Ουϊλιάμ - Αντόλφ Μπουγκερώ

(William - Adolphe Bouguereau, Λα Ροσέλ, 30 Νοεμβρίου 1825 – Λα Ροσέλ, 19 Αυγούστου 1905).

Γάλλος «ακαδημαϊκός» ζωγράφος του 19ου αιώνα, ρεαλιστικός υμνητής του γυνακείου σώματος με πρόσχημα την μυθολογική θεματολογία.



ΠΡΩΤΑ ΧΡΟΝΙΑ

Γεννήθηκε στην Λα Ροσέλ (La Rochelle) στις 30 Νοεμβρίου 1825 σε οικογένεια εμπόρων αγροτικών προϊόντων. Αρχικά προοριζόταν να ακολουθήσει το ίδιο επάγγελμα, όμως ο κληρικός θείος του Ευγένιος (Eugene) τον έφερε σε επαφή με κλασικά και βιβλικά θέματα και φρόντισε να προχωρήσει σε ανώτερες σπουδές. Έδειξε καλλιτεχνικό ταλέντο από πολύ νωρίς, πήρε κατά την περίοδο 1838 - 1841 μαθήματα σχεδίου από τον Louis Sage στο κολλέγιο του Pons και τελικά ο πατέρας του τον έγραψε το 1843 στην «Ecole Municipale de Dessin et de Peinture» του Μπορντώ (Bordeaux) όπου είχε μετακομίσει η οικογένειά του από το 1841. Εκεί σπούδασε υπό τον Jean - Paul Alaux και κέρδισε βραβείο στο σχέδιο γυμνού σώματος. Παράλληλα με τις σπουδές του, ο νεαρός Ουϊλιάμ Αντόλφ ζωγράφιζε ετικέττες για κομπόστες και μαρμελάδες, καθώς και πορτραίτα για τους πλούσιους την πόλης. Τα χρήματα συγκέντρωνε με επιμέλεια ο θείος και η θεία του, ώστε να μπορέσει ο νεαρός να σπουδάσει αργότερα στην «Σχολή Καλών Τεχνών» («École des Beaux-Arts») του Παρισιού.

ΣΠΟΥΔΕΣ ΚΑΙ ΠΡΩΤΑ ΕΡΓΑ ΣΤΟ ΠΑΡΙΣΙ ΚΑΙ ΤΗΝ ΡΩΜΗ

Όντως, τον Μάρτιο του 1846 πήγε στο Παρίσι και άρχισε σπουδές στην εκεί «Σχολή Καλών Τεχνών» υπό τον Francois - Edouard Picot, εκθέτοντας για πρώτη φορά έργα του το 1849 στην μεγάλη έκθεση «Salons». Τιμήθηκε με ένα δεύτερο συμπληρωματικό «Βραβείο της Ρώμης» («Prix de Rome») το έτος 1850 για τον πίνακά του «Η Ζηνοβία ανακαλύπτεται από
 

τους βοσκούς στις όχθες του ποταμού», έφυγε τον Δεκέμβριο του 1850 για την Ρώμη και κατά το διάστημα 1851 – 1854 έμεινε στην «Βίλλα των Μεδίκων» («Villa Medici»), όπου εργάστηκε υπό τους Victor Schnetz και Jean - Paul Alaux και επίσης μελέτησε επισταμένως τους αναγεννησιακούς ζωγράφους

