Τζιόζουε Καρντούτσι
(Giosuè Alessandro Michele Carducci, Valdicastello, 27 Ιουλίου 1835 - Bologna, 16 Φεβρουαρίου 1907) Ιταλός συμβολιστής νομπελίστας ποιητής του 19ου αιώνα, ο «ανεπίσημος εθνικός ποιητής» της Ιταλίας, συνοδοιπόρος των Γάλλων «Παρνασσιστών».
ΕΡΩΤΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΛΑΣΙΚΗ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Από τα εφηβικά του κιόλας χρόνια, όταν σπούδαζε στο «Brothers of the Christian Schools of San Giovannino», όπου είχε γνωρίσει και την μέλλουσα σύζυγό του και εξαδέλφη του Ελβίρα Μενικούτσι (Elvira Menicucci), είχε νοιώσει δέος απέναντι στην σοφή τεχνοτροπία και τα αυστηρά μέτρα της ελληνικής και ρωμαϊκής αρχαιότητας, παρά το γεγονός ότι παλαιότερα θαύμαζε την ρομαντική ποίηση του Λόρδου Μπάϋρον (Lord Byron) και του Φρήντριχ Σίλλερ (Friedrich Schiller). Εκείνη την εποχή άρχισε να γράφει την πρώτη δική του ποίηση και μάλιστα μετέφρασε ένα μικρό τμήμα της «Ιλιάδος» του Ομήρου. ΣΥΝΤΗΡΗΤΙΚΗ ΦΑΣΗ Το 1851 ο πατέρας του έδειξε να αλλάζει τις πολιτικές του πεποιθήσεις και να ξαναγίνεται πιστός καθολικός και μοναρχικός, στην προσπάθειά του να μην χάσει μια καλύτερη επαγγελματική θέση ως ιατρός στο Τσέλε (Celle) της Λιγουρίας, την οποία όμως δε κράτησε για πολύ, αφού ξανά για τις «φιλοκαρμποναρικές» ιδέες του υποχρεώθηκε να μετακομίσει στο Πιανκαστανάϊο (Piancastagnaio) της Τοσκάνης, όπου δούλεψε ως βοηθός χειρουργός. Ο Τζιόζουε, που μιμούμενος τότε τον πατέρα του έδειχνε να στρέφεται προς τον μοναρχικό συντηρητισμό, γράφτηκε στις 11 Νοεμβρίου 1853 στην «Scuola Normale Superiore» της Πίζας, από όπου έλαβε τελικά διδακτορικό στην Φιλολογία και Φιλοσοφία το 1856 και αμέσως μετά ξεκίνησε να εργάζεται ως καθηγητής ρητορικής στο σχολείο του Σαν Μινιάτο (San Miniato Al Tedesco). Κατά την διάρκεια των σπουδών του έγραφε στο περιοδικό «L’ Αppendice» και εξέδωσε μια ανθολογία ιταλικής συντηρητικής ποίησης («L’ Arpa del popolo, scelta di poemi religiosi, morale e patriotici», 1855). Από τα χρόνια των σπουδών του είχε ιδρύσει (το 1855) με τρεις ακόμη συμφοιτητές του την ομάδα «Amici Ρedanti» για υποστήριξη και προώθηση του ρεύματος του «Κλασικισμού», ενώ το 1857 εξέδωσε την πρώτη του ποιητική με τίτλο «Ρίμες» («Rime»). Ήταν μια άσχημη περίοδος της ζωής του, καθώς ο ίδιος ήταν άνεργος, ο πατέρας του πέθανε και επίσης αυτοκτόνησε ο αδελφός του. ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΜΕΤΑΣΤΡΟΦΗ Από το 1859, χρονιά κατά την οποία νυμφεύθηκε την αγαπημένη του Ελβίρα Μενικούτσι (με την οποία απέκτησε δυο θυγατέρες και έναν υιό), ο Τζιόζουε μεταστράφηκε σιγά – σιγά σε ένθερμο δημοκράτη και αντικληρικαλιστή, προσχώρησε στους Ελευθεροτέκτονες και υιοθέτησε τα αιτήματα του «Risorgimento», που κυριαρχούν στην συλλογή του «Juvenilia» (1860). Δίδαξε αρχαία ελληνικά σε ένα γυμνάσιο της Πιστόϊας (Pistoia) και μετά, το 1861 σε ηλικία 25 ετών, τοποθετήθηκε καθηγητής Ιταλικής Λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο της Μπολώνιας (Bologna, όπου είχε εγκατασταθεί οικογενειακώς από τις 10 Νοεμβρίου του 1860), όπου έγινε πολύ αγαπητός στους φοιτητές του, λόγω της μεταδοτικότητας και αμεσότητάς του, ωστόσο εξαιτίας των δημοκρατικών και αντικληρικαλιστικών φρονημάτων του παύθηκε για μερικούς μήνες το 1863 και τέσσερα χρόνια αργότερα (1867) απολύθηκε λόγω «συνωμοτικών δραστηριοτήτων», για να αποκατασταθεί όμως μετά από μερικούς μήνες, μέσα στο 1868. Ένας από τους φοιτητές του ήταν και ο μετέπειτα ποιητής Τζιοβάνι Πασκόλι (Giovanni Pascoli, 1855 – 1912), που αργότερα τον διαδέχθηκε στην καθηγητική έδρα. Στο Πανεπιστήμιο της Μπολώνιας ο Καρντούτσι συμμετείχε αργότερα σε μία επιτροπή ιστορικών, η οποία υπολόγισε την ίδρυσή του πριν το 1088, αναδεικνύοντάς το στο μακροβιότερο Πανεπιστήμιο τη Ευρώπης. Ο ΥΜΝΟΣ ΣΤΟΝ ΣΑΤΑΝΑ Το 1865 προκάλεσε σκάνδαλο η έκδοση του εσκεμμένα βλάσφημου ποιήματός του «Ύμνος στον Σατανά» («Inno a Satana»), τον οποίο ο Τζιόζουε είχε γράψει δύο χρόνια νωρίτερα, το 1863, για τις ανάγκες μιας πρόποσης σε λογοτεχνικό δείπνο: «Ζήτω σου, Σατανά / ώ εσύ ανταρσία / ώ εσύ δύναμη της εκδίκησης / της λογικής του ανθρώπου!» / να σου δοθούνε πρέπει / άγιο λιβάνι και προσευχές! / που έχεις τσακίσει τον Ιαχωβά / των παπάδων» («Salute, o Satana, / O ribellione, / O forza vindice / De la ragione! / Sacri a te salgano / Gl’ incensi e ii voti! / Hai vinto il Geova / De ii sacerdoti»). Ο «Σατανάς» του Καρντούτσι όμως δε είχε σχέση με την αυτοτελή ενσάρκωση του απόλυτου Κακού που έχει εφεύρει ο Χριστιανισμός για να φοβίζει τους πιστούς του (μετατρέποντας το απρόσωπο στον Ιουδαϊσμό συνώνυμο σε πρόσωπο), αλλά η προσωποποίηση του πνεύματος της προόδου στην γνώση, την τεχνολογία, την επιστήμη, καθώς η αντίπαλή του Εκκλησία ανέκαθεν αντιμαχόταν την ελευθερία της σκέψης και την κάθε είδους αναζήτηση. Ο «Σατανάς» του Καρντούτσι είναι τα άγιο πνεύμα που προστάτευσε τους μακάριους παγανιστικούς κόσμους της προχριστιανικής εποχής, παρηγόρησε με την χαρά της ζωής τους θλιμμένους και τους δυστυχείς και ενέπνευσε τους μεγάλους μεταρρυθμιστές της Ιστορίας. Ο σκώτος κλασικιστής Γκίλμπερτ Χίγκετ (Gilbert Highet, 1906 – 1978) έγραψε σχετικά: «τον ύμνησε και ως τον νικηφόρο αρχηγό της Επιστήμης, που διασχίζει τον κόσμο επάνω σε ένα πύρινο άρμα –το ίδιο άρμα που κατατρόπωσε τον Ιαχωβά. Το άρμα αυτό είναι μία ατμομηχανή: αποτελεί, κατά μία ευρύτερη έννοια, την εικόνα της σύγχρονης επιστημονικής προόδου που υψώνει τον άνθρωπο πάνω από τα όρια του χώρου και του χρόνου και τον ελευθερώνει από όσους αστυνομεύουν την σκέψη».
