Λόρδος Μπάϋρον

(George Gordon Noel Byron, Λονδίνο, 22 Ιανουαρίου 1788 – Μεσολόγγι, 19 Απριλίου 1824)

Άγγλος ρομαντικός και ακραίος αισθητιστής ποιητής, αριστοκράτης και ταυτόχρονα επαναστάτης «Καρμπονάρος» και φιλέλληνας, που συνδύασε στην σύντομη ζωή του την ποίηση και τους έρωτες με την περιπέτεια.



ΠΡΩΤΑ ΧΡΟΝΙΑ

Γεννήθηκε στην οδό Hollis Street του Λονδίνου, υιός του εύπορου αλλά άσωτου και σπάταλου Τζων Μπάϋρον (John «Mad Jack» Byron) και της συζύγου του από δεύτερο γάμο σκωτσέζας αριστοκράτισσας Κάθριν Γκόρντον (Catherine Gordon), η οποία υποχρεώθηκε να πουλήσει τα κτήματά της και τους τίτλους της στην Σκωτία για να καλύψει τα υπέρογκα χρέη του συζύγου της.

Τον Μάϊο του 1798, σε ηλικία μόλις 10 ετών, κληρονόμησε τον τίτλο και την μεγάλη περιουσία στο Νόττινχαμσαϊρ (Nottinghamshire) τού θανόντος λόρδου Μπάϋρον, αδελφού του παππού του. Νωρίτερα, το 1790 ο πατέρας του είχε εγκαταλείψει την μητέρα του και είχε φύγει στην Γαλλία, όπου την επόμενη χρονιά είχε αναφερθεί νεκρός, πιθανόν από αυτοκτονία.

Ο μικρός Μπάϋρον έζησε με την μητέρα του στο Αμπερντήν (Aberdeen) της Σκωτίας επί τέσσερα περίπου χρόνια (1794 - 1798), σπουδάζοντας στο εκεί «Grammar School». Από το καλοκαίρι του 1798 βεβαίως, ο μικρός Μπάϋρον και η μητέρα του μετακόμισαν στο Σάουθγουελ (Southwell) του Νόττινχαμ. Εκεί σπούδασε στο διάσημο σχολείο «Χάροου» («Harrow», 1801 – 1804) και ολοκλήρωσε τις σπουδές του στο «Trinity College» του Καίμπριτζ.
.

ΠΡΩΤΟΙ ΕΡΩΤΕΣ

Οδηγημένος από πολύ νωρίς σε μια γεμάτη από αντιθέσεις ζωή, την οποία στο τέλος την μετέτρεψε σε ακραία, υποχρεωμένος να συμφιλιωθεί ως παιδί με ένα όμορφο αγγελικό πρόσωπο και ένα εκ γενετής παραμορφωμένο πόδι που τον υποχρέωνε να κουτσαίνει, ο νεαρός Μπάϋρον ένοιωθε πάθος για τις Τέχνες και ζούσε σχεδόν συνεχώς ερωτευμένος: μόλις το 1800, σε ηλικία 12 ετών, έγραψε το πρώτο ερωτικό ποίημά του, που απευθυνόταν στην μακρινή εξαδέλφη του Μάργκαρετ Πάρκερ (Margaret Parker), ενώ ήδη προ τριών ετών είχε ερωτευθεί την επίσης μακρινή εξαδέλφη του Μαίρυ Ντάφ (Mary Duff) και τρία χρόνια αργότερα θα ερωτευθεί μία ακόμη εξαδέλφη του, την Μαίρη Τσάγουορθ (Mary Chaworth), την οποία είχε γνωρίσει στο «Χάροου». Αυτοί οι τρεις πρώτοι έρωτες απετέλεσαν την αφετηρία ενός έκτοτε ακραίου ερωτικά βίου, με αριθμητικά πολλές σχέσεις, χωρίς διάκριση φύλου και χωρίς καν αιμομικτικά ταμπού.

ΠΡΩΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

Το 1806, σε ηλικία 18 ετών, εξέδωσε την πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο «Κομμάτια Φυγάδες» («Fugitive Pieces») , η οποία ενόχλησε τους εκπρόσωπους της Εκκλησίας, με αποτέλεσμα ο άπειρος νεαρός λόρδος να την αποσύρει από την κυκλοφορία, για να επανέλθει ωστόσο τα επόμενα 2 χρόνια με νέες συλλογές του.

ΜΕΣΟΓΕΙΑΚΗ ΠΕΡΙΗΓΗΣΗ

Το 1809, ήδη βασανιζόμενος από κατάθλιψη, εξελέγη μέλος της Βουλής των Λόρδων. Με δυσανάλογα για την ηλικία του μεγάλα χρέη, ταξίδεψε στην Πορτογαλία, την Ισπανία, την Μάλτα, την Ελλάδα μαζί με τον φίλο του Τζων Χόμπχαουζ (John Cam Hobhouse, 1786 – 1869) και στην Ήπειρο, όπου άρχισε να γράφει το «Προσκύνημα του Τσάϊλντ Χάρλοντ» («Childe Harold's Pilgrimage», που εκδόθηκε αργότερα, το 1818). Στην Ήπειρο φιλοξενήθηκαν από τον Αλή Πασά.

Το 1810 ταξίδεψε στην Κωνσταντινούπολη, την Μικρά Ασία και 2 φορές στην Αθήνα, από όπου μάλιστα πραγματοποιούσε συχνές εξορμήσεις στην Πελοπόννησο. Κατά την παραμονή του στην Ελλάδα, τα ποιήματά του άρχισαν να επικεντρώνονται όλο και πιο πολύ στην χώρα και την μακραίωνα Ιστορία της, ενώ στην Αθήνα γνώρισε και ερωτεύθηκε παράφορα την μόλις 12χρονη Τερέζα Μακρή (1798 – 1875, την πιο όμορφη από τις τρεις θυγατέρες του Άγγλου προξένου Θεοδώρου Μακρή, την οποία μόλις είδε ο Χόμπχαουζ αναφώνησε «Ω, μια Καρυάτιδα έχει ζωντανεύσει!»), για την οποία έγραψε το ποίημα «Κόρη των Αθηνών» («Maid of Athens, ere we part»): «κόρη γλυκιά των Αθηνών, τώρα π’ αποχωριζόμαστε / δωσ’ μου, ώ, δωσ’ μου πίσω την καρδιά μου / ή, αφού ούτως ή άλλως έχει βγει από τα στήθη μου / κράτα την και πάρε και όλα τα’ άλλα / άκου τον όρκο μου προτού φύγω: ζωή μου σ’ αγαπώ».

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΡΑΣΗ

Το 1811 επέστρεψε στην Αγγλία, όπου συνέχισε να γράφει (από την επόμενη χρονιά έως και το 1816 η ποίησή του περιστρεφόταν μονίμως γύρω από την Ελλάδα), ασκώντας παράλληλα και πολιτική δράση με τους Φιλελεύθερους. Υπήρξε υπερασπιστής της ανεξιθρησκίας, αλλά και των «Λουδδιτών», «Luddites», των εργατών δηλαδή που έσπαζαν τις βιομηχανικές μηχανές: εναντιώθηκε στην αντιμετώπισή τους με θανατική ποινή και μάλιστα έγραψε το 1816 για αυτούς το ποίημα «Άσμα για τους Λουδδίτες» («Song for the Luddites»).

ΑΛΛΕΠΑΛΛΗΛΕΣ ΕΡΩΤΙΚΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ

Το 1812 έκανε τρεις αλλεπάλληλες ερωτικές σχέσεις με την κόμισσα της Οξφόρδης, την Λαίδη Γουέμπστερ (Lady Webster) και την Λαίδη Καρολάϊν Λαμπ (Lady Caroline Lamb, 1785 – 1828), από τις οποίες η τρίτη, όταν τελείωσε μονομερώς από τον Μπάϋρον, σκανδάλισε την βρετανική κοινωνία λόγω των πολλών σκηνών που προκαλούσε η απορριφθείσα ερωμένη, που αργότερα περιέγραψε τον ποιητή εραστή της ως «τρελό, παλιάνθρωπο και επικίνδυνο».

Έκανε επίσης σχέση με την παντρεμένη ετεροθαλή αδελφή του Augusta Leigh (1783 – 1851, κάποιοι βιογράφοι του διατηρούν ωστόσο αμφιβολίες), καθώς και με την Άννα Ισαβέλλα Μίλμπαγκ ή «Αναμπέλλα» (Anne Isabella Milbanke, 1792 – 1860), εξαδέλφη της Καρολάϊν Λαμπ, την οποία τελικά νυμφεύθηκε στις 2 Ιανουαρίου 1815 και απέκτησε μαζί της μία θυγατέρα, την οποία όμως πήρε μαζί της η «Αναμπέλλα», όταν τον εγκατέλειψε μετά από έναν χρόνο, στις 16 Ιανουαρίου 1816, ενώ εκείνος ετοίμαζε την έκδοση των ποιημάτων του «Siege of Corinth» και «Parisina». Μετά από την και τυπική πια διάλυση του γάμου του τον Απρίλιο του ίδιου έτους και με την υποκρισία της αγγλικής κοινωνίας να τον έχει πια προγράψει ως «ανήθικο» («η μοναδική αρετή που ξέρουν να τιμούν στην Αγγλία είναι η υποκρισία» είχε γράψει σε έναν φίλο του), αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την Αγγλία, στην οποία δεν επέστρεψε ποτέ ξανά παρά μόνον πεθαμένος, και έζησε τα υπόλοιπα 7 χρόνια της ζωής του σε διάφορες περιοχές της ηπειρωτικής Ευρώπης.

ΖΩΗ ΣΤΗΝ ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ ΕΥΡΩΠΗ

Μέσω Βελγίου (όπου επισκέφθηκε το πεδίο μάχης του Βατερλώ, Waterloo) και Γερμανίας κατέληξε τελικά στην Γενεύη της Ελβετίας, όπου γνωρίστηκε με τον ποιητή Σέλλεϋ (Percy Bysshe Shelley, 1792 – 1822) και την μέλλουσα σύζυγο του τελευταίου Μαίρυ Γκόντγουϊν (Mary Godwin, 1797 – 1851), αλλά και μέλλουσα συγγραφέα του «Φρανκενστάϊν». Έκανε επίσης σχέση με την 18χρονη συγγενή της Γκόντγουϊν Κλαίρη Κλαιρμόν (Clara Mary Jane Clairmont, 1798 – 1879), με την οποία απέκτησε εξώγαμα μία ακόμη θυγατέρα (την Clara Allegra) τον Ιανουάριο του 1817. Στην συνέχεια διέμεινε για λίγο (από τον Μάϊο του 1817) στην Ρώμη και πολύ περισσότερους μήνες στην Βενετία, όπου και εκεί ερωτεύθηκε την παντρεμένη Μαριάνα Σεγκάτι (Marianna Segati) και μετά την επίσης παντρεμένη Μαργαρίτα Κόνι (Margarita Cogni, που μάλιστα διέλυσε τον γάμο της χια χάρη του).

«ΚΑΡΜΠΟΝΑΡΟΣ»

Από την Βενετία κατευθύνθηκε το 1819 στην Ραβέννα, όπου μυήθηκε στην επαναστατική οργάνωση των «Καρμπονάρων», συστημένος από τον προσωπικό του φίλο κόμη Πιέτρο Γκάμπα (Pietro Gamba, 1801 – 1828, με την παντρεμένη αδελφή του οποίου κόμισσα Τερέζα Γκουϊτσιόλι, Teresa Guiccioli ο Μπάϋρον επίσης διατηρούσε ερωτικές σχέσεις). Το φθινόπωρο του 1821 ο Μπάϋρον, ο Πιέτρο Γκάμπα, ο επίσης «Καρμπονάρος» πατέρας του και η διαζευγμένη πια Τερέζα, αναζήτησαν καταφύγιο στην Πίζα, έπειτα από την καταστολή του καρμποναρικού κινήματος από τους Αυστριακούς και το καλοκαίρι του 1822 όλοι μαζί κατέληξαν στο Λιβόρνο (Livorno). Εκεί ο Μπάϋρον με τους επίσης ποιητές Χαντ (Leigh Hunt) και Σέλλεϋ (Percy Bysshe Shelley) εξέδωσαν το βραχύβιο (λόγω του πνιγμού του Σέλλεϋ στις 8 Ιουλίου) περιοδικό «Ο Φιλελεύθερος» («The Liberal»), στο πρώτο φύλλο του οποίου δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά το ποίημά του «The Vision of Judgment».



O Μπάϋρον στο Μεσολόγγι με
αρναούτικη στολή
(ελαιογραφία του Thomas Phillips, 1835)

ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΗΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ

Τον Σεπτέμβριο του 1822 μετακόμισε για μία ακόμη φορά μαζί με την Τερέζα και τους Γκάμπα στην Γένοβα. Πλήττοντας στις διάφορες συντροφιές των αριστοκρατών, έφυγε τελικά για μία ακόμη φορά στις 16 Ιουλίου 1823 για την Ελλάδα μαζί με τον Πιέτρο Γκάμπα, αρχικά για την Κεφαλληνία (όπου έφθασε στις 4 Αυγούστου και φιλοξενήθηκε στο σπίτι του κόμη Δελαδέτσιμα) και μετά για το Μεσολόγγι (όπου έφθασε στις 29 Δεκεμβρίου), παρασυρμένος από την συγκίνηση ενός εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα των απογόνων των αρχαίων Ελλήνων:

«Εγερθείτε! εγερθείτε! ανακτήσατε γενναίως / τη γην ταύτην, της οποίας είναι άφθαρτον το κλέος,/ εις την τέφραν των προγόνων εύρατε τινάς σπινθήρας / και ανάψατ' εις τα στήθη ενθουσιασμού κρατήρας» έγραφε σε ένα ποίημά του (μετάφραση Αικατερίνης Δοσίου, από το βιβλίο της Ευγενίας Κεφαλληναίου).

