Αυγουστίνος Ροβεσπιέρος

(Augustin Bon Joseph de Robespierre, Arras, 21 Ιανουαρίου 1763 – Paris, 28 Ιουλίου 1794).

Γάλλος Ιακωβίνος επαναστάτης του 18ου αιώνα, αδελφός του Μαξιμιλιανού Ροβεσπιέρου, μάρτυρας της Πολιτικής Αρετής στις 10 Θερμιδόρ του έτους 2.




ΠΡΩΤΑ ΧΡΟΝΙΑ


Γεννήθηκε στο Αρράς (Arras), ως το νεότερο από τα τέσσερα επιζήσαντα τέκνα του δικηγόρου στο «Conseil supérieur d’ Artois» Φρανσουά Ροβεσπιέρου (Maximilien – Barthelemy - François de Robespierre) και της Ζακλίν Καρώ (Jacqueline - Marguerite Carraut), η οποία πέθανε κατά την πέμπτη της γέννα μαζί με το νεογέννητο, όταν ο Αυγουστίνος ήταν ενάμιση έτους, στις 14 Ιουλίου 1764.

Ο χήρος πατέρας, περιέπεσε σε μελαγχολία, έγινε αλκοολικός και μετά από λίγο εγκατέλειψε τα τέκνα του και έγινε πλάνητας, μέχρι που (κατά τον Ernest Hamel) κατέληξε τελικά στην Βαυαρία, όπου πέθανε αργότερα, το έτος 1777. Τα δύο αγόρια (τον Μαξιμιλιανό και τον Αυγουστίνο) ανέλαβε ο ζυθοποιός παππούς τους από την μητέρα τους, και τα δύο κορίτσια (την Σαρλότ, Charlotte, 1760 - 1834 και την Ανριέτ, Henriette, 1761 - 1780) οι νεαρές αδελφές του πατέρα τους Μarie και Aimable.
Όπως και τα άλλα αδέλφια του, ο μικρός Αυγουστίνος (ή «Bonbon» όπως τον έλεγαν χαϊδευτικά) πέρασε δύσκολα και φτωχικά παιδικά χρόνια, κατόρθωσε όμως να σπουδάσει Νομικά στο Παρίσι, στο περίφημο «Λύκειο Λουδοβίκος ο Μέγας» («Lycée Louis - le - Grand», που μέχρι το 1762 διοικούσαν οι ιησουϊτες). Πρώτος στο Παρίσι είχε σταλεί με υποτροφία που του είχε εξασφαλίσει ο αββάς του Saint –Waast, ο μεγαλύτερος αδελφός του Μαξιμιλιανός (Maximilien Francois Marie Isidore de Robespierre 1758 – 1794), ο οποίος όταν τελείωσε τις σπουδές του, το 1781 και επέστρεψε ως δικηγόρος στο Αρράς, φρόντισε να πάρει υποτροφία και ο αδελφός του με την μεσολάβηση του ίδιου κληρικού που τώρα ήταν καρδινάλιος του Rohan. 

ΙΑΚΩΒΙΝΟΣ ΚΑΙ ΒΟΥΛΕΥΤΗΣ ΤΩΝ «ΟΡΕΙΝΩΝ»

Όταν τελείωσε και τις δικές του σπουδές ο Αυγουστίνος επέστρεψε στο Αρράς ως δικηγόρος, όπως και ο πατέρας του, στο «Conseil supérieur d’ Artois», συμμετείχε ενεργά στα πολιτικά πράγματα της πόλης και προσχώρησε στην τοπική ιακωβινική λέσχη «Όμιλος των Φίλων του Συντάγματος» («Société des Amis de la Constitution d’ Arras»), στην οποία μετά από λίγο θήτευσε μάλιστα ως πρόεδρος.

Το 1791 εκλέχθηκε στην περιφερειακή διοίκηση του Pas- de – Calais, ενώ τα γεγονότα του Αυγούστου 1792 τον βρήκαν στην θέση του δημοτικού εισαγγελέα (procureur syndic) του Αρράς. Στις 17 Σεπτεμβρίου 1792 εκλέχθηκε βουλευτής Παρισίων με την ελεγχόμενη από τους «Ιακωβίνους» παράταξη των «Ορεινών» