Σαλβατόρε Τζουλιάνο
(Salvatore «Turi» Giuliano, Μοντελέπρε Σικελίας,
16 Νοεμβρίου 1922 – Καστελβετράνο, 5 Ιουλίου
1950).
Θρυλικός Σικελός πολιτικός ληστής και ένοπλος μαχητής για την ανεξαρτησία του νησιού του.
ΕΞΟΔΟΣ ΣΤΗΝ ΠΑΡΑΝΟΜΙΑ Η «Συμμαχική Στρατιωτική Κυβέρνηση των Κατεχομένων Περιοχών» («Allied Military Government for Occupied Territories», AMGOT) χρησιμοποίησε τα συμβιβασμένα τμήματα του αστυνομικού μηχανισμού του καταρρεύσαντος φασιστικού καθεστώτος για την πάταξη της «μαύρης αγοράς». Επειδή όμως αυτοί σπανίως πληρώνονταν, προτίμησαν να ζουν από τις δωροδοκίες των «μαυραγοριτών» και περιόρισαν τον διωκτικό τους ζήλο αποκλειστικά στους προμηθευτές.
πτέρυγάς του EVIS («Esercito Volontario per l' Indipendenza Siciliana»), τις ελπίδες των οποίων είχαν προδώσει οι Αγγλοαμερικανοί (θέτοντας ξανά την Σικελία υπό την εξουσία της Ρώμης, τον Φεβρουάριο του 1944) και τα οποία βεβαίως τα μοιράζονταν ως μεγάλο και κοινό εχθρό τόσο οι Χριστιανοδημοκράτες, όσο και οι Σοσιαλιστές και οι Κομμουνιστές. Το EVIS απένειμε στον Τζουλιάνο τον βαθμό του συνταγματάρχη και εκείνος ενέταξε στο κίνημα τους άνδρες του, εκγυμνάζοντας επιπροσθέτως 70 ακόμα άνδρες. Στην διαμόρφωση της νέας, πολιτικής πια, ομάδας του, συμμετείχε και ο κατά δύο χρόνια νεότερός του και αδελφικός του φίλος από το Μοντελέπρε Γκασπάρε «Ασπάνε» Πισκιότα (Gaspare «Aspanu» Pisciotta, 1924 – 1954), που είχε αιχμαλωτισθεί ως στρατιώτης από τους Γερμανούς, και μετά την απελευθέρωσή του, το 1945, είχε επιστρέψει στην Σικελία. Στις 27 Δεκεμβρίου 1945, ο μικρός στρατός του Τζουλιάνο επετέθηκε σε έναν σταθμό καραμπινιέρων στην δυτική Σικελία, όμως δύο ημέρες μετά, το κύριο σώμα του μικρού στρατού του EVIS, 150 μαχητές υπό τον Κοντσέτο Γκάλο (Concetto Gallo, 1913 - 1980), εξολοθρεύτηκε από 250 καραμπινιέρους και 350 στρατιώτες έπειτα από πολύωρη μάχη στο Σαν Μάουρο (San Mauro) της Κατάνιας. Στις αρχές του 1946, οι μυστικές υπηρεσίες των Άγγλων και των Αμερικανών ανέφεραν δύο μόνον σώματα «αποσχιστών» να δρουν στην Σικελία, ένα στην ανατολική πλευρά του νησιού, με δύναμη περίπου 100 ανδρών και αρχηγό τον βαρώνο Γιουζέπε Τάσκα (Giuseppe Tasca) και ένα στην δυτική πλευρά υπό τον Τζουλιάνο με δύναμη 90 ανδρών, ενώ την ίδια εποχή η ηγεσία της Μαφίας αποφάσισε να εξολοθρεύσει αυτούς τους ανεξέλεγκτους ένοπλους και έτεινε χείρα συνεργασίας προς τους Αγγλοαμερικανούς. Στις 13 Ιανουαρίου, το κράτος κήρυξε στρατιωτικό νόμο στην περιοχή του Μοντελέπρε επί ένα τετράμηνο και έστειλε στην περιοχή περισσότερους από 500 καραμπινιέρους και στρατιώτες, ενώ ο υπουργός Eσωτερικών Ρομίτα (Romita) επικήρυξε τον Τζουλιάνο για 800.000 λίρες. Στους αμέσως επόμενους μήνες, βλέποντας το αδιέξοδο του ένοπλου αγώνα, το MIS ανακοίνωσε την διάλυση του EVIS και στράφηκε προς τον τυπικό πολιτικό αγώνα, συμμετέχοντας στις εκλογές του Ιουνίου εκείνης της χρονιάς. Παρ’ όλο όμως που θριάμβευσε εκλογικά στις περιοχές που ήλεγχε ο Τζουλιάνο (Μονρεάλε, Τζιαρντινέλο, Μοντελέπρε, κ.