Τζιουζέπε Ματσίνι
(Giuseppe Mazzini, Genoa, 22 Ιουνίου 1805 - Pisa , 10 Μαρτίου 1872) Ιταλός επαναστάτης, πατριώτης, δημοκράτης και καρμπονάρος, ιδρυτής της οργάνωσης «Νεαρή Ιταλία», ρομαντικός οραματιστής μιας ενωμένης δημοκρατικής Ιταλίας, επονομασθείς και «Ψυχή της Ιταλίας».
Το 1821, σε ηλικία 15 ετών, είδε με την μητέρα του τους κυνηγημένους καρμπονάρους να φεύγουν από το λιμάνι της Γένοβας για την Γαλλία και την Ισπανία, πουλώντας τα ρολόγια τους και τα γυαλιά τους για λίγα χρήματα επιβίωσης και επηρεάστηκε βαθιά. Ήθελε να τους ακολουθήσει, όπως εξομολογήθηκε αργότερα και άρχισε να ντύνεται στα μαύρα ως πένθος για την σκλαβωμένη πατρίδα του, πράγμα που διατήρησε μέχρι τον θάνατό του. Μετά από λίγους μήνες, η μανιώδης μελέτη του απαισιόδοξου επιστολικού μυθιστορήματος του Νικόλαου - Ούγου Φώσκολου «Le Ultime lettere di Jacopo Ortis» (1802) τον έφερε σε κάποια στιγμή πολύ κοντά στην αυτοκτονία, ωστόσο πολύ γρήγορα ανέκαμψε συναισθηματικά και αφοσιώθηκε ξανά στις πανεπιστημιακές σπουδές του. ΓΝΩΡΙΜΙΑ ΜΕ ΤΟΥΣ ΡΟΥΦΙΝΙ Toν Νοέμβριο του 1823, o 18χρονος τότε φοιτητής Νομικής Ματσίνι είχε γνωρίσει την οικογένεια του συνομήλικού του φοιτητή Ιατρικής Τζάκοπο Ρουφίνι (Jacopo ή Giacomo Ruffini, 1805 – 1833) και είχε ενθουσιάσει την μητέρα αλλά και ισόποσα ενθουσιαστεί από αυτήν, αποκαλώντας την έκτοτε «Αγία Μητέρα» («La Madre Santa»). Παρά τον ρωμαιοκαθολικισμό της, η Ελεονόρα Κούρλο Ρουφίνι (Eleonora Maria Teresa Curlo, 1781 – 1856) υιοθέτησε με σχεδόν θρησκευτική προσήλωση τις ιδέες του Ματσίνι και κατηύθυνε προς το ίδιο τρεις από τους υιούς της, τους Τζάκοπο, Τζιοβάνι (Giovanni, 1807 - 1881) και Αγκοστίνο (Agostino, 1812 - 1855), που όλοι μαζί μάλιστα συνέστησαν ομάδα που έβρισκε, μελετούσε και διακινούσε σπάνια ή απαγορευμένα βιβλία. Από τους τρεις τους, ο Ματσίνι ξεχώρισε τον Τζάκοπο, τον οποίο πολύ σύντομα απεκάλεσε «αδελφή ψυχή» του και μάλιστα εκείνος τον μετονόμασε από «Τζιάκομο» σε «Τζάκοπο», από τον κοινό λογοτεχνικό τους ήρωα Τζάκοπο Όρτις (Jacopo Ortis), πρωταγωνιστή στο «Le Ultime lettere di Jacopo Ortis». Η «ΝΕΑΡΗ ΙΤΑΛΙΑ» Παρά το ότι έως τότε απεχθανόταν τον έντονο ριτουαλισμό της, το 1829 μυήθηκε τελικά στην μυστική οργάνωση της «Καρμποναρίας» («Carbonaria»), δίνοντας τον όρκο επάνω από ένα ξεγυμνωμένο στιλέτο, αλλά την επόμενη χρονιά συνελήφθη από την αστυνομία της Γένοβας όταν ο ίδιος προσπάθησε να προσηλυτίσει και να μυήσει στην οργάνωση έναν πράκτορά της. Έμεινε φυλακισμένος στο κάστρο της Σαβόνας μέχρι τον Φεβρουάριο του 1831, οπότε και αθωώθηκε από το δικαστήριο του Τορίνο επειδή και μόνο το γεγονός της μύησης δεν μπορούσε να επιβεβαιωθεί από άλλον, δεύτερο, μάρτυρα πέραν του πράκτορα της αστυνομίας. Αφέθηκε ελεύθερος, αλλά η αστυνομία που γνώριζε την ενοχή του, συνέχισε να τον παρακολουθεί στενά, έτσι εκείνος έφυγε μετά από μερικές ημέρες με προορισμό το πολιτικά υπερενδιαφέρον εκείνη την εποχή Παρίσι. Εκεί, μυήθηκε στην μυστική εταιρεία «Apofasimeni» που είχαν ιδρύσει οι Φίλιππος Μιχαήλ Μπουοναρόττι ή Μπουοναρρότι (Filippo Giuseppe Maria Ludovico Buonarrotti ή Buonarroti, 1761 – 1837, ιακωβίνος διεθνής επαναστάτης, οπαδός του Ροβεσπιέρου) και Μπιάνκο ντι Σαν Χοριόζ (Carlo Angelo Bianco di San Jorioz, 1795 – 1843, καρμπονάρος του 1821, που το 1830 συνέγραψε το «Della Guerra nazionale d' insurrezione per bande», ένα εξαιρετικό βιβλίο για τον ανταρτοπόλεμο). Ενώ ο Ματσίνι ήταν φυλακισμένος ή φυγάς στο εξωτερικό, οι τρεις αδελφοί Ρουφίνι έδρασαν ακούραστα όλο το 1830 και τους πρώτους μήνες του 1831 για να προσηλυτίσουν νέους ανθρώπους στις επαναστατικές ιδέες του για μια ενωμένη Ιταλία μέσα από μαζική εξέγερση κατά των ξένων δυναστών, όταν δε τον Ιούλιο του 1831 εκείνος ίδρυσε στην Μασσαλία μαζί με τον Μπιάνκο ντι Σαν Χοριόζ την οργάνωση «Νεαρή Ιταλία» («La Giovine Italia»), ο επίσης μυημένος από το 1829 στην «Καρμποναρία» Τζάκοπο ανέλαβε την αρχηγία του γενοβέζικου παραρτήματός της. Η «Νεαρή Ιταλία» είχε ως απώτερο σκοπό της την απελευθέρωση της Ιταλίας από τους Αυστριακούς και την ένωσή της υπό ένα λιμπεραλιστικό δημοκρατικό πολίτευμα. Στην οργάνωση υιοθετήθηκε ως σήμα το κλαδί κυπάρισσου, καταργήθηκαν όλα τα τεκτονικά σήματα αναγνώρισης που χρησιμοποιούσαν οι καρμπονάροι και οι όρκοι αίματος των τελευταίων αντικαταστάθηκαν από ρητή δήλωση των μυουμένων ότι έχουν κατανοήσει πλήρως τους σκοπούς της. Τον Ιούνιο, έναν περίπου μήνα πριν από την ίδρυση της «Νεαρής Ιταλίας» και για λόγους που δεν ανιχνεύονται λογικά (ο ίδιος ισχυρίστηκε αργότερα ότι εξέφραζε τις ελπίδες κάποιων άλλων), ο Ματσίνι συνέγραψε και κυκλοφόρησε μία ανοικτή επιστολή προς τον βασιλιά Κάρολο Αλμπέρτο (Carlo Alberto Amedeo, 1798 – 1849) που μόλις είχε ανέβει στον θρόνο του Πεδεμοντίου, με την οποία τον καλούσε να ηγηθεί των πατριωτών που ήθελαν την ένωση της Ιταλίας. Εκείνη η παράξενη ενέργεια του απεχθανόμενου την μοναρχία Ματσίνι, μπορεί να εξηγηθεί ίσως στο ότι παλαιότερα (το 1821) ο νέος βασιλιάς είχε σχέσεις με τους καρμπονάρους, όμως τώρα ήταν και αυτός ένας τυπικός και καθοδηγούμενος από την Εκκλησία μονάρχης, που βεβαίως δεν ήθελε καν ν’ ακούσει για λιμπεραλισμούς και δημοκρατίες. Ανάμεσα σε άλλα, ο Ματσίνι έγραφε: «Κύριε… μπείτε επικεφαλής του έθνους, γράψτε στην σημαία σας Ένωση – Ελευθερία – Ανεξαρτησία, ελευθερώστε την Ιταλία από τους βαρβάρους, κτίστε το μέλλον της, γίνετε ο Ναπολέων της ιταλικής ελευθερίας. Πράξτε το και εμείς θα μαζευτούμε γύρω σας, θα δώσουμε τις ζωές μας για εσάς, θα φέρουμε όλα τα μικρά κρατίδια της Ιταλίας κάτω από την δική σας σημαία… Θυμηθείτε όμως, εάν εσείς δεν το πράξετε, θα το πράξουν άλλοι, δίχως εσάς και ενάντια σε εσάς». Η αστυνομία του Καρόλου Αλμπέρτου ειδοποιήθηκε να συλλάβει τον Ματσίνι εάν τυχόν περνούσε ποτέ τα σύνορα του Πεδεμοντίου, ενώ φυσικά από την πλευρά του εκείνος άρχισε να σχεδιάζει μία δημοκρατική εξέγερση στο βασίλειο του Καρόλου Αλμπέρτου. Το 1832 ο Ματσίνι γνώρισε στην Μασσαλία την επίσης φυγάδα 28χρονη χήρα του καρμπονάρου Τζιοβάνι Σιντόλι (Giovanni Sidoli, 1795 - 1828) Τζιουντίτα Μπελέριο Σιντόλι (Giuditta Bellerio Sidoli, 1804 - 1871) η οποία έγινε ερωμένη του για τα επόμενα χρόνια, απέκτησε μαζί του έναν υιό, τον Joseph Aristide που όμως πέθανε βρέφος, και επίσης ανέλαβε τα οικονομικά της οργάνωσης «Νεαρή Ιταλία». Από τον Αύγουστο του 1832 όμως, ο Ματσίνι υποχρεώθηκε να κρυφτεί επί πολλούς μήνες στο σπίτι του φίλου του Δημοσθένη Ολιβιέ (Demosthene Ollivier), όταν η αστυνομία του εξελισσόμενου σε τύραννο «βασιλιά – πολίτη» Λουδοβίκου Φιλίππου (Louis - Philippe d’ Orléans, 1773 – 1850) σφράγισε τα γραφεία του περιοδικού του και άρχισε να τον αναζητάει παντού για να τον απελάσει, ενώ αργότερα του προσήψε και την κατηγορία της συνέργειας σε ανθρωποκτονία. Η ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ 1833 Η «Νεαρή Ιταλία» και η «Καρμποναρία» που την στήριζε στην Ιταλία, δέχθηκαν ισχυρό πλήγμα το 1833 όταν η αστυνομία του βασιλιά της Σαρδηνίας ανακάλυψε από καταδότη σχέδιο του Ματσίνι για εξέγερση στην Γένοβα, το Τσάμπερι (Chambery), το Τορίνο (Torino) και την Αλεσάντρια (Alessandria). Ο αδελφικός του φίλος Τζάκοπο Ρουφίνι συνελήφθη την νύκτα της 13ης προς 14η Μαϊου 1833 στο σπίτι του στην Γένοβα με την κατηγορία της «συνομωσίας για ανατροπή της βασιλείας της Σαρδηνίας», ανακρίθηκε με βασανιστήρια επί εβδομάδες για να δώσει ονόματα συνεργών και τελικά, στις 19 Ιουνίου 1833 αυτοκτόνησε μέσα στα μπουντρούμια του μεγάλου ανακτόρου («Palazzo Ducale») ανοίγοντας με ένα λειασμένο στον πέτρινο τοίχο του κελιού του κομμάτι σίδερο την καρωτίδα του, όταν του διοχέτευσαν την ψεύτικη πληροφορία ότι δήθεν ο Ματσίνι είχε συλληφθεί, ομολογήσει και παραδώσει την λίστα όλων των μελών της οργάνωσης. Για την ίδια υπόθεση της «συνομωσίας» εκτελέστηκαν δημόσια 12 ακόμα καρμπονάροι, μερικοί από τους οποίους υπαξιωματικοί του στρατού, αφού πρώτα και εκείνοι βασανίστηκαν επί εβδομάδες μήπως και αποκαλύψουν τους συνεργούς τους (στο Τσάμπερι ο στρατιώτης Giuseppe Tamburelli, ο λοχίας Alessandro de Gubernatis, ο λοχαγός Effisio Tola Efisio Tola, 30 ετών, στην Γένοβα ο τεχνίτης Antonio Gavotti, 47 ετών και οι λοχίες Giuseppe Biglia, 29 ετών και Francesco Miglio, 47 ετών και στην Αλεσάντρια, ο νομικός Andrea Vochieri, 37 ετών και οι λοχίες Domenico Ferrari, 25 ετών, Giuseppe Menardi, 25 ετών, Giuseppe Rigasso, 30 ετών, Armando Costa, 21 ετών και Giovanni Morini). Η απλή και μόνον συμμετοχή στην «Νεαρή Ιταλία» θα