Μπουεναβεντούρα
Ντουρρούτι
(Buenaventura Durruti, Λεόν, 14 Ιουλίου 1896 – Μαδρίτη, 20 Νοεμβρίου 1936) Ισπανός αναρχικός επαναστάτης και στρατηγός του Ισπανικού Εμφυλίου Πολέμου, κεντρικό, σχεδόν μυθικό, πρόσωπο του Αναρχισμού της Ιβηρικής στις αρχές του 20ου αιώνα.
Ο Ντουρρούτι κατέληξε τελικά τον Αύγουστο του 1922 στην Καταλωνία, όπου με τους Ολιβέρ (Juan Garcia Oliver), Ασκάσο (Francisco Ascaso) και άλλους ομοϊδεάτες τους ίδρυσαν την ομάδα «Crisol», που σε λίγο εξελίχθηκε στην περίφημη οργάνωση των «Αλληλέγγυων» («Los Solidarios»). Απαντώντας στην κτηνώδη εκείνον τον καιρό καταστολή του αναρχικού κινήματος της Καταλωνίας (στην διάρκεια της οποίας όλοι σχεδόν οι γνωστοί αναρχικοί και αναρχοσυνδικαλιστές είχαν εκτελεστεί από δολοφόνους «pistoleros» που είχαν προσλάβει οι τοπικοί εργοδότες ή βρίσκονταν στις φυλακές), οι «Αλληλέγγυοι» προσπάθησαν ανεπιτυχώς να ανατινάξουν τα θερινά βασιλικά ανάκτορα και το 1923 συμμετείχαν στην εκτέλεση του καρδινάλιου της Σαραγόσας Χουάν Σολντεβίγια Ρομέρο (Juan Soldevilla y Romero, που υποστήριζε ηθικά και οικονομικά την εξόντωση των αγωνιστών) ως αντίποινα για την δολοφονία καταμεσής του δρόμου του προέδρου της CNT Σαλβαδόρ Σεγκύ (Salvador Segui) Τον Σεπτέμβριο του 1923 ο στρατηγός Πρίμο ντε Ριβέρα (Primo de Rivera) κατέλαβε πραξικοπηματικά την εξουσία με την ανοχή του ισπανικού θρόνου και εξαπέλυσε άγριο διωγμό ενάντια σε όλους όσους αγωνίζονταν για την κοινωνική αλλαγή. Εκατοντάδες αγωνιστές δολοφονήθηκαν ή συνελήφθησαν και εκτελέστηκαν ή καταδικάστηκαν σε πολυετείς φυλακίσεις, εξοντώθηκαν όλοι σχεδόν οι «Αλληλέγγυοι» (που ανάμεσα σε άλλες πράξεις αντίστασης είχαν αποτολμήσει και ένοπλη επίθεση κατά των στρατώνων της Βαρκελώνης) και οι ελάχιστοι επιζήσαντες, ανάμεσα στους οποίους και οι Ασκάσο, Ντουρρούτι και Ολιβέρ διέφυγαν τον Δεκέμβριο του 1924 στην Λατινική Αμερική, περιπλανήθηκαν επί 15 μήνες σε διάφορες χώρες της (κυρίως στην Αργεντινή, την Ουρουγουάη, την Χιλή, το Μεξικό και την Κούβα) με την αστυνομία συνεχώς επί τα ίχνη τους και στο τέλος επέστρεψαν στην Ευρώπη και τελικά τον Απρίλιο του 1926 ζήτησαν καταφύγιο στο Παρίσι, όπου ήδη ζούσαν και οργανώνονταν εκατοντάδες εξόριστοι Ισπανοί αναρχικοί. Στο Παρίσι ο Ντουρρούτι άνοιξε ένα βιβλιοπωλείο και γνωρίστηκε με τον εξόριστο Ρώσο αναρχικό Νέστορα Μάχνο. Τον Ιούλιο του 1926 ο βασιλιάς της Ισπανίας και ο δικτάτορας ντε Ριβέρα θα έκαναν επίσκεψη στην πόλη και οι αναρχικοί αποφάσισαν να τους απαγάγουν, όμως τα σχέδιά τους προδόθηκαν και οι Ντουρρούτι και Ασκάσο πιάστηκαν από την αστυνομία, φυλακίστηκαν και μετά από μία θυελλώδη πολιτική δίκη, στην οποία στάθηκε υπέρ των κατηγορουμένων όλη σχεδόν η Γαλλική Αριστερά, απελάθηκαν τελικά τον Ιούλιο του 1927 (γιατί η Αργεντινή, όπου είχαν καταδικαστεί ερήμην σε θάνατο, είχε ήδη ζητήσει επισήμως την έκδοσή τους). Καθώς οι κοντινές χώρες Βέλγιο, Λουξεμβούργο και Γερμανία τούς αρνήθηκαν την χορήγηση πολιτικού ασύλου, μέχρι την πτώση του Αλφόνσου του 13ου τον Απρίλιο του 1931 έζησαν την συνεχή περιπλάνηση σε καθεστώς πότε ημιπαρανομίας και πότε πλήρους παρανομίας. Φοβούμενοι να δεχθούν το πολιτικό άσυλο που τους είχε χορηγήσει επιδεικτικά η Σοβιετική Ρωσία (η οποία είχε εξοντώσει αμέτρητους Ρώσους αναρχικούς), για ένα διάστημα επέστρεψαν στο Παρίσι και την Λυών, πιάστηκαν από την αστυνομία και εξέτισαν 6μηνη ποινή φυλάκισης, διέφυγαν μετά στο Βέλγιο, κυνηγήθηκαν και από εκεί και ο Ντουρρούτι έζησε κρυφά για λίγους μήνες στο Βερολίνο, στο σπίτι του ομοϊδεάτη του Αουγκουστίν Σούχι (Augustin Souchy) και στην συνέχεια νόμιμα στο Βέλγιο, όπου υπό τις πιέσεις της Αριστεράς δόθηκε τελικά άδεια παραμονής τόσο στον ίδιο όσο και τον Ασκάσο.
Τον Δεκέμβριο του 1931 γεννήθηκε η κόρη του Κολέτ, την οποία δεν πρόλαβε να χαρεί, καθώς τον Ιανουάριο του 1932 συνελήφθηκε μαζί με άλλους 120 περίπου Καταλανούς συντρόφους του και στάλθηκε σε κάτεργα στις Κανάριες Νήσους, στο Πουέρτο Κάμπρα και το νησί του Φουερτεβεντούρα. Οι κινητοποιήσεις της CNT και της υπόλοιπης επαναστατικής Αριστεράς (κυρίως του τροτσκιστικού «Εργατικού Κόμματος Μαρξιστικής Ενοποίησης», ΡΟUM) πέτυχαν την απελευθέρωσή τους τον Σεπτέμβριο, αλλά σχεδόν αμέσως ο Ντουρρούτι συνελήφθη ξανά και φυλακίστηκε για 2 ακόμα μήνες στην προσπάθεια της κυβέρνησης να διαλυθεί η CNT. Εργάστηκε για λίγο σε εργοστάσιο της Βαρκελώνης, οργανώθηκε στο συνδικάτο των εργατών υφαντουργίας, έκανε δημόσιες ομιλίες σε εργατικές συγκεντρώσεις, όμως τον Ιανουάριο του 1933 επιχειρήθηκε εξέγερση των αναρχικών, η οποία για μία ακόμα φορά έφερε τον Ντουρρούτι στην παρανομία: Συνελήφθη τελικά στα τέλη του Μαρτίου, έμεινε στην φυλακή μέχρι τον Ιούλιο και επέστρεψε ξανά στην φυλακή του Μπούρχος μετά από μία ακόμα απόπειρα γενικής απεργίας και εξέγερσης τον Δεκέμβριο. Τον Μάϊο του 1934 δόθηκε αμνηστία στους πολιτικούς κρατούμενους, ακολούθησε μία ακόμα φυλάκιση από τις 5 Οκτωβρίου 1934 έως τα μέσα του 1935, ενώ στα μεσοδιαστήματα ο Ντουρρούτι ασκούσε απτόητος διαρκή και πολύπλευρη επαναστατική δράση, ανώτερη στιγμή της οποίας ήταν η «μεταφορά αλληλεγγύης» χιλιάδων πεινασμένων παιδιών απεργών της Αραγωνίας στην Βαρκελώνη για να ζήσουν με την φροντίδα οργανωμένων στην κοινωνική αντίσταση εργατικών οικογενειών. Σε αρκετές περιοχές της Ισπανίας, όπου οι αναρχικοί και το ΡΟUM είχαν μεγάλη ισχύ, ο παλαιός κόσμος δεχόταν αλλεπάλληλες επιθέσεις, τις οποίες όμως πάντοτε τιμωρούσε η «δημοκρατική» κυβέρνηση με την βία των όπλων: τουλάχιστον 1.300 εργάτες και ανθρακωρύχοι είχαν σκοτωθεί, 4.000 είχαν τραυματιστεί σοβαρά από τους στρατιώτες του στρατηγού Φράνκο (του ίδιου που αργότερα θα ξεκινήσει τον εμφύλιο πόλεμο και μετά θα εγκαθιδρύσει φασιστική κυβέρνηση έως την δεκαετία του 1970) ενώ μόνο το δίμηνο Οκτωβρίου – Νοεμβρίου 1934 είχαν φυλακιστεί στις Αστούριες 30.000 εργάτες. Από την πλευρά τους οι επαναστάτες κτυπούσαν σχεδόν καθημερινά στόχους που ανήκαν στο παλιό καθεστώς, κυρίως στην χριστιανική θεοκρατία: αρκετοί θεοκράτες είχαν πυροβοληθεί και δεκάδες εκκλησίες και επισκοπικά ανάκτορα είχαν πυρποληθεί. Εκείνη ακριβώς την εποχή οργανώθηκε το φασιστικό κόμμα «Η Φάλαγγα», κυρίως από γόνους πλούσιων οικογενειών, χρηματοδοτημένο αφειδώς από τους θεοκράτες και την αριστοκρατία. Τον Σεπτέμβριο του 1935 ο Ντουρρούτι φυλακίστηκε για μία ακόμα φορά στις φυλακές «El Puerto de Santa Maria» του Καντίζ, ωστόσο η κουραστική εναλλαγή των ημερών φυλακής με ημέρες επαναστατικής δράσης τελείωσε για τον Ντουρρούτι τον Φεβρουάριο του 1936, όταν ο πολιτικός συνασπισμός «Λαϊκό Μέτωπο» («Frente Popular»), που υποστηρίχθηκε και με την ψήφο των αναρχικών της CNT, θριάμβευσε στις κοινοβουλευτικές εκλογές. Την πρωτομαγιά του 1936 άρχισαν στην Σαραγόσα (Zaragoza, Saragossa) οι εργασίες του 4ου συνεδρίου της CNT με συμμετοχή 700 αντιπροσώπων, στο οποίο καταγγέλθηκε η συνωμοσία των φασιστών και των στρατιωτικών ενάντια στην εκλεγμένη κυβέρνηση του «Λαϊκού Μετώπου» που όμως έδειχνε ανίκανη να τους πατάξει. Οι Ντουρρούτι και Ασκάσο συμμετείχαν σε ειδική επιτροπή που ζήτησε από την κυβέρνηση άδεια για να οπλιστεί ο λαός κατά των φασιστών, όμως δεν κατάφερε παρά να αποσπάσει ανούσια λόγια, εγκώμια και ευχολόγια. Μετά από αυτό, οι Ντουρρούτι και Ασκάσο εισηγήθηκαν στην CNT να οπλίσει μόνη της τον λαό με κάθε τρόπο, ακόμα και με αρπαγές όπλων από εμπορικά πλοία που ήσαν αγκυροβολημένα στο λιμάνι της Βαρκελώνης.
