Μάρκος Πόρκιος Κάτων ο
Υτικαίος ή Κάτων ο Νεώτερος
(Marcus Porcius Cato Uticensis ή Cato Minor, 94 – 46 πριν την απαρχή της χριστιανικής χρονολόγησης) Επιφανής Ρωμαίος πολιτικός του 1ου αιώνος π.α.χ.χ., αδιάφθορος και περίφημος για την σταθερότητα στις αρχές του και για τον αγώνα του ενάντια στην διαφθορά της εποχής του, δισεγγονός του αυστηρού Κάτωνος του Πρεσβύτερου, του περίφημου Τιμητή (Κήνσορα) του έτους 184 (που εχθρευόταν κάθε ξένη επιρροή, ακόμα και αυτόν τον Ελληνισμό και έκλεινε όλες τις ομιλίες του με τη γνωστή φράση «..και η Καρχηδόνα πρέπει να καταστραφεί !» - «..ceterum censeo Carthaginem esse delendam !»).
Υπηρέτησε ως εθελοντής την πατρίδα του το έτος 72 στον πόλεμο κατά των δούλων σε ηλικία μόλις 22 ετών, το έτος 67 ως χιλίαρχος (Tribunus Militum) στην Μακεδονία και την Ιωνία, ως κουαίστωρ (Quaestor) το 65 αμέσως μόλις επέστρεψε στην Ρώμη (όπου φρόντισε πρωτίστως για την δίωξη των προκατόχων του που είχαν κάνει οικονομικές ατασθαλίες, καθώς και για την δίωξη των καταδοτών του Σύλα που πληρώνονταν «με το κεφάλι» από το δημόσιο ταμείο), ως δήμαρχος το 62 και ως πραίτορας το 54, παρίστατο ανελλιπώς στις συνεδριάσεις της Συγκλήτου, βοήθησε αποφασιστικά το έτος 63 στην καταστολή της συνωμοσίας του Κατιλίνα (Catilina) και απολάμβανε την ανώτατη υπόληψη των συμπολιτών του, λόγω της εντιμότητάς του, της ευθύτητάς του και της αφοσίωσής στην Δικαιοσύνη και την Αρετή, σε σημείο που κάποτε τον αποκάλεσαν «ζωντανό άγαλμα της Αρετής» («Virtutium viva imago»). Η αγαπημένη του άλλωστε ρήση ήταν ότι «η Φιλοσοφία είναι χρήσιμη μόνον όταν μπορεί να τεθεί σε πρακτική εφαρμογή». Υπήρξε υπέρμαχος των πνευματικών ελευθεριών και αφοσιωμένος οπαδός της Δημοκρατίας, στην οποία αφιέρωσε τα τελευταία 15 έτη του βίου του, ενέπνευσε δε προσωπικώς τον Βρούτο στον αγώνα κατά της μοναρχικής επιδίωξης του Ιουλίου Καίσαρα. Ο Κάτων είχε προσχωρήσειεπίσημα στο φιλοσοφικό ρεύμα των Στωϊκών ήδη από το έτος 67, μετά από την μαθητεία του δίπλα στον Αθηνόδωρο τον Ταρσέα στην πόλη της Περγάμου, όπου υπηρετούσε ως χιλίαρχος. Γύρω στο 60, την χρονιά που με επίμονες πολιτικές προσπάθειες κατόρθωσε να ματαιώσει τα διπλά φιλόδοξα σχέδια του Ιουλίου Καίσαρα για να τελέσει Θρίαμβο στην Ρώμη και να πάρει το αξίωμα του υπάτου, νυμφεύθηκε την δεύτερη σύζυγό του Μαρκία (Marcia, μία εξαιρετικά ευυπόληπτη γυναίκα κατά τον Πλούταρχο, που, κατά τον Αππιανό, την αγαπούσε πολύ και μάλιστα από παιδί), θυγατέρα του Λούκιου Μάρκιου Φιλίππου (Lucius Marcius Philippus), την οποία, αφού απέκτησε μαζί της 3 παιδιά, αποδέσμευσε κατά το ρωμαϊκό ειωθός (που θεωρούσε τον γάμο θεσμό διαιώνισης της Ρώμης) με την σύμφωνη γνώμη του πατέρα της το έτος 56 για να παντρευτεί τον ηλικιωμένο, άρτι χηρεύσαντα και έως τότε άκληρο Κουϊντο Ωρτένσιο (Quintus Hortensius Hortalus). Ο Ωρτένσιος, αφού απέκτησε