αποτελεί έκτοτε για τους Αυστριακούς «εσχάτη προδοσία». Μέχρι το τέλος της ζωής του, ο Ματσίνι, που για την συγκεκριμένη υπόθεση το δικαστήριο της Γένοβας τον καταδίκασε ερήμην εις θάνατον, κουβαλούσε το τραύμα ότι ο αδελφικός φίλος και συναγωνιστής του πέθανε νομίζοντας ότι είχε προδοθεί από τον άνθρωπο που είχε τόσο βαθιά πιστέψει («η σκέψη για το πώς πέθανε σκοτεινιάζει όλη μου την ζωή», θα γράψει το 1856). Στο άκουσμα του χαμού του αδελφικού του φίλου, ενώ ακόμα κρυβόταν στο σπίτι του Ολιβιέ στην Μασσαλία, κατέρρευσε ψυχικά και αρκετές φορές ετοιμάστηκε ν’ αυτοκτονήσει, αλλά τον απέτρεψαν οι γυναίκες που τον θαύμαζαν, η μητέρα του Τζάκοπο Ελεονόρα Κούρλο Ρουφίνι και η ερωμένη του Σιντόλι. ΔΡΑΣΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΓΕΝΕΥΗ Με προτροπή των δύο γυναικών, ο Ματσίνι, που θεωρούσε ότι ο ρόλος της Γαλλίας στις επαναστάσεις είχε τελειώσει, εγκατέλειψε στις αρχές του Ιουλίου 1833 την Μασσαλία, αναζητώντας καταφύγιο στην Γενεύη (Geneve). Εκεί άρχισε να μελετάει ακόμα πιο επισταμένως την ανατροπή του Καρόλου Αλμπέρτου με την οργάνωση μίας εξέγερσης μέσα στο Πεδεμόντιο, που εκτός από τιμωρία του τυράννου θα αποτελούσε επίσης και την πρώτη σπίθα για μία σειρά άλλων εξεγέρσεων που θα σάρωναν όλη σχεδόν την Ευρώπη, στην Γαλλία, την Γερμανία, την Πολωνία και την Ισπανία. Πλαισιωμένος από μερικούς προικισμένους ανθρώπους, όπως λ.χ. τον τον Μπιάνκο ντι Σαν Χοριόζ ή τον 27χρονο τότε και ήδη καταδικασμένο σε θάνατο από το 1831 για συμμετοχή στην «Καρμποναρία» Μανφρέντο Μάντι (Manfredo Fanti, 1806 – 1865) που αργότερα, ως στρατηγός, οργάνωσε τον στρατό της ενωμένης Ιταλίας, ο Ματσίνι κατόρθωσε να στατολογίσει μέχρι τον Οκτώβριο 800 περίπου πολιτικούς φυγάδες διαφόρων εθνικοτήτων και να σχηματίσει μία αξιόμαχη «λεγεώνα ξένων». Η στρατιωτική ηγεσία της «λεγεώνας» δόθηκε στον στρατηγό Ραμορίνο (Gerolamo Ramorino, 1792 – 1849), τον οποίο είχαν προτείνει ο Πολωνοί επειδή είχε συμμετάσχει στην εξέγερσή τους του 1831. Ο Ματσίνι όχι μόνο υποχρεώθηκε να αποσύρει τις αρχικές ενστάσεις του για να μην κατηγορηθεί για «αρχηγισμό» (αντίθετα ο έμπειρος συνωμότης Φίλιππος Μπουοναρόττι απέσυρε τους επαναστάτες του σε ένδειξη διαμαρτυρίας για την ανάθεση της αρχηγίας στον χαμηλής νοημοσύνης και ήθους στρατιωτικό), αλλά και αναγκάστηκε να του παραδώσει το ταμείο της εκστρατείας που με τεράστιο προσωπικό κόπο είχε συγκεντρώσει, το οποίο όμως ο ασυνείδητος Ραμορίνο πήρε μαζί του στο Παρίσι και το έχασε χαρτοπαίζοντας. Στα προβλήματα αυτά προστέθηκαν και οι, μετά από πιέσεις της Αυστρίας και της μοναρχικής πια Γαλλίας, προσπάθειες της ελβετικής αστυνομίας να διαλύσει με κάθε τρόπο την «λεγεώνα» των εθελοντών. Η ΝΕΑ ΑΠΟΤΥΧΙΑ ΤΟΥ 1834 Τον Νοέμβριο του 1833 ο Ματσίνι συνάντησε στη Γενεύη τον ήδη μυημένο στην «Νεαρή Ιταλία» και την «Καρμποναρία» Τζιουζέπε Γκαριμπάλντι (Giuseppe Garibaldi, 1807 - 1882), τον οποίο ενέπλεξε στην προγραμματισμένη για τον Φεβρουάριο του 1834 εξέγερση, με αποστολή αυτός να προκαλέσει ξεσηκωμό στην Γένοβα ενώ η «λεγεώνα» θα εισέβαλε από την Ελβετία στην Σαβοϊα. Ωστόσο η «λεγεώνα» είχε ήδη διαβρωθεί από τους πράκτορες του τυράννου και επίσης μειωθεί μετά από τις ενοχλήσεις της ελβετικής αστυνομίας, ενώ ο άθλιος Ραμορίνο, προσπαθώντας να καλύψει το ξόδεμα του ταμείου ή κανονικά εξαγορασμένος από τον Κάρολο Αλμπέρτο ανέβαλε επί αρκετές ημέρες την επιχείρηση, μέχρι που ο Ματσίνι τον διάταξε να προχωρήσει άμεσα, επιτηρώντας τον ταυτόχρονα στενά. Μόνο 300 όμως αγωνιστές εμφανίστηκαν την 1η Φεβρουαρίου στο St Julien που είχε καθοριστεί ως τόπος συγκέντρωσης της «λεγεώνας», ενώ αμέσως μετά την είσοδο στην Σαβοϊα ο εξαντλημένος Ματσίνι, που είχε ελάχιστα κοιμηθεί την τελευταία εβδομάδα, κατέρρευσε με υψηλό πυρετό και παραλήρημα και ο Ραμορίνο βρήκε την ευκαιρία να προδώσει, εξαφανιζόμενος αφού πρώτα διέλυσε στις 4 Φεβρουαρίου την ολιγάριθμη «λεγεώνα» (αργότερα μάλιστα, το 1848, υπηρέτησε ανοικτά τον τύραννο ως υπαρχηγός του στρατού του). Αρκετοί από τους ακέφαλους «λεγεωνάριους» δεν μπόρεσαν να ξαναπεράσουν τα σύνορα, αλλά πιάστηκαν από τον στρατό του Καρόλου Αλμπέρτου και τουφεκίστηκαν ή απαγχονίστηκαν. Η «ΝΕΑΡΗ ΕΥΡΩΠΗ» Μετά από το φιάσκο αυτό, ο Ματσίνι διέφυγε στην