λπ.), δεν ξεπέρασε το 9% των ψήφων για το σύνολο της Σικελίας. ΛΗΣΤΗΣ ΘΡΥΛΟΣ Από το φθινόπωρο του 1946 και μέχρι τον θάνατό του, ο Τζουλιάνο με τους 20 – 30 περίπου άνδρες που του είχαν απομείνει, στράφηκε αποκλειστικά σε ληστείες και απαγωγές, μοιράζοντας το μεγαλύτερο τμήμα των λαφύρων ή λύτρων στους φτωχούς, και πληρώνοντας επιδεικτικά δέκα φορές ακριβότερα τους χωρικούς που τον προμήθευαν τροφές και άλλα απαραίτητα είδη, αποκτώντας έτσι μια τεράστια δημοτικότητα, που τον έφερνε πια στα όρια του λαϊκού θρύλου. Δηλώνοντας πως ο κάθε Σικελός πρέπει να αποκτήσει την δική του ιδιοκτησία γης ώστε μία ημέρα το νησί να μπορέσει να αποσχιστεί από την Ιταλία, δημιούργησε ένα αποτελεσματικότατο «κομάντο» (ομάδα κρούσης) υπό τους Αντόνιο Τερανόβα (Antonio Terranova) και Σαλβατόρε Πασατέμπο (Salvatore Passatempo), που διέπραττε απαγωγές πλουσίων οι οποίες άφησαν εποχή όχι μόνο για την μεθοδολογία τους, αλλά και για τον υποδειγματικό τρόπο μεταχείρισης των απαχθέντων, στους οποίους εξασφαλίζονταν από τα αναγκαία φάρμακά, έως τα αγαπημένα φαγητά ή βιβλία. Ο Τζουλιάνο, τον οποίο ο ιστορικός Έρικ Χομπσμπάουμ (Eric Hobsbawm) περιέγραψε ως τον τελευταίο λαϊκό ληστή τύπου Ρομπέν των Δασών, επέβαλε επίσης αυστηρή δικαιοσύνη στις περιοχές που είχε υπό τον απόλυτο έλεγχό του. Σκότωσε καταδότες, εκμεταλλευτές των φτωχών ανθρώπων, καταχραστές, και σε μία περίπτωση έναν ανεξάρτητο ληστή που ενεργούσε εν ονόματί του. Παράλληλα εξακολουθούσε να βρίσκεται σε ανοικτό πόλεμο με το ιταλικό κράτος, έναν πόλεμο που από το 1943 έως το 1949 κόστισε την ζωή 87 καραμπινιέρων και 33 αστυνομικών.
Τις πραγματικές λεπτομέρειες για το ποιοι μεθόδευσαν και προκάλεσαν την σφαγή της Πορτέλα ντι Γκινέστρα δεν θα την μάθουμε βεβαίως ποτέ, αν και η λογική συμπεραίνει ότι ο 24χρονος ληστής θα πρέπει μάλλον να καταταγεί στην πλευρά των θυμάτων της προβοκάτσιας (υπήρξαν μάλιστα αναφορές ότι 4 γνωστοί μαφιόζοι είχαν θεαθεί, οπλισμένοι μάλιστα με πολυβόλα, στην περιοχή). Την ίδια άποψη είχαν άλλωστε και οι ομοϊδεάτες των 11 νεκρών και 27 τραυματιών, που στην αναμνηστική καταγγελτική στήλη την οποία έστησαν στο σημείο του μακελειού δεν ανέφεραν καθόλου τον Τζουλιάνο: «Την Πρωτομαγιά του 1947, εδώ στον βράχο του Μπαρμπάτο, ενώ συμμετείχαν στον εορτασμό της εργατικής τάξης και πανηγύριζαν τη νίκη της 20ης Απριλίου, άνδρες, γυναίκες και παιδιά από την Πιάνα, το Σ. Τσιπιρέλο και το Σ. Γκιουζέπε, σκοτώθηκαν με απερίγραπτη αγριότητα από τις σφαίρες της Μαφίας και των κτηματιών, που θυσίασαν αθώα θύματα για να συντριβεί ο αντιφεουδαρχικός αγώνας της αγροτιάς». Ο ιστορικός Φραντσέσκο Ρέντα (Francesco Renda), που υπήρξε μάλιστα παρών στην σφαγή γιατί ήταν ένας από τους προγραμματισμένους ομιλητές της συγκέντρωσης, θεωρεί ως σκοπό της προβοκάτσιας την εξώθηση των εξοργισμένων χωρικών σε αντίποινα κατά των μαφιόζων της περιοχής, ώστε να δοθεί έτσι καλή πρόφαση για να τεθούν εκτός νόμου οι κομμουνιστές. Την Πρωτομαγιά του 1949 ο κομμουνιστής ηγέτης Γκιρολάμο Λι Κάουζι (Girolamo Li Causi, 1896 – 1977) κάλεσε δημόσια τον Τζουλιάνο να δώσει τα ονόματα των ενόχων και μετά από λίγες ημέρες έλαβε ιδιόχειρη επιστολή του καταζητούμενου ληστή, που απαντούσε με τα εξής λόγια: «Μόνον άνδρες δίχως τιμή δίνουν ονόματα. Όχι ένας άνθρωπος που θέλει να παίρνει την Δικαιοσύνη στα χέρια του, που θέλει να κρατήσει ψηλά την υπόληψή του και που το αξιολογεί αυτό ως σημαντικότερο και από αυτή την ίδια την ζωή του». Όταν πάντως στην απαντητική επιστολή του ο Λι Κάουζι οδήγησε τον διάλογο στο πρόσωπο του χριστιανοδημοκράτη υπουργού Εσωτερικών Μάριο Σκέλμπα (Mario Scelba), ο Τζουλιάνο έμμεσα υπέδειξε τον πραγματικό εμπνευστή της προβοκάτσιας: «Γνωρίζω ότι ο συγκεκριμένος με θέλει νεκρό. Νεκρό επειδή συντηρώ έναν εφιάλτη που κρέμεται πάνω από το κεφάλι του. Επειδή μπορώ να τον φέρω να λογοδοτήσει για πράξεις που, εάν αποκαλυφθούν, θα τελειώσουν όχι μόνο την πολιτική του σταδιοδρομία, αλλά και την ίδια του την ζωή». ΥΠΟ ΑΣΤΑΜΑΤΗΤΟ ΑΝΘΡΩΠΟΚΥΝΗΓΗΤΟ
Στην κοροϊδία των πολιτικών ήλθε να προστεθεί η πληροφορία ότι οι μαφιόζοι του Φλέρες κατέδιδαν κανονικά τις κινήσεις του στην αστυνομία. Στις 17 Ιουλίου 1948 ο Φλέρες εκτελέστηκε από δύο ένοπλους στην κεντρική πλατεία του Παρτινίκο, όμως πλέον όλη η Μαφία αναζητούσε τον Τζουλιάνο για ν’ αντεκδικηθεί. ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΙΚΗ ΠΡΟΒΟΛΗ Ο Αμερικανός δημοσιογράφος Μάϊκελ Στερν (Michael Stern) που τον είχε συναντήσει παλαιότερα, την άνοιξη του 1947, τον είχε περιγράψει «αμερικάνικα», δηλαδή ρηχά και επιπόλαια ως… «Έρολ Φλυν που παριστάνει τον Πάντσο Βίλα». Ανάλογα θα τον περιγράψει αργότερα και η Νατάλια Μάρραιη (Natalia Danesi Murray, τον Απρίλιο του 1950 στο «United Nations World Magazine») ως… «θεατρινίζοντα μεγαλομανή». Τον Νοέμβριο του 1948 πάντως, ο Τζουλιάνο εξασφάλισε μία σοβαρότερη δημοσιότητα μετά από συνέντευξη και φωτογράφισή του στα ορεινά κρυσφήγετά του από την τότε 33χρονη Σουηδή ηθοποιό και δημοσιογράφο Μαρία Κυλιάκου (Maria Cyliakus, αρχικό όνομα Karin Tekla Maria Lannby, 1916 - 2007). Η συνέντευξη είδε το φως της δημοσιότητας σε συνέχειες τον Ιανουάριο και Φεβρουάριο του 1949 (23 Ιανουαρίου – 10 Φεβρουαρίου) στο εβδομαδιαίο περιοδικό «Oggi» υπό τον τίτλο «Τρεις ημέρες με τους ληστές της Σικελίας» και από εκεί διαδόθηκε μέσω αναδημοσιεύσεων σε ολόκληρο τον κόσμο.
