Μάρκος Ιούνιος Βρούτος

(Quintus Servilius Caepio Brutus ή Marcus Junius Brutus, 85 – 42 π.α.χ.χ.)

Δημοκρατικός Ρωμαίος συγκλητικός, ένας από τους τυραννοκτόνους που εκτέλεσαν τον Ιούλιο Καίσαρα, απόγονος του ιδρυτή της Ρωμαϊκής Δημοκρατίας Λούκιου Ιούνιου Βρούτου (Lucius Junius Brutus), που είχε εκδιώξει τον τελευταίο Ταρκύνιο βασιλιά το έτος 509 π.α.χ.χ.



ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ - ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΡΑΣΗ

Γεννήθηκε στην Ρώμη από τον ληγάτο Μάρκο Ιούνιο Βρούτο τον Πρεσβύτερο (Marcus Junius Brutus) και την Σερβιλία Καιπιονία (Servilia Caepionis), ετεροθαλή αδελφή του Κάτωνος του Υτικαίου, που πολύ αργότερα, μετά τον θάνατο του συζύγου της, υπήρξε ερωμένη του Ιουλίου Καίσαρα. Ο νεαρός Βρούτος υιοθετήθηκε από τον θείο του Κουϊντο Σερβίλιο Καίπιο, του οποίου το επώνυμο πρόσθεσε στο όνομά του, ονομαζόμενος Quintus Servilius Caepio Brutus. 

Η πολιτική του καριέρα ξεκίνησε δίπλα στον στωϊκό και αφοσιωμένο δημοκρατικό αγωνιστή Κάτωνα τον Νεώτερο, τον λεγόμενο Υτικαίο, τον οποίο στα τέλη του έτους 58 ακολούθησε στην Κύπρο, όπου είχε σταλθεί από τους πολιτικούς τους αντιπάλους με το ζόρι (έπειτα από διάταγμα) ως κυβερνήτης (Quaestor pro Praetore) του νησιού, ώστε κατά την απουσία του από την Ρώμη να υπάρξει κενό πολιτικής αντίστασης στα σχέδιά τους (ένα από τα οποία ήταν και η εξουδετέρωση του Κικέρωνος). Στην Κύπρο, αλλά και στην Κιλικία (όπου τοποθετήθηκε ως κυβερνήτης το έτος 53) έγινε πλούσιος από έντοκους δανεισμούς, ενώ, όταν στο μεσοδιάστημα επέστρεψε στην Ρώμη, νυμφεύθηκε την Κλαυδία Πούλχρα (Claudia Pulchra) 

Το έτος 49, στην σύγκρουση μεταξύ Πομπήϊου (Gnaeus Pompeius Magnus) και Καίσαρα, ο Βρούτος, όπως και οι άλλοι δημοκρατικοί, προσχώρησε στον στρατό του πρώτου, πολέμησε το επόμενο έτος (48) στην μάχη των Φαρσάλων και μετά από την πανωλεθρία των πομπηϊανών κατέφυγε στη Λάρισα. Ως υιό της ερωμένης του, ο Καίσαρας είχε διατάξει τους στρατιώτες

του να προτιμήσουν να αφήσουν τον Βρούτο να ξεφύγει εάν αντισταθεί, παρά να τον βλάψουν. Στην συνέχεια ο Βρούτος έστειλε μία επιστολή του προς τον Καίσαρα, στην οποία εξηγούσε τους λόγους που στάθηκε ενάντιός του και επιβεβαίωνε την σταθερότητα των δημοκρατικών απόψεών του. Ωστόσο, παρά την ιδεολογική αντιπαλότητα που εξέφραζε η επιστολή, ο νικητής των Φαρσάλων, προσπαθώντας να φανεί μεγαλόψυχος και να κερδίσει τις εντυπώσεις απέναντι στον ρωμαϊκό λαό, όχι μόνο παρέσχε στον Βρούτο αμνηστία, αλλά και τον διόρισε το έτος 46 διοικητή της Γαλατίας εν όσο ακόμα πολεμούσε στην Αφρική κατά των τελευταίων δημοκρατικών Κάτωνα και Κουϊντο Μέτελλο Σκιπίωνα (Quintus Caecilius Metellus Pius Scipio Nasica).

