Μαξιμιλιανός Ροβεσπιέρος

(Maximilien Francois Marie Isidore de Robespierre, 6 Μαϊου 1758 – 28 Ιουλίου 1794)

Η ισχυρότερη προσωπικότητα της Γαλλικής Επανάστασης (όπως τονίζει ο Claude Mazauric στο σχετικό λήμμα του «Dictionnaire historique de la Revolution francaise» του Soboul), ένας από τους ηγέτες των Ιακωβίνων και του κόμματος των «Ορεινών».






ΠΡΩΤΑ ΧΡΟΝΙΑ

Γεννήθηκε σε μια φτωχική οικογένεια μακρινής ιρλανδικής καταγωγής στο Αρράς της επαρχίας Αρτουά, το ένα από τα τέσσερα επιζήσαντα τέκνα του δικηγόρου στο «Conseil supérieur d’ Artois» Φρανσουά Ροβεσπιέρου (Maximilien – Barthelemy - François de Robespierre) και της Ζακλίν Καρώ (Jacqueline - Marguerite Carraut), η οποία πέθανε κατά την πέμπτη της γέννα μαζί με το νεογέννητο, όταν ο Μαξιμιλιανός ήταν 6 ετών, στις 14 Ιουλίου 1764.

Ο χήρος πατέρας, περιέπεσε σε μελαγχολία, έγινε αλκοολικός και μετά από λίγο εγκατέλειψε τα τέκνα του και έγινε πλάνητας, μέχρι που (κατά τον Ernest Hamel) κατέληξε τελικά στην Βαυαρία, όπου πέθανε αργότερα, το έτος 1777. Τα δύο αγόρια (τον Μαξιμιλιανό και τον Αυγουστίνο) ανέλαβε ο ζυθοποιός παππούς τους από την μητέρα τους, και τα δύο κορίτσια (την Σαρλότ, Charlotte, 1760 - 1834 και την Ανριέτ, Henriette, 1761 - 1780) οι νεαρές αδελφές του πατέρα τους Μarie και Aimable.

Ο παππούς του βοήθησε οικονομικά και τους δύο εγγονούς του να σπουδάσουν νομικά στο Παρίσι, στο «Κολλέγιο του Λουδοβίκου του Μεγάλου». Εκεί μάλιστα έτυχε ο νεαρός Μαξιμιλιανός να δει από κοντά τον βασιλιά Λουδοβίκο τον 16ο όταν είχε επισκεφθεί το Κολλέγιο, και ήταν μάλιστα εκείνος που μπροστά από όλους τους άλλους φοιτητές διάβασε υπό ισχυρή βροχή το γεμάτο επαίνους καλωσόρισμα. Αποφοίτησε με την βοήθεια σκληρής μελέτης και υποτροφιών και άσκησε για κάποια χρόνια πετυχημένα την δικηγορία («ασχολήθηκε επίμονα με την καλλιέργεια της σκέψης του… η μελέτη ήταν ο Θεός του» σημείωσε ο Στάνλεϋ Λούμις στο «Paris in the Terror. June 1793 - July 1794», σελ. 266). Μία από τις πρώτες δικηγορικές επιτυχίες του ήταν η αθώωση κάποιου που είχε μηνυθεί από έναν θρησκόληπτο γείτονα ο οποίος θεωρούσε «σατανική κατασκευή» το αλεξικέραυνο στην στέγη του πρώτου. 


OI ΑΛΛΗΛΟΣΥΓΚΡΟΥΟΜΕΝΕΣ ΕΙΚΟΝΕΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑ ΤΟΥ


Από παιδί φάνηκε ήπιος, ευαίσθητος, πονόψυχος και ιδιαίτερα φιλομαθής, ιδιότητες που διογκώθηκαν αργότερα, όταν διάβασε το «Κοινωνικό Συμβόλαιο» του Ρουσσώ (Jean – Jacques Rousseau), το οποίο τον βοήθησε να στερεώσει μία υψηλής ποιότητας συνείδηση, βασισμένη σε αρχαίες αρετές όπως το καθήκον, η δικαιοσύνη και η φιλοπατρία. Τις αρετές εκείνες εξέφραζε από πολύ νωρίς με απόλυτο τρόπο, σαν ένας καινούργιος Κάτων ο Νεώτερος, με αποτέλεσμα να προκαλεί συχνότατα την αντιπάθεια των ανθρώπων που είχαν ελαστικές συνειδήσεις ή ανύπαρκτες ηθικές αξίες και φυσικά έσπευδαν να τον απομονώσουν για να μην τους ενοχλεί η αυστηρή του παρουσία. Για κάτι τέτοιο οι δικαιολογίες που μπορούσαν να εφευρεθούν ήσαν φυσικά άπειρες, από το δήθεν «παγερό ή θυμωμένο βλέμμα γάτου» που γεννούσαν τα πράσινα μάτια του, έως τον δήθεν «τυραννικό» του χαρακτήρα, τον οποίο εφηύραν και χρησιμοποίησαν με τον πιο αισχρό τρόπο οι εναντίον του συνωμότες και δολοφόνοι του, τον μήνα Θερμιδόρ του έτους 2.    

Περιγράφεται από τους περισσότερους ως ένας μορφωμένος, ηθικότατος, εντιμότατος και ικανότατος άνθρωπος με υπερανεπτυγμένο το αίσθημα της δικαιοσύνης (ως μεγάλο δημοκράτη, ανθρωπιστή και υπόδειγμα αρετής τον χαιρετίζουν ανενδοίαστα οι Lefevre, Hamel, Mazauric, Mathiez, κ.ά.), ένας άνθρωπος που «ενσάρκωσε» όλη την Επανάσταση με τίμημα από το 1789 μέχρι την καρατόμησή του να μην έχει καθόλου μα καθόλου προσωπική ζωή (Francois Furet, Patrice Gueniffey στο «Dictionnaire critique de la Revolution francaise», κ.ά.), καθώς και ένας ικανότατος ρήτορας (σύμφωνα με τον μαρξιστή ιστορικό George Rude, συνέταξε και εκφώνησε περίπου 900 λόγους), αν και ο Ταίν θέλει να τον περιγράφει ως έναν «χαμένο σε ρεμβασμούς σχολαστικό».

Παρά το γεγονός ότι εκείνοι που τον αντιπαθούν, και τον αντιπαθούν έντονα, τον περιγράφουν ως «την πιο μισητή φιγούρα ολόκληρης της Ιστορίας» (o γνωστός θρήσκος ρωμαιοκαθολικός λόρδος Lord Emerich Edward Dalberg Acton, 1910), «έναν αδέξιο, μυγιάγγιχτο, βαρετό, καλοπερασάκια, αόριστα γελοίο και αντιπαθητικό ανθρωπάκο» (ο Άγγλος ιστορικός Richard Cobb, σελ. 53) ή «ανίκανο να αγγίξει την πραγματικότητα, περιορισμένο στης αφηρημένες έννοιες, πανούργο, υποκριτή και αλαζόνα» (ο Γουσταύος Λε Μπον), ο Ροβεσπιέρος υπήρξε στην πραγματικότητα υπερβολικά έντιμος (γι’ αυτό και τον απεκάλεσαν «Αδιάφθορο») και χαρισματικός, ώστε η επιρροή του στο κοινό της Επανάστασης υπήρξε ισχυρότατη, σε σημείο που ο ίδιος παραπάνω εχθρός του, ο Λε Μπον, να ομολογήσει ότι «τις ημέρες που αγόρευε, τα περάσματα φράσσονταν από γυναίκες… επτακόσιες ή οκτακόσιες ήσαν στα θεωρεία και τον χειροκροτούσαν με παραφορά… από τους Ιακωβίνους ακούγονταν λυγμοί όταν μιλούσε, κραυγές, κτυπήματα ποδιών ικανά να καταστρέψουν την αίθουσα». 