από την Μαρκία έναν απόγονο, πέθανε τελικά το 50 και με το ξέσπασμα του εμφυλίου πολέμου (το έτος 49) ο Κάτων ξαναδέχθηκε στον οίκο του την Μαρκία μαζί με όλα της τα παιδιά. Το έτος 59 συνέχισε τον αγώνα του ενάντια στην αρχομανία του Ιουλίου Καίσαρα, εναντιώθηκε ξανά και ξανά σε νόμους που είχε προσπαθήσει να περάσει ο τελευταίος, με αποτέλεσμα ακόμα και να ξυλοκοπηθεί ενώ αγόρευε από το βήμα της Συγκλήτου, ενώ από τα τέλη του 58 μέχρι τον Μάρτιο του 56 στάλθηκε από τους πολιτικούς τους αντιπάλους με το ζόρι (έπειτα από διάταγμα) ως κυβερνήτης (Quaestor pro Praetore) της Κύπρου, ώστε κατά την απουσία του από την Ρώμη να υπάρξει κενό πολιτικής αντίστασης στα σχέδιά τους (ένα από τα οποία ήταν και η εξουδετέρωση του Κικέρωνος). Στην Κύπρο διοίκησε υποδειγματικά με γνώμονα τις στωϊκές φιλοσοφικές ιδέες του και κατά την επιστροφή του στην Ρώμη η Σύγκλητος αποφάσισε να τον τιμήσει με διάφορα προνόμια τα οποία όμως ο ίδιος αρνήθηκε, θεωρώντας τα ασυμβίβαστα με τις φιλοσοφικές τους απόψεις και αξίες. Το έτος 52 ο προ πολλού προσωπικός εχθρός του Κάτωνος Ιούλιος Καίσαρας τελείωσε τους Γαλατικούς Πολέμους του, αλλά αρνήθηκε να υπακούσει στην διαταγή της Συγκλήτου, που υπό την επιρροή της πολιτικής παράταξης των δημοκρατικών της οποίας ηγείτο ο Κάτων, του είχε ζητήσει να επιστρέψει δίχως τις λεγεώνες του στην Ρώμη. Το έτος 49, την ίδια εποχή που ο Καίσαρας εισέβαλε στην Ιταλία με κατεύθυνση την Ρώμη επικεφαλής της «13ης Λεγεώνας» του, υποχρεώνοντας τον Κάτωνα να πάρει τα όπλα εναντίον του με την πλευρά του Πομπήϊου (Gnaeus Pompeius Magnus), προσπάθησε στα πλαίσια της πολιτικής και προσωπικής τους έχθρας να εκμεταλλευθεί με χυδαίο τρόπο την ιστορία της Μαρκίας, και κατηγόρησε τον Κάτωνα για δήθεν «διακίνηση» της συζύγου του με σκοπό το κέρδος. Ο λόγος που ο Κάτων και οι υπόλοιποι δημοκρατικοί συντάχθηκαν με τον Πομπήϊο (του οποίου τα σχέδια ν’ ανακηρυχθεί δικτάτορας είχε εμποδίσει ο ίδιος ο Κάτων, το έτος 54, ως πραίτορας) ήταν επειδή θεώρησαν την επικράτηση του Πομπήϊου συγκριτικά ευνοϊκότερη για την δημοκρατική υπόθεση (ότι θα επικρατούσε δηλαδή ο λιγότερο αντιδημοκρατικός). Ο Κάτων συνόδευσε τον Πομπήϊο στην πορεία του γύρω από την Αδριατική, κράτησε με ολιγομελή φρουρά το Δυρράχιο νικώντας τον στρατό του Καίσαρα, όμως οι ελπίδες του κατέρρευσαν με την πανωλεθρία του στρατού του Πομπήϊου στην μάχη των Φαρσάλων το έτος 48. Μαζί με τον Κουϊντο Μέτελλο Σκιπίωνα (Quintus Caecilius Metellus Pius Scipio Nasica), πέρασε στην συνέχεια στην βόρεια Αφρική, όπου συνέχισε τον πόλεμο κατά του τυράννου, διοικώντας και προστατεύοντας με τις λεγεώνες του την πόλη της Υτίκης, από όπου και πήρε το προσωνύμιό του «Υτικαίος» («Uticensis»). Εξαιτίας της υποδειγματικά δίκαιης διοίκησής του, τιμήθηκε παντοιοτρόπως από τους κατοίκους της πόλης, οι οποίοι τον υπεραγαπούσαν.