το λεγόμενο «αλκαϊκό» μέτρο, εκείνο που είχε εισηγηθεί ο αρχαίος λέσβιος ποιητής Αλκαίος (περ. 640 – 560), ενέπνευσε πολλούς Ιταλούς κατά τον αγώνα για την ανεξαρτησία, γι’ αυτό και θεωρείται ο «ανεπίσημος εθνικός ποιητής» της ενοποιημένης Ιταλίας. ΣΥΝΟΔΟΙΠΟΡΟΣ ΤΟΥ «ΠΑΡΝΑΣΣΟΥ» Σε γενικές γραμμές ο Καρντούτσι υπήρξε συνοδοιπόρος του γαλλικού «Παρνασσού», καθώς, όπως σημειώνει ο Χιγκέτ, «αν και φιλελεύθερος επαναστάτης και θαυμαστής του Γκαίτε και του Ουγκώ, κατήγγειλε την στάση των ρομαντικών απέναντι στην ζωή». Στο «Classicismo e Romanticismo» (που περιέχεται στην συλλογή «Rime Nuove» του 1887) παρομοίασε τον «Κλασικισμό» με τον ζωοδότη, ισχυρό και σταθερό ήλιο και τον «Ρομαντισμό» με την σελήνη, πλανήτη της αστάθειας, του έρωτα και του θανάτου, ενώ δέκα χρόνια νωρίτερα, στην συλλογή «Odi Βarbare Ι» του 1877 μιμείτο τον Οράτιο και καταπιανόταν με ελληνορωμαϊκά θέματα. Στο πρώτο από τα εκεί ποίημά του παρομοίαζε μάλιστα την συνηθισμένη ποίηση με πόρνη, ενώ την πολύπλοκη αυστηρή μορφή, που και ο ίδιος χρησιμοποιούσε, με υπέροχη ορεινή Νύμφη που αποκρούει τις επιθέσεις ενός Φαύνου. Στον αρχηγό των «Παρνασσιστών» Λεκόντ ντε Λιλ (Charles Marie René Leconte de Lisle, 1818 – 1894) ο Καρντούτσι έμοιαζε επίσης και ως προς τον συνεπή αντιχριστιανισμό. Πέραν από τον προκλητικό «Ύμνο στον Σατανά», είχε δηλώσει ότι δεν γνωρίζει «καμμία αλήθεια του Θεού» και ότι δεν θα έχει ποτέ «ειρήνη με το Βατικανό, ή με κάποιον παπά. Αυτοί είναι οι πραγματικοί και αμετάβλητοι εχθροί της Ιταλίας», ενώ είχε γράψει επίσης το 1876 το πραγματικά αντιχριστιανικό ποίημα «Alle fonti del Clitumne» στο οποίο καλούσε το πνεύμα της προχριστιανικής Ρώμης να σηκωθεί και να απελευθερώσει την ανθρωπότητα. Η ΑΦΙΕΡΩΣΗ ΣΤΗΝ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ Για ένα μικρό διάστημα μέσα στο 1876 υπήρξε βουλευτής του δημοκρατικού κόμματος, έχασε ωστόσο την υποστήριξη των επαναστατών νέων μετά την δημοσίευση ενός ποιήματος του («Alla Regina d’ Italia») αφιερωμένο στην θαυμάστριά του βασίλισσα Μαργαρίτα της Σαβοϊας (Margherita di Savoia), σύζυγο του βασιλιά Ουμβέρτου του Α (Umberto I di Savoia), αμέσως μετά την απόπειρα κατά της ζωής του τελευταίου από τον αναρχικό Πασσανάντε (Giovanni Passanante, 1849 – 1910) στις 17 Νοεμβρίου 1878. Πολλοί δικαιολόγησαν την αφιέρωσή του σε κρυφό έρωτα για την βασίλισσα, την οποία αργότερα, τα καλοκαίρια του 1887, 1888 και 1889 συναναστράφηκε στο Κουρμαγιέρ (Courmayeur) και, όντως, από το 1878 και μετά εμφανίζεται ένα σαφές ερωτικό πρόσθετο στην ποίησή του (Williams, σελ. 56 και 81) που μέχρι τότε χαρακτηριζόταν από τους αντιπάλους του «ψυχρή», το οποίο όμως ερωτικό πρόσθετο ίσως είχε άλλο αντικείμενο: το 1871 είχε αρχίσει αλληλογραφία με την Καρολίνα Πίβα (Carolina Cristofori Piva, 1837 – 1881), την οποία αποκαλούσε με το κλασικό όνομα «Lidia» και την είχε ερωτευθεί σφόδρα όταν την συνάντησε κατ’ ιδίαν την επόμενη χρονιά. Γεγονός πάντως είναι ότι από το ποίημα στην βασίλισσα και μετά ο Καρντούτσι άρχισε να περνάει σε ολοένα και πιο συντηρητικές θέσεις για να καταλήξει στο τέλος υπέρμαχος της ιταλικής εξάπλωσης στην Αφρική στα μέσα της δεκαετίας του 1890 (κάτι που αντανακλάται και στην τελευταία του συλλογή, το «Rime a Ritmi» του 1898). Λίγους μήνες μετά το «Alla Regina d’ Italia», είχε ήδη αρχίσει μέσα στο 1879 να δημοσιεύει εργασίες του στο φιλομοναρχικό περιοδικό «Fanfulla della domenica», ενώ το 1881 εξέδωσε την μπροσούρα «Eterno Femminino Regale», στην οποία υποστήριζε ότι το μοναδικό ιδανικό που μπορεί να πραγματοποιηθεί στην Ιταλία ήταν η… μοναρχία!