Στις 21 Ιουλίου ο πρόεδρος της Καταλωνίας Κομπάνυς (Companys) κάλεσε τον γραμματέα της CNT Γκαρθία Ολιβέρ και τον Ντουρρούτι («που κάθισαν απέναντί του με τα τουφέκια ανάμεσα στα γόνατά τους, με τα ρούχα τους ακόμα σκονισμένα από τις μάχες και με τις καρδιές τους βαριές από τον θάνατο του Ασκάσο» σύμφωνα με τα λόγια του Hugh Thomas), παραδέχθηκε το ότι οι αναρχικοί ήσαν πλέον οι νόμιμοι κύριοι όχι μόνο της Βαρκελώνης αλά και ολόκληρης της επαρχίας και τους παρακάλεσε να συμμετάσχουν στην νέα καταλανική κυβέρνηση, με αποτέλεσμα ο Ολιβέρ να γίνει παγκοσμίως ο πρώτος αναρχικός υπουργός Δικαιοσύνης. Πέρα από την κυβέρνηση όμως, τον ουσιαστικό έλεγχο των πραγμάτων είχε η «Αντιφασιστική Επιτροπή Πολιτοφυλακής», στελεχωμένη από μέλη της CNT - FΑΙ, της UGT και του ΡΟUΜ, η οποία ανέθεσε στον Ντουρρούτι να οργανώσει ένα ένοπλο αντιφασιστικό σώμα, την περίφημη «Ταξιαρχία Ντουρρούτι» δύναμης χιλίων εθελοντών μαχητών, που όμως αργότερα σχεδόν δεκαπλασιάστηκαν. Ο Ντουρρούτι δήλωνε τότε: «Υπήρξα αναρχικός σε όλη μου την ζωή και ελπίζω ότι είμαι και τώρα, αφού θα το θεωρούσα πράγματι πολύ θλιβερό να καταντούσα ένας στρατηγός που εξουσιάζει ανθρώπους με στρατιωτική πυγμή... Πιστεύω όπως πάντα στην ελευθερία, η οποία στηρίζεται αποκλειστικά στην αίσθηση ευθύνης. Θεωρώ την πειθαρχία απαραίτητη, αλλά θα πρέπει αυτή να είναι μία αυτοπειθαρχία, μία αυτοπειθαρχία την οποία θα εμπνέει ένας κοινός σκοπός και ένα ισχυρό αίσθημα συντροφικότητας». Στις 23 Ιουλίου 1936 η «Ταξιαρχία Ντουρρούτι» εξαπέλυσε επίθεση κατά των φασιστών της Αραγωνίας και μέσα σε λίγες ημέρες βρισκόταν έξω από τη Σαραγόσα, όμως ανέκοψε την προέλαση της όταν ο διορισμένος από την Μαδρίτη αρχηγός των δημοκρατικών δυνάμεων στο μέτωπο της Αραγωνίας Βιλάλμπα (Villalba) έπεισε τον Ντουρρούτι ότι υπήρχε κίνδυνος να αποκοπεί απ' τις άλλες ταξιαρχίες. Η «Ταξιαρχία Ντουρρούτι» επανέλαβε ωστόσο αργότερα την επίθεσή της κατά της πόλης, στην διάρκεια της οποίας έγινε στάχτη ο καθεδρικός της ναός. Σε μια συνέντευξη που είχε δώσει εκείνες τις μέρες στην Έμμα Γκόλντμαν, ο Ντουρρούτι είχε πει: «ίσως επιζήσουν μόνο 100 από εμάς, αλλά ακόμα και τόσο λίγοι θα μπούμε στη Σαραγόσα, θα καταστρέψουμε τον Φασισμό και θα ανακηρύξουμε τον Ελευθεριακό Κομμουνισμό. Θα είμαι ο πρώτος που θα μπει. Θα ανακηρύξουμε την