Το 1856 νυμφεύθηκε την Μarie-Nelly Monchablon με την οποία απέκτησε αργότερα 5 παιδιά, και την επόμενη χρονιά έγινε πολύ γνωστός μέσα από τις εκθέσεις που διοργάνωνε ο έμπορος τέχνης και μανιώδης υποστηρικτής του Ιμπρεσιονισμού Πωλ Ντυράν - Ρουέλ (Paul Durand-Ruel, 1831 - 1922), το δε 1859 βραβεύθηκε από την «Λεγεώνα της Τιμής» («Legion d’ Honneur»). Είτε γυμνή μέσα από μυθολογικά ή ειδυλλιακά πλαίσια ως Θεά, νύμφη ή θνητή λουομένη, είτε με γυμνά τα πόδια της ως βοσκοπούλα και αγρότισσα μέσα από αριθμητικά λιγότερα χριστιανικά, η γυναίκα κυριαρχούσε στους πίνακές του και έθελγε έντονα τον αγοραστή των πινάκων του, που ελάχιστα μπορούσε να αντισταθεί. Η σπουδή του κάθε έργου του ήταν διεξοδική και η αποτύπωση του δέρματος, των χεριών και των ποδιών έφθανε σε μια τελειότητα σχεδόν φωτογραφική. Την επόμενη δεκαετία η φήμη του εξαπλώθηκε και στην Αγγλία και με τα αυξημένα έσοδά του μπόρεσε να αγοράσει ένα μεγάλο σπίτι και στούντιο στην παρισινή συνοικία Μονπαρνάς (Montparnasse).

Το 1867 του ανατέθηκε να διακοσμήσει το εσωτερικό δύο παρεκκλησίων του Παρισιού και το 1869 να ζωγραφήσει την οροφή της «Αίθουσας των Συναυλιών» («Salle des Concerts») στο «Μεγάλο Θέατρο» του Μπορντώ. Πέρασε στο Παρίσι όλη την πολιορκία της πόλης και την τραγική της «Κομμούνα» (1870 - 1871), και τα τρομερά γεγονότα τον έκαναν να αναζητήσει έκτοτε πιο χαρούμενες και κατά κανόνα «παγανιστικές» απεικονίσεις, με αποκορύφωμα τον περίφημο πίνακα του 1793 με τίτλο «Νύμφες και Σάτυρος», στον οποίο παιγχνιδιάρες ολόγυμνες Νύμφες προσπαθούν να βάλουν με το ζόρι έναν αντιστεκόμενο Σάτυρο μέσα στο κρύο νερό.

 

ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΟΣ ΚΑΙ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ

Το 1875 άρχισε να διδάσκει σχέδιο και ζωγραφική στην «Academie Julian»  Ειλικρινής λάτρης του γυναικείου φύλου, χρησιμοποίησε την επιρροή του για την είσοδο για πρώτη φορά και γυναικών στους γαλλικούς θεσμούς της Τέχνης, καθώς και στην «Γαλλική Ακαδημία» («Academie Francaise»), η οποία τον έκανε ισόβιο μέλος της το 1876. Το 1877 έχασε την σύζυγό του μαζί με ένα νεογέννητο παιδί. Έμεινε για λίγο μόνος με τις γυναίκες των πινάκων του και εν συνεχεία έκανε σχέση με την Αμερικανίδα μαθήτριά του ζωγράφο Ελίζαμπεθ Τζαίην Γκάρντνερ (Elizabeth Jane Gardner, 1837 - 1922), την οποία νυμφεύθηκε τελικά το 1896, σε ηλικία 71 ετών.

Το 1885 τιμήθηκε ως «Ανώτερος Ταξιάρχης της Λεγεώνας της Τιμής», το 1888 έγινε κανονικός καθηγητής στην «Σχολή Καλών Τεχνών» του Παρισιού και μέχρι το τέλος της ζωής του έμεινε ερωτευμένος με τις δημιουργίες του, περιγράφοντας το τι ένιωθε με τα ακόλουθα λόγια: «κάθε ημέρα πηγαίνω στο στούντιό μου γεμάτος χαρά. Το βράδυ, όταν υποχρεώνομαι να σταματήσω εξαιτίας του σκοταδιού, αρχίζω κιόλας ν’ ανυπομονώ για το επόμενο πρωϊνό να έλθει, κι όποτε δεν μπορώ να δοθώ απερίσπαστος στην ζωγραφική μου νιώθω πολύ άσχημα».