Βέρνη (Berne) μαζί με τους Τζιοβάνι και Αγκοστίνο Ρουφίνι που επί 8 χρόνια θα εξακολουθούσαν να τον ακολουθούν σε όλη την υπόλοιπη μακρά εξορία του, ενώ η αλληλογραφία με την μητέρα τους Ελεονόρα και την Σιντόλι έσωσε τον Ματσίνι από μία νέα ψυχική κατάρρευση και πιθανή αυτοκτονία. Στις επιστολές του αναρωτιόταν ξανά και ξανά εάν οι πατριώτες που πέθαναν για τις ιδέες του, πέθαναν τελικά άσκοπα, άτυχα θύματα μιας αβάσιμης ονειροπόλησης ή της δικής του φιλοδοξίας. Μέσα σε λιγότερο από έναν μήνα η ψυχική του ισορροπία επανήλθε, αν και με την επιρροή της Ελεονόρας Ρουφίνι τώρα το ιδανικό του είχε αποκτήσει ένα σχεδόν θρησκευτικό περίβλημα: την νίκη της δημοκρατικής εθνικής επανάστασης θα έφερνε μόνον η πίστη σε έναν Θεό της δικαιοσύνης, μια καινούργια εθνική θρησκεία στηριγμένη «στην αφοσίωση σε υψηλές αρχές (με πρώτη και κύρια το καθήκον), στην Δικαιοσύνη και την Αλήθεια, στην αυταπάρνηση και την αυτοθυσία». Για τον Ματσίνι, όπως κάθε άνθρωπος έτσι και κάθε έθνος έχει μία αποστολή, δοσμένη από αυτόν ακριβώς τον Θεό της Δικαιοσύνης και της Αλήθειας, που είναι σχεδόν ταυτόσημος με το «Υπέρτατο Ον», την λατρεία του οποίου προσπάθησε να καθιερώσει στην κορύφωση της Γαλλικής Επανάστασης ο Μαξιμιλιανός Ροβεσπιέρος: «μήτε ο πάπας μήτε ο βασιλιάς, αλλά ο Θεός και ο λαός θα μας ανοίξουν τον δρόμο για ένα διαφορετικό μέλλον» τόνιζε ο Ματσίνι. Έχοντας αναρωτηθεί γιατί επικράτησε ο Χριστιανισμός ενώ τα κοινωνικά και πολιτικά κινήματα απέτυχαν, ο Ματσίνι κατέληξε ότι οι επαναστάσεις δεν είχαν την πνευματική διάσταση που εκμεταλλεύθηκε ο Χριστιανισμός για να επικρατήσει. Η Γαλλική Επανάσταση λ.χ. είχε απευθυνθεί στα εγωϊστικά και προσωπικά ενδιαφέροντα των ανθρώπων και, δίνοντάς τους δικαιώματα, προσπάθησε να ικανοποιήσει την επιθυμία τους για ευτυχία, πολεμώντας βίαια ενάντια στο κακό, αντί να αναζητήσει, ορίσει και υλοποιήσει το αγαθό: «οι επαναστάτες αποτύχαμε ως πολιτικό κόμμα, τώρα θα πρέπει να επανεμφανιστούμε ως θρησκευτικό κόμμα», έγραψε. Ντυμένος με την νέα του θεωρία (ή προσωπική θρησκεία) περί των αιώνιων νόμων της προόδου, του καθήκοντος και της αυτοθυσίας και προσπαθώντας να κρατήσει την πολύπαθη «λεγεώνα» των ξένων ζωντανή, ο Ματσίνι ίδρυσε στις 15 Απριλίου 1834 στην Βέρνη την βραχύβια καινούργια οργάνωση «Νεαρή Ευρώπη» («Giovine Europa», 1834 - 1837) με 18 ακόμα Ιταλούς, Πολωνούς και Γερμανούς πολιτικούς φυγάδες, με σκοπό να διευρύνει με μία νέα επανάσταση την πολιτική ελευθερία που εισήγαγε η Γαλλική Επανάσταση στην σφαίρα της εθνικής πια ελευθερίας, δηλαδή της ελευθερίας των εθνών και να συνενώσει «τις δύο θεμελιώδεις ιδέες της εποχής, την πατρίδα και την ανθρωπότητα». Στις 28 Μαϊου 1834 ωστόσο, πιεζόμενες από τους Αυστριακούς, οι ελβετικές αρχές συνέλαβαν τον Ματσίνι στο Σόλοθουρν (Solothurn), όπου εξέδιδε το περιοδικό «Νεαρή Ελβετία» («La Jeune Suisse») και τον απέλασαν στην Γαλλία, όπου ωστόσο συνελήφθη ξανά από την αστυνομία του Παρισιού στις 5 Ιουλίου 1834 και φυλακίστηκε, καθώς τον Απρίλιο είχε εκφραστεί υπέρ της μεγάλης εξέγερσης των εργατών της Λυών που πνίγηκε στο αίμα από τον στρατό του Λουδοβίκου Φίλιππου: «ερείπια καλύπτουν την δεύτερη σε μέγεθος πόλη της Γαλλίας. Και κάθε τούβλο σκεπάζει τον τάφο ενός ήρωα». Λίγο πριν την φυλάκισή του πρόλαβε να εκδώσει το τελευταίο (6ο) τεύχος του περιοδικού του «Νεαρή Ιταλία». Όταν βγήκε από τις φυλακές του Παρισιού, ακολούθησε είτε στην Ελβετία, είτε στην Γαλλία μια ζωή σε συνεχή κίνηση για να μην εντοπίζεται από τους διώκτες του. Το 1835 έγραψε το σημαντικό κείμενό του «Η πίστη και το μέλλον», όπου εισηγήθηκε την αντικατάσταση του όρου «Δμοκρατία» από τον όρο «Κοινωνική Κυβέρνηση»: για τον Ματσίνι η Δημοκρατία συνδέεται άμεσα με τον αρχαίο προχριστιανικό κόσμο, αλλά και με την ιδέα της εξέγερσης, την οποία ο ίδιος έβλεπε ως κατώτερη από εκείνη της αρμονικής, δηλαδή εθελοντικής ενότητας των ανθρώπων, που, γι’ αυτόν αποτελούσε το «δόγμα του μέλλοντος». Ο Ματσίνι θεωρεί ότι η Δημοκρατία συμβολίζει τον πολιτικό αγώνα, «την κραυγή του Σπάρτακου», «την έκφραση και εκδήλωση του λαού την στιγμή που εξεγείρεται», ενώ αντίθετα η «Κοινωνική Κυβέρνηση» συμβολίζει την συνεργασία και «έναν λαό που έχει ήδη νικήσει» και «διοικείται από