Συνεχίζοντας τις απαγωγές πλουσίων και τις επιθέσεις κατά αστυνομικών σταθμών, ο Τζουλιάνο κράτησε ψηλά την φήμη του μέχρι και το καλοκαίρι του 1949. Τον Αύγουστο, ο χριστιανοδημοκράτης υπουργός Εσωτερικών Μάριο Σκέλμπα που ήθελε νεκρό τον Τζουλιάνο μετά τις υπόνοιες που άφηνε ο τελευταίος για τον πολιτικό εγκέφαλο της σφαγής της Πορτέλα ντι Γκινέστρα, τοποθέτησε διοικητή του αντι-συμμοριτικού τομέα της δυτικής Σικελίας τον 58χρονο συνταγματάρχη της καρμαπινιερίας Ούγκο Λούκα (Ugo Luca) στην θέση του αστυνομικού Κίρο Βερντιάνι (Ciro Verdiani). Η πρώτη «επαφή» του Λούκα με την ομάδα του Τζουλιάνο ήταν γι’ αυτόν εφιαλτική. Επιστρέφοντας στις 19 Αυγούστου στο Παλέρμο μετά από μία επιθεώρηση μιας μονάδας καραμπινιέρων στο Μπελολάμπο (Bellolampo), η πυροδότηση κρυμμένων κάτω από τον δρόμο εκρηκτικών διέλυσε το κονβόϊ του Λούκα, σκοτώνοντας 8 άνδρες του και τραυματίζοντας 14. Έξω φρενών ο Σκέλμπα, έστειλε 500 ακόμη καραμπινιέρους στην Σικελία, διέταξε τον Λούκα να εξοντώσει με κάθε τρόπο τον Τζουλιάνο και τον ενίσχυσε με τον λοχαγό Αντόνιο Παρέντζε (Antonio Perenze), βετεράνο στην αντιμετώπιση ανταρτοπόλεμου, με πλούσια εμπειρία από την Αιθιοπία και την Λιβύη. Στο πλευρό του Λούκα έσπευσε και η Μαφία, που δυσανασχετούσε με όλη αυτή την αστυνομοκρατία στην δυτική Σικελία, και διέταξε όλους τους πληροφοριοδότες της να παρέχουν ελεύθερα στον καραμπινιέρο κάθε πληροφορία σχετικά με τον Τζουλιάνο. ΟΙ ΠΡΩΤΕΣ ΑΠΟΤΥΧΙΕΣ Απέναντι στους μηχανισμούς του Λούκα, ο Τζουλιάνο γνώρισε τον Οκτώβριο τις πρώτες επιχειρησιακές του αποτυχίες, και, ακόμα χειρότερα, στις 13 του μηνός, έπειτα από «κάρφωμα» της Μαφίας, τραυματίστηκε σοβαρά και συνελήφθη σε προάστειο του Παλέρμο, μετά από σύντομη μάχη, ένας από τους καλύτερους καταδρομείς του, ο 28χρονος Γκιουζέπε Κουτσινέλα (Giuseppe Cucinella), ο οποίος είχε επισκεφθεί το σπίτι της ερωμένης του Άντζελα Μπουρουάνο (Angela Burruano) που επίσης συνελήφθη γιατί συμμετείχε στην ανταλλαγή πυροβολισμών. Οι 10 άνδρες του κομάντο του, που τον περίμεναν μερικά χιλιόμετρα μακριά, σε μία φάρμα του Καμπορεάλς (Campo Reals) συνελήφθησαν και αυτοί μετά από μία ακόμη μάχη. Ολιγομελής πια και εκτεθειμένη η ομάδα του Τζουλιάνο, εγκατέλειψε τα ορεινά της κρησφύγετα και κρύφτηκε στην πόλη του Καστερλβετράνο (Castelvetranο), όπου ζούσε και ο πνευματικός μέντοράς του και δικηγόρος Γκρεγκόριο ντε Μαρία (Gregorio de Maria). Τον Δεκέμβριο του 1949, ο παραγκωνισμένος Βερντιάνι, θέλοντας να ενοχλήσει τον Λούκα και τον υπουργό Σκέλμπα, επικοινώνησε με τον Τζουλιάνι και κανόνισε μία συνέντευξη αυτού και του υπαρχηγού του Πισκιότα στον δημοσιογράφο Γιάκοπο Ρίτσα (Jacopo Rizza) του περιοδικού «Oggi». Η συνέντευξη που δημοσιεύθηκε σε συνέχειες, προκάλεσε αίσθηση στο κοινό και μεγάλη ντροπή στην κυβέρνηση. ΠΡΟΔΟΣΙΑ ΚΑΙ ΕΚΤΕΛΕΣΗ Τον Ιανουάριο του 1950, ο αξιωματικός της καραμπινιερίας Τζιοβάνι Λο Μπιάνκο (Giovanni Lo Bianco) εξαγόρασε τον ταμία του Τζουλιάνο και παράλληλα μέλος της Μαφίας Μπενεντέτο Μινάσολα (Benedetto Minasola) και του ανέθεσε να καταδίδει το ένα μετά το άλλο όλα τα μάχιμα μέλη της οργάνωσης, πράγμα στο οποίο ο Μινάσολα προχώρησε ανενδοίαστα και υπό την έγκριση μάλιστα της Μαφίας, η οποία ήθελε παντί τρόπω να αποσυνδέσει το όνομά της από την «ομάδα Τζουλιάνο». Μέχρι τον Απρίλιο, οι περισσότεροι μάχιμοι σύντροφοι του Τζουλιάνο, 36 τον αριθμό, είχαν συλληφθεί και παραπεμφθεί σε δίκη στα τέλη του ερχόμενου καλοκαιριού για την σφαγή της Πορτέλα ντι Γκινέστρα, παρ’ όλο που όλοι τους υποστήριζαν ότι δεν ήσαν εκεί.
ΤΑ ΜΕΤΑ ΘΑΝΑΤΟΝ Ανάμεσα στο πλήθος που συγκεντρώθηκε την επόμενη ημέρα για να δει τον σκοτωμένο Τζουλιάνο, ήταν και η μητέρα του, που είχε κληθεί για την αναγνώριση του νεκρού. Η αστυνομία έδειξε ιδιαίτερα ενοχλημένη όταν εκείνη γονάτισε και φιλούσε όλες τις αιματοκηλίδες που ακόμα φαίνονταν στο χώμα. Η κηδεία έγινε στις 19 Ιουλίου 1950 στο Μοντελέπρε, με απαγόρευση πρόσβασης για το κοινό. Παρά τις «υπηρεσίες» του, ο προδότης Πισκιότα συνελήφθη μετά από λίγους μήνες, στις 5 Δεκεμβρίου 1950 και παραπέμφθηκε και αυτός σε δίκη ως συμμορίτης και ένοχος για την σφαγή της Πορτέλα ντι Γκινέστρα. Στην διάρκεια της δίκης (και συγκεκριμένα στις 11 Mαϊου 1951) ομολόγησε ότι ήταν αυτός που είχε σκοτώσει τον Τζουλιάνο και όχι οι καραμπινιέροι, λόγω της υπόσχεσης γι’ αμνήστευση που του είχε δώσει ο ίδιος ο υπουργός Εσωτερικών Μάριο Σκέλμπα, μέσω του συνταγματάρχη Ούγκο Λούκα. Κατονόμασε επίσης και διάφορα υψηλά πρόσωπα (τον Ματαρέλα, τον πρίγκηπα Gianfranco Alliata του Μονρεάλε, τον Μαρτσεζάνο, τον μοναρχικό βουλευτή Giacomo Cusumano Geloso, κ.ά.), ισχυριζόμενος πως εκείνοι είχαν διατάξει την σφαγή της Πορτέλα ντι Γκινέστρα, αν και αργότερα όλοι δικάστηκαν και αθωώθηκαν. Καταδικάστηκε σε ισόβια καταναγκαστικά έργα και, τελικά, όταν απείλησε πως θα αποκαλύψει τίνος ήταν η υπογραφή κάτω από την διαταγή της 27ης Απριλίου 1947 για την σφαγή της Πορτέλα ντι Γκινέστρα, δολοφονήθηκε με δηλητήριο (στρυχνίνη) στις 9 Φεβρουαρίου 1954, μέσα στις φυλακές του Παλέρμο, παρά τις πάμπολλες προφυλάξεις του. Η δίκη για την σφαγή της Πορτέλα ντι Γκινέστρα ολοκληρώθηκε τον Μάϊο του 1952 και 12 από τους κατηγορούμενους, ανάμεσα στους οποίους και οι Πισκιότα και Τερανόβα, καταδικάστηκαν σε ισόβια καταναγκαστικά έργα, 4 άλλοι σε μικρότερες ποινές και οι υπόλοιποι αθωώθηκαν. Ο τελευταίος από την ομάδα του Τζουλιάνο που είχε μείνει ελεύθερος και ζωντανός, ο Σαλβατόρε Πασατέμπο, σκοτώθηκε σε ανταλλαγή πυροβολισμών στις 7 Αυγούστου 1952, κοντά στο Καμπορεάλε (Camporeale). Δέκα χρόνια μετά την εξόντωση του Τζουλιάνο, στις 20 Σεπτεμβρίου 1960, ο καταδότης Μινάσολα εκτελέστηκε δημόσια με πυροβολισμούς κατά την διάρκεια ενός παζαριού αλόγων στο Μονρεάλε. Ο τάφος του Τζουλιάνο Ο Ναπολιτάνος σκηνοθέτης Φραντσέσκο Ρόσι (Francesco Rosi, 1922 - 2015), χρησιμοποιώντας ανθρώπους που έζησαν τα γεγονότα και κυρίως την σφαγή της Πορτέλα ντι Γκινέστρα, δημιούργησε το 1962 το βραβευμένο νεορεαλιστικό ντοκυμανταίρ «Salvatore Giuliano», με τον ίδιο τον Τζουλιάνο να είναι απών και να εμφανίζεται μόνον ως νεκρός, ενώ το 1987 ο Μάϊκλ Τσιμίνο (Michael Cimino, 1939 - ) μετέφερε στην μεγάλη οθόνη το αφιερωμένο στην ζωή του Τζουλιάνο βιβλίο του Μάριο Πούζο (Mario Gianluigi Puzo, 1920 - 1999) «Ο Σικελός» («The Sicilian», 1967). Τέλος, καθώς διάφοροι ερευνητές και δημοσιογράφοι υποστήριζαν ότι ο Τζουλιάνο δεν είχε σκοτωθεί αλλ’ είχε διαφύγει στις Η.Π.Α., μέσω Τυνησίας, τον Οκτώβριο του 2010, 60 χρόνια μετά το θάνατό του, έγινε εκταφή των οστών του με εντολή της Εισαγγελίας του Παλέρμο, για να επιβεβαιωθεί η ταυτότητά του μέσω ανάλυσης DNA. Βλάσης Γ. Ρασσιάς, 2015 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ: Antonello Battaglia , «Separatismo siciliano: I documenti military», Roma, 2015 Giovanni Lo Bianco, «Il carabiniere e il bandito. Resoconto inedito della fine di Salvatore Giuliano», Milano, 1999 Giuseppe Casarrubea, «Storia segreta della Sicilia: Dallo sbarco alleato a Portella della Ginestra», Milano, 2007 Billy Jaynes Chandler, «King of the Mountain - The Life and Death of Giuliano the Bandit», Chicago, 1988 Monte S. Finkelstein, «Separatism, the Allies and the Mafia: The Struggle for Sicilian Independence, 1943-1948», Bethlehem, 1998 Giuseppe Sciortino Giuliano, «Mio fratello Salvatore Giuliano», Palermo, 2007 Carlo Maria Lomartire, «Il bandito Giuliano», Milano, 2007. Carlo Lucarelli, «Il bandito Giuliano, in Nuovi misteri d' Italia. I casi di Blu Notte», Torino, 2004 Giusepppe Carlo Marino, «Storia del separatismo siciliano 1943-1947», Roma, 1979 Tim Newark, «The Mafia at War: The Shocking True Story of America's Wartime Pact with Organized Crime», New York, 2012 (στα ελληνικά «Μαφία και Β Παγκόσμιος Πόλεμος: Η συμπαιγνία των Συμμάχων και το οργανωμένο έγκλημα 1941 – 1950», Αθήνα, 2008) Carlo Ruta, «Giuliano e lo Stato. Documenti sul primo intrigo della Repubblica», Messina, 2004 Paolo Sidon - Paolo Zanetov, «Cuori rossi contro cuori neri», Roma, 2013 ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΕ: ΔΙΑΔΡΟΜΕΣ ΓΙΑ ΕΛΕΥΘΕΡΕΣ ΨΥΧΕΣ ΣΥΓΓΡΑΦΕΣ ΓΙΑ ΕΛΕΥΘΕΡΕΣ ΨΥΧΕΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ "ΑΝΟΙΧΤΗ ΠΟΛΗ" ΚΕΙΜΕΝΑ, ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ, ΕΚΔΗΛΩΣΕΙΣ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ "ΑΝΟΙΧΤΗ ΠΟΛΗ" (1980 - 1993)
|