Πέθανε από καρδιακή ανεπάρκεια στην Λα Ροσέλ στις 19 Αυγούστου 1905 σε ηλικία 79 ετών και μεταφέρθηκε στο Παρίσι, όπου θάφτηκε κοντά στο στούντιό του, στο νεκροταφείο του Μονπαρνάς. Έμεινε παραγωγικός μέχρι το τέλος του βίου του, χαρακτηριστικό είναι δε το ότι την τελευταία χρονιά της ζωής του ζωγράφισε περισσότερους από 12 πίνακες (το παρισινό στούντιό του λεηλατήθηκε από διαρρήκτες, στα μέσα της άνοιξης).

ΤΑ ΜΕΤΑ ΘΑΝΑΤΟΝ

Μετά από μία σύντομη περίοδο εθνικού πένθους για την απώλειά του, ακολούθησε μία παράξενη όσο και εντυπωσιακή σε μέγεθος απόπειρα εξαφάνισης της μνήμης του από την ιστορία της γαλλικής τέχνης, ίσως στα πλαίσια της απηνούς καταδίωξης του ρεαλισμού και κλασικισμού από τους μοντερνιστές του 20ου αιώνα, θύματα της οποίας υπήρξαν βεβαίως και άλλοι «ακαδημικοί» ζωγράφοι που ασχολήθηκαν με την «παγανιστική» αρχαιότητα και το γυναικείο γυμνό (συνδυάζοντας, κατά τον ιστορικό της Τέχνης Έντουαρντ Λούσυ - Σμιθ, «την ερωτική διέγερση με την ευπρέπεια»), όπως ο Άλμα Ταντέμα (Lourens Alma Tadema, 1836 - 1912), ο Ζερόμ (Jean - Léon Gérôme, 1824 - 1904), ο Καμπανέλ (Alexandre Cabanel, 1823 - 1889), κ.ά.

Χαρακτηρίστηκε «οπισθοδρομικός», «επιτηδευμένος» και «εμποδίζων την πρόοδο της Γαλλικής τέχνης». Επιθέσεις είχε δεχθεί βεβαίως και όταν ήταν ακόμα εν ζωη: «κορυφαίο στην ιεραρχία της μετριότητας» τον είχε χαρακτηρίσει επιδεικτικά ο ακραίος μοντερνιστής Ζορίς - Καρλ Υσμάν (Joris - Karl Huysmans, 1848 - 1907), ο ιμπρεσιονιστής Ντεγκά (Edgar Degas, 1834 - 1917) χρησιμοποιούσε τον προσβλητικό όρο «μπουγκερίλα» («bouguereauté») για την «μεταξωτή νωχέλεια» όλων των ομοίων του ζωγράφων, o μεταϊμπρεσιονιστής Βαν Γκονγκ (Vincent Willem van Gogh, 1853 - 1890) προσπάθησε να τον υποτιμήσει ως «καλοπληρωμένο δημιουργό τρυφερών και χαριτωμένων πραγμάτων», ο δε Γκωγέν (Eugène Henri Paul Gauguin, 1848 - 1903) τον είχε αποκαλέσει «τέλειο μηδενικό», έγραψε μάλιστα με πολλή μνησικακία στο «Avant et après» ότι η μοναδική φορά που τα έργα του Μπουγκερώ τον έκαναν να χαμογελάσει ήταν όταν είδε δύο πίνακές του σε ένα μπορντέλο της Αρλ (Arles), «εκεί ακριβώς που ανήκαν». Ο Μπουγκερώ, όπως και οι άλλοι «ακαδημικοί» άλλωστε, επανανακαλύφθηκε παρ’ όλα αυτά στα τέλη του αιώνα από τους τεχνόφιλους, κυρίως της άλλης πλευράς του Ατλαντικού.  