τον ίδιο του τον εαυτό». ΕΞΟΡΙΑ ΣΤΟ ΛΟΝΔΙΝΟ Τον Ιανουάριο του 1837 αυτός, οι αδελφοί Ρουφίνι και δύο ακόμη Ιταλοί σύντροφοί τους κατέληξαν τελικά στο Λονδίνο, όπου έζησαν σε συνθήκες φτώχειας σε ένα σπίτι κοντά στην Euston Road. Εκεί ο Ματσίνι προχώρησε στις 30 Απριλίου σε αναδιοργάνωση της «Νεαρής Ιταλίας», ενώ στις 10 Νοεμβρίου 1837 εγκαινίασε την έκδοση της εφημερίδας «Αποστολική δράση για τον Λαό» («Apostolato Ρopolare»), πάντοτε στην γραμμή του «θρησκευτικού κόμματος» που είχε εμπνευστεί μετά το φιάσκο του 1834. Εκεί δημοσίευσε για πρώτη φορά τα κείμενα που αργότερα (1860) θ’ αποτελέσουν το λαϊκό θεωρητικό βιβλίο του «Για τα καθήκοντα του ανθρώπου» («Doveri dell’ uomo»). Το 1839 ήλθε σε επαφή με επαναστατικές επιτροπές της Μάλτας και του Παρισιού και τα επόμένα χρόνια ίδρυσε και διηύθυνε στην Greville Street 5 του Λονδίνου ένα δωρεάν απογευματινό σχολείο για παιδιά Ιταλών μεταναστών και πολιτικών φυγάδων (το σχολείο εγκαινιάστηκε στις 10 Νοεμβρίου 1841). Το 1841 ωστόσο, παρά τις αντίθετες παροτρύνσεις της μητέρας τους, οι αδελφοί Ρουφίνι, που είχαν ζήσει μαζί του 8 δύσκολα χρόνια ως φυγάδες στην Γαλλία, την Ελβετία και την Αγγλία, εγκατέλειψαν οριστικά τόσο το Λονδίνο, όσο και τον έως τότε επαναστατικό μέντορά τους. Σε όλη την διάρκεια της παραμονής του στο Λονδίνο, ο Ματσίνι ανέπτυξε πυκνότατη αλληλογραφία με τα επαναστατικά κινήματα της Ευρώπης, τμήμα της οποίας το 1844 έπεσε μέσω ενός χαφιέ στα χέρια της βρετανικής αστυνομίας και εν συνεχεία της ναπολιτάνικης. Από το 1841 έως το 1845 η «Νεαρή Ιταλία» συμμετείχε σε μερικές ακόμα αποτυχημένες απόπειρες εξέγερσης στην Σικελία, την Τοσκάνη, την Μπολώνια και την Καλαβρία (όπου πιάστηκαν και εκτελέστηκαν οι αδελφοί Ατίλιο και Εμίλιο Μπαντιέρα), την Λομβαρδία και την Βενετία και την Ρομάνια, ενώ στα τέλη του 1847 ο Ματσίνι απηύθυνε ανοικτή επιστολή στον καινούργιο, θεωρούμενο εσφαλμένα ως «προοδευτικό», πάπα Πίο τον 9ο σχετικά με την πολιτική που θα έπρεπε ν’ ακολουθήσει σύμφωνα με τις γενικότερες κατευθύνσεις των ευρωπαίων, αλλά κυρίως βρετανών, λιμπεραλιστών. Η «ΡΩΜΑΪΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ» ΤΟΥ 1849 To 1847 κάλεσε τον ιταλικό λαό να τον δεχθεί ως ηγέτη του στον εθνικό αγώνα.Στις αρχές του 1848 ξέσπασαν δύο ακόμη υποδαυλισμένες από αυτόν εξεγέρσεις, στο Μιλάνο (όπου έφθασε και ο ίδιος στις 7 Απριλίου) και την Μεσσήνη. Όπως και ο Γκαριμπάλντι, πολέμησε για λίγο στον άκαρπο πόλεμο του Πεδεμοντίου κατά των Αυστριακών, που ωστόσο εγκαινίασε τον μεγάλο αγώνα για την ιταλική ενοποίηση (1848 - 1870), της περίφημης «Αναβίωσης» («Il Risorgimento») και τον Σεπτέμβριο του 1848 κατέληξε στο Λουγκάνο (Lugano) της Ελβετίας (όπου ίδρυσε την πολιτική λέσχη «Εθνικός Κύκλος», «Circolo Nazionale» και άρχισε την έκδοση της δεκαπενθήμερης εφημερίδας «L' Italia del Popolo»). Στα τέλη του Φεβρουαρίου 1849 έφθασε μέσω της Τοσκάνης στην επαναστατημένη Ρώμη, όπου και ανακηρύχθηκε στις 5 Μαρτίου «επίτιμος πολίτης Ρώμης» από τους δημοκράτες της νεο-ανακηρυχθείσας «Ρωμαϊκής Δημοκρατίας» («Repubblica Romana», 9 Φεβρουαρίου 1849 – 3 Ιουλίου 1849). Με τον πάπα να είχε φύγει, η «Ρωμαϊκή Δημοκρατία» κήρυξε την πλήρη ανεξιθρησκία, την ελευθερία του Τύπου, κατήργησε την θανατική ποινή και εξέλεξε επικεφαλής της την τριανδρία («Triumvirate») Ματσίνι, Αρμελίνι (Carlo Armellini, 1777 – 1863) και Σάφι (Marco Aurelio Saffi, 1819 - 1890). Μαζί με τον Γκαριμπάλντι που τον είχε με την σειρά του προσκαλέσει ο Ματσίνι, η τριανδρία οργάνωσε την άμυνα της Ρώμης απέναντι στα ναπολιτάνικα, αυστριακά και γαλλικά μοναρχικά στρατεύματα που ήθελαν την παλινόρθωση του Παπικού κράτους, όμως τελικά, παρά τον στρατιωτικό θρίαμβο του Γκαριμπάλντι στις 30 Απριλίου 1849, που νίκησε έναν ογκώδη γαλλικό στρατό έξω από την πύλη του St. Pancraziο της πόλης, η Ρώμη έπεσε στα χέρια των πολιορκητών της στις 3 Ιουλίου 1849. Οι επικεφαλής της «Ρωμαϊκής Δημοκρατίας» κατόρφωσαν να διαφύγουν, ανάμεσά τους και ο Ματσίνι, τον οποίο ο παλαιός θαυμαστής του αββάς Τζιομπέρτο (Abbe Vincenzo Gioberto) έσπευδε τώρα να καταγγείλει ως «δειλό τρομοκράτη». Ο Ματσίνι βρήκε καταφύγιο στην Ελβετία και εν συνεχεία, κρυβόμενος όλο σχεδόν το 1850 από την ελβετική αστυνομία, κατέληξε