Η ΤΥΡΑΝΝΟΚΤΟΝΙΑ

Τον Ιούνιο του 45, έτος κατά το οποίο πήρε το αξίωμα του πραίτωρος, ο Βρούτος πήρε διαζύγιο από την Κλαυδία Πούλχρα και νυμφεύθηκε την θυγατέρα του ήδη νεκρού Κάτωνος το Υτικαίου Πορκία (Porcia Catonis Filia), η οποία ήταν και εξαδέλφη του. Ενώ ανάμεσα στους συγκλητικούς διαμορφωνόταν ήδη μία συνωμοσία 60 περίπου ατόμων για θανάτωση του Καίσαρα, ο οποίος είχε ανακηρυχθεί ισόβιος δικτάτορας, ο γαμπρός του Βρούτου Γάϊος Κάσσιος Λογγίνος (Gaius Cassius Longinus) του πρότεινε να πάρει μέρος στη εκτέλεση και ο Βρούτος, που είχε ήδη ασπαστεί τις αντιλήψεις των στωϊκών παρά την φιλολογική του ενασχόληση με την πλατωνική Ακαδημία, τελικά πείστηκε να συμμετάσχει, τόσο εξαιτίας του σεβασμού που έθρεφε προς τις ιδέες του Κάτωνος και της Πορκίας (που ήδη είχε προσχωρήσει στην συνομωσία), όσο  και εξαιτίας συνθημάτων που βρήκε γραμμένα κοντά στους ανδριάντες των προγόνων του, τα οποία τον καλούσαν ευθέως «να θυμηθεί και να τιμήσει την καταγωγή του».  

Στις 15 Μαρτίου 44 ή ρωμαϊστί στις «Ίδες του Μαρτίου» (ημέρα αφιερωμένη στον Θεό Ιούπιτερ), καθώς ο Καίσαρ έφθανε στην Σύγκλητο για μία τελευταία παράστασή του πριν αναχωρήσει για μία ακόμη εκστρατεία, μία μεγάλη ομάδα δημοκρατικών του επιτέθηκε και τον μαχαίρωσε 23 φορές, συμβολικά μπροστά από τον ανδριάντα του Πομπήϊου.

Μυθολογείται ότι καθώς ξεψυχούσε ο Καίσαρ, εντόπισε ανάμεσα στο πλήθος τον Βρούτο, τον κοίταξε και αναφώνησε το γνωστό «και εσύ τέκνον Βρούτε;». Στον Βρούτο αποδίδεται η φράση «sic semper tyrannis!» («έτσι πρέπει στους τυράννους!») που λέγεται ότι ακούστηκε κατά την διάρκεια του μαζικού μαχαιρώματος. 




Επάνω: η αυτοκτονία του Βρούτου
Δεξιά: ασημένιο δηνάριο του Βρούτου

ΤΟ ΤΡΑΓΙΚΟ ΤΕΛΟΣ

Παρά την εκτέλεση του Καίσαρα όμως, οι τυραννοκτόνοι δεν κατόρθωσαν να πάρουν τον λαό με το μέρος τους και συνεπώς οχυρώθηκαν προσωρινά στο Καπιτώλιο, αρκούμενοι να εξασφαλίσουν την επόμενη ημέρα από τον ύπατο Μάρκο Αντώνιο το ακαταδίωκτό τους, με αντίτιμο όμως να αποσύρουν την πολιτική απαίτησή τους να χαρακτηρισθεί «τύραννος» ο Καίσαρ και να φύγουν από την Ρώμη. Ο Βρούτος έφυγε από την Ρώμη στις 20 Μαρτίου, ημέρα κατά την οποία κηδεύτηκε ο Καίσαρας και ο Μάρκος Αντώνιος διέγειρε τον λαό μοιράζοντάς του λεφτά από την περιουσία του νεκρού, πέρα-




σε από την Αθήνα και κατέληξε στην Κρήτη, όπου διέμεινε μέχρι τις αρχές του έτους 42.