Αντίθετα από τον απολύτως εχθρικό προς αυτόν Γαλλο-Εβραίο ακαδημαϊκό Αντρέ Μωρουά, που έχει φροντίσει να συμπεριλάβει και τον χαρακτηρισμό «μισογύνης» (sic) στην πυκνή βροχή από απίθανους υβριστικούς και υποτιμητικούς χαρακτηρισμούς, με την οποία η ακαδημαϊκή μεγαλειότης του έχει περιλούσει τον μεγάλο επαναστάτη, η επίσης όχι θετικά διακείμενη ιστορικός Ρουθ Σκαρ (Ruth Scurr) κάνει τουλάχιστον μία σοβαρότερη ανάλυση (επικεντρωμένη σωστά στον συνδυασμό δύναμης και ευαισθησίας που απέπνεε η προσωπικότητά του) της έντονης έλξης που ένοιωθαν οι πάμπολλες θαυμάστριές του «που τον αγάπησαν στην διάρκεια της σύντομης ζωής του». «Υπήρξε ο δικηγόρος των αδικημένων», γράφει επίσης η Χίλαρυ Μαντέλ (Hilary Mantel) στο «London Review of Books» (τόμος 28, νο 8, 20 Απριλίου 2006) και συνεχίζει: «έβαζε τις αρχές πριν από το προσωπικό κέρδος, πριν ακόμα και από την προσωπική φιλία, έτοιμος πάντοτε να δεχθεί προσβολές όσο και έτοιμος να δώσει. Σε ένα πρώϊμο ποίημά του λέει ότι το χειρότερο που μπορεί να συμβεί σε έναν δίκαιο άνθρωπο είναι να γνωρίσει, όταν αποχωρεί από την ζωή, “το μίσος εκείνων για τους οποίους πρόσφερε την ζωή του”…», πράγμα που δυστυχώς του συνέβη.

Ο αντικειμενικότερος Μινιέ, από την άλλη, τον περιγράφει με τα εξής λόγια: «Ναι, είχε πραγματικές αρετές. Σοβαρός, ψυχρός, σταθερός, αμετάβλητος, ντυμένος πάντα με τον ίδιον τρόπο, μιλούσε στερεότυπα και έδειχνε συμπεριφορά ορισμένη… Περιφρονούσε το χρήμα και θεωρούσε τον εαυτό του τόσο αγνό, ώστε του επέτρεπε ακόμα και την σκληρότερη πράξη. Απέδειξε ότι ήταν αξιόλογος οργανωτής και ότι διέθετε διοικητικές ικανότητες… Όταν πήρε στα χέρια του την εξουσία, βρήκε την Ευρώπη ολόκληρη εχθρό της Γαλλίας, τα 2/3 της Γαλλίας εχθρούς της Δημοκρατίας και σε 6 μόνο μήνες κατόρθωσε να αποκαταστήσει την τάξη. Διεκήρυσσε ότι προς χάρη της πατρίδας και των αξιών, έπρεπε να εκλείψει ολότελα ο ατομισμός. Ο Τιμποντώ τον χαρακτήριζε κράμα Μωάμεθ και Κρόμβελ…» (σελ. 339). 


ΙΑΚΩΒΙΝΟΣ ΣΤΟ ΠΑΡΙΣΙ

Με την φήμη του επιτυχημένου δικηγόρου και του αγωνιστή κατά της θανατικής ποινής, ο Ροβεσπιέρος εξελέγη το 1789 αντιπρόσωπος στην Συνέλευση των Τάξεων και το 1790 οι Ιακωβίνοι του Παρισιού τον εξέλεξαν πρόεδρό τους. Όπως όλοι οι Ιακωβίνοι, ο Ροβεσπιέρος ήταν οπαδός της γενικής και ισότιμης παιδείας για όλον τον λαό, ως όργανο δημιουργίας της λεγόμενης «λαϊκής συνείδησης», η οποία κρινόταν ως η απαραίτητη προϋπόθεση για ένα δημοκρατικό καθεστώς. Στον οικονομικό τομέα κατήγγειλε τον υπερβολικό πλουτισμό των ολίγων πλουτοκρατών και ζητούσε μία ισότητα δικαιωμάτων και ευδαιμονίας μέσα από την γενίκευση της ιδιοκτησίας επάνω στην αρχή «η ιδιοκτησία του κάθε πολίτη δεν θα πρέπει να είναι επιζήμια για τους άλλους, για την ελευθερία τους, την ασφάλειά τους και την δική τους ιδιοκτησία». 

 

Ο Ροβεσπιέρος υπήρξε ένας χαρισματικός όσο και αυστηρός επαναστάτης, με σπανιότατες προσωπικές αρετές, θάρρος, ψυχραιμία, οργανωτική ικανότητα ανίκητη ευγλωττία και υποδειγματική ανιδιοτέλεια, για τον οποίο ο Κοντορσέ, πολιτικός εχθρός του (Γιρονδίνος) θα γράψει: «Απορούν όλοι γιατί τόσες πολλές γυναίκες ακολουθούν τον Ροβεσπιέρο παντού, στο σπίτι του, στην Λέσχη των Ιακωβίνων, στην Συνέλευση, στην Λέσχη των Κορδελιέρων. Ο λόγος είναι απλός: η Επανάσταση δεν διαφέρει από Θρησκεία και εκείνος, ως μέγας αρχιερέας της, έχει τους αφοσιωμένους του, κηρύσσει, διαφωτίζει, οργίζεται, μελαγχολεί και είναι αυστηρός στα έργα του όσο και στα λόγια του. Εξαπολύει κεραυνούς ενάντια στους πλουτοκράτες και τους ισχυρούς, δαπανά ελάχιστα και οι ανάγκες του είναι μηδαμινές. Η αποστολή του αναπτύσσεται μέσα από τις ομιλίες του και σχεδόν πάντοτε ομιλεί. Έχει μαθητές που τον φρουρούν, δεν μοιάζει όμως με ιδρυτή Θρησκείας, αλλά περισσότερο με αιρεσιάρχη. Έχει πάντα στα χείλη του την θεότητα και την Πρόνοια και στέκει ως πρόμαχος των φτωχών και των αδυνάτων, έχοντας απεριόριστη επιρροή στις γυναίκες και στις παιδικές καρδιές, ενώ την τιμή και τον σεβασμό που του δείχνουν, τα δέχεται πάντοτε με ύφος σοβαρό».
 