ξανά στο Λονδίνο. Εκεί ίδρυσε τον Ιούλιο του 1851 μία ακόμη πολιτική εταιρεία, τους «Φίλους της Ιταλίας» («Amici di Italia», «Friends of Italy»), έγινε πρόεδρος της «Εθνικής Ιταλικής Επιτροπής», ανέπτυξε σχέσεις με μετριοπαθείς Γάλλους σοσιαλιστές, ίδρυσε το «Comitato Europeo» για συγκέντρωση χρημάτων από ευρωπαίους δημοκράτες και συνέχισε να σχεδιάζει εξεγέρσεις στην πατρίδα του. ΝΕΕΣ ΑΠΟΠΕΙΡΕΣ ΕΞΕΓΕΡΣΗΣ ΚΑΙ Ο ΤΡΑΓΙΚΟΣ ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΠΙΖΑΚΑΝΕ Το 1852 ανακαλύφθηκε στην Βενετία μία ακόμη υποκινημένη από τον Ματσίνι συνομωσία και 9 πατριώτες («Les martyrs de Belfiore») απαγχονίστηκαν στο Fort Belfiore από τον Δεκέμβριο του 1852 μέχρι τον Μάρτιο του 1853, ενώ άλλοι 31 καταδικάστηκαν σε ισόβια. Στις 6 Φεβρουαρίου 1853 απέτυχε μία ακόμη απόπειρα πατριωτικής εξέγερσης, αυτή την φορά στο Μιλάνο, όπου το σχέδιο του Ματσίνι προέβλεπε αιφνιδιασμό της αυστριακής φρουράς από ένοπλους πατριώτες, κυρίως εργάτες. Οι συνωμότες πιάστηκαν αφού σκότωσαν με μαχαίρια 10 Αυστριακούς στρατιώτες, 16 εκτελέστηκαν αυθημερόν με τουφεκισμό, η περιουσία όλων τους κατασχέθηκε στις 13 Φεβρουαρίου με διάταγμα του βασιλιά Φραγκίσκου Ιωσήφ του Β, απτόητος ωστόσο ο Ματσίνι προχώρησε στον σχεδιασμό καινούργιων πατριωτικών εξεγέρσεων: το 1853 και το 1854 έστειλε δύο φορές τον πρώην καρμπονάρο Φελίτσε Ορσίνι (Felice Orsini, 1819 - 1858) να πυροδοτήσει εξέγερση στην Μάσα (Massa) και την Καράρα (Carrara), ενώ το 1856 πήγε ο ίδιος μυστικά στην Γένοβα για να οργανώσει προσωπικά τους εκεί οπαδούς του. Στις αρχές του Ιουνίου 1857, ο αριστοκρατικής καταγωγής αναρχικός (οπαδός του Προυντόν) Κάρλο Πιζακάντε (Carlo Pisacane, δούκας του San Giovanni, 1818 – 1857), παρ’ όλο που δεν συμφωνούσε καθόλου με τις φιλοσοφικές και θρησκευτικές απόψεις του Ματσίνι, δέχθηκε την τομηρή αποστολή (αποστολή που είχε ήδη αρνηθεί ν’ αναλάβει ο πολύς Γκαριμπάλντι) να πυροδοτήσει εξέγερση στην περιοχή του Σαλέρνο (Salerno), ενώ ταυτόχρονα θα εξεγείρονταν οι δημοκράτες του Λιβόρνο και της Γένοβας,. Στις 26 Ιουνίου 1857, μαζί με τα μέλη της «Νεαρής Ιταλίας» Τζιοβάνι Νικότερα (Giovanni Nicotera, 1828 – 1894, που ο Ματσίνι τον αποκαλούσε «Λιονταράκι», «Leoncino») και Τζιοβάνι Φαλκόνε (Giovanni Battista Falcone, 1836 - 1857) και 21 ακόμη συντρόφους τους, ανέβηκαν επιβάτες στο ατμόπλοιο «Κάλιαρι» («Cagliari»), το κατέλαβαν εν πλω και μετά από λίγο αιφνιδίασαν την φρουρά της νήσου Πόντζα. Εκεί απελευθέρωσαν τους φυλακισμένους και όλοι μαζί, 300 συνολικά, κατευθύνθηκαν προς και αποβιβάστηκαν στο Σάρπι (Sarpi,) στον κόλπο του Σαλέρνο, αφού πρώτα ο Πιζακάνε άφησε ελεύθερο το «Κάλιαρι» και προμήθευσε μάλιστα τον καπετάνιο με γραπτή βεβαίωση ότι τον υποχρέωσε να εκτραπεί της πορείας του με χρήση βίας. Όμως, αντί για 500 ένοπλους αγρότες που είχαν υποσχεθεί οι τοπικοί πατριώτες, όταν αποβιβάστηκαν δεν τους περίμενε κανείς, αντίθετα στις 1 Ιουλίου χτυπήθηκαν από 3.000 στρατιώτες των Βουρβώνων υπό τον συνταγματάρχη Ghio στην Παντούλα (Padula). Περίπου 70 έπεσαν στο πεδίο της μάχης, ενώ όσοι επέζησαν αναζήτησαν καταφύγιο στην Σάντζα (Sanza), στην οποία έφθασαν πριν τα ξημερώματα. Εκεί όμως δέχθηκαν την επίθεση των οπλισμένων με μαχαίρια, σουβλιά, δρεπάνια και πηρούνες κατοίκων, τους οποίους είχαν ξεσηκώσει οι κληρικοί και ο δήμαρχος της πόλης με το ψέμα ότι η πόλη δεχόταν επίθεση από ληστές. Διστάζοντας να διατάξει πυρά ενάντια στους επιτιθέμενους που τους θεώρησε «παρασυρμένους από την άγνοιά τους», ο Πιζακάντε, ο Φαλκόνε και 109 ακόμη επαναστάτες θανατώθηκαν, 35 άλλοι πιάστηκαν αιχμάλωτοι και τουφεκίστηκαν επί τόπου όταν έφθασε ο στρατός, ενώ οι υπόλοιποι, τραυματισμένοι όλοι, δέθηκαν με αλυσίδες και σύρθηκαν στις φυλακές. Τα σώματα των νεκρών κατακομματιάστηκαν με μαχαίρια και τα πτώματά τους παραδόθηκαν στις φλόγες, ενώ στο Λιβόρνο (όπου ηγήθηκαν οι Maurizio Quadrio, Civinini και Simeoni) είχε κατασταλεί αρκετά εύκολα ο «παράλληλος» ξεσηκωμίος των πατριωτών, στην δε Γένοβα ο Ματσίνι είχε ήδη ματαιώσει την επιδρομή στο οπλοστάσιο της πόλης, έχοντας πληροφορηθεί ότι οι αρχές γνώριζαν, από καταδότες, τα σχέδιά του. Ανάμεσα στους τραυματίες που φυλακίστηκαν ήταν και ο τραυματισμένος στο κεφάλι και με σπασμένο το δεξί χέρι Νικότερα. Μαζί με 5 ακόμη συντρόφους του καταδικάστηκε σε θάνατο, και μετά από τρεις ημέρες η ποινή μετατράπηκε από τον βασιλιά σε ισόβια καταναγκαστικά έργα (για μισό περίπου χρόνο ο βασανιζόμενος από πυρετό Νικότερα τάφηκε ζωντανός στο φρούριο Santa Caterina σε ένα κελί γεμάτο νερά, σιτιζόμενος μόνο με ξερό ψωμί). 