Φρανσουά Ανριό
(Hanriot Francois ή «Henrio», Nanterre, 3 Δεκεμβρίου 1761 – Παρίσι, 28 Ιουλίου 1794) Γάλλος «Ιακωβίνος» επαναστάτης, πρώην δημόσιος υπάλληλος, καταγόμενος από μία αγροτική οικογένεια του χωριού τότε της Ναντέρ, υιός του Πιέρ Ανριό (Edme - Pierre Hanriot) και της Μαργαρίτας Νταβουάν (Marguerite Davoine), που κατά την παιδική ηλικία του Ανριό εγκατέλειψαν την καλλιέργεια της γης και έκτοτε εργάστηκαν ως υπηρετικό προσωπικό, στο εξοχικό σπίτι του κοινοβουλευτικού αξιωματούχου Μ. Φορμέ (Μ. Formey, ή Formé).
φυλακισθεί στην φυλακή Μπισέτρ (Bicetre), όπου μάλιστα τον μαστίγωσαν και τον σημάδεψαν με πυρακτωμένο σίδερο. Ο Ανριό έμεινε φυλακισμένος μέχρι το 1791 και απελευθερώθηκε μόνο μετά από μία επίμονη εκστρατεία του επαναστάτη Ζαν Πωλ Μαρά (Jean-Paul Marat, 1743 – 1793) για την άμεση αποφυλάκισή του, μέσα από τις σελίδες της θρυλικής εφημερίδας «Ο Φίλος του Λαού» («L’Ami du Peuple»), όπου η πράξη του Ανριό προβαλλόταν ως «φιλοδίκαιη» και «πατριωτική». Αμέσως μετά την αποφυλάκισή του, ο Ανριό προσχώρησε στους αντιμοναρχικούς επαναστατικούς κύκλους, εργάσθηκε με ζήλο ως λαϊκός οργανωτής και ομιλητής σε πολιτικές συγκεντρώσεις και έγινε εξαιρετικά αγαπητός στον λαό. Λίγες εβδομάδες αργότερα τον βρίσκουμε στην Γραμματεία της «Λέσχης των Ιακωβίνων» του τομέα στον οποίο κατοικούσε (Jardin des Plantes), και του οποίου εισηγήθηκε και πέτυχε την μετονομασία σε τομέα «των Αβράκωτων» («Sans-Culottes»). Ο Ανριό πολιορκεί
την Εθνοσυνέλευση, ζητώντας
την παράδοση των Γιρονδίνων ΔΙΟΙΚΗΤΗΣ ΤΗΣ ΕΘΝΟΦΡΟΥΡΑΣ Σιγά – σιγά ανήλθε στην ιεραρχία της Εθνοφρουράς και κατέληξε στρατηγός της και Γενικός Διοικητής των ενόπλων δυνάμεων των παρισινών Τμημάτων κατά την εξέγερση του Ιουνίου 1793 που έριξε τους Γιρονδίνους. Παρά το ότι οι Νταντών και Μπαρέρ είχαν ζητήσει την καθαίρεσή του μόλις 3 ημέρες μετά την εξέγερση, παρέμεινε στην θέση του χάρη στην υποστήριξη του ίδιου του Μαξιμιλιανού Ροβεσπιέρου (Maximilien Francois Marie Isidore de Robespierre, 1758 – 1794) και χαιρετίστηκε ως «Σωτήρας της Πατρίδας» («Sauveur de la patrie») από την πέννα του Μαρά, ο οποίος τον υπεραγαπούσε. Την 1η Ιουλίου 1793 η Κομμούνα τον εξέλεξε μόνιμο αρχηγό των ενόπλων δυνάμεών της και έκτοτε διέμενε σε ένα δωμάτιο – γραφείο του δημαρχειακού μεγάρου, διακοσμημένο φανταχτερά και εξαιρετικά καθαρό (λέγεται ότι έδινε έμφαση στην καθαριότητα και ο ίδιος έκανε μπάνιο καθημερινά, κάτι το εξωφρενικό για τα δεδομένα της εποχής, και έκανε σχεδόν κατάχρηση της κολώνιας). Αντίθετα από το υποτιθέμενο «άξεστο» του χαρακτήρα του (όπως συνέφερε να τον περιγράφουν, ακόμα μάλιστα και ως «μεθύστακα», διάφοροι εχθρικοί συγγραφείς της εποχής, κυρίως βασιλόφρονες ή δεξιοί «Γιρονδίνοι», των οποίων τους ισχυρισμούς έχουν διαψεύσει οι ιστορικοί Mathiez και