ελεύθερη κομμούνα, δεν θα υποταχθούμε ούτε στην Μαδρίτη ,ούτε στην Βαρκελώνη, ούτε στον Αθάνια, ούτε στον Κομπάνυς και επίσης θα δείξουμε σε σας τους μπολσεβίκους πώς γίνεται μια πραγματική επανάσταση». Η Σαραγόσα τελικά απελευθερώθηκε στις αρχές του Σεπτεμβρίου και η «Ταξιαρχία Ντουρρούτι» καθάρισε όλη την Αραγωνία από τους φασιστικούς θύλακες και οργάνωσε παντού την αυτοδιεύθυνση των εργατών και τον κολλεκτιβισμό των αγροτών (τουλάχιστον τα τρία τέταρτα της αραγωνέζικης γης ελέγχονταν τώρα από 450 περίπου κολλεκτίβες). Σε συνέντευξή του στον δημοσιογράφο Pierre van Paasen της εφημερίδας «Toronto Star», ο Ντουρρούτι δήλωσε: «Θέλουμε να τσακίσουμε τον Φασισμό διαπαντός και μάλιστα παρά την θέληση της κυβέρνησης... Καμμία κυβέρνηση σε όλον τον κόσμο δεν είναι διατεθειμένη να πολεμήσει μέχρι θανάτου τον Φασισμό. Κάθε φορά που οι κρατούντες βλέπουν την εξουσία να γλιστράει από τα χέρια τους, καταφεύγουν στον Φασισμό για να την διατηρήσουν. Η φιλελεύθερη κυβέρνηση της Ισπανίας θα μπορούσε προ πολλού να είχε αχρηστέψει τα φασιστικά στοιχεία, όμως αντί να το πράξει συμβιβάστηκε και ακόμα και αυτή την στιγμή υπάρχουν στελέχη της που προσπαθούν να τα βρουν με τους στασιαστές… Εμείς θέλουμε την επανάσταση εδώ και τώρα, όχι μετά από τον επόμενο ευρωπαϊκό πόλεμο. Τρομάζουμε τον Χίτλερ και τον Μουσολίνι πολύ περισσότερο από όσο ολόκληρος ο Κόκκινος Στρατός της Ρωσίας, γιατί δείχνουμε στην εργατική τάξη της Γερμανίας και της Ιταλίας πώς πρέπει να απαντήσει στον Φασισμό… Δεν περιμένουμε βοήθεια από καμμία κυβέρνηση στον κόσμο ολόκληρο… καμμία βοήθεια, ούτε καν από την δική μας… Πάντοτε ζήσαμε σε άθλιους οικισμούς και σε τρύπες, άρα ξέρουμε πώς μπορούμε να επιβιώσουμε για κάποιον καιρό. Δεν πρέπει να ξεχνιέται ότι μόνο εμείς μπορούμε και κτίζουμε, εμείς οι εργάτες κτίσαμε τα παλάτια και τις πόλεις στην Ισπανία και στην Αμερική και παντού. Εμείς λοιπόν οι εργάτες μπορούμε να κτίσουμε άλλα στην θέση τους. Και ακόμα καλύτερα! Σε κάθε περίπτωση εμείς δεν φοβόμαστε τα ερείπια... κουβαλάμε έναν καινούργιο κόσμο εδώ, στις καρδιές μας. Είναι αυτός ο κόσμος που μεγαλώνει αυτήν εδώ την στιγμή». Στις αρχές Νοεμβρίου του 1936 ο Φράνκο εξαπέλυσε την μεγάλη του επίθεση εναντίον της Μαδρίτης με 4 φασιστικές στρατιές που καλύπτονταν από γερμανικά και ιταλικά