Βλάσης Γ. Ρασσιάς, 2014



ΣΠΟΥΔΑΙΟΤΕΡΑ ΕΡΓΑ

Ο Μπουγκερώ άφησε πίσω του πολλές χιλιάδες σχέδια και ζωγράφισε συνολικά 826 πίνακες, από τους οποίους σπουδαιότεροι είναι οι παρακάτω:

«Ισοτιμία» («Égalité), σήμερα στο Μουσείο ντ’ Ορσαί (1848)

«Ο Δάντης και ο Βιργίλιος στην Κόλαση», σήμερα στο Μουσείο ντ’ Ορσαί (1850)

«Αδελφική αγάπη» («Amour Fraternel»), σήμερα στο Μουσείο Καλών Τεχνών της Βοστώνης (1851)

«Οι Κανηφόρες» («Les Canéphores»), αρχαιοελληνικό, 1852

«Η μάχη Κενταύρων και Λαπιθών» («La Bataille des Centaures et des Lapithes»), σήμερα στο Μουσείο Καλών Τεχνών της Βιρτζίνια στο Ρίτσμοντ, μυθολογικό (1853)

«Βάκχη επάνω σε πάνθηρα» («Bacchante sur une panthère»), σήμερα στο Μουσείο Τέχνης του Κλήβελαντ, μυθολογικό (1855)

«Ο Αρίων με ένα θαλάσιο τέρας» («Arion sur un monstre marin»), σήμερα στο Μουσείο Τέχνης του Κλήβελαντ, μυθολογικό (1856)

«Ο Χορός» («La Danse»), σήμερα στο Μουσείο ντ’ Ορσαί (1856)

«Ο Ορέστης καταδιωκόμενος από τις Ερινύες» («Les Remords d’ Oreste), σήμερα στο Μουσείο Τέχνης Κράϋσλερ, Νόρφολκ Βιρτζίνια, μυθολογικό (1862)

«Λουομένη» («Baigneuse»), σήμερα στο Μουσείο Καλών Τεχνών της Γάνδης, γυναικείο γυμνό (1864)

«Η Τέχνη και η Λογοτεχνία» («L’ Art et la Littérature»), σήμερα στο Μουσείο Τέχνης Αρνότ της Νέας Υόρκης (1867)

«Νύμφες και Σάτυρος» («Les Nymphes et le Satyre»), σήμερα στο Ινστιτούτο Τέχνης Κλαρκ του Ουίλιαμσταουν Μασαχουσέτης, μυθολογικό (1873)

«Ο καλωπισμός της Αφροδίτης» («La toilette de Vénus»), σήμερα στο Εθνικό Μουσείο Καλών Τεχνών του Μπουένος Άϋρες, μυθολογικό (1873)

«Η μικρή Εσμεράλδα» («La petite Esméralda»), ιδιωτική συλλογή (1874)

«Ο Όμηρος και ο οδηγός του» («Homère et son guide»), σήμερα στο Μουσείο Τέχνης του Μιλγουώκι (1874)

«Μετά το λουτρό» («Après le Bain»), σήμερα στο Μουσείο Νταλί της Φιγκουέρας, γυναικείο γυμνό (1875)

«Ζέφυρος και Φλόρα» («Zéphyr et Flore»), σήμερα στο Μουσείο Καλών Τεχνών του Μούλχαους, μυθολογικό (1875)

«Η Αφοσίωση» («La Loyauté»), ιδιωτική συλλογή (1876)

«Η νεαρή και ο Έρως» («La Jeunesse et l’ Amour»), σήμερα στο Μουσείο ντ’ Ορσαί, μυθολογικό (1877)

«Το βιβλίο των μύθων» («Le livre de fables»), σήμερα στο Πολιτειακό Μουσείο Τέχνης του Λος Άντζελες (1877)

«Το Νυμφαίον» («Le nymphée»), σήμερα στο Μουσείο Χάγκιν του Στόκτον της Καλιφόρνιας, μυθολογικό (1878)

«Η Γέννηση της Αφροδίτης» («La naissance de Vénus»), σήμερα στο Μουσείο ντ’ Ορσαί, μυθολογικό (1879)

