Γκαστόν Ντακόστα

(Gaston Pierre Dacosta ή Da Costa, Paris, 1850 – Paris, Δεκέμβριος 1909)

Γάλλος επαναστάτης του 19ου αιώνα, δημοσιογράφος και ιστορικός, κοινωνικοδημοκράτης, πατριώτης, στέλεχος των «μπλανκιστών» και της «Κομμούνας του Παρισιού».  


ΜΠΛΑΝΚΙΣΤΗΣ

Γεννήθηκε στο Παρίσι, σπούδασε παιδαγωγική και από τα 16 χρόνια του προσχώρησε στις νεολαϊστικές «ομάδες κρούσης» των οπαδών του Ωγκύστ Μπλανκί (Louis AugusteBlanqui, 1805 – 1881), τις οποίες είχαν οργανώσει οι Ερνέστ Γκρανζ (Ernest HenriGranger, 1844 – 1914) και Εμίλ Εντ (Émile Désiré François Eudes, 1843 – 1888).

Συνελήφθη για πρώτη φορά στις 4 Ιανουαρίου 1866, σε ηλικία 16 ετών, μαζί με επτά ακόμη νεαρούς «μπλανκιστές», έπειτα από μία μυστική συγκέντρωσή τους στο «Café de la Renaissance Hellenique» με σκοπό να ιδρύσουν επαναστατική οργάνωση και όλοι τους κατέληξαν στις φυλακές της «Αγίας Πελαγίας» («Sainte-Pélagie»). Η επόμενη σύλληψή του, μαζί με τον αδελφό του Σαρλ Ντακόστα (Charles Dacosta) και άλλους πέντε ακόμη ομοϊδεάτες τους, έγινε τον Απρίλιο του 1867 μετά από μία διαδήλωση στην «Διεθνή Έκθεση» («Exposition Universelle») του Παρισιού και κόστισε στους δύο αδελφούς φυλάκιση 15 ημερών.

ΚΟΜΜΟΥΝΑΡΟΣ

Προσχώρησε στην «Κομμούνα» από την πρώτη ημέρα της κήρυξής της και ήταν ένας από εκείνους που ζητούσαν επίμονα να γίνει επίθεση κατά των Βερσαλιών για να αφανιστεί οριστικά η κυβέρνηση του Θιέρσιου. Υπηρέτησε στην
«Υπηρε-

σία Εξωτερικών Σχέσεων» μαζί με τον αδελφό του Σαρλ και τους Oliver Pain και Louis Grousset (τον οποίο έψεξε γιατί δεν έστελνε «εντεταλμένους αντιπροσώπους» στις επαρχίες, κατά τα πρότυπα του 1793 – 1794, για να ξεσηκώσουν την περιφέρεια), υπήρξε γραμματέας του επίσης νεαρού «γενικού εισαγγελέα» της «Κομμούνας» Ραούλ Ριγκώ (Raoul Rigault, 1846 - 1871) και ένας από εκείνους που ψήφισαν στις αρχές του Μαϊου υπέρ της σύστασης μιας «Επιτροπής Κοινής Σωτηρίας» κατά τα ιακωβινικά πρότυπα της περιόδου 1793 – 1794.

Στις 4 Μαϊου ορίστηκε από τον Ριγκώ βοηθός του στο υπό ίδρυση «Επαναστατικό Δικαστήριο» μαζί με τους Φερρέ (Théophile Charles Gilles Ferré, 1846 - 1871), Martinville και Huguenot, ενώ ψήφισε επίσης υπέρ της υιοθεσίας του ιακωβινικού επαναστατικού ημερολογίου, που όρισε την 5η Μαϊου 1871 ως 15η Φλορεάλ του έτους 79. Όταν στα τέλη του Μαϊου 1871 όλο το Παρίσι έπεσε στα χέρια των «Βερσαλιέρων», κατόρθωσε να διαφύγει τον θάνατο (από τον οποίο δεν γλίτωσε ο Ριγκώ), αλλά συνελήφθη μετά από μερικές ημέρες και κλείστηκε στις φυλακές.

ΣΤΑ ΚΑΤΕΡΓΑ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΚΑΛΥΔΩΝΙΑΣ

Η δίκη του έγινε στις 27 και 28 Ιουνίου 1872 με τις κατηγορίες της «ένοπλης στάσης κατά της κυβέρνησης» και της «ηθικής και φυσικής αυτουργίας σε παράνομες συλλήψεις και δολοφονίες» και εκεί οι στρατοδίκες ξέσπασαν επάνω του όλο το μένος τους, θεωρώντας ότι μέσω αυτού τιμωρούσαν και τον νεκρό Ριγκώ. Ο πρόεδρος του στροτοδικείου Dulac τον αποκάλεσε προδότη της μόρφωσής του και της κοινωνικής του τάξης και τον κατήγγειλε ως δήθεν πρόμαχο της ανηθικότητας με βάση το ότι συζούσε δίχως γάμο στο Καρτιέ Λατέν με μία «γκριζέτα» («grisette»), όπως έλεγαν υποτιμητικά τις εργάτριες από την γκρίζα ποδιά που φορούσαν.

Σαν να μην έφθανε αυτό, ο Dulac προσπάθησε εν συνεχεία να τον παρουσιάσει και ως ομοφυλόφιλο, με βάση την αναφορά κάποιου χαφιέ ότι το μεγαλύτερο τμήμα του εικοσιτετραώρου του ήταν μαζί με τον Ριγκώ. Η προσπάθεια αυτή του στρατοδίκη αποκρούστηκε από την υπεράσπιση, ωστόσο στις 28 του μηνός ο μόλις 21χρονος Ντακόστα καταδικάστηκε σε θάνατο. Η θανατική του ποινή μετατράπηκε όμως τον Ιανουάριο του 1873 σε ισόβια καταναγκαστικά έργα και στάλθηκε στο τρομερό σωφρονιστήριο της νήσου Νου της Νέας Καλυδωνίας (Nouvelle-Calédonie).

«ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ»

Επέστρεψε στο Παρίσι το 1880, με την πολιτική αμνηστία που χορηγήθηκε εκείνη την χρονιά μετά από αίτημα του μόλις αποφυλακισμένου και θρυλικού πια Μπλανκί στον Γαμβέττα και πολιτικές πιέσεις του τελευταίου. Αρθρογράφησε στην επιθεώρηση «Μήτε Θεός, μήτε Αφέντης» («Ni Dieu, ni Maitre») που εξέδιδαν από τις 28 Μαϊου 1880 οι Μπλανκί και Βαγιάν και το 1881, μετά τον θάνατο του Μπλανκί, συμμετείχε στην ίδρυση της νέας οργάνωσης «Κεντρική Επαναστατική Επιτροπή» («Comité Révolutionnaire Central», CRC, 1881 - 1898), την οποία στελέχωναν οι εναπομείναντες σκληροπυρηνικοί «μπλανκιστες» Βαγιάν, Πλας (Henri Place, ή «Henri Verlet»), Alfred Breuille, Emile Charles Gois (1829 – 1888), Εντ, Γκρανζ και ο αδελφός του Σαρλ Ντακόστα.

ΠΑΤΡΙΩΤΗΣ ΣΟΣΙΑΛΙΣΤΗΣ

Μετά τον θάνατο του Εντ (5 Απριλίου 1888), οι περισσότεροι της ηγεσίας της «Κεντρικής Επαναστατικής Επιτροπής» (με εξαίρεση τον Βαγιάν, που προσχώρησε από το 1891 - 1892 στον μαρξισμό και κατά προέκταση στον διεθνισμό) προσπάθησαν να διεισδύσουν στα ισχυρά υπερπατριωτικά κινήματα της εποχής, εκτιμώντας ότι το μαζικό επαναστατικό κίνημα έπρεπε να παραμείνει στραμμένο προς την κατεύθυνση της «κοινωνικής δημοκρατίας» («republique sociale»), του παλαιού ιακωβινικού πνεύματος και του πατριωτισμού. Στην κίνηση αυτή, ο Ντακόστα ακολούθησε το 1889 τους Γκρανζ, Ροσφόρ (Victor Henri Rochefort, 1830 - 1913), Πλας και Ρος (Ernest Roche, 1850 – 1917), οι οποίοι προσχώρησαν στο κίνημα του απότακτου αξιωματικού Μπουλανζέ (Georges Ernest Jean - Marie Boulanger, 1837 – 1891, που ζητούσε πόλεμο εκδίκησης κατά των Γερμανών), τον λεγόμενο «μπουλανζισμό».

Την ίδια χρονιά (1889), επιστρέφοντας στα εκπαιδευτικά του ενδιαφέροντα, συνέγραψε και εξέδωσε υπό την αιγίδα του δημοτικού συμβουλίου του Παρισιού μία μέθοδο διδασκαλίας της γαλλικής γραμματικής («Νouvelle méthode d’ Εnseignement de la Grammaire Francaise»).