Ο Ροβεσπιέρος και οι άμεσοι συνεργάτες του, πίστευαν ότι η Δημοκρατία, μέσω της παιδείας αλλά και της πολιτικής ισχύος, μπορούσε να αλλάξει τις συνήθειες και τις κατεστημένες αντιλήψεις των ανθρώπων, καθώς και να εξαφανίσει την αχρειοσύνη, την απληστία και την ματαιοδοξία: «επιθυμούμε να αντικατασταθεί στην πατρίδα μας ο εγωϊσμός από το ήθος, η φιλοδοξία από την μετριοφροσύνη, οι συνήθειες από ένα σύστημα αξιών, η φιλανθρωπία από το καθήκον, η τυραννία από την κυριαρχία της Λογικής, η αποστροφή για την δυστυχία από την αποστροφή για την αδικία, η μικρότητα από την μεγαλοψυχία» (δήλωνε ο Ροβεσπιέρος, όπως διασώζεται από τον Μπουοναρόττι).  

Ο Ροβεσπιέρος στάθηκε αρνητικά απέναντι στην από τους Γιρονδίνους εμπλοκή της επαναστατημένης Γαλλίας σε πόλεμο με τις ξένες μοναρχίες και τόνιζε ξανά και ξανά ότι «ίσως προδοθούμε και κατά συνέπεια ηττηθούμε, μα εάν νικήσουμε, ο νικητής στρατηγός θα γίνει ο νέος εχθρός του λαού», μία πρόβλεψη που δυστυχώς επιβεβαιώθηκε αργότερα με την περίπτωση του Βοναπάρτη. Ωστόσο, «την περίοδο που κυβερνούσε ο Ροβεσπιέρος, η Γαλλία απέκτησε τεράστιο στρατιωτικό γόητρο, έχοντας τον μεγαλύτερο στρατό της Ευρώπης, πάνω από 800.000 καλά γυμνασμένους άνδρες, που πετούσαν από νίκη σε νίκη» (Μινιέ, σελ. 339). Παρά την αστική του καταγωγή, στάθηκε επίσης αρνητικά απέναντι στην άνοδο της αστικής τάξης, την οποία είχε καταγγείλει ως αριστοκρατία των πλουσίων υψωμένη επάνω στα ερείπια της αριστοκρατίας των φεουδαρχών («εγώ δεν βλέπω να κερδίζει απολύτως τίποτε ο λαός από μία τέτοια αλλαγή και τακτοποίηση»), αντιπροτείνοντας μόνον την εγκαθίδρυση της απόλυτης ισονομίας όλων των τάξεων και όλων των πολιτών.  

Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΚΟΙΝΗΣ ΣΩΤΗΡΙΑΣ ΚΑΙ Η ΤΡΟΜΟΚΡΑΤΙΑ

Μετά την δολοφονία του Μαρά τον Ιούνιο του 1793 και όντας ήδη ο ηγέτης όχι μόνο των Ιακωβίνων αλλά και της Συμβατικής Εθνοσυνέλευσης, ο Ροβεσπιέρος, που είχε ανάμεσα σε άλλα και το όνειρο να φτιάξει ένα κοινοβούλιο με θέσεις για 10.000 θεατές, ώστε οι συνελεύσεις να μορφώνουν πολιτικά τους πολίτες, οργάνωσε μαζί με τους Σαιν Ζυστ και Κουτόν την επαναστατική κυβέρνηση αποκλειστικά γύρω από την Επιτροπή Κοινής Σωτηρίας, την Κομμούνα και τα επαναστατικά όργανα του λαού του Παρισιού. Δίχως την παραμικρή στρατιωτική στήριξη, υποχρεωμένη να επαφίεται μόνο στην εγνωσμένη δειλία των αρκετών πολιτικών της αντιπάλων στην Εθνοσυνέλευση και βεβαίως περικυκλωμένη από πάμπολλους εχθρούς και συνωμότες, με τα μέλη της να μην τολμούν στο τέλος να κοιμηθούν στα σπίτια τους ή να προσέλθουν στις συνελεύσεις, η Επιτροπή Κοινής Σωτηρίας αναγκάστηκε να επιβάλει επί 9 μήνες, από τον Οκτώβριο του 1793 έως τον Ιούλιο του 1794, μία επαναστατική δικτατορία, τον λεγόμενο «Τρόμο» («La Τerreur», που ουσιαστικά σήμαινε όχι «Τρομοκρατία», όπως από άγνοια ή από κακοήθεια μεταφράζεται επί λέξει, αλλά αμείλικτη εφαρμογή της Δικαιοσύνης κατά τα λόγια του ίδιου του Ροβεσπιέρου: «La Τerreur n' est autre chose que la justice prompte, severe, inflexible»), για να σώσει από την μία την Δημοκρατία από στρατιωτική πανωλεθρία και να την φέρει από την άλλη στην ασφαλή και οριστική πραγμάτωσή της.




Στην διάρκεια του λεγόμενου «Τρόμου», η Επιτροπή καρατόμησε πάμπολλους αντεπαναστάτες αλλά και πολιτικούς αντιπάλους της, εξτρεμιστές όσο και συμβιβασμένους πρώην συναγωνιστές της και ψήφισε λίγο πριν το τέλος της έναν «συνοπτικό» νόμο, ο οποίος επέτρεπε να εκτελούνται οι ύποπτοι δίχως να προηγηθεί δίκη, ενώ, από ένα σημείο και μετά, υποχρεώθηκε σε επιχειρήσεις ελέγχου της Κομμούνας και των άλλων λαϊκών οργάνων. «Για τον ίδιον τον Ροβεσπιέρο όσο και για την Ιστορία», γράφει ο Ε. Χόμπσμπαουμ (E. J. Hobsbawm) στο βιβλίο του «Η Εποχή των Επαναστάσεων, 1789 - 1848» (σελ. 100), «η Δημοκρατία των Ιακωβίνων δεν ήταν ένα επινόημα για να κερδίζονται οι πόλεμοι, αλλά ένα ιδεώδες: η τρομερή και ένδοξη βασιλεία της Δικαιοσύνης και της Αρετής, όπου όλοι οι καλοί πολίτες ήσαν ίσοι στα μάτια του έθνους και ο λαός συνέτριβε τους προδότες».. 


Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΑΡΕΤΗ

Η περίοδος της κυριαρχίας του Ροβεσπιέρου απετέλεσε τον θρίαμβο της Άτεγκτης Δικαιοσύνης και της Αρετής «δίχως την οποία ο Τρόμος είναι ολέθριος» στον ίδιο βαθμό που «η Αρετή δίχως τον Τρομο είναι ανίσχυρη». Όπως τονίζει ο Μινιέ, η φαινομενικά «ωμή» αλλά στην ουσία πέρα για πέρα αναγκαία τακτική του («όποιος περιμένει πάρα πολλά από τους ανθρώπους, είναι εκ των πραγμάτων υποχρεωμένος να σκοτώσει αρκετούς»), απέβλεπε στο να εγκαθιδρύσει την κυριαρχία μίας «Αιώνιας Δικαιοσύνης» στις κοινωνίες των ανθρώπων, σε έμπρακτη εφαρμογή των έως τότε θεωρητικών μόνο διατυπώσεων των αρχαίων φιλοσόφων και των ευρωπαίων Διαφωτιστών.