«Λουομένη» («Baigneuse»), σήμερα στο Μουσείο Νταλί της Φιγκουέρας, γυναικείο γυμνό (1879)

«Καθήμενη λουομένη» («Baigneuse assise»), γυναικείο γυμνό (1879)

«Νεαρή κοπέλλα που αμύνεται στον Έρωτα» («Jeune fille se défendant contre l’ Amour»), σήμερα στο Μουσείο Γκετύ του Μαλιμπού, μυθολογικό (1880)

«Η Αυγή» («L’ Aurore), σήμερα στο Μουσείο Τέχνης του Μπίρμινγκχαμ της Αλαμπάμα, μυθολογικό (1881)

«Η Νύχτα» («La Nuit»), σήμερα στο Μουσείο Χίλγουντ της Ουάσινγκτον, μυθολογικό (1883)

«Μητέρα Πατρίδα» («Alma Parens»), ιδιωτική συλλογή (1883)

«Οι δύο λουόμενες» («Les Deux Baigneuses»), γυναικείο γυμνό (1884)

«Καθιστή λουόμενη» («Baigneuse accroupie»), σήμερα στο Ινστιτούτο Τέχνης Κλαρκ του Ουίλιαμσταουν Μασαχουσέτης, γυναικείο γυμνό (1884)

«Ημέρα» («Le Jour»), μυθολογικό (1884)

«Οι δύο λουόμενες» («Les Deux Baigneuses»), σήμερα στο Ινστιτούτο Τέχνης Σικάγου, γυναικείο γυμνό (1884)

«Η χαμένη Πλειάς» («L’ étoile perdue»), σήμερα στο Ινστιτούτο Περεζ Σιμόν του Μεξικού, μυθολογικό (1884)

«Η κρατούμενη» («Le captive»), σήμερα στο Μουσείο Τέχνης του Τολέδο, μυθολογικό (1891)

«Έρως και Ψυχή, παιδιά» («L'Amour et Psyché, enfants»), μυθολογικό (1890)

«Η Βοημή» («La bohémienne») (1890)

«Μετά το μπάνιο» («Après le bain»), γυναικείο γυμνό (1894)

«Βάκχη» («Bacchante»), μυθολογικό (1894)

«Σπουδή γυναικείου σώματος» («Étude de tête - femme»), σήμερα στο Μουσείο του Εvreux, γυναικείο γυμνό (1894)

«Το κύμα» («La Vague»), γυναικείο γυμνό (1896)

«Έρως και Ψυχή» («L’ Amour et Psyché), μυθολογικό (1899)

«Πριν το μπάνιο» («Avant le bain») (1900)

«Ο Έρως φεύγει πετώντας» («L' Amour s’ envole»), σήμερα στο Μουσείο Τέχνης Φρυέ του Σηάτλ, μυθολογικό (1901)

«Οι Ορειάδες» (Les Oréades), σήμερα στο Μουσείο ντ’ Ορσαί, μυθολογικό (1902)


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Albert Boime, «The Academy and French Painting in the Nineteenth Century», New Haven, 1986
James Harding, «Les peintres pompiers», Paris, 1980
Robert Isaacson, «William Adolphe Bouguereau», New York, 1974
Damien Bartoli - Frederick C. Ross, «William Bouguereau: His Life and Works», Suffolk, 2014







 




ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΕ: 

ΔΙΑΔΡΟΜΕΣ ΓΙΑ ΕΛΕΥΘΕΡΕΣ ΨΥΧΕΣ 

ΣΥΓΓΡΑΦΕΣ ΓΙΑ ΕΛΕΥΘΕΡΕΣ ΨΥΧΕΣ 

ΕΚΔΟΣΕΙΣ "ΑΝΟΙΧΤΗ ΠΟΛΗ" 

ΚΕΙΜΕΝΑ, ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ, ΕΚΔΗΛΩΣΕΙΣ 

ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ "ΑΝΟΙΧΤΗ ΠΟΛΗ" (1980 - 1993) 

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