όχι στην απανθρωπιά: ο «Υπεράνθρωπος» δεν είναι το μοντέλο ενός κυρίαρχου και αφέντη, αλλ’ απλώς ο πραγματικός άνθρωπος που μπορεί να αποδέχεται την ζωή σε όλη την τραγική της διάσταση, όπως οι αρχαίοι Έλληνες. Ο ίδιος ο Νίτσε πάντως, δεν έθρεφε αυταπάτες για το εάν θα γλίτωνε την παρερμηνεία της προχωρημένης σκέψης του από κακόβουλους ή ανόητους, αφού είχε γράψει: «ποτέ οι άνθρωποι δεν καταλαβαίνουν, απλώς μονάχα επαινούν ή κατηγορούν». Βλάσης Γ. Ρασσιάς, 2007 ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ: «Από την ζωή μου» («Aus meinem Leben», 1858) «Πάνω στην μουσική» («Uber Musik», 1858) «Ο Ναπολέων Γ ως πρόεδρος» («Napoleon III als Praesident», 1862) «Πεπρωμένο και Ιστορία» («Fatum und Geschichte», 1862) «Ελεύθερη βούληση και πεπρωμένο» («Willensfreiheit und Fatum», 1862) «Μπορεί ο ζηλόφθονος στ’ αλήθεια να ευτυχήσει;» («Kann der Neidische je wahrhaft glucklich sein?», 1863) «Πάνω στις κλίσεις» («Uber Stimmungen», 1864) «Η ζωή μου» («Μein Leben», 1864) «Ο Όμηρος και η κλασική Φιλολογία» («Homer und die klassische Philologie», 1868) «Πέντε πρόλογοι σε πέντε άγραφα βιβλία» («Funf Vorreden zu funf ungeschriebenen Buchern», 1872) «Η γέννηση της Τραγωδίας» («Die Geburt der Tragodie», 1872) «Πάνω στην αλήθεια και τα ψέματα» («Uber Wahrheit und Luge», 1873) «Η Φιλοσοφία στης Τραγικής Εποχής των Ελλήνων» («Die Philosophie im tragischen Zeitalter der Griechen», 1873) «Στράους, ο εξομολογητής και ο συγγραφέας» («David Strauss: der Bekenner und der Schriftsteller», 1873) «Πάνω στην χρήση και κακοποίηση της Ιστορίας για την ζωή» («Vom Nutzen und Nachtheil der Historie fur das Leben», 1874) «Ο Σοπενάουερ ως εκπαιδευτής» («Schopenhauer als Erzieher», 1874) « Ο Βάγκνερ στην Βηρυτό» («Richard Wagner in Bayreuth», 1876) «Ανθρώπινο, πάρα πολύ ανθρώπινο» («Menschliches, Allzumenschliches», 1878) «Ανάμεικτες γνώμες και αποφθέγματα» («Vermischte Meinungen und Spruche», 1879) «Ο πλάνης και η σκιά του» («Der Wanderer und sein Schatten, 1879) «Ροδαυγή» («Morgenrote», 1881) «Η Χαρούμενη Επιστήμη» («Die frohliche Wissenschaft», 1882) «Τάδε έφη Ζαρατούστρα. Ένα βιβλίο για όλα και για τίποτα» («Also sprach Zarathustra. Ein Buch fur Alle und Keinen », 1883 - 1885) «Πάραν του Καλού και του Κακού. Προλόγισμα για μια φιλοσοφία του μέλλοντος» («Jenseits von Gut und Bose. Vorspiel einer Philosophie der Zukunft», 1886) «Η Γενεαλογία της Ηθικής» («Zur Genealogie der Moral», 1887) «Το Λυκόφως των Ειδώλων» («Gotzen-Dammerung», 1888) «Ο Αντίχριστος. Κατάρα στον Χριστιανισμό» («Der Antichrist. Fluch auf das Christentum», 1888) «Ίδε ο Άνθρωπος. Πώς γίνεται κάποιος αυτός που είναι» («Ecce Homo. Wie man wird, was man ist», 1888) «Η περίπτωση Βάγκνερ» («Der Fall Wagner», 1888) «Η Θέληση για Δύναμη» («Der Wille zur Macht», 1901, με την αυθαιρεσία της αδελφής του) ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ: Lavrin Janko, «Nietzsche: An Approach», London, 1948 Kaufmann Walter, «Nietzsche: Philosopher, Psychologist, Antichrist», Princeton, 1950 Stambaugh Joan, «Nietzsche's Thought of Eternal Return», Baltimore, 1972 Hollingdale R. J., «Nietzsche», London, 1973 Steiner Rudolf, «Friedrich Nietzsche: Fighter for Freedom», New York 1985 Schacht Richard, «Nietzsche», London, 1985 Tejera V., «Nietzsche and Greek Thought», Dordrecht, 1987 Heller Erich, «The Importance of Nietzsche: Ten Essays», Chicago, 1988 Aschheim Steven E., «The Nietzsche Legacy in Germany 1800-1990», Berkeley, 1992 Stambaugh Joan, «The Other Nietzsche», New York, 1994 Lampert Laurence, «Leo Strauss and Nietzsche», Chicago, 1996 Klossowski Pierre, «Nietzsche and the Vicious Circle», Chicago, 1997 Montinari Mazzino, «Νίτσε: τι πραγματικά είπε», Αθήνα, 1998 Bataille Georges, «Για τον Νίτσε: Θέληση για Τύχη», Αθήνα, 2002 Deleuze Jilles, «Ο Νίτσε και η Φιλοσοφία», Αθήνα, 2002 Leiter Brian, «Nietzsche on Morality», London, 2002 Foucault Michel, «Τρία κείμενα για τον Νίτσε», Αθήνα, 2004 Stack George J., «Nietzsche's Anthropic Circle: Man, Science, and Myth», Rochester, 2005 Hayman Ronald, «Νίτσε: Η τραγική ζωή μιας μεγαλοφυίας», Αθήνα, 2005 Vattimo Gianni, «Dialogue with Nietzsche», New York, 2006 ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΕ: ΔΙΑΔΡΟΜΕΣ ΓΙΑ ΕΛΕΥΘΕΡΕΣ ΨΥΧΕΣ ΣΥΓΓΡΑΦΕΣ ΓΙΑ ΕΛΕΥΘΕΡΕΣ ΨΥΧΕΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ "ΑΝΟΙΧΤΗ ΠΟΛΗ" ΚΕΙΜΕΝΑ, ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ, ΕΚΔΗΛΩΣΕΙΣ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ "ΑΝΟΙΧΤΗ ΠΟΛΗ" (1980 - 1993) |