ΘΑΝΑΤΟΣ ΣΤΟ ΜΕΣΟΛΟΓΓΙ

Ξεκίνησε συνεργασία με τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο και για την οικονομική στήριξη των οπλαρχηγών του Μεσολογγίου και την δημιουργία ενός δικού του μικρού στρατού 40 ανδρών με επικεφαλής τους Γκάμπα, Δράκο, Φωτομάρα και Τζαβέλλα διέθεσε το μεγαλύτερο τμήμα της περιουσίας του (ό,τι του είχε απομείνει από την πώληση των ακινήτων του στην Αγγλία ενόσω ήταν στην Βενετία: ένα τμήμα είχε ξοδευτεί για κάλυψη των χρεών του και ένα μικρότερο σε αγορά όπλων για τους «Καρμπονάρους»). Ενώ όμως σχεδίαζε με τον Μαυροκορδάτο επίθεση  στο φρούριο του Λεπάντο, ασθένησε σοβαρά από βαρύ κρυολόγημα (ή σηψαιμία ή ελονοσία) και πέθανε μετά από λίγο, στις 19 Απριλίου 1824.

ΤΑ ΜΕΤΑ ΘΑΝΑΤΟΝ

Η καρδιά του φιλέλληνα ποιητή θάφτηκε στο Μεσολόγγι, ενώ, μετά από περιπέτειες, το σώμα του επέστρεψε στην Αγγλία και θάφτηκε τον Ιούνιο στο κοιμητήριο της εκκλησίας της «Αγίας Μαρίας Μαγδαληνής» («St. Mary Magdalene») στο Χάκνωλ (Hucknall) του Νόττινχαμ. Το σύνολο σχεδόν των Ελλήνων πένθησε για τον χαμό του, το εξελληνισμένο όνομά του «Βύρων» δινόταν έκτοτε σε πολλά αγόρια, ένα προάστιο των Αθηνών πήρε το όνομά του, ενώ ο ποιητής Διονύσιος Σολωμός έγραψε μία μακρά ωδή για να τιμήσει την μνήμη του, που άρχιζε με τους στίχους «Λευτεριά, για λίγο πάψε / να χτυπάς με το σπαθί./ Τώρα σίμωσε και κλάψε / εις του Μπάϋρον το κορμί» και τελείωνε με τους «Χαίρου ωστόσο όλους τους τόπους, / που εξανάλαβαν γοργά / πάλι ελεύθερους ανθρώπους. / Και του Μπάϋρον την χαρά».

Τα χειρόγραφά του, στα οποία συμπεριλαμβάνονταν οι «Αναμνήσεις» του που είχε προγραμματίσει να εκδώσει, κάηκαν δυστυχώς από τους στενούς φίλους του, οι οποίοι προφανώς δεν ήθελαν να γίνουν γνωστές κάποιες ακραίες λεπτομέρειες του βίου του που ίσως αφορούσαν και αυτούς τους ίδιους. Ο φίλος και συμπολεμιστής του Γκάμπα έφυγε συγκλονισμένος για το Λονδίνο, όπου συνέταξε μία λεπτομερέστατη έκθεση των γεγονότων του ερχομού και της παραμονής του Μπάϋρον στην Ελλάδα, η οποία αποτελεί σήμερα την πολυτιμότερη πηγή πληροφοριών γι’ αυτόν («A narrative of lord Byron's last journey to Greece»).


Βλάσης Γ. Ρασσιάς, 2007


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:

Benita Eisler, «Byron. Child of Passion, Fool of Fame», εκδόσεις «Vintage»,  New York, 2000
Ευγενία Κεφαλληναίου, «Τα μάρμαρα του Παρθενώνα και το κατηγορώ του Μπάϋρον», εκδόσεις «Ολκός», Αθήνα, 2003
Leslie A. Marchand, «Byron: A Biography», τόμοι 1-3, εκδόσεις «Alfred A. Knopf», New York, 1957 
Jerome McGann, «Byron and Romanticism», εκδόσεις «Cambridge University Press», Cambridge, 2002
Catherine Peters, «Byron», εκδόσεις «Νεφέλη», Αθήνα, 2003







 

ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΕ: 

ΔΙΑΔΡΟΜΕΣ ΓΙΑ ΕΛΕΥΘΕΡΕΣ ΨΥΧΕΣ 

ΣΥΓΓΡΑΦΕΣ ΓΙΑ ΕΛΕΥΘΕΡΕΣ ΨΥΧΕΣ 

ΕΚΔΟΣΕΙΣ "ΑΝΟΙΧΤΗ ΠΟΛΗ" 

ΚΕΙΜΕΝΑ, ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ, ΕΚΔΗΛΩΣΕΙΣ 

ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ "ΑΝΟΙΧΤΗ ΠΟΛΗ" (1980 - 1993) 

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