Τζιόζουε Καρντούτσι

(Giosuè Alessandro Michele Carducci, Valdicastello, 27 Ιουλίου 1835 - Bologna, 16 Φεβρουαρίου 1907)

Ιταλός συμβολιστής νομπελίστας ποιητής του 19ου αιώνα, ο «ανεπίσημος εθνικός ποιητής» της Ιταλίας, συνοδοιπόρος των Γάλλων «Παρνασσιστών».



ΠΡΩΤΑ ΧΡΟΝΙΑ

Γεννήθηκε στο Βαλντικαστέλο (Valdicastello) της Τοσκάνης, κοντά στην Πίζα από την αστική οικογένεια του φλωρεντιανού πρακτικού χειρουργού ιατρού Μικέλε Καρντούτσι (Michele Carducci) και της Ιλντεγκόντα Τσέλι (Ildegonda Celli). Ο πατέρας του ήταν, «Καρμπονάρος» και οπαδός του «Risorgimento» (του κινήματος δηλαδή για την ενοποίηση της Ιταλίας, 1816 – 1861) και είχε φυλακιστεί μετά από τον αποτυχημένο υπό την τρίχρωμη σημαία της «Καρμποναρίας» ξεσηκωμό του Φεβρουαρίου 1831.

Το 1838 η οικογένεια των Καρντούτσι εγκαταστάθηκε στο Maremmes  του Μπολγκέρι (Bolgheri), όπου η γιαγιά του Λουτσία (Lucia) φρόντισε για την καλή μόρφωσή του, στην οποία βοήθησε πολύ και η ποιοτική βιβλιοθήκη του πατέρα του, που ήταν γεμάτη από πολιτικά δοκίμια, ρομαντική ευρωπαϊκή ποίηση και κλασικούς συγγραφείς. Το 1842 ο νεαρός Καρντούτσι πέρασε δύσκολες ημέρες όταν πέθανε η αγαπημένη του γιαγιά και ο πατέρας του είχε προβλήματα λόγω των επαναστατικών του δραστηριοτήτων, ωστόσο το 1849 η οικογένεια μετακόμισε στην ιδιαίτερη πατρίδα του πατέρα Φλωρεντία προς αναζήτηση μεγαλύτερης ασφάλειας μέσα στην πυκνοκατοικημένη πόλη.  
 
ΕΡΩΤΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΛΑΣΙΚΗ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ

Από τα εφηβικά του κιόλας χρόνια, όταν σπούδαζε στο «Brothers of the Christian Schools of San Giovannino», όπου είχε γνωρίσει και την μέλλουσα σύζυγό του και εξαδέλφη του Ελβίρα Μενικούτσι (Elvira Menicucci), είχε νοιώσει δέος απέναντι στην σοφή τεχνοτροπία και τα αυστηρά μέτρα της ελληνικής και ρωμαϊκής αρχαιότητας, παρά το γεγονός ότι παλαιότερα θαύμαζε την ρομαντική ποίηση του Λόρδου Μπάϋρον (Lord Byron) και του Φρήντριχ Σίλλερ (Friedrich Schiller). Εκείνη την εποχή άρχισε να γράφει την πρώτη δική του ποίηση και μάλιστα μετέφρασε ένα μικρό τμήμα της «Ιλιάδος» του Ομήρου.

ΣΥΝΤΗΡΗΤΙΚΗ ΦΑΣΗ

Το 1851 ο πατέρας του έδειξε να αλλάζει τις πολιτικές του πεποιθήσεις και να ξαναγίνεται πιστός καθολικός και μοναρχικός, στην προσπάθειά του να μην χάσει μια καλύτερη επαγγελματική θέση ως ιατρός στο Τσέλε (Celle) της Λιγουρίας, την οποία όμως δε κράτησε για πολύ, αφού ξανά για τις «φιλοκαρμποναρικές» ιδέες του υποχρεώθηκε να μετακομίσει στο Πιανκαστανάϊο (Piancastagnaio) της Τοσκάνης, όπου δούλεψε ως βοηθός χειρουργός.


Ο Τζιόζουε, που μιμούμενος τότε τον πατέρα του έδειχνε να στρέφεται προς τον μοναρχικό συντηρητισμό, γράφτηκε στις 11 Νοεμβρίου 1853 στην «Scuola Normale Superiore» της Πίζας, από όπου έλαβε τελικά διδακτορικό στην Φιλολογία και Φιλοσοφία το 1856 και αμέσως μετά ξεκίνησε να εργάζεται ως καθηγητής ρητορικής στο σχολείο του Σαν Μινιάτο (San Miniato Al Tedesco). Κατά την διάρκεια των σπουδών του έγραφε στο περιοδικό «L’ Αppendice» και εξέδωσε μια ανθολογία ιταλικής συντηρητικής ποίησης («L’ Arpa del popolo, scelta di poemi religiosi, morale e patriotici», 1855).

Από τα χρόνια των σπουδών του είχε ιδρύσει (το 1855) με τρεις ακόμη συμφοιτητές του την ομάδα «Amici Ρedanti» για υποστήριξη και προώθηση του ρεύματος του «Κλασικισμού», ενώ το 1857 εξέδωσε την πρώτη του ποιητική με τίτλο «Ρίμες» («Rime»). Ήταν μια άσχημη περίοδος της ζωής του, καθώς ο ίδιος ήταν άνεργος, ο πατέρας του πέθανε και επίσης αυτοκτόνησε ο αδελφός του.

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΜΕΤΑΣΤΡΟΦΗ

Από το 1859, χρονιά κατά την οποία νυμφεύθηκε την αγαπημένη του Ελβίρα Μενικούτσι (με την οποία απέκτησε δυο θυγατέρες και έναν υιό), ο Τζιόζουε μεταστράφηκε σιγά – σιγά σε ένθερμο δημοκράτη και αντικληρικαλιστή, προσχώρησε στους Ελευθεροτέκτονες και υιοθέτησε τα αιτήματα του «Risorgimento», που κυριαρχούν στην συλλογή του «Juvenilia» (1860).

Δίδαξε αρχαία ελληνικά σε ένα γυμνάσιο της Πιστόϊας (Pistoia) και μετά, το 1861 σε ηλικία 25 ετών, τοποθετήθηκε καθηγητής Ιταλικής Λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο της Μπολώνιας (Bologna, όπου είχε εγκατασταθεί οικογενειακώς από τις 10 Νοεμβρίου του 1860), όπου έγινε πολύ αγαπητός στους φοιτητές του, λόγω της μεταδοτικότητας και αμεσότητάς του, ωστόσο εξαιτίας των δημοκρατικών και αντικληρικαλιστικών φρονημάτων του παύθηκε για μερικούς μήνες το 1863 και τέσσερα χρόνια αργότερα (1867) απολύθηκε λόγω «συνωμοτικών δραστηριοτήτων», για να αποκατασταθεί όμως μετά από μερικούς μήνες, μέσα στο 1868.

Ένας από τους φοιτητές του ήταν και ο μετέπειτα ποιητής Τζιοβάνι Πασκόλι (Giovanni Pascoli, 1855 – 1912), που αργότερα τον διαδέχθηκε στην καθηγητική έδρα. Στο Πανεπιστήμιο της Μπολώνιας ο Καρντούτσι συμμετείχε αργότερα σε μία επιτροπή ιστορικών, η οποία υπολόγισε την ίδρυσή του πριν το 1088, αναδεικνύοντάς το στο μακροβιότερο Πανεπιστήμιο τη Ευρώπης.

Ο ΥΜΝΟΣ ΣΤΟΝ ΣΑΤΑΝΑ

Το 1865 προκάλεσε σκάνδαλο η έκδοση του εσκεμμένα βλάσφημου ποιήματός του «Ύμνος στον Σατανά» («Inno a Satana»), τον οποίο ο Τζιόζουε είχε γράψει δύο χρόνια νωρίτερα, το 1863, για τις ανάγκες μιας πρόποσης σε λογοτεχνικό δείπνο: «Ζήτω σου, Σατανά / ώ εσύ ανταρσία / ώ εσύ δύναμη της εκδίκησης / της λογικής του ανθρώπου!» / να σου δοθούνε πρέπει / άγιο λιβάνι και προσευχές! / που έχεις τσακίσει τον Ιαχωβά / των παπάδων» («Salute, o Satana, / O ribellione, / O forza vindice / De la ragione! / Sacri a te salgano / Gl’ incensi e ii voti! / Hai vinto il Geova / De ii sacerdoti»).

Ο «Σατανάς» του Καρντούτσι όμως δε είχε σχέση με την αυτοτελή ενσάρκωση του απόλυτου Κακού που έχει εφεύρει ο Χριστιανισμός για να φοβίζει τους πιστούς του (μετατρέποντας το απρόσωπο στον Ιουδαϊσμό συνώνυμο σε πρόσωπο), αλλά η προσωποποίηση του πνεύματος της προόδου στην γνώση, την τεχνολογία, την επιστήμη, καθώς η αντίπαλή του Εκκλησία ανέκαθεν αντιμαχόταν την ελευθερία της σκέψης και την κάθε είδους αναζήτηση. Ο «Σατανάς» του Καρντούτσι είναι τα άγιο πνεύμα που προστάτευσε τους μακάριους παγανιστικούς κόσμους της προχριστιανικής εποχής, παρηγόρησε με την χαρά της ζωής τους θλιμμένους και τους δυστυχείς και ενέπνευσε τους μεγάλους μεταρρυθμιστές της Ιστορίας. Ο σκώτος κλασικιστής Γκίλμπερτ Χίγκετ (Gilbert Highet, 1906 – 1978) έγραψε σχετικά: «τον ύμνησε και ως τον νικηφόρο αρχηγό της Επιστήμης, που διασχίζει τον κόσμο επάνω σε ένα πύρινο άρμα –το ίδιο άρμα που κατατρόπωσε τον Ιαχωβά. Το άρμα αυτό είναι μία ατμομηχανή: αποτελεί, κατά μία ευρύτερη έννοια, την εικόνα της σύγχρονης επιστημονικής προόδου που υψώνει τον άνθρωπο πάνω από τα όρια του χώρου και του χρόνου και τον ελευθερώνει από όσους αστυνομεύουν την σκέψη».

Ο «Ύμνος στον Σατανά» επανεκδόθηκε το 1869 από την σοσιαλιστική εφημερίδα της Μπολώνια «Il Popolo», επ’ ευκαιρία του 20ου Οικουμενικού Συμβουλίου των ρωμαιοκαθολικών στην Ρώμη, ωστόσο η ανατρεπτικότερες στιγμές της ποίησης του Καρντούτσι βρίσκονται σε μεταγενέστερες συλλογές, όπως λ.χ. οι «Νέες Ρίμες» («Rime Nuove») και οι «Βαρβαρικές Ωδές» («Odi Barbare»).

Η ΦΥΣΗ ΤΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ ΤΟΥ

Μέσα από την ορθολογική και δυναμική ποίησή του, ο Καρντούτσι, που καθιερώθηκε ως κορυφαίος ποιητής της Ιταλίας μετά την έκδοση το έτος 1868 της δεύτερης συλλογής του «Ελαφρά Βαρέα» («Levia Gravia»), ύμνησε με αισιοδοξία την συμφιλίωση με τους φυσικούς νόμους και την ανθρώπινη ελευθερία και αξιοπρέπεια, παράλληλα με την αρμονία, την οργανικότητα και την αυτοπειθαρχία που τις άφησε ως διαχρονική κληρονομιά στην ανθρωπότητα η κλασική αρχαιότητα και τις οποίες ο ίδιος επίμονα μετέφερε μέσα στους στίχους του. Την ίδια συγκροτημένη μορφή κράτησε στις δύο επόμενες συλλογές του «Decennalia» (1871) και «Nuove Poesie» (1873), από τις οποίες η δεύτερη θεωρήθηκε η κορυφαία του δημιουργία. Η ποίηση του δημοφιλέστατου Καρντούτσι, που ανέδειξε 


