Τομάς Γκαρίδο Καναμπάλ

(Tomás Garrido Canabal, Playas de Catazajá, Chiapas, 20 Σεπτεμβρίου 1891 - Los Angeles, California, 8 Απριλίου 1943)

Μεξικανός πολιτικός και επαναστάτης, χαρισματικός λαϊκός ηγέτης, αντικληρικαλιστής, σοσιαλιστής και κοινωνικός αναμορφωτής, επί σειρά ετών κυβερνήτης της επαρχίας του Ταμπάσκο, αποκαλούμενος και «Κόκκινος Τοξότης» («El Sagitario Rojo»).


ΠΡΩΤΑ ΧΡΟΝΙΑ

Γεννήθηκε από τους εύπορους γαιοκτήμονες Πίο Γκαρίδο Λακρουά (Pio Garrido Lacroix) και Χοσέφα Καναμπάλ Μπράουν (Josefa Canabal Brown), στην «hacienda» του πατέρα της Χοσέφας στο Πλάγιας ντε Καταζάχα της επαρχίας Τσιάπας (Chiapas) του Μεξικού, στις 20 Σεπτεμβρίου 1891.

Μορφώθηκε σε ιδιωτικά σχολεία στην Βιλαερμόσα (Villahermosa, τότε San Juan Bautista de la Villa Hermosa) της επαρχίας του Ταμπάσκο (Tabasco) και την Βερακρούζ (Veracruz) και εν συνεχεία αποφοίτησε από την νομική Σχολή της επαρχίας του Καμπέτσε (Campeche). Ως φοιτητής γνώρισε την Ντολόρες Λιοβέρα Σόσα (Dolores Llovera Sosa), θυγατέρα μιας επιφανούς οικογένειας του Καμπέτσε, την οποία νυμφεύθηκε το 1915 και απέκτησε μαζί της τρία τέκνα, τους Mayitzá Drusso, Soy La Libertad και Lenin Garrido Llovera.

Πολιτικοποιήθηκε από πολύ νωρίς, και ήδη το 1906, σε ηλικία μόλις 15 ετών, ενώ σπούδαζε στο δημόσιο εκπαιδευτήριο «Juárez Institute» της Βιλαερμόσα, συμμετείχε στις φοιτητικές διαδηλώσεις κατά του τότε κυβερνήτη του Ταμπάσκο στρατηγού Μπαντάλα (Abraham Bandala Patiño, 1838 - 1916). Το 1912 ενώ ήδη σπούδαζε στο Καμπέτσε, προσχώρησε τις εκεί ριζοσπαστικές φοιτητικές κινήσεις.


ΜΕΞΙΚΑΝΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ

Στα μεσαία και τελευταία χρόνια της Μεξικανικής Επανάστασης (La Revolución Mexicana, 1910 - 1920), ο νεαρός δικηγόρος ανέλαβε κάποιες δικαστικές θέσεις (στην Βιλαερμόσα και την Πουέμπλα), αλλά και διάφορες πολιτικές θέσεις, αρχικά to 1915 στην υπό τον αντι-κληρικαλιστή Σαλβαδόρ Αλβαράδο (Salvador Alvarado Rubio, 1880 - 1924) τοπική κυβέρνηση του Γιουκατάν (Yukatan) και ένα συνεχεία, το 1916 στην υπό τον Φραντσίσκο Μιούγικα (Francisco J. Múgica Velázquez, 1884 - 1954) τοπική κυβέρνηση του Ταμπάσκο, όταν η πρωτεύουσά του μετονομάστηκε από «Βιλαερμόσα  του Αγίου Ιωάννη Βαπτιστή» σε απλώς «Βιλαερμόσα».

Από τις αλλαγές που επιχείρησε η κυβέρνηση Μιούγικα, ο Γκαρίδο επηρεάστηκε περισσότερο από τις μετατροπές των εκκλησιών σε δημόσια σχολεία και την παλλαϊκή συμμετοχή στην κατασκευή δρόμων. Ήδη από το 1914 υποστήριζε πολιτικά τον μελλοντικό (το 1921) πρόεδρο Αλβάρο Ομπρεγόν (Álvaro Obregón Salido, 1880 - 1928), που έχοντας μόλις ανατρέψει τον δικτάτορα Βικτοριάνο Χουέρτα (José Victoriano Huerta Márquez, 1850 – 1916), σφράγιζε εκκλησίες και φυλάκιζε κληρικούς λόγω της συνεργασίας τους με τον δικτάτορα. Το 1917 προσχώρησε στο άρτι ιδρυθέν από τον Eligio Hidalgo Álvarez «Ριζοσπαστικό Ταμπασκενικό Κόμμα» («Partido Radical Tabasqueño», PRT) και από τον Αύγουστο έως τον Νοέμβριο του 1919, σε ηλικία μόλις 28 ετών, θήτευσε προσωρινός κυβερνήτης του Ταμπάσκο και εν συνεχεία γενικός γραμματέας της κυβέρνησης.