Ο Ροβεσπιέρος είχε ιδιαίτερη απέχθεια για εκείνους που αποκαλούσε «fripons», δηλαδή τους έμπειρους, πανούργους αλλά και αμείλικτους παλιανθρώπους, τους οποίους θεωρούσε «τα κατ' εξοχήν αντιπολιτικά, απολιτικά ή μη-πολιτικά ζώα, τρωκτικά που έχουν το κεφάλι βυθισμένο σε μια γούρνα με λεφτά και τρώνε, τρώνε, τρώνε και σταματημό δεν έχουν» (όπως επιτυχημένα περιγράφει ο καθηγητής Γερ. Βώκος σε ένα εξαίρετο άρθρο του με τίτλο «Ο Ροβεσπιέρος και η πολιτική αρετή»). Για εκείνον, «η Αρετή ως ήθος, τόλμη και σταθερή συμπεριφορά στην υπηρεσία της Ελευθερίας είναι το αντίδοτο στην απάτη. Ετσι ορισμένη, η Αρετή δεν αποτελεί ούτε προσωπικό ούτε ψυχολογικό ούτε ηθικολογικό γνώρισμα. Στα μάτια του Ροβεσπιέρου η Αρετή έχει βαθιά πολιτικό και δημοκρατικό χαρακτήρα».

Οι αντεπαναστάτες και οι έκτοτε ομοϊδεάτες τους, μίλησαν φυσικά και εξακολουθούν να κάνουν λόγο για «Βασιλεία της Τρομοκρατίας» (διαστρέφοντας όπως προείπαμε το πραγματικό νόημα του όρου «La Τerreur» εκείνης της εποχής), όταν περιγράφουν την εποποιία εκείνης της 9μηνης επαναστατικής διακυβέρνησης, μη έχοντας ωστόσο πειστική απάντηση να δώσουν ούτε στην ερώτηση τι θα έπρεπε κατά την γνώμη τους να πράξει η Επιτροπή Κοινής Σωτηρίας εν μέσω αλλεπάλληλων και από παντού επιθέσεων, ούτε στην ακόμα πιο αδυσώπητη ερώτηση εάν τελικά δικαιολογεί ο αριθμός των θυμάτων έναν τόσο βαρύγδουπα αρνητικό (έστω και εξ εσκεμμένης παρερμηνείας!) χαρακτηρισμό: από τον Σεπτέμβριο του 1793 έως τον Φεβρουάριο του 1794 είχαν καρατομηθεί εν μέσω πολύ άγριων καιρών μόνον 238 άνδρες και 31 γυναίκες, την ίδια ώρα που είχαν δικαστεί αλλά αθωωθεί περίπου 200 άτομα, ο δε τελικός συνολικός 9μηνος απολογισμός δεν ξεπέρασε τελικά όσους θανάτωναν οι διάφορες παρατάξεις του Χριστιανισμού στους αιώνες της παντοδυναμίας του, κατά την διάρκεια μίας και μόνον ημέρας. 

Στην ομιλία του της 5ης Φεβρουαρίου 1794 προς την Συντακτική, ο Ροβεσπιέρος (που «δίχως αμφιβολία ο ίδιος δεν έβλεπε με ικανοποίηση τα σκληρά μέτρα και τους ατελείωτους αποκεφαλισμούς», όπως τονίζει ο Μινιέ, σελ. 339), θα εξηγήσει με πλήρη λογικότητα την αναγκαία καταφυγή – εγκλωβισμό της Επιτροπής Κοινής Σωτηρίας στην βία κατά των αντεπαναστατών και των προδοτών: «Επιείκεια για τους μοναρχικούς, φωνάζουν κάποιοι, έλεος για τους εγκληματίες! Όχι! Έλεος υπάρχει για τους αθώους, υπάρχει για τους αδύναμους, υπάρχει για τους άτυχους, υπάρχει για την ανθρωπότητα. Η κοινωνία χρωστάει ασφάλεια μόνον στους σωστούς πολίτες, και τέτοιοι στην Δημοκρατία είναι μόνον οι δημοκρατικοί. Για την Δημοκρατία, οι μοναρχικοί και οι συνωμότες δεν είναι παρά ξένοι προς αυτήν, ή, σωστότερα, εχθροί της. Δεν είναι ο σκληρός αγώνας της Ελευθερίας κατά της τυραννίας συγκεκριμένος και αδιαίρετος; Δεν είναι οι ανάμεσά μας εχθροί σύμμαχοι όλων εκείνων των άλλων που επιτίθενται απέξω; Οι δολοφόνοι που διαλύουν την χώρα μας, οι συνομωσίες που εξαγοράζουν συνειδήσεις για να ακυρώσουν τις λαϊκές επιταγές, οι προδότες που τις πουλάνε, οι μισθοφόροι συντάκτες προκηρύξεων που στοχεύουν στο να εξευτελίσουν την λαϊκή υπόθεση, να σκοτώσουν την δημόσια αρετή, να υποδαυλίσουν την πυρά της ανταρσίας και να προετοιμάσουν την πολιτική αντεπανάσταση μέσα από την ηθική αντεπανάσταση, είναι άραγε λιγότερο ένοχοι ή λιγότερο επικίνδυνοι από τους τυράννους τους οποίους υπηρετούν;». 

Όπως τονίζει η Σκαρ (σελ. 349), με εξαίρεση την ομιλία του της 8ης Θερμιδόρ που έχει διασωθεί στο χειρόγραφο πρωτότυπό της, οι υπόλοιποι πολιτικοί λόγοι του Ροβεσπιέρου, που έχουν συγκεντρωθεί στους 10 τόμους του «Oeuvres completes» (1910 - 1967) της παρισινής «Εταιρείας Ροβεσπιερικών Σπουδών» («Societe des Etudes Robespierristes») του Albert Mathiez (1874–1932), έχουν διασωθεί μέσα από τις εφημερίδες της εποχής, με αποτέλεσμα να εμφανίζονται εκεί κάποιες αλλοιώσεις. Την ημέρα που τον συνέλαβαν, η αγαπημένη του Ελεωνόρα Ντυπλαί (την οποία οι φήμες ήθελαν να έχει παντρευτεί μυστικά τον Ροβεσπιέρο με πολιτικό μάρτυρα τον Σαιν Ζυστ, γι’ αυτό και την αποκαλούσαν αργότερα «χήρα Ροβεσπιέρου», βλ. Proyart, σελ.  208 - 209) έκρυψε τα περισσότερα από τα χειρόγραφά του, τα οποία όμως πολύ αργότερα, το έτος 1815, τα έκαψε ένα φοβικό μέλος της οικογένειας προληπτικά, προς… αποφυγή μπελάδων. Ένα τμήμα πάντως των πολυάριθμων χειρογράφων του έπεσε στα χέρια των Θερμιδοριανών και παραδόθηκαν στον E. B. Courtois για να τα εξετάσει και να κάνει σχετική αναφορά στην Συμβατική, πράγμα που και έκανε το 1795, αποκρύπτοντας ωστόσο αρκετά αποσπάσματα, τα οποία δημοσιεύθηκαν πολύ αργότερα στο 3τομο «Papiers inedits trouves chez Robespierre, Saint Just, Payan, etc supprimes ou omis par Courtois» (Paris, 1828). 