το λεγόμενο «αλκαϊκό» μέτρο, εκείνο που είχε εισηγηθεί ο αρχαίος λέσβιος ποιητής Αλκαίος (περ. 640 – 560), ενέπνευσε πολλούς Ιταλούς κατά τον αγώνα για την ανεξαρτησία, γι’ αυτό και θεωρείται ο «ανεπίσημος εθνικός ποιητής» της ενοποιημένης Ιταλίας.

ΣΥΝΟΔΟΙΠΟΡΟΣ ΤΟΥ «ΠΑΡΝΑΣΣΟΥ»

Σε γενικές γραμμές ο Καρντούτσι υπήρξε συνοδοιπόρος του γαλλικού «Παρνασσού», καθώς, όπως σημειώνει ο Χιγκέτ, «αν και φιλελεύθερος επαναστάτης και θαυμαστής του Γκαίτε και του Ουγκώ, κατήγγειλε την στάση των ρομαντικών απέναντι στην ζωή». Στο «Classicismo e Romanticismo» (που περιέχεται στην συλλογή «Rime Nuove» του 1887) παρομοίασε τον «Κλασικισμό» με τον ζωοδότη, ισχυρό και σταθερό ήλιο και τον «Ρομαντισμό» με την σελήνη, πλανήτη της αστάθειας, του έρωτα και του θανάτου, ενώ δέκα χρόνια νωρίτερα, στην συλλογή «Odi Βarbare Ι» του 1877 μιμείτο τον Οράτιο και καταπιανόταν με ελληνορωμαϊκά θέματα. Στο πρώτο από τα εκεί ποίημά του παρομοίαζε μάλιστα την συνηθισμένη ποίηση με πόρνη, ενώ την πολύπλοκη αυστηρή μορφή, που και ο ίδιος χρησιμοποιούσε, με υπέροχη ορεινή Νύμφη που αποκρούει τις επιθέσεις ενός Φαύνου.

Στον αρχηγό των «Παρνασσιστών» Λεκόντ ντε Λιλ (Charles Marie René Leconte de Lisle, 1818 – 1894) ο Καρντούτσι έμοιαζε επίσης και ως προς τον συνεπή αντιχριστιανισμό. Πέραν από τον προκλητικό «Ύμνο στον Σατανά», είχε δηλώσει ότι δεν γνωρίζει «καμμία αλήθεια του Θεού» και ότι δεν θα έχει ποτέ «ειρήνη με το Βατικανό, ή με κάποιον παπά. Αυτοί είναι οι πραγματικοί και αμετάβλητοι εχθροί της Ιταλίας», ενώ είχε γράψει επίσης το 1876 το πραγματικά αντιχριστιανικό ποίημα «Alle fonti del Clitumne» στο οποίο καλούσε το πνεύμα της προχριστιανικής Ρώμης να σηκωθεί και να απελευθερώσει την ανθρωπότητα.