βομβαρδιστικά, τα οποία είχαν στείλει τα όμοιας ιδεολογίας καθεστώτα των δύο χωρών. Αποκομμένη από την υπόλοιπη Ισπανία, η πόλη βομβαρδιζόταν νυχθημερόν από τις 16 του μηνός, με 300 νεκρούς κατά μέσον όρο ανά ημέρα, ο Φράνκο δήλωνε κυνικά ότι προτιμά να την εξαφανίσει από τον χάρτη από το να την αφήσει «στα χέρια των μαρξιστών», ενώ η ναζιστική «Λεγεώνα Κόνδωρ» είχε προσφερθεί να εισχωρήσει στην Μαδρίτη, να κυριεύει το ένα οικοδομικό τετράγωνο μετά το άλλο και να το πυρπολεί. Για να ενισχύσει λοιπόν την άμυνα της Μαδρίτης, ο Ντουρρούτι αποφάσισε μετά από εισήγηση των ομοϊδεατών του Ολιβέρ και Φεντερίκα Μοντσένυ (Federica Montseny) να αποσπάσει από την Αραγωνία 4.000 άνδρες του και να τους οδηγήσει ο ίδιος στην πολιορκημένη πόλη, στην οποία εισήλθε τελικά στις 15 Νοεμβρίου.
στον συναγωνιστή του Ασκάσο και τον παλαιότερο μάρτυρα του ελευθέρου πνεύματος και του Αναρχισμού Φραντσέσκο Φερρέρ. Την ημέρα της κηδείας του, στις 23 Νοεμβρίου 1936, περίπου 300.000 (κατ’ άλλους 500.000) άνθρωποι όλων των ηλικιών με υψωμένη την γροθιά αποχαιρέτησαν τον αγνό και σχεδόν μυθικό καθοδηγητή τους με ένα πρωτοφανές για την συγκεκριμένη εποχή και την συγκεκριμένη χώρα λαϊκό προσκύνημα. Όταν ξεκίνησε η νεκρική πομπή από τα γραφεία της τοπικής επιτροπής της CNT – FAI, η μπάντα έπαιξε τον ύμνο των αναρχικών «Παιδιά του λαού» και πάνω από τον τάφο εκφώνησε έναν συγκλονιστικό επικήδειο ο Γκαρθία Ολιβέρ, επί πολλά χρόνια σύντροφος και συμμαχητής του και, εκείνη την εποχή, υπουργός Δικαιοσύνης μίας κυβέρνησης που σε λίγο θα διαλυόταν από τα όπλα των φασιστών. Βλάσης Ρασσιάς, 2009
ΣΧΕΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ: Thomas Hugh, «La Guerra Civil Espanola», Madrid, 1979 Paz Abel, «Ντουρρούτι: Κοινωνική επανάσταση στην Ισπανία 1896 - 1936», 2 τόμοι, Αθήνα, 1978 Μόρροου Φέλιξ, «Επανάσταση και αντεπανάσταση στην Ισπανία», Αθήνα, 1977 Enzensberger Hans Magnus, «Το σύντομο καλοκαίρι της αναρχίας», Αθήνα, 1992 ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΕ: ΔΙΑΔΡΟΜΕΣ ΓΙΑ ΕΛΕΥΘΕΡΕΣ ΨΥΧΕΣ ΣΥΓΓΡΑΦΕΣ ΓΙΑ ΕΛΕΥΘΕΡΕΣ ΨΥΧΕΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ "ΑΝΟΙΧΤΗ ΠΟΛΗ" ΚΕΙΜΕΝΑ, ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ, ΕΚΔΗΛΩΣΕΙΣ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ "ΑΝΟΙΧΤΗ ΠΟΛΗ" (1980 - 1993) |