Πέθανε στην Μπολώνια στις 16 Φεβρουαρίου 1907 σε ηλικία 71 ετών. Την επόμενη δεκαετία το σπίτι του στην Μπολώνια (που είχε αγοραστεί από την βασίλισσα Μαργαρίτα το 1902 για να τον ενισχύσει οικονομικά) μετατράπηκε σε μουσείο και βιβλιοθήκη, που άνοιξε στο κοινό το 1921. Εκεί στήθηκε προς τιμήν του και ένας μαρμάρινος ανδριάντας, έργο του γλύπτη Λεονάρντο Μπιστόφι (Leonardo Bistofi). Βλάσης Γ. Ρασσιάς, 2010 ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ: «L’ Arpa del popolo, scelta di poemi religiosi, morale e patriotici», 1855, ερανισμός «Rime», 1857, συλλογή «Juvenilia», 1860, συλλογή «Levia Gravia», 1868, συλλογή με το ψευδώνυμο «Enotrio Romano» «Decennalia », 1871, συλλογή «Nuove Poesie», 1873, συλλογή «Studi Letterari», 1874, φιλολογικό δοκίμιο «Alle fonti di Clitumno», 1876, ποίημα «Bozetti Critici e Discorsi Letterari», 1876, φιλολογικό δοκίμιο «Odi Βarbare Ι», 1877, συλλογή «Giambi ed Epodi», 1879, συλλογή ποιημάτων της περιόδου 1867 – 1879 «Satana e polemichihe sataniche», 1879 «Eterno Femminino Regale», 1881, δοκίμιο «Odi Βarbare ΙΙ», 1882, συλλογή «Rime Nuove», 1887, συλλογή ποιημάτων της περιόδου 1861 – 1887 «Nuovi Odi Barbari», 1887, συλλογή «Odi Βarbare ΙΙΙ», 1889, συλλογή «Rime a Ritmi», 1898, συλλογή ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ: Ettore Caccia, «Poesia e ideologia per Carducci», Brescia, 1970 Gilbert Highet, «Η Κλασική Παράδοση», Αθήνα, 1988 Stefano Pavarini, «Carducci», Palermo, 2003 Antonio Piromalli, «Introduzione a Carducci», Bari, 1988 S. Eugene Scalia, «Carducci: His Critics and Translators in England and America, 1881-1932», New York, 1937 Orlo Williams, «Giosue Carducci», London, 1914 Έξω από το “Μουσείο Καρντούτσι” στην Μπολώνια, Αύγουστος 2010 ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΕ: ΔΙΑΔΡΟΜΕΣ ΓΙΑ ΕΛΕΥΘΕΡΕΣ ΨΥΧΕΣ ΣΥΓΓΡΑΦΕΣ ΓΙΑ ΕΛΕΥΘΕΡΕΣ ΨΥΧΕΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ "ΑΝΟΙΧΤΗ ΠΟΛΗ" ΚΕΙΜΕΝΑ, ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ, ΕΚΔΗΛΩΣΕΙΣ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ "ΑΝΟΙΧΤΗ ΠΟΛΗ" (1980 - 1993) |