ΚΥΒΕΡΝΗΤΗΣ ΤΟΥ ΤΑΜΠΑΣΚΟ

Αφοσιωμένος «obregonista», ο Γκαρίδο θήτευσε από τον Νοέμβριο του 1920 κανονικός κυβερνήτης της επαρχίας του Ταμπάσκο, από τον Ιανουάριο του 1923 μάλιστα εκλεγμένος στο νέο συνταγματικό πλαίσιο του Μεξικού, ως υποψήφιος του «Ριζοσπαστικού Ταμπασκενικού Κόμματος» για την θητεία 1923 - 1926, αλλά ανατράπηκε το 1924 από τους στασιαστές κατά του προέδρου Ομπρεγόν, των οποίων ηγείτο ο Αδόλφος ντε λα Χουέρτα (Felipe Adolfo de la Huerta Marcor, 1881 – 1955). Μετά την καταστολή της στάσης του Χουέρτα, την επιστροφή του στην θέση του κυβερνήτη και την ληξη της θητείας του, ανέλαβε νέος κυβερνήτης ο αφοσιωμένος οπαδός του Κρουζ (Ausencia C. Cruz). Από το 1926 ο Γκαρίδο ασκούσε πολιτική δράση ως σοσιαλιστής, όντας πρόεδρος μάλιστα της οργάνωσης «Liga Central de Resistencia». Μετά την λήξη της θητείας του Κρουζ, επέστρεψε στην θέση του κυβερνήτη από τον Ιανουάριο του 1931 έως τον Δεκέμβριο του 1934.

Στην περίπου μιάμιση δεκαετία της παντοδυναμίας του στο Ταμπάσκο, ο Γκαρίδο, που είχε την ικανότητα να πείθει και να συσπειρώνει εύκολα γύρω του τους ανθρώπους που χρειαζόταν, αφιέρωσε την περισσότερη ενέργειά του στην ανόρθωση του μορφωτικού επιπέδου του λαού, ιδίως των νέων ανθρώπων, και στην καταδίωξη του φανατισμού και σκοταδισμού που έσπερνε η Εκκλησία, ενώ παράλληλα φρόντισε για την συνδικαλιστική οργάνωση όλων των σπουδαστών και των εργατών, την βελτίωση των στεγαστικών συνθηκών και των συγκοινωνιών, την χειραφέτηση των γυναικών (στις οποίες έδωσε δικαίωμα ψήφου το 1934) και την βελτίωση του όλου οικονομικού επιπέδου του λαού μέσα από μια σειρά αγροτικών και κοινωνικών αλλαγών. Στην προσπάθειά του για ουσιαστική πρόοδο στο Ταμπάσκο, τόλμησε μάλιστα το 1925 να εκδώσει τον «Νόμο των Δρόμων» («Ley Vial»), σύμφωνα με τον οποίο κάθε χρονιά όλοι οι άνδρες από 18 έως 50 ετών έπρεπε να αφιερώσουν 12 ώρες εργασίας στην επέκταση του οδικού δικτύου του κρατιδίου. Δικαιολογημένα λοιπόν ο πολιτικός Λόπεζ Ομπραδόρ (Andrés Manuel López Obrador, 1952 - ) θα αποκαλέσει αργότερα (1995) το «γκαριδιστικό» Ταμπάσκο «πολιτική Μέκκα του Μεξικού».