Η ΛΑΤΡΕΙΑ ΤΟΥ ΥΠΕΡΤΑΤΟΥ ΟΝΤΟΣ
 
Προσπαθώντας τον Απρίλιο του 1794 να αποδυναμώσει τις προχωρημένες προτάσεις των εξτρεμιστών αθέων για μετωπική σύγκρουση με την «Θρησκεία των καταπιεστών» (δηλαδή με τον Χριστιανισμό) και για διάδοση του Αθεϊσμού μέσα από μία έλλογη Θρησκεία του Ορθού Λόγου («Λατρεία της Λογικής»), καθώς και μέσα από την διοργάνωση τελετών προς τιμή της Ελευθερίας, της Αλήθειας και της Αρετής, που προκαλούσαν τις εντός και εκτός Γαλλίας αντιδραστικές χριστιανικές δυνάμεις, ο Ροβεσπιέρος, «έχοντας την ευλογία ή την κατάρα να βλέπει μπροστά» όπως επιτυχημένα το έγραψε η Μαντέλ, καθιέρωσε ως επίσημη πολιτειακή λατρεία την «Λατρεία του Υπερτάτου Όντος» («Culte de l’ Etre Supreme»), η οποία μπορούσε πλέον να συμπλέει με τον «ντεϊσμό» του Ρουσώ και των «Εγκυκλοπαιδιστών», που κυριαρχούσε στους μη αθεϊστικούς κύκλους των επαναστατών.

Η νέα αυτή λατρεία, δεν ήλθε βεβαίως ευκαιριακά, μόνο για να αποδυναμώσει την «Λατρεία της Λογικής» των ακροαριστερών, αφού η ιδεολογική βάση του Ροβεσπιέρου δεν υπήρξε πρωτίστως πολιτική, όπως νομίζουν οι περισσότεροι, αλλά κατά κύριο λόγο φιλοσοφικο-θρησκευτική. Εξελίσσοντας την Θρησκεία των Εγκυκλοπαιδιστών, ο Ροβεσπιέρος θεωρούσε ότι η θεότητα, το Αιώνιο Ον, επιθυμούσε την τελική εγκαθίδρυση στην ανθρωπότητα μίας βασιλείας της Αρετής, για την οποία προίκιζε συγκεκριμένους ανθρώπους ως απεσταλμένους αγωνιστές και εργάτες της: «Γάλλοι, πολεμάτε ενάντια σε βασιλιάδες, άρα είστε άξιοι να τιμήσετε την Θεότητα, το Ον των Όντων, τον Σχεδιαστή της Φύσης… Στις καρδιές μας συνυπάρχουν από την μία το μίσος για την ψεύτικη πίστη και την τυραννία και από την άλλη η αγάπη για την δικαιοσύνη και την πατρίδα. Το αίμα μας ρέει στην υπηρεσία της ανθρωπότητας. Η Θεότητα θα εισακούσει τις προσευχές μας, θα κάνει δεκτές τις θυσίες μας, θα ανταποκριθεί στην λατρεία μας!». Μη μπαίνοντας ποτέ στον κόπο να εξετάσουν την κοσμοαντίληψή του, την οποία κατόρθωσε να περάσει στους στενούς συνεργάτες του και την μετέτρεπε σε πράξη με τόσο θεαματικά αποτελέσματα, οι κριτές και επικριτές του απορούν για την καθολική επικράτηση του Ροβεσπιέρου σε όλες τις επαναστατικές διεργασίες των ετών 1793 και 1794 («δεν έχουμε στην πραγματικότητα καμμία παραδεκτή εξήγηση πώς ο δικτάτορας απέκτησε τόση επιβολή», γράφει ο Λε Μπον και πιθανολογεί αορίστως «την ύπαρξη ίσως σε αυτόν ενός είδους προσωπικής γοητείας, που μας διαφεύγει σήμερα» (sic), ο δε συναγωνιστής του αλλά από ένα σημείο και μετά φανατικός εχθρός του Μπιγιό Βαρέν είχε σημειώσει: «αυτό που βλέπουμε είναι ένας δικηγορίσκος, πριν από όλα άνθρωπος των γραμμάτων, ένας τίμιος και αυστηρός άνθρωπος, αλλά με όψη χωρίς ιδιαιτερότητα, με ένα άχρωμο ταλέντο, ο οποίος ένα πρωϊ βρίσκεται ανυψωμένος, παρασυρμένος από δεν ξέρω ποιον σίφουνα…»). 

Το μόνο πράγμα για το οποίο μπορεί κάποιος να κατηγορήσει τον Ροβεσπιέρο, τον οποίο σωστά απεκάλεσε ο E. Hamel «έναν από τους πιο μεγάλους ανθρώπους που μόχθησαν για το Αγαθό επάνω στην γη» (τόμος 3, σελ. 807), ήταν η διπλή «αφέλειά» του να θεωρεί εφικτή την ηθικοποίηση του συνόλου των ανθρώπων, αντικαθιστώντας τα αμέτρητα προσωπικά ελαττώματα με μερικές μετρημένες στο χέρι πολιτικές και κοινωνικές αρετές και να αποδεχθεί τον ρόλο – παγίδα, που ο ανεύθυνος λαός τού είχε με το ζόρι επιβάλει, δηλαδή τον ρόλο εκείνου που ενσαρκώνει την Επανάσταση για να θανατωθεί μαζί της. Υπέβαλε συνέχεια τον εαυτό του στον ψυχικό πόνο να υπογράφει αναγκαίες θανατικές καταδίκες με την ελπίδα να λήξει το συντομότερο η μακρά αιματοχυσία, ονειρευόταν (όπως ο ίδιος είχε εξομολογηθεί στον Νταβίντ, λίγο πριν ανατραπεί) την ίδρυση κοινωφελών ιδρυμάτων και την δια νόμου κατάργηση της θανατικής πηγής (Μινιέ, σελ. 341) και το μόνο που εισέπραξε τελικά από εκείνους για τους οποίους αγωνιζόταν ήταν η συκοφαντία, η συνωμοσία, η προδοσία και ο θάνατος. Λίγα μόλις βήματα πριν την κατάκτηση της δυνατότητας «η ηθική ν’ αντικαταστήσει τον εγωϊσμό, οι αξίες να πάρουν την θέση των συνηθειών, το καθήκον την θέση της απόλαυσης, η αγάπη για την δόξα την θέση της αγάπης για τον πλούτο», η φονική αχρειότητα, την οποία είχε την αφέλεια να νομίζει ότι μπορεί να κατανικήσει με μόνο όπλο του την καθαρότητα της Αρετής, κατόρθωσε να του κόψει αποφασιστικά και απότομα τον δρόμο, στις 9 του ζεστού μήνα Θερμιδόρ.  