Όταν όμως ο Οκταβιανός, αφού νίκησε τον Μάρκο Αντώνιο, έγινε ύπατος το έτος 43 και έθεσε ως πρώτο πολιτικό στόχο του να τιμωρήσει τους εκτελεστές του Καίσαρα, πετυχαίνοντας μάλιστα να ακυρώσει την συμφωνία τους με τον Αντώνιο και επιπλέον να χαρακτηρισθούν από την Σύγκλητο «δολοφόνοι και εχθροί του κράτους», ο Βρούτος, ειδοποιημένος από τον
Κικέρωνα, συγκέντρωσε τους ευρισκόμενους στην Ελλάδα δημοκρατικούς που είχαν πολεμήσει στα Φάρσαλα και βάδισε κατά της Μακεδονίας. Εκεί, νίκησε τον διοικητή της επαρχίας Γάϊο Αντώνιο και του πήρε την διοίκηση όλων των λεγεώνων στις περιοχές μεταξύ Αδριατικής και Προποντίδας και επικεφαλής 19 λεγεώνων (με 80.000 πεζούς και 20.000 ιππείς) περίμενε μαζί με τον Κάσσιο, που είχε επίσης νικήσει στην Συρία τον Πόπλιο Ντολαμπέλα, να συγκρουστεί με τον στρατό των οπαδών του Καίσαρα Μάρκου Αντωνίου, Λεπίδου και Οκταβιανού. 

Μυθολογείται ότι ο Βρούτος, ενώ ήταν στρατοπεδευμένος στον Ελλήσποντο, είδε στον ύπνο του ότι το φάντασμα του Ιουλίου Καίσαρα τον είχε επισκεφθεί στην σκηνή του και του είχε πει το γνωστό «εις Φιλίππους όψει με» («να με δεις στους Φιλίππους») ή «οψόμεθα εις Φιλίππους» («θα ιδωθούμε στους Φιλίππους»). Στους Φιλίππους έλαβε χώρα η μεγάλη σύγκρουση το έτος 42 π.α.χ.χ., όπου σε μία πρώτη μάχη στις 3 Οκτωβρίου ο Βρούτος νίκησε τον στρατό του Οκταβιανού, αλλά ο Κάσσιος ηττήθηκε από τον Μάρκο Αντώνιο και αυτοκτόνησε, ενώ το μεγαλύτερο τμήμα του στρατού του προσχώρησε στον νικητή. Ακολούθησε μία δεύτερη μάχη στις 23 Οκτωβρίου, στην οποία οι δημοκρατικοί υπέστησαν πανωλεθρία και ο Βρούτος, έχοντας αποκλειστεί σε ένα ύψωμα με μόνον 4 καταπονημένες λεγεώνες και τους επιζήσαντες αφοσιωμένους φίλους του, αυτοκτόνησε πέφτοντας επάνω στο ξίφος του, για να μην πιαστεί αιχμάλωτος, αναφωνώντας «καιρός να ξαναφεύγουμε, αυτήν την φορά όμως όχι με τα πόδια, αλλά με τα χέρια».  

Θέλοντας να επαναλάβει την επίδειξη μεγαλοψυχίας του Καίσαρα, ο Μάρκος Αντώνιος πρόσφερε τον πιο ακριβό μανδύα του για να τυλιχθεί το νεκρό σώμα του αντιπάλου του κατά την αποτέφρωσή του. Οι στάχτες του στάλθηκαν στην μητέρα του, ενώ στην στωϊκή «έξοδο αξιοπρέπειας» του τυραννοκτόνου τον μιμήθηκε και η σύζυγός του Πορκία, αμέσως μόλις πληροφορήθηκε τον θάνατό του. 

Βλάσης Γ. Ρασσιάς, 2008


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Bernet Anne, «Brutus, assassin par idéal», Paris, 2001
Clarke Martin Lowther, «Noblest Roman Marcus Brutus and His Reputa (Aspects of Greek & Roman Life)», New York, 1981 
Ρασσιάς Βλ., «Θεοίς Συζήν. Εισαγωγή στον Στωϊκισμό», Αθήνα, 2001
Wistrand Erik, «The Policy of Brutus the Tyrannicide», Göteborg, 1981 








 

ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΕ: 

ΔΙΑΔΡΟΜΕΣ ΓΙΑ ΕΛΕΥΘΕΡΕΣ ΨΥΧΕΣ 

ΣΥΓΓΡΑΦΕΣ ΓΙΑ ΕΛΕΥΘΕΡΕΣ ΨΥΧΕΣ 

ΕΚΔΟΣΕΙΣ "ΑΝΟΙΧΤΗ ΠΟΛΗ" 

ΚΕΙΜΕΝΑ, ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ, ΕΚΔΗΛΩΣΕΙΣ 

ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ "ΑΝΟΙΧΤΗ ΠΟΛΗ" (1980 - 1993) 

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