Η ΑΦΙΕΡΩΣΗ ΣΤΗΝ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ

Για ένα μικρό διάστημα μέσα στο 1876 υπήρξε βουλευτής του δημοκρατικού κόμματος, έχασε ωστόσο την υποστήριξη των επαναστατών νέων μετά την δημοσίευση ενός ποιήματος του («Alla Regina d’ Italia») αφιερωμένο στην θαυμάστριά του βασίλισσα Μαργαρίτα της Σαβοϊας (Margherita di Savoia), σύζυγο του βασιλιά Ουμβέρτου του Α (Umberto I di Savoia), αμέσως μετά την απόπειρα κατά της ζωής του τελευταίου από τον αναρχικό Πασσανάντε (Giovanni Passanante, 1849 – 1910) στις 17 Νοεμβρίου 1878. Πολλοί δικαιολόγησαν την αφιέρωσή του σε κρυφό έρωτα για την βασίλισσα, την οποία αργότερα, τα καλοκαίρια του 1887, 1888 και 1889 συναναστράφηκε στο Κουρμαγιέρ (Courmayeur) και, όντως, από το 1878 και μετά εμφανίζεται ένα σαφές ερωτικό πρόσθετο στην ποίησή του (Williams, σελ. 56 και 81) που μέχρι τότε χαρακτηριζόταν από τους αντιπάλους του «ψυχρή», το οποίο όμως ερωτικό πρόσθετο ίσως είχε άλλο αντικείμενο: το 1871 είχε αρχίσει αλληλογραφία με την Καρολίνα Πίβα (Carolina Cristofori Piva, 1837 – 1881), την οποία αποκαλούσε με το κλασικό όνομα «Lidia» και την είχε ερωτευθεί σφόδρα όταν την συνάντησε κατ’ ιδίαν την επόμενη χρονιά.

Γεγονός πάντως είναι ότι από το ποίημα στην βασίλισσα και μετά ο Καρντούτσι άρχισε να περνάει σε ολοένα και πιο συντηρητικές θέσεις για να καταλήξει στο τέλος υπέρμαχος της ιταλικής εξάπλωσης στην Αφρική στα μέσα της δεκαετίας του 1890 (κάτι που αντανακλάται και στην τελευταία του συλλογή, το «Rime a Ritmi» του 1898). Λίγους μήνες μετά το «Alla Regina d’ Italia», είχε ήδη αρχίσει μέσα στο 1879 να δημοσιεύει εργασίες του στο φιλομοναρχικό περιοδικό «Fanfulla della domenica», ενώ το 1881 εξέδωσε την μπροσούρα «Eterno Femminino Regale», στην οποία υποστήριζε ότι το μοναδικό ιδανικό που μπορεί να πραγματοποιηθεί στην Ιταλία ήταν η… μοναρχία!



Ο Καρντούτσι το 1907
ΒΡΑΒΕΙΟ ΝΟΜΠΕΛ
 
Νέα διάδοση πάντως της ποίησής του μέσα στην νεολαία προκάλεσαν οι εκδοτικές προσπάθειες του χαλκέντερου Άντζελο Σομαρούγκα (Angelo Sommaruga), εκδότη από τον Ιούνιο του 1881 έως τον Μάρτιο του 1885 της δεκαπενθήμερης αντικυβερνητικής λογοτεχνικής επιθεώρησης «La Cronaca Bizantina» του Μιλάνου, όμως τώρα πια οι προοδευτικοί φοιτητές, διανοούμενοι και εργάτες τον αποδοκίμαζαν, την ώρα που οι μεγαλοαστοί τού άνοιγαν τα σαλόνια τους και αγόραζαν μαζικά τις ποιητικές συλλογές τους.

Το 1881 διορίστηκε μέλος του «Ανώτατου Συμβουλίου Εκπαίδευσης» της Ιταλίας, έγινε επίτιμος πολίτης της Μπολώνιας και τον Δεκέμβριο του 1890, χρονιάς κατά την οποία γνώρισε τον τελευταίο του έρωτα στο πρόσωπο της μόλις 24χρονης Άννας Βιβάντι (Annie Vivanti, 1866 – 1942, της οποίας προλόγισε την πρώτη ποιητική συλλογή «Lirica»), επίτιμος, δια βίου, γερουσιαστής.