Η ΕΞΟΝΤΩΣΗ ΤΟΥ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΘΕΡΜΙΔΟΡΙΑΝΟΥΣ

Οι μεγάλες εκκαθαρίσεις την άνοιξη του 1794 εξτρεμιστών (όπως οι άθεοι Εμπεριστές), απατεώνων (όπως ο Φαμπρ ντ’ Ενγκλαντίν) ή αμοραλιστών (όπως ο Νταντών, που ενώ είχε ο ίδιος εισηγηθεί την πολιτική της «Τρομοκρατίας», απαιτούσε τώρα το τέλος της και κορόϊδευε ανοικτά την επιμονή των Ροβεσπιέρου και Σαιν Ζυστ στην Αρετή, λέγοντας πως αρετή ήταν εκείνο που… έχωνε κάθε βράδυ στην νεαρή πρώην πόρνη ερωμένη του), η καθιέρωση της ντεϊστικής «Λατρείας του Υπερτάτου Όντος» και η ίδρυση τον Ιούνιο του 1794 από τον Λεμπά (Philippe Francois Joseph Lebas, 1765 - 1794) της περίφημης «Σχολής του Άρεως» για την επαναστατική εκπαίδευση των αγοριών των πατριωτών, επέσπευσαν την συνομωσία για ανατροπή αυτού και των οπαδών του.

Η συνομωσία άρχισε να εξυφαίνεται στα μέσα του Ιουνίου και ο επκεφαλής της «Κομμούνας του Παρισιού» Παιγιάν (Claude-Francois de Payan, 1766 – 1794) είχε προτείνει να κτυπήσουν πρώτοι τους συνωμότες, όμως ο «Αδιάφθορος», έχοντας υπέρμετρη εμπιστοσύνη στην δύναμη του πολιτικού λόγου (ετοίμαζε πυρετωδώς την εκπληκτική δίωρη ομιλία του, που τελικά έκανε στις 26 Ιουλίου από το βήμα της Συμβατικής Εθνοσυνέλευσης), είχε απορρίψει την χρήση του αστυνομικού μηχανισμού ενάντια στους πολιτικούς αντιπάλους του. Το ίδιο λάθος έκανε ο Ροβεσπιέρος και το βράδυ της 26ης Ιουλίου (παραμονής του πραξικοπήματος της 9ης Θερμιδόρ), όταν στην «Λέσχη των Ιακωβίνων» ο Παιγιάν του είχε προτείνει ξανά, μαζί με τον Γενικό Διοικητή των Ενόπλων Δυνάμεων του Παρισιού Φρανσουά Ανριό (Francois Hanriot 1761 – 1794) και τον Πρόεδρο του «Επαναστατικού Δικαστηρίου» Ρενέ – Φρανσουά Ντυμά (Rene-Francois Dumas, 1757 – 1794), την άμεση σύλληψη των συνωμοτών (Kerr, σελ. 472 - 473).

Το πραξικόπημα των αντι-ροβεσπιεριστών πραγματοποιήθηκε τελικά στις 9 του μηνός Θερμιδόρ του έτους 2 της Επανάστασης (27 Ιουλίου 1794), όταν ο Ροβεσπιέρος εμφανίστηκε στη Συμβατική Συνέλευση, όπου μετά από στημένους διαπληκτισμούς συνελήφθη τάχα ως «εχθρός της ενότητας του λαού» μαζί με τους Σαιν Ζυστ, Αυγουστίνο Ροβεσπιέρο, Λεμπά και Κουτόν. Οι συλληφθέντες, καθώς και ο Ανριό που είχε προσπαθήσει να τους απελευθερώσει επιτεθείς στα κρατητήρια της «Επιτροπής Γενικής Ασφαλείας» («Comité de Sureté Générale») επικεφαλής ολιγάριθμων ενόπλων, απελευθερώθηκαν από τον Κοφινάλ (Jean-Baptiste Coffinhal, 1762 - 1794), μέλος της «Εκτελεστικής Επιτροπής» («Comité Εxécutif») της υπό εξέγερση «Κομμούνας», επικεφαλής 200 τυφεκιοφόρων – πυροβολητών. Ο Κοφινάλ ηγήθηκε εν συνεχεία των δυνάμεων της υπό εξέγερση «Κομμούνας» κατά του κτιρίου της «Συμβατικής Εθνοσυνέλευσης», όπου βρίσκονταν κλεισμένοι οι πανικόβλητοι πραξικοπηματίες βουλευτές, ζητώντας επίμονα από τον Ανριό να δώσει διαταγή στους πυροβολητές της Εθνοφρουράς να το κανονιοβολήσουν, αλλά, προς απογοήτευσή του, εκείνοι αρνήθηκαν να το κάνουν («εκείνη η άρνηση των πυροβολητών έκρινε την τύχη όλου του αγώνα. Από την στιγμή αυτή, τα πράγματα παίρνουν άσχημη τροπή για την Κομμούνα, που σχεδόν είχε φθάσει στην νίκη» έγραψε ο ιστορικός Μινιέ).

Οι Κοφινάλ και Ανριό επέστρεψαν άπραγοι στο Δημαρχείο του Παρισιού (Hοtel de Ville), όπου είχαν καταφύγει ο Ροβεσπιέρος και οι οπαδοί του, επιτρέποντας στους πραξικοπηματίες να ανασυντάξουν τους πιστούς σε αυτούς στρατιώτες και εθνοφρουρούς. Μέσα σε λίγες ώρες οι πραξικοπηματίες εισέβαλαν στο Δημαρχείο και συνέλαβαν όλους σχεδόν τους «ροβεσπιεριστές». Παλεύοντας με τους αντιπάλους του, ο Ροβεσπιέρος προσπάθησε να αυτοπυροβοληθεί στον κρόταφο (ο Λεμπά είχε ήδη αυτοκτονήσει για να μην πέσει ζωντανός στα χέρια των πραξικοπηματιών), αλλά απέτυχε και η σφαίρα διέλυσε το σαγόνι του.





Οι 22 συνολικά συλληφθένες οδηγήθηκαν στην φυλακή Κονσιερζερί και τα ξημερώματα οδηγήθηκαν όλοι, δίχως δίκη,  στην γκιλοτίνα. Τα σώματά τους ρίχτηκαν σε έναν ασβεστόλακκο του νεκροταφείου Errancis, ώστε να μην βρουν οι μελλοντικοί τυχόν θαυμαστές τάφους - σύμβολα. Πριν καρατομήσει τον Ροβεσπιέρο, ο δήμιος, θέλησε να ικανοποιήσει την χαιρεκακία του συγκεντρωμένου πλήθους που είχε ενοχληθεί από την αταραξία του Σαιν Ζυστ που είχε καρατομηθεί πρώτος, τράβηξε με δύναμη τον ματωμένο επίδεσμο που συγκρατούσε το διαλυμένο σαγόνι του, κάνοντάς τον να ουρλιάξει.  