65 άλλοι καταδικάστηκαν σε βαριές ποινές φυλάκισης στο φρούριο του Σαν Τζιάκομο (San Giacomo). Η τραγωδία του Πιζακάντε ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι. Οι μέθοδοι του Ματσίνι, που έστελναν στον θάνατο ολοένα και πιο πολλούς πατριώτες από την ψευδαίσθηση του σχεδιαστή των εξεγέρσεων ότι η Ιταλία ήταν έτοιμη για μία δημοκρατική πατριωτική επανάσταση, αντιμετωπίζονταν τώρα παντού αρνητικά. Ο Ματσίνι είχε ιδεολογικά χάσει και ο Γκαριμπάλντι τώρα είχε ελεύθερο πεδίο να προχωρήσει σε συνεργασία με τον βασιλιά του Πεδεμοντίου για την περιπόθητη ενοποίηση της Ιταλίας, ενώ ο πρωθυπουργός Καβούρ αποκαλούσε τώρα τον Ματσίνι «αρχηγό δολοφόνων». Έχοντας καταφύγει ξανά στο Λονδίνο, ο Ματσίνι ίδρυσε τον Σεπτέμβριο του 1858 το εβδομαδιαίο περιοδικό «Σκέψη και Δράση» («Pensiero ed Αzione», 1858 - 1860). Παρά το ότι προπαγάνδιζε συνεχώς ότι η σκέψη είναι άχρηστη όταν δεν ακολουθείται από δράση, δεν συμμετείχε στην «επιτροπή δράσης» Ιταλών εξορίστων που χρηματοδότησε την εκστρατεία του Γκαριμπάλντι στην Σικελία το έτος 1860. Η ΔΕΚΑΕΤΙΑ ΤΟΥ 1860 Το κύριο όνειρό του σε όλη την δεκαετία του 1860, όπως και του Γκαριμπάλντι, ήταν η κατάληψη της υπό τον πάπα Ρώμης και της υπό τους Αυστριακούς Βενετίας, ενώ έσπασε κάθε δεσμό του με τους ηγέτες της Σοσιαλιστικής Πρώτης Διεθνούς Μπακούνιν (Mikhail Alexandrovich Bakunin, 1814 - 1876) και Μαρξ (Karl Heinrich Marx, 1818 - 1883) λόγω διαφωνιών στο ζήτημα της αθεϊας, του διεθνισμού και της κοινωνικής σύγκρουσης: «ο διεθνισμός είναι η άρνηση της πατρίδας, του έθνους, δηλαδή του σημείου στήριξης του μόχθου, βάσει του οποίου μπορείτε να ενεργήσετε προς όφελος δικό σας και της ανθρωπότητας… Όποιος θέλει να καταργήσει την πατρίδα, θέλει να καταργήσει όλο το αχανές σύνολο των δυνάμεων που δημιουργεί η κοινωνία μέσω των ικανοτήτων και της δραστηριοποίησης των εκατομμυρίων μελών της και να κλείσει κάθε δρόμο στην ανάπτυξη και την πρόοδο». Τον Απρίλιο του 1864, όταν ο Γκαριμπάλντι επισκέφθηκε ο Λονδίνο, ο Ματσίνι οργάνωσε προς τιμή του ένα δείπνο με δεκάδες εξόριστους επαναστάτες. Εκεί, ο Γκαριμπάλντι έκανε την περίφημη πρόποση, που από την επόμενη κιόλας ημέρα του κόστισε την διακριτική πλην όμως σαφή παράκληση της αγγλικής κυβέρνησης να φύγει από την χώρα λόγω εντονότατων διπλωματικών πιέσεων από τις μοναρχίες της Γαλλίας, της Αυστρίας και της Ρωσίας: «υπήρξα τυχερός στην ζωή μου να συναντήσω νέος έναν πολύ σπουδαίο άνδρα. Έναν άνδρα που μόνο εκείνος ξαγρυπνούσε όταν όλοι οι άλλοι γύρω του κοιμόντουσαν, έναν άνδρα που μονάχος του τροφοδοτούσε την ιερή φλόγα. Από τότε παρέμεινε φίλος μου, παντοτινά γεμάτος από αγάπη για την πατρίδα του και από αφοσίωση στην υπόθεση της ελευθερίας. Αυτός ο άνδρας είναι ο Τζιουζέπε Ματσίνι. Στην υγεία του φίλου και δασκάλου μου!». Από τις αρχές της δεκαετίας του 1860 πάντως, ο Ματσίνι είχε διαφοροποιηθεί από τον Γκαριμπάλντι που αρκείτο στο να δει την Ιταλία ως ενωμένο βασίλειο υπό τον Βίκτορα Εμμανουήλ και μέτα τον τραυματισμό και σύλληψη του Γκαριμπάλντι από τον στρατό κοντά στο Ασπρομόντε τον Αύγουστο του 1861 ο Ματσίνι και οι οπαδοί του τάχθηκαν ανοικτά κατά της μοναρχίας. Για τον Ματσίνι η επιβολή της δημοκρατίας ήταν υποχρεωτική για την ενωμένη Ιταλία. Η πόλη της Μεσσήνης τον εξέλεξε το 1866 βουλευτή αλλά η εκλογή του κηρύχθηκε δύο φορές άκυρη από τον Βίκτορα Εμμανουήλ, ενώ, όταν τελικά αυτή αναγνωρίστηκε από το κοινοβούλιο, ο Ματσίνι παραιτήθηκε του αξιώματος στις 7 Φεβρουαρίου 1867 με την αιτιολόγηση ότι οι δημοκρατικές του αρχές δεν του επέτρεπαν να υπηρετήσει μονάρχη. Τον Μάϊο του 1869, μετά από αίτημα της ιταλικής κυβέρνησης, απελάθηκε για μία ακόμη φορά από την Ελβετία στην οποία είχε επιστρέψει και κατέληξε ξανά στο Λονδίνο, όπου έμεινε μερικούς μήνες μέχρι που οι δύο θανατικές καταδίκες που τον βάραιναν έσβησαν με την αμνηστία του 1870 και έτσι επέστρεψε στο Λουγκάνο και από εκεί εγκαταστάθηκε στο Ράπαλο (Rapallo). ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΧΡΟΝΙΑ Το καλοκαίρι του 1870 δέχθηκε να ηγηθεί μιας ακόμη δημοκρατικής εξέγερσης στην Σικελία, την ώρα που ο βασιλικός στρατός κινείτο ενάντια στο παπικό κράτος της Ρώμης, όμως συνελήφθη πριν καν φθάσει στο Παλέρμο στις 13 Αυγούστου και την επομένη φυλακίστηκε στο φρούριο της Γκαέτα (Gaeta), από όπου αποφυλακίστηκε στις 14 Οκτωβρίου με την αμνηστία που δόθηκε για να εορταστεί η κατάληψη της Ρώμης στις 20 Σεπτεμβρίου 1870. Στα μέσα του Δεκεμβρίου του 1870 επέστρεψε στο Λονδίνο. Στις 10 Φεβρουαρίου 1871 επέστρεψε στο Λουγκάνο και ξαναείδε την Ιταλία μόνο έναν χρόνο αργότερα, στις 6 Φεβρουαρίου 1872, όταν ήλθε ινκόγκνιτο ως «Dr. John Brown» στην Πίζα, φιλοξενούνενος από την 30χρονη φίλη του Τζιανέτα Ναθάν Ροσέλι (Giannetta Nathan Rosselli, 1842 - 1911), της οποίας η μητέρα τον φιλοξενούσε στο Λουγκάνο. Ο Ματσίνι πέθανε στην Πίζα στις 10 Μαρτίου 1872, από πλευρίτιδα. Ο θάνατος αυτού που όσο ζούσε δεν ήταν παρά ένας «ενοχλητικός συνομώτης» πυροδότησε ογκώδεις κολακείες της μνήμης του από σύσσωμο τον ιταλικό τύπο, ενώ η κηδεία του στις 14 Μαρτίου υπήρξε μεγαλειώδης, παρουσία 100.000 περίπου πατριωτών. ΤΑ ΜΕΤΑ ΘΑΝΑΤΟΝ Το 1882, δέκα χρόνια μετά τον θάνατο εκείνου του πρώτου οραμματιστή μίας ενωμένης Ευρώπης υπό μία ομοσπονδία των εθνών της, υψώθηκε στο νεκροταφείο Staglieno της Γένοβας ένα μεγαλειώδες μαυσωλείο προς τιμή του. Ο Άγγλος ποιητής Σουϊνμπουρν (Algernon Swinburne, 1837 - 1909), που τον είχε συναντήσει προσωπικά το 1867 και έγραψε το 1913 προς τιμή του το «Ode to Mazzini. The saviour of society. Liberty and loyalty», τον χαιρέτσιε ως «τον πιο εξαίσια και θεϊκά ανιδιοτελή άνθρωπο που γνώρισε ποτέ», ενώ ο Νίτσε (Friedrich Wilhelm Nietzsche, 1844 - 1900) ως «τον άνθρωπο που θαύμαζε περισσότερο από όλους τους άλλους». Τους πατριωτικούς αγώνες του Ματσίνι προσπάθησε βεβαίως να ιδιοποιηθεί δεκαετίες μετά τον θάνατό του το φασιστικό καθεστώς του Μουσολίνι, που και ο ίδιος είχε κιόλας από τα «σοσιαλιστικά» χρόνια του 1914 – 1915 παραποιήσει τις ιδέες του Ματσίνι. Σε απάντηση, οι Ιταλοί δημοκράτες (αντι-φασίστες αλλά και αντι-κομμουνιστές) μετανάστες στις Η.Π.Α. ίδρυσαν μετά από πρόταση του ιστορικού Γκαετάνο Σαλβεμίνι (Gaetano Salvemini, 1873 - 1957) στη Νέα Υόρκη το 1939 την «Εταιρεία Ματσίνι» («The Mazzini Society») Στο σπίτι στο οποίο γεννήθηκε στην Γένοβα, λειτουργεί από το 1934 έως και σήμερα το Μουσείο της ένωσης της Ιταλίας («Museo del Risorgimento») και το «Ματσινικό Ινστιτούτο» («Istituto Mazziniano a Genova»). Από τις 40.000 επιστολές του, έχει δημοσιευθεί μόνον ένας μικρός αριθμός. 200 επιστολές δημοσιεύθηκαν το 1887 στο Τορίνο υπό τον τίτλο «Duecento lettere inedite di Giuseppe Mazzini» και ακολούθησαν άλλες το 1895 στο Παρίσι και το 1905 στο Τορίνο. Βλάσης Γ. Ρασσιάς, 2011 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Gaspare Ambrosini, «Marx, Mazzini e l’ Internazionale socialista», Campobasso, 1917 Stringfellow Barr, «Mazzini. Portrait of an Exile», New York, 1975 August Boullier, «Victor Emmanuel e Mazzini», Paris 1885 Federico Donaver, «Vita di Giuseppe Mazzini», Florence 19030 Jacques Léon Godechot, «The Revolutions of 1848 – 9», New York, 1887 Gwilym Oswald Griffith, «Mazzini. Prophet of Modern Europe», London, 1932 Edyth Hinkley, «Mazzini. The Story of a Great Italian», New York, 1924 Bolton King, «Mazzini», London, 1903 Clara M. Lovett, «The Democratic Movement in Italy», Cambridge Mass., 1982 Alessandro Luzio, I martiri di Belfiore, Milano 1905 Alessandro Luzio, «Mazzini», Milan, 1905 Renato Monteleone, «Cospiratori, Guerriglieri, Briganti. Storie dell’ altro Risorgimento», Trieste, 1995 Gaetano Salvemini, « Giuseppe Mazzini», London, 1956 Roland Sarti, «Mazzini: a life for the religion of politics», Westport, 1997 ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΕ: ΔΙΑΔΡΟΜΕΣ ΓΙΑ ΕΛΕΥΘΕΡΕΣ ΨΥΧΕΣ ΣΥΓΓΡΑΦΕΣ ΓΙΑ ΕΛΕΥΘΕΡΕΣ ΨΥΧΕΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ "ΑΝΟΙΧΤΗ ΠΟΛΗ" ΚΕΙΜΕΝΑ, ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ, ΕΚΔΗΛΩΣΕΙΣ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ "ΑΝΟΙΧΤΗ ΠΟΛΗ" (1980 - 1993) |