ΑΝΤΙ-ΚΛΗΡΙΚΑΛΙΣΤΙΚΗ ΔΡΑΣΗ

Το αντικληρικαλιστικό έργο του στο Ταμπάσκο, το οποίο η κεντρική κυβέρνηση του Μεξικού χαιρέτησε τότε ως «Εργαστήρι της Επανάστασης» («El laboratorio de la Revolución»), έμεινε ιστορικό, αφού κατόρθωσε να καταστρέψει πλήρως την οργανωτική δομή των θεοκρατών και να κλείσει όλους τους λατρευτικούς τους χώρους. Η «Αντιθρησκευτική Εκστρατεία» («La Campaña Antirreligiosa») ξεκίνησε το 1928 ενώ ήταν ακόμη κυβερνήτης ο Κρουζ, με πλήρη θεωρητική υποστήριξη από τον Γκαρίδο που τόνιζε ότι, για τον λαό, ο δρόμος προς την ελευθερία περνάει υποχρεωτικά μέσα από την καταστροφή του Χριστιανισμού και του αλκοόλ: «πώς είναι δυνατόν ένας άνθρωπος με υγιή κρίση να μελετήσει Ιστορία και να μην φθάσει στο συμπέρασμα ότι η θρησκεία και το αλκοόλ υπήρξαν οι μεγαλύτερες πληγές της ανθρωπότητας;». Ως προεόρτιο, δύο χρόνια πριν (1926) είχε εκδώσει νόμο, ο οποίος, καθώς απαγόρευε στους ανύπαντρους χριστιανούς κληρικούς να ιερουργούν, υποχρέωσε το 1927 τον ιησουϊτη (6ο) επίσκοπο του Ταμπάσκο και μετέπειτα (36ο) αρχιεπίσκοπο Μεξικού Πασκουάλ Ντίας (Pascual Díaz y Barreto, 1876 – 1936) να εγκαταλείψει εσπευσμένα το «κρατίδιο των ιακωβίνων».

Στα πλαίσια της «Αντιθρησκευτικής Εκστρατείας», από το 1928 έως και το 1934 ο Τομάς Γκαρίδο, σφράγισε όλες τις εκκλησίες εκτός από δύο, ίδρυσε δεκάδες νέα σχολεία, αφαίρεσε τους σταυρούς από τα νεκροταφεία, απέλασε όλους τους κληρικούς, απαγόρευσε τις νηστείες, συντόνισε οργανωμένες ομάδες νέων σε έναν απηνή πόλεμο κατά της θρησκοληψίας και του αλκοόλ, διοργάνωσε σεμινάρια «απο-φανατισμού» και γνωριμίας του λαού με τον ορθολογισμό και την επιστήμη, και απαγόρευσε ακόμη και τον χαιρετισμό «adiós» που παρέπεμπε στον Θεό.

ΟΙ «ΕΡΥΘΡΟΧΙΤΩΝΕΣ»

Τους λεγόμενους «ερυθροχίτωνες» («Los Camisas Rojas») ίδρυσαν το 1932 ως «Bloque Juvenil Revolucionario», οι Αντόνιο Οκάμπο (Antonio Ocampo Ramirez), φοιτητής, Αλφόνσο Καπαρόσο (Alfonso Bates Caparroso), φοιτητής, και Κάρλος Μαδράζο (Carlos Alberto Madrazo Becerra, 1915 – 1969), ρήτορας και εμπνευστής της «σοσιαλιστικής παιδείας», την οποία όντως υλοποίησε ο Γκαρίδο. Πρόδρομος των «ερυθροχιτώνων» ήταν η οργάνωση «Επαναστάτες Ριζοσπάστες Νέοι» («Jóvenes Revolucionarios Radicales»), την οποία είχαν ιδρύσει οι ίδιοι τρεις άνθρωποι στις 10 Νοεμβρίου 1931, μέσα από τις τάξεις του «Σοσιαλιστικού Ριζοσπαστικού Κόμματος του Ταμπάσκο» («Partido Socialista Radical Tabasqueño», PSRT). Συσπειρωμένοι γύρω από τον Γκαρίδο, οι ενθουσιώδεις πολυάριθμοι νεαροί «ερυθροχίτωνες» και των δύο φύλων στήριξαν με πάθος τον «απο-φανατισμό» του λαού και έριχναν στην φωτιά κάθε χριστιανικό σύμβολο που ανακάλυπταν μετά από εφόδους σε σπίτια πιστών.
 