ΚΑΤΑΔΙΚΗ ΜΝΗΜΗΣ (DAMNATIO MEMORIAE)

Αμέσως μετά την πτώση του Ροβεσπιέρου, πάμπολλοι αντεπαναστάτες αλλά και πρώην ομοϊδεάτες του βγήκαν εκ του ασφαλούς να μαγαρίσουν την μνήμη εκείνου που έτρεμαν μπροστά του, όταν ζούσε («όπως και ο Καλιγούλας, δεν θα αργούσε να απαιτήσει να λατρέψει ο γαλλικός λαός το άλογό του», κατέθεσε κάποιος από αυτούς τους αχρείους), όπως μαγάρισε και ο κινητοποιημένος από τους συνωμότες όχλος το φτωχικό σπίτι όπου κατοικούσε, χύνοντας κουβάδες αγελαδινού αίματος στην πρόσοψή του. Παρά την δηλωμένη εχθρότητά του για τον Ροβεσπιέρο (τον αποκαλεί «χλωμό, δηλητηριώδη και μέτριο»), αλλά και για την ίδια την Γαλλική Επανάσταση, ο συγγραφέας Γουσταύος Λε Μπον θα γράψει το 1908: «Τίποτε δεν είναι τρομερότερο από τους ανθρώπους που φοβούνταν και τώρα πια δεν φοβούνται. Οι Πεδινοί εκδικήθηκαν το ότι είχαν τρομοκρατηθεί από τους Ορεινούς, τρομοκρατώντας τους με την σειρά τους. Από την άλλη, η δουλικότητα των πρώην συντρόφων του Ροβεσπιέρου προς την Εθνοσυνέλευση δεν οφείλετο καθόλου σε αισθήματα συμπάθειας προς αυτήν. Ο Ροβεσπιέρος τούς ενέπνεε έναν αξεπέραστο φόβο, αλλά πίσω από τα άφθονα δείγματα θαυμασμού και ενθουσιασμού που του έδιναν εξαιτίας αυτού ακριβώς του φόβου κρυβόταν ένα βαθύ μίσος. Το αντιλαμβανόμαστε διαβάζοντας τις αναφορές που καταχωρήθηκαν μετά τον θάνατό του στον Μηνύτορα της 11ης, 15ης και 29ης Αυγούστου 1794… Ποτέ σκλάβοι δεν έβρισαν περισσότερο τον κύριό τους μετά την πτώση του». Διεισδυτική πάντως αναλύτριά του αποδείχθηκε η προαναφερθείσα Μαντέλ, αν και εν τάχει, όταν ρώτησε και απάντησε η ίδια σχετικά με αυτόν στο «London Review of Books» (τόμος 28, νο 8, 20 Απριλίου 2006): «Γιατί άραγε η καθαρότητά του αποδείχθηκε θανάσιμη; Γιατί έδειχνε να είναι μια καθαρότητα απόλυτη. Κανείς δεν μπορούσε να τον εξαγοράσει. Κανείς δεν μπορούσε να τον εντυπωσιάσει. Κανείς δεν μπορούσε να τον τρομάξει. Και κανείς δεν μπορούσε να τον διεκδικήσει». 

ΑΠΟΠΕΙΡΕΣ ΗΘΙΚΗΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ

Επί δεκαετίες μετά την εξόντωση του Ροβεσπιέρου και των οπαδών του, το γαλλικό κράτος είχε ποινικοποιήσει την οποιανδήποτε θετική αναφορά. Ο Αλμπέρ Λαπονεραί (Albert Laponneraye ή Lapponneraye, Albert Dulin de Laponneraye, 1808 - 1849) ήταν ο πρώτος που αγωνίστηκε, με υψηλό προσωπικό τίμημα, να σπάσει αυτή την υποχρεωτική σιωπή. Τον Νοέμβριο του 1831 άρχισε μία σειρά διαλέξεων σε εργάτες και φοιτητές με θέμα την Γαλλική Επανάσταση, τους «Ορεινούς» και τους «ροβεσπιεριστές», όμως μετά από λίγο, στις 4 Δεκεμβρίου, η παρισινή αστυνομία του απαγόρευσε την συνέχιση των διαλέξεων «για λόγους δημόσιας τάξης». Η επιμονή του να συνεχίσει την διαφώτιση του λαού παρά την απαγόρευση, κυκλοφορώντας μάλιστα ανάμεσα στους μαθητές του μερικές από τις ομιλίες του Μαξιμιλιανού Ροβεσπιέρου, τού κόστισε τελικά μία καταδίκη στις 21 Απριλίου 1832 σε 2 χρόνια φυλάκιση και πρόστιμο χιλίων φράγκων για «απόπειρα ανατροπής της κυβέρνησης». Ενόσω ήταν ακόμα στην φυλακή, κατέβαλε μεγάλες προσπάθειες να πείσει και να εμψυχώσει την ακόμα ζωντανή αδελφή του Ροβεσπιέρου Σαρλότ (Marie Marguerite  Charlotte Robespierre, 1760 - 1834), μία συντετριμμένη από την ζωή ηλικιωμένη γυναίκα,  να γράψει τις αναμνήσεις της, τις οποίες ο Λαπονεραί εξέδωσε το 1835 στο Παρίσι σε τρεις τόμους με τον τίτλο «Mémoires de  Charlotte Robespierre sur ses deux frères», παρ’ όλο που και εκείνη την περίοδο βρισκόταν στην  φυλακή λόγω της συμμετοχής του στην «Εταιρεία των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και  του Πολίτη».