Όταν όμως αποσύρθηκε στο δωμάτιό του με τον πλατωνικό διάλογο περί της αθανασίας της ψυχής στο χέρι, είδε ότι το ξίφος του έλειπε από τη θήκη του και δημιούργησε μεγάλη αναστάτωση, πείθοντας τελικά τον υιό του που το είχε κρύψει για να μη μπορέσει ο πατέρας του να αυτοκτονήσει, να το επιστρέψει, με το επιχείρημα ότι το αντίθετο θα τον παρέδιδε άοπλο στα χέρια του τυράννου. Μερικές ώρες αργότερα, όταν όλοι είχαν κοιμηθεί, ο Κάτων έσυρε το ξίφος και το βύθισε στο σώμα του, αλλά η πράξη του έγινε αντιληπτή από τους συντρόφους του που ματαίως προσπάθησαν να τον σώσουν. Ακόμη και όταν ο ιατρός τού μάζεψε τα χυμένα σπλάχνα και του έραψε το τραύμα, ο Κάτων, σπρώχνοντάς τον με όλη τη δύναμη που του είχε απομείνει, ολοκλήρωσε με αποφασιστικότητα και αταραξία την «εύλογον αναχώρησίν» του, διασπώντας με τα χέρια του τις ραφές λίγο προτού ξεψυχήσει, συνεπής προς τις απόψεις του περί της μέχρι εσχάτων εμμονής των ενάρετων ανδρών στις αρχές και τις πεποιθήσεις τους, όπως και στο ότι ο ηρωϊκός θάνατος ενός ανθρώπου μπορεί να περισώσει τα όσα δεν πέτυχαν οι έως τότε προσπάθειες και αγώνες του. Ο νικητής Καίσαρας, προσπαθώντας να εκμεταλλευθεί την προκατάληψη του πλήθους κατά των αυτοχείρων, περιέφερε κατά τον Θρίαμβό του, το έτος 46, καρικατούρες των Lucius Scipio και Petreius ενώ αυτοκτονούσαν, δίπλα σε μία του Κάτωνος «που αυτοξεσκιζόταν σαν άγριο θηρίο». Η προπαγάνδα όμως υπήρξε ατυχής, καθώς ο λαός, ενθυμούμενος την αυτοθυσία των αρχαίων ηρώων του (λ.χ. Decius Mus και Regulus) ξέσπασε σε αποδοκιμασίες. Ο Κάτων είχε κατορθώσει να ιεροποιήσει την περιφρόνηση για τον θάνατο, η οποία έκτοτε θα καθοδηγεί όλους τους Ρωμαίους αγωνιστές της Ελευθερίας. Ο υιός και η θυγατέρα του Πορκία, σύζυγος του Marcus Junius Brutus, έμειναν συνεπείς στις αρχές του πατέρα τους, η δε Πορκία αυτοκτόνησε και αυτή στο τέλος του δικού της αγώνα για την Δημοκρατία.
Με τον θάνατό του, ο οποίος τον ανέδειξε σε μία από τις λαμπρότερες μορφές του Αρχαίου Κόσμου, ο Κάτων επιβεβαίωσε με τον πιο απόλυτο τρόπο τις δημοκρατικές και στωϊκές απόψεις του, τερματίζοντας ο ίδιος μέσα σε γαλήνη και αταραξία την ζωή του, κατά την φιλοσοφική αρχή της «ευλόγου αποχωρήσεως», όταν το πολιτικό του όραμα είχε πλέον οριστικά διαψευσθεί. Οι ιστορικοί και οι ποιητές των αμέσως επομένων γενεών, δέχθηκαν και δόξασαν τον Κάτωνα, ως την απόλυτη ενσάρκωση της Αρετής και ως έσχατο υπερασπιστή της παραδοσιακής Παρρησίας (Εloquentia) και της Δημοκρατίας. Έκτοτε, μέχρι τις ημέρες μας, ο ένδοξος θάνατος του Κάτωνος ενέπνευσε πολλά θεατρικά δράματα (όπως λ.χ την περίφημη τραγωδία «Κάτων» που πρωτοανέβασε τον Απρίλιο του 1713 ο Joseph Addison), οι δημοκρατικοί εικαστικοί πριν και μετά την Γαλλική Επανάσταση τον τίμησαν με το γλυπτό «La mort de Caton d' Utique» του Philippe - Laurent Roland (1782) και με την ζωγραφική των Bouchet Louis Andre Gabriel, Bouillon Pierre και Guerin Pierre Narcisse, στο δε Λούβρο φιλοξενείται ανδριάντας του από ιταλικό μάρμαρο, φτιαγμένο από τον γλύπτη Jean - Baptiste Roman (1792 - 1835) και ολοκληρωμένο από τον Francois Rude (1784 - 1855). Το όνομά του έμεινε στην Ιστορία ως σύμβολο της απόλυτης εντιμότητας στον δημόσιο βίο. Πριν σβήσει το αρχαιολατρικό πνεύμα της Αμερικανικής Επανάστασης στις Η.Π.Α., δόθηκε το 1789 το όνομα Υτίκη (Utica) σε ένα χωριό (σήμερα πόλη) της πολιτείας της Νέας Υόρκης, σε ανάμνηση της αρχαίας πόλης που φιλοξένησε τον μεγάλο στωϊκό και δημοκράτη τους τελευταίους μήνες του βίου του. Βλάσης Γ. Ρασσιάς, 2009 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ: Πλουτάρχου, «Βίοι Παράλληλοι» M. L. Clarke, «Το Ρωμαϊκό Πνεύμα», Αθήνα, 2004 Ρασσιάς Βλάσης, «Θεοίς Συζήν. Εισαγωγή στον Στωϊκισμό», Αθήνα, 2001 William Smith, «Dictionary of Greek and Roman Biography and Mythology», London, 1867 ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΕ: ΔΙΑΔΡΟΜΕΣ ΓΙΑ ΕΛΕΥΘΕΡΕΣ ΨΥΧΕΣ ΣΥΓΓΡΑΦΕΣ ΓΙΑ ΕΛΕΥΘΕΡΕΣ ΨΥΧΕΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ "ΑΝΟΙΧΤΗ ΠΟΛΗ" ΚΕΙΜΕΝΑ, ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ, ΕΚΔΗΛΩΣΕΙΣ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ "ΑΝΟΙΧΤΗ ΠΟΛΗ" (1980 - 1993)
|