Το 1934, ενώ ήδη είχε χορηγήσει στην επαρχία του δικαίωμα ψήφου και στις γυναίκες, ο Γκαρίδο έγινε υπουργός Γεωργίας τον Νοέμβριο του 1934 στην κυβέρνηση του Λάζαρου Καρντένας (Lázaro Cárdenas del Río, 1895 – 1970), καταχειροκροτούμενος στο στάδιο της Πόλεως του Μεξικού από 800 «ερυθροχίτωνες». Μερικές εβδομάδες μετά όμως, στα τέλη του Δεκεμβρίου 1934 δέχθηκε την μήνη των πιστών, όταν 7 νεαροί «ερυθροχίτωνες» προσπάθησαν να πυρπολήσουν την εκκλησία της Σάντα Κατερίνα και μετά από μερικά εικοσιτετράωρα άλλοι «ερυθροχίτωνες» κάρφωσαν την κόκκινη και μαύρη σημαία τους στο προαύλιο της εκκλησίας του Σαν Χουάν Μπατίστα και έβγαλαν πύρινους λόγους κατά του Χριστιανισμού, με αποτέλεσμα να δεχθούν την επίθεση των πιστών.



Κορίτσια «ερυθροχίτωνες» μπροστά σε κατεδαφισμένη εκκλησία.
Οι

Γκαρίδο και Καρντένας σώζουν τα παιδιά από το τέρος της
αμορφωσιάς και της θρησκοληψίας (προπαγανδιστική αφίσα της εποχής).


Στις συμπλοκές που ακολούθησαν, σκοτώθηκαν 5 χριστιανοί, ενώ πιάστηκε και λιντσαρίστηκε μέσα στην εκκλησία ο ανυποψίαστος 20χρονος «ερυθροχίτωνας» Ερνέστο Μάλντα (Ernesto Malda) που είχε φθάσει μετά τα γεγονότα στην περιοχή. H πρώτη εβδομάδα του 1935 πέρασε με συνεχείς διαδηλώσεις νεαρών «ερυθροχιτώνων» και των δύο φύλων, αποδόσεις λατρείας στον «μάρτυρα του ελευθέρου πνεύματος» Μάλντα και πύρινη αρθρογραφία στην εφημερίδα του κινήματος «Κόκκινη Νεολαία» («Juventud Roja»), όμως εναντίον τους τώρα τοποθετήθηκαν και οι μαρξιστές διανοούμενοι, όπως ο γνωστός τοιχογράφος Νταβίντ Αλφάρο Σικέϊρος  (José David Alfaro Siqueiros, 1896 - 1974) που τους αποκάλεσε «πιο επικίνδυνους ακόμα και από τους φασίστες χρυσοχίτωνες (Camisas Doradas)» και κάλεσε τους χριστιανούς σε συμμαχία για «να αντιμετωπιστεί ο κοινός εχθρός». Χίλιοι πεντακόσιοι φοιτητές, μαρξιστές και φανατικοί χριστιανοί, έκαναν έφοδο στα γραφεία των «ερυθροχιτώνων» και τα κατέστρεψαν, με αποτέλεσμα 5 ακόμη νεκρούς και δεκάδες τραυματίες.

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΞΟΥΔΕΤΕΡΩΣΗ

Ο πρόεδρος Καρντένας, τον οποίο οι εφημερίδες στις Η.Π.Α. αποκαλούσαν «προστάτη δολοφόνων», παρά την αρχική από πλευράς του καταδίκη των εγκληματικών επιθέσεων των χριστιανών και πάσης φύσεως «antigarridistas», μεταστράφηκε από τις παλαιές θέσεις του (υπήρξε και αυτός σκληρός αντι-κληρικαλιστής όταν στις αρχές της δεκαετίας ήταν κυβερνήτης του Μιτσοακάν) και στράφηκε τελικά κατά του Τομάς Γκαρίδο Καναμπάλ, τον οποίο καθαίρεσε από υπουργό τον Ιούνιο του 1935 και στην θέση του τοποθέτησε έναν δηλωμένο φιλεκκλησιαστικό πολιτικό.

Ενθουσιασμένη τώρα η Εκκλησία, έστειλε στην πρωτεύουσα του Ταμπάσκο Βιλαερμόσα 21 φοιτητές με επικεφαλής τον 36χρονο θρήσκο νομικό Ροντόλφο Φουσέρ (Rodolfo Brito Foucher, 1899 - 1970) να πυροδοτήσουν επιθέσεις των εκεί «antigarridistas» κατά του πολιτικά ακάλυπτου πια κυβερνήτη και των «ερυθροχιτώνων» του, μετά από βίαιες διαδηλώσεις υπό τα συνθήματα «Ζήτω ο βασιλιάς Χριστός!» («Viva Cristo Rey!») και «Κάτω το μαυροκόκκινο κουρέλι». Στις σχεδιασμένες ταραχές που τελικά ξέσπασαν στις 15 Ιουλίου, τρεις «antigarridistas» έπεσαν νεκροί από ανεξακρίβωτης προέλευσης πυροβολισμούς και αμέσως μετά η χριστιανική Δεξιά άρχισε δήθεν «αγανακτισμένες» διαδηλώσεις της σε όλο το Μεξικό. Στις 23 Ιουλίου 1935 ο Γκαρίδο καθαιρέθηκε και από κυβερνήτης του Ταμπάσκο.