Ακολούθησε το 1840 η έκδοση από τον ίδιο των κειμένων του Μαξιμιλιανού Ροβεσπιέρου  σε μια τρίτομη έκδοση («Οeuvres de Maximilien Robespierre»). Με την έκδοση των κειμένων του Ροβεσπιέρου, ο Λαπονεραί προκάλεσε ένα ισχυρό πλήγμα στις αντιδραστικές πολιτικές δυνάμεις της Γαλλίας αλλά και ευρύτερα της  Ευρώπης, αφού ο μεγάλος εκείνος επαναστάτης και πρόμαχος της Δημοκρατίας της  Αρετής μπορούσε τώρα να κριθεί από τα ίδια του τα λόγια, ενώ έως τότε η μνήμη του είχε  αμαυρωθεί από εχθρικούς προς αυτόν ιστορικούς που προσπαθούσαν να τον  περιγράψουν ως ένα αιμοβόρο τέρας. Στον πρόλογό του, ο Λαπονεραί έγραψε: «ο  Ροβεσπιέρος είχε κατανοήσει όλο το εύρος της εντολής που είχε λάβει. Είχε κατανοήσει  ότι όχι μόνο έπρεπε να φιμώσει την μοναρχία και να κόψει τα νύχια της Εκκλησίας και  των ευγενών αλλά να τους αντικαταστήσει παντού με την μεσαία τάξη. Είχε κατανοήσει ότι  έπρεπε να καλέσει την μεσαία και την κατώτερη τάξη, δηλαδή όλον τον λαό, να  συμμετάσχει στην εθνική κυριαρχία… Είχε μελετήσει σε βάθος την ελληνική και ρωμαϊκή  Ιστορία, είχε την υπερηφάνεια ενός Ρωμαίου και το φρόνημα ενός Σπαρτιάτη. Δυστυχώς  όμως δεν είχε μελετήσει αρκετά για την εποχή που ζούσε και για το έθνος που ήθελε να  αναμορφώσει. Έκανε το λάθος όλων όσων απομονώνονται και ζουν περισσότερο με τα  βιβλία τους παρά με τους σύγχρονούς τους ανθρώπους. Το αποτέλεσμα ήταν, όταν  θέλησε να εφαρμόσει έμπρακτα τις θεωρίες που συνέλαβε μέσα στο αναγνωστήριό του,  να συναντήσει σφοδρές αντιδράσεις, οπότε υποχρεώθηκε να μεταχειριστεί ακραία  μέσα… Δέχομαι ωστόσο και συμμερίζομαι τις πολιτικές απόψεις του, γιατί απορρέουν  από την Φύση. Οι πηγές τους είναι μέσα στην δικαιοσύνη και την αγάπη προς την  ανθρωπότητα, απόλυτες αξίες που για να εφαρμοσθούν απαιτούν την άμεση καταστροφή  όλων όσων τις εναντιώνονται».

Τις δεκαετίες που ακολούθησαν, την προσπάθεια του Λαπονεραί για ηθική και πολιτική αποκατάσταση του Ροβεσπιέρου συνέχισαν και άλλοι συγγραφείς και ιστορικοί, όπως ο πολιτικός και ιστορικός Louis Ernest Hamel (1826 – 1898) που, ανάμεσα σε άλλα, συνέγραψε και την τρίτομη «Ιστορία του Ροβεσπιέρου» («Histoire de Robespierre: d'après des papiers de famille, les sources originales et des documents entièrement inédits» 1865 – 1867), o πολιτικός, ιστορικός και ιδρυτής και πρώτος πρόεδρος της «Εταιρείας Ροβεσπιερικών Σπουδών («Société des études robespierristes») Albert Mathiez (1874 - 1932), ο ιστορικός Charles Vellay (1876 - 1953), ο ιστορικός Georges Lefebvre (1874 – 1959), ο ιστορικός Claude Mazauric (1932 - ), κ.ά.


Βλάσης Γ. Ρασιάς, 2008


ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ

«Οeuvres de Maximilien Robespierre», επιμέλεια Albert Laponneraye, 3 τόμοι, Paris, 1840
«Oeuvres completes», επιμέλεια Albert Mathiez, «Εταιρεία Ροβεσπιερικών Σπουδών» («Societe des Etudes Robespierristes»), 10 τόμοι, 1910 - 1967
 


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:

David Andress, «The Terror. Civil War in the French Revolution», London, 2006
Richard Bienvenu (ed.), «The Ninth of Thermidor: the fall of Robespierre», Oxford, 1968
John Carr, «Robespierre: the force of circumstance», New York, 1972
Albert Croquez - Georges Loublié, «Robespierre, l'incorruptible», Paris,‎ 1947
Eugene N. Curtis, «Saint-Just. Colleague of Robespierre», New York, 1973
Δημήτρης Χρ. Δαούλας, «Γενική Ιστορία του Σοσιαλισμού και των Κοινωνικών Αγώνων», Αθήνα 1978
William Doyle - Colin Haydon (eds.), «Robespierre», Cambridge, 1999
Hector Fleischmann, «Robespierre et les femmes: d'après des documents nouveaux et des pièces inédites», Paris, 1909
Jean-Claude Frère, «La Victoire ou la mort: Robespierre et la Révolution», Paris, 1983
Paul Gaulot, «Robespierre et la peine de mort», Paris, 1908
Henri Guillemin, «Robespierre, politique et mystique», Paris, 1987
Louis Ernest Hamel, «Histoire de Robespierre: d'après des papiers de famille, les sources originales et des documents entièrement inédits», 3 τόμοι, Paris, 1865 - 1867
Louis Ernest Hamel, «Τhermidor: d'après les sources originales et les documents authentiques…», Paris, 1891
Norman Hampson, «The Life and Opinions of Maximilien Robespierre», London, 1974
Paul R. Hanson, «Historical Dictionary of the French Revolution», Lanham, MD, 2004
Patrice Higonnet, «Goodness Beyond Virtue: Jacobins during the French Revolution», Cambridge, 1998
Eric John Hobsbawm, «Η Εποχή των Επαναστάσεων, 1789 - 1848», Αθήνα, 1997
Michael L. Kennedy, «The Jacobin Clubs in the French Revolution 1793 – 1795», Princeton, 2000
Wilfred Β. Kerr, «The Reign of Terror, 1793 - 1794», Toronto, 1927
Albert Laponneraye, «Notice historique sur Maximilien Robespierre», Paris, 1833
Albert Laponneraye (ed.), «Mémoires de Charlotte Robespierre sur ses deux frères», Paris, 1835
Stanley Loomis, «Paris in the Terror. June 1793 – July 1794», New York, 1964
Φραγκίσκος Μινιέ, «Ιστορία της Γαλλικής Επανάστασης», Αθήνα, 1954
R. R. Palmer, «Twelve who ruled. The Year of the Terror in the French Revolution», Princeton, 1941 
Liévin-Bonaventure (Abbé) Proyart, «La Vie de Maximilien de Robespierre», Arras, 1850
Βλάσης Ρασσιάς, «Λαιμητόμος Αρετή. Ροβεσπιέρος, Σαιν Ζυστ, Κουτόν», Αθήνα, 2007
George Rudé, «Robespierre: Portrait of a Revolutionary Democrat», New York, 1976
Ruth Scurr, «Fatal Purity: Robespierre and the French Revolution», London, 2006
Albert Soboul (ed.), «Dictionnaire historique de la Révolution française», Paris, 1989
James M. Thompson, «Robespierre», Oxford, 1988





Η αφίσα της βιβλιοπαρουσίασης του βιβλίου
"Λαιμητόμος Αρετή. Ροβεσπιέρος, Σαιν Ζυστ, Κουτόν"








ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΕ: 

ΔΙΑΔΡΟΜΕΣ ΓΙΑ ΕΛΕΥΘΕΡΕΣ ΨΥΧΕΣ 

ΣΥΓΓΡΑΦΕΣ ΓΙΑ ΕΛΕΥΘΕΡΕΣ ΨΥΧΕΣ 

ΕΚΔΟΣΕΙΣ "ΑΝΟΙΧΤΗ ΠΟΛΗ" 

ΚΕΙΜΕΝΑ, ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ, ΕΚΔΗΛΩΣΕΙΣ 

ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ "ΑΝΟΙΧΤΗ ΠΟΛΗ" (1980 - 1993) 

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