Soboul), όντας ένθερμος οπαδός του Ζαν-Ζακ Ρουσσώ (του οποίου τα άπαντα είχε στην μικρή βιβλιοθήκη του) επέδειξε εξαιρετικό ήθος και αφοσίωση στην υπόθεση της Επανάστασης, έμεινε μέχρι το τέλος πιστός στα ιδανικά του Ροβεσπιέρου (ιδίως στην πολιτική «Αρετή», «Vertu», με αποτέλεσμα οι εχθροί του να τον βρίζουν ως... ημίονο του Ροβεσπιέρου, «la bourique à Robespierre»), ακόμη και μετά την καρατόμηση στις 24 Μαρτίου 1794 των εξτρεμιστών οπαδών του Εμπέρ (των «Hébertists») με τους οποίους είχε στενότατες σχέσεις. 9Η ΘΕΡΜΙΔΟΡ ΚΑΙ ΜΑΡΤΥΡΙΚΟ ΤΕΛΟΣ Το απόγευμα της τρομερής 9ης του μηνός Θερμιδόρ του 1794 προσπάθησε να κινητοποιήσει τις υπό αυτόν δυνάμεις προς διάσωση των συλληφθέντων ροβεσπιεριστών (οι πραξικοπηματίες στην Εθνοσυνέλευση είχαν ζητήσει, δια στόματος Μπιγιό Βαρέν, Billaud-Varenne, πρώτα από όλα την δική του σύλληψη). Επετέθη ο ίδιος στα κρατητήρια της Επιτροπής Γενικής Ασφαλείας επικεφαλής ολιγάριθμων ενόπλων, συνελήφθη και αυτός για λίγες ώρες, απελευθερώθηκε από τον Κοφινάλ (Jean-Baptiste Coffinhal, 1762 - 1794) και στο τέλος τραυματίστηκε σοβαρά κατά την εισβολή των πραξικοπηματιών στο Δημαρχείο του Παρισιού (λογομάχησε με τον Κοφινάλ που τον κατηγόρησε ως «δειλό» και εκείνος τον έσπρωξε έξω από ένα παράθυρο). Σχεδόν γυμνός και μισοπεθαμένος, με το ένα μάτι του βγαλμένο με ξιφολόγχη και λουσμένος στο ίδιο του το αίμα, μεταφέρθηκε στην καρμανιόλα την επόμενη ημέρα, στις 28 Ιουλίου 1794, και καρατομήθηκε σε ηλικία 33 ετών. Το σώμα του ρίχτηκε στον ίδιο ασβεστόλακκο του νεκροταφείου του Ερανσί (Errancis) που εξαφάνισε και τα άλλα σώματα των καρατομημένων ροβεσπιεριστών, ενώ συκοφαντήθηκε και αυτός μετά τον θάνατό του ότι δήθεν επιθυμούσε να... πυρπολήσει την Εθνική Βιβλιοθήκη (από τον αββά Gregoire, τον ίδιον άνθρωπο που παρουσίαζε και τον Ντυμά να επιθυμεί... «την καρατόμηση όλων των ευφυών ανδρών», βλ. «Moniteur», XXII, 86, 14 Φρουκτιδώρ του έτους 2). Βλάσης Γ. Ρασσιάς, 2007 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Dauban Charles-Aimé, «La démagogie à Paris in 1794; Histoire de la rue, du club, de la famine», Paris, 1869 Hamel Ernest, «Histoire de Robespierre», 3 τόμοι, Paris, 1865 – 1867 Kerr B. Wilfred, «The Reign of Terror, 1793 - 1794», Toronto, 1927 Loomis Stanley, «Paris in the Terror. June 1793 – July 1794», New York, 1964 Ρασσιάς Βλάσης, «Λαιμητόμος Αρετή. Ροβεσπιέρος, Σαιν Ζυστ, Κουτόν», Αθήνα, 2007 Ο ΑΝΡΙΟ ΑΝΑΤΡΕΠΕΙ ΤΟΥΣ ΓΙΡΟΝΔΙΝΟΥΣ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΕ: ΔΙΑΔΡΟΜΕΣ ΓΙΑ ΕΛΕΥΘΕΡΕΣ ΨΥΧΕΣ ΣΥΓΓΡΑΦΕΣ ΓΙΑ ΕΛΕΥΘΕΡΕΣ ΨΥΧΕΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ "ΑΝΟΙΧΤΗ ΠΟΛΗ" ΚΕΙΜΕΝΑ, ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ, ΕΚΔΗΛΩΣΕΙΣ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ "ΑΝΟΙΧΤΗ ΠΟΛΗ" (1980 - 1993) |