Στις 11 Μαρτίου 1891 αποδοκιμάστηκε από τους φοιτητές του στο Πανεπιστήμιο της Μπολώνιας για τον προκλητικό μοναρχισμό του και το 1904 συνταξιοδοτήθηκε για λόγους υγείας (μερική παράλυση από το φθινόπωρο του 1899), αφήνοντας την θέση του που κατείχε από το 1861. Δύο χρόνια αργότερα, στις 10 Δεκεμβρίου 1906, βραβεύτηκε με το Νόμπελ Λογοτεχνίας (που του στάλθηκε με ειδική αντιπροσωπεία), μένοντας στην Ιστορία ως ο πρώτος νομπελίστας Ιταλός.

Πέθανε στην Μπολώνια στις 16 Φεβρουαρίου 1907 σε ηλικία 71 ετών. Την επόμενη δεκαετία το σπίτι του στην Μπολώνια (που είχε αγοραστεί από την βασίλισσα Μαργαρίτα το 1902 για να τον ενισχύσει οικονομικά) μετατράπηκε σε μουσείο και βιβλιοθήκη, που άνοιξε στο κοινό το 1921. Εκεί στήθηκε προς τιμήν του και ένας μαρμάρινος ανδριάντας, έργο του γλύπτη Λεονάρντο Μπιστόφι (Leonardo Bistofi).

Βλάσης Γ. Ρασσιάς, 2010


ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ:

«L’ Arpa del popolo, scelta di poemi religiosi, morale e patriotici», 1855, ερανισμός

«Rime», 1857, συλλογή

«Juvenilia», 1860, συλλογή

«Levia Gravia», 1868, συλλογή με το ψευδώνυμο «Enotrio Romano»

«Decennalia », 1871, συλλογή

«Nuove Poesie», 1873, συλλογή

«Studi Letterari», 1874, φιλολογικό δοκίμιο

«Alle fonti di Clitumno», 1876, ποίημα

«Bozetti Critici e Discorsi Letterari», 1876, φιλολογικό δοκίμιο

«Odi Βarbare Ι», 1877, συλλογή

«Giambi ed Epodi», 1879, συλλογή ποιημάτων της περιόδου 1867 – 1879

«Satana e polemichihe sataniche», 1879

«Eterno Femminino Regale», 1881, δοκίμιο

«Odi Βarbare ΙΙ», 1882, συλλογή

«Rime Nuove», 1887, συλλογή ποιημάτων της περιόδου 1861 – 1887

«Nuovi Odi Barbari», 1887, συλλογή

«Odi Βarbare ΙΙΙ», 1889, συλλογή

«Rime a Ritmi», 1898, συλλογή



ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:


Ettore Caccia, «Poesia e ideologia per Carducci», Brescia, 1970

Gilbert Highet, «Η Κλασική Παράδοση», Αθήνα, 1988

Stefano Pavarini, «Carducci», Palermo, 2003

Antonio Piromalli, «Introduzione a Carducci», Bari, 1988

S. Eugene Scalia, «Carducci: His Critics and Translators in England and America, 1881-1932», New York, 1937

Orlo Williams, «Giosue Carducci», London, 1914


 


Έξω από το “Μουσείο Καρντούτσι” στην Μπολώνια, Αύγουστος 2010





ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΕ: 

ΔΙΑΔΡΟΜΕΣ ΓΙΑ ΕΛΕΥΘΕΡΕΣ ΨΥΧΕΣ 

ΣΥΓΓΡΑΦΕΣ ΓΙΑ ΕΛΕΥΘΕΡΕΣ ΨΥΧΕΣ 

ΕΚΔΟΣΕΙΣ "ΑΝΟΙΧΤΗ ΠΟΛΗ" 

ΚΕΙΜΕΝΑ, ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ, ΕΚΔΗΛΩΣΕΙΣ 

ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ "ΑΝΟΙΧΤΗ ΠΟΛΗ" (1980 - 1993) 

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