Το 1895 έθεσε υποψηφιότητα στις δημοτικές εκλογές της Γκρενέλ (Grenelle), αυτοπροσδιοριζόμενος ως «σοσιαλιστής, αντι-κληρικαλιστής και αντι-διεθνιστής», ενώ από την επόμενη χρονιά (1896) αυτοπροσδιοριζόταν ως «σοσιαλιστής εθνικιστής». Εν συνεχεία προσχώρησε στο αποστασιοποιημένο από τον διεθνισμό «Δημοκρατικό Σοσιαλιστικό Κόμμα» («Parti Républicain Socialiste», PRS) και επίσης τοποθετήθηκε προφορικά αλλά και γραπτά κατά της καθολικής ψήφου, με το αιτιολογικό ότι επιτρέπει αυτή στον κάθε «ηλίθιο» («imbécile») να ακυρώνει έναν συνειδητοποιημένο πολίτη.

ΙΣΤΟΡΙΚΟΣ ΤΗΣ «ΚΟΜΜΟΥΝΑΣ»

Με την επιστροφή του από την Νέα Καλυδωνία, ο Ντακόστα είχε επίσης αρχίσει την συγγραφή μιας εκ των έσω ιστορίας της «Κομμούνας», η οποία μετά από διόμιση δεκαετίες δουλειάς εκδόθηκε τελικά σε τρεις τόμους το 1903 υπό τον τίτλο «Αναμνήσεις ενός κομμουνάρου, η Κομμούνα όπως βιώθηκε από τον Γκαστόν Ντακόστα, καταδικασμένο εις θάνατον από το στρατοδικείο των Βερσαλιέρων» («Mémoires d’ unCommunard: 18 Mars - 28 Mai 1871, La Commune Vécue par Gaston Da Costa, condamné à mort par les Conseils de Guerre versaillais»), προκαλώντας με τον απομυθοποιητικό της ρεαλισμό αρκετή δυσφορία τόσο στους πολέμιους όσο και στους θαυμαστές της «Κομμούνας». Είχε άλλωστε προηγηθεί η αποστασιοποίηση του Ντακόστα από τα πολιτικά κλισέ της εποχής.

Συνεργάστηκε επίσης τακτικότατα με την εφημερίδα «L’ Intransigeant» του παλαίμαχου «μπλανκιστή», σοσιαλιστή και αντικληρικαλιστή δημοσιογράφου και κομμουνάρου Ροσφόρ, στην οποία έγραψε στις 27 Μαϊου 1905 την νεκρολογία του αναρχικού ηθοποιού και δημοσιογράφου, επίσης κομμουνάρου και συγκρατουμένου του στην Νέα Καλυδωνία Μαξίμ Λισμπόν (1839 – 1905, με τίτλο «Adieu à Maxime Lisbonne»). Μέχρι το 1906 συνέγραψε μερικά ακόμη μαθητικά εγχειρίδια προς χρήση από τους μαθητές της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης και τελικά πέθανε στο Παρίσι τον Δεκέμβριο του 1909, σε ηλικία 59 ετών.


Βλάσης Γ. Ρασσιάς, 2008


ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ

«Νouvelle méthode d’ Εnseignement de la Grammaire Francaise», 1889
«Mémoires d’ un Communard: 18 Mars - 28 Mai 1871, La Commune Vécue par Gaston Da Costa, condamné à mort par les Conseils de Guerre versaillais», 3 τόμοι, 1903


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:

Jules Clere, «Les Hommes de la Commune: Biographie Complète de tous ses Membres», Paris, 1871
Charles Da Costa, «Les Blanquistes», Paris, 1912
Frank Jellinek, «The Paris Commune of 1871», London, 1937







 

ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΕ: 

ΔΙΑΔΡΟΜΕΣ ΓΙΑ ΕΛΕΥΘΕΡΕΣ ΨΥΧΕΣ 

ΣΥΓΓΡΑΦΕΣ ΓΙΑ ΕΛΕΥΘΕΡΕΣ ΨΥΧΕΣ 

ΕΚΔΟΣΕΙΣ "ΑΝΟΙΧΤΗ ΠΟΛΗ" 

ΚΕΙΜΕΝΑ, ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ, ΕΚΔΗΛΩΣΕΙΣ 

ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ "ΑΝΟΙΧΤΗ ΠΟΛΗ" (1980 - 1993) 

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