 
Στις 9 Αυγούστου 1935 υποχρεώθηκε να φύγει από το Μεξικό με το θρυλικό βαμμένο κόκκινο και μαύρο αεροπλάνο του «Guacamayo» για την Κούβα και κατέληξε τελικά μετά από μερικούς μήνες στην Κόστα Ρίκα, όπου τον υποδέχθηκε στο αεροδρόμιο «Sabana» του Σαν Χοσέ (San José) ο ίδιος ο νεοεκλεγείς πρόεδρος της χώρας Κορτές (León Cortés Castro, 1882 – 1946), παρά τις αντιδράσεις των ρωμαιοκαθολικών της χώρας.

Μαζί του είχε την σύζυγό του και τα δύο μικρότερα παιδιά του (ο μεγαλύτερος υιός σπούδαζε στις Η.Π.Α.), τον προσωπικό του γραμματέα και αφοσιωμένο οπαδό του Αλφόνσο Καπαρόσο (Amado Alfonso Caparroso), καθώς και τον συνεργάτη του πρώην κυβερνήτη Κρουζ μαζί με την σύζυγό του Jacobita Padrón de Cruz και τον υιό του Delfino.

Αμέσως μετά την φυγή του Γκαρίδο, ο πρόεδρος Καρντένας ακύρωσε όλους τους αντι-κληρικαλιστικούς νόμους του Ταμπάσκο, ενώ μετά από διαρκές κυνηγητό από την κυβέρνηση, τους «antigarridistas», αλλά και τους φασίστες «χρυσοχίτωνες», το ακέφαλο πια κίνημα των «ερυθροχιτώνων» αποδιοργανώθηκε και τελικά έσβησε έναν χρόνο μετά την εξορία του, στις 15 Ιουλίου 1936. Οι οπαδοί του στο Ταμπάσκο που είχαν συγκροτήσει το «Κόκκινο Μέτωπο» («Εl Frente Rojo») για να αντιμετωπίσουν τις εναντίον τους επιθέσεις από τους χριστιανούς και τους φασίστες που συντόνιζε ο Φουχέρ, αποπειράθηκαν ένοπλη στάση με επικεφαλής τον βετεράνο «Ελ Ρόνκο» (Miguel Martínez «El Ronco»). Οι 1.200 περίπου «garridistas» υποχρεώθησαν τελικά σε παράδοση, ενώ οι πολιτικοί ηγέτες τους Dionisio Morales, Hilario Gamas Colorado, Napoleón Pedrero Fócil, Joaquín Bates Caparroso και Ramón González Vega έφυγαν από το Ταμπάσκο για να γλιτώσουν τις ζωές τους.

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΧΡΟΝΙΑ

Για τον βιοπορισμό της οικογένειάς του ίδρυσε στο Uruca de Alajuela της Κόστα Ρίκα την ελαιουργική και εξαγωγική εταιρεία «Industrias Garrido Llovera», την διεύθυνση της οποίας σύντομα ανέλαβε ο υιός του Δρούσος (Drusso Garrido Llovera de Costa Rica, 1917 - 2008) μετά την ολοκλήρωση των αγροτο-βιομηχανικών σπουδών του στις Η.Π.Α. Εν συνεχεία ο Γκαρίδο ίδρυσε το αγρόκτημα πρότυπων καλλιεργειών «El Carrizal» και ανέπτυξε στενές σχέσεις με πολλές πολιτικές προσωπικότητες της χώρας.

Τελικά, μετά από πεντέμιση χρόνια, του επετράπη να επιστρέψει στο Μεξικό έπειτα από πρόσκληση του νέου προέδρου και παλαιού του φίλου Μανουέλ Αβίλα Καμάτσο (Manuel Ávila Camacho, 1896 – 1955) στις 3 Μαρτίου 1941. Μετά από μερικές ημέρες, στις 15 Μαρτίου, έφθασε στο αεροδρόμιο της Μπαλμπουένα (Balbuena), όπου τον περίμεναν η μητέρα του και ο αδελφός του Μανουέλ (Manuel). Στην αφελή ερώτηση ενός δημοσιογράφου εάν είχε επιστρέψει για να επανιδρύσει τους «ερυθροχίτωνες», απάντησε  χαμογελώντας «φοβάμαι πως δυστυχώς… όχι» (Martínez - Assad, σελ. 293).

Αποκατέστησε τις σχέσεις του με τον πρώην πρόεδρο Καρντένας, όμως τώρα η ζωή του προχωρούσε προς την δύση της. Στις αρχές του επόμενου χρόνου ο Τομάς Γκαρίδο δέχθηκε ένα ισχυρό κτύπημα όταν πέθανε η σύζυγός του Ντολόρες (Dolores Llovera). Έναν χρόνο μετά, ενώ είχε επισκεφθεί τον Καρντένας στο ράντσο του τελευταίου στο Μιτσοακάν (Michoacán), αισθάνθηκε ξαφνικά έναν εντονότατο πόνο στον μηρό και οι εξετάσεις που ακολούθησαν διέγνωσαν επιθετικότατο καρκίνο.

Ο 25χρονος υιός του Δρούσος, ο Καπαρόσο και ο Κρουζ, φρόντισαν να μεταφερθεί άμεσα για θεραπεία στις Η.Π.Α., όμως μερικές εβδομάδες αργότερα, στις 8 Απριλίου 1943, ο μεγάλος αναμορφωτής άφησε την τελευταία του πνοή στο αμερικανικό νοσοκομείο «Hospital California de Los Angeles», σε ηλικία 52 ετών. Παρά τις ενοχλητικότατες πιέσεις από το προσωπικό του νοσοκομείου, αρνήθηκε μέχρι τέλους «πνευματική βοήθεια» από παπά (Martínez - Assad, σελ. 295).

TΑ ΜΕΤΑ ΘΑΝΑΤΟΝ

Η επαρχία την οποία κυβέρνησε επί μιάμιση δεκαετία, τον τίμησε υψώνοντας ανδριάντα του στην Βιλαερμόσα και δίνοντας το όνομά του σε ένα πάρκο (Parque Tomás Garrido Canabal). Αντίθετα, ο άγγλος προσήλυτος (το 1926) στον καθολικισμό και ενοχικός συγγραφέας Γκράχαμ Γκρην (Graham Greene, 1904 – 1991), που επισκέφθηκε μάλιστα το 1938 το Ταμπάσκο σε πληρωμένο από τους εκδότες του ταξίδι, ανέλαβε εργολαβικά την προσφιλή στους χριστιανούς «κατεδάφιση μνήμης» και στα δύο σχετικά βιβλία του, με χειρότερο το «Άνομοι Δρόμοι» («The lawless Roads»), όπου έβγαλε όλο το ευσεβές μίσος του όχι μόνο για τον, κατ’ αυτόν, «πάσχοντα από μια σκοτεινή προσωπική νεύρωση» Γκαρίδο, αλλά και για το Ταμπάσκο ακόμα (που το αποκάλεσε «απομονωμένο και ελώδες πουριτανικό κράτος»).

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Abreu Carlos Ruiz, «Tabasco en la época de los Borbones: comercio y mercados, 1777 - 1811», Villahermosa, 2001
Camín Héctor Aguilar – Meyer Lorenzo, «In the shadow of the Mexican revolution: contemporary Mexican history, 1910-1989», Austin, 1993
Dromundo Baltasar, «Tomas Garrido. Su vida y su leyenda», Mexico, 1953
López Obrador, «Entre la Historia y la Esperanza: Corrupcion y lucha democratica en Tabasco», Mexico, 1995
Martínez – Assad Carlos R., «El laboratorio de la Revolucion: El Tabasco garridista», Mexico, 2004
Perez Arnulfo H., «Tomas Garrido Canabal, Reformador social», Mexico, 1975










ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΕ: 

ΔΙΑΔΡΟΜΕΣ ΓΙΑ ΕΛΕΥΘΕΡΕΣ ΨΥΧΕΣ 

ΣΥΓΓΡΑΦΕΣ ΓΙΑ ΕΛΕΥΘΕΡΕΣ ΨΥΧΕΣ 

ΕΚΔΟΣΕΙΣ "ΑΝΟΙΧΤΗ ΠΟΛΗ" 

ΚΕΙΜΕΝΑ, ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ, ΕΚΔΗΛΩΣΕΙΣ 

ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ "ΑΝΟΙΧΤΗ ΠΟΛΗ" (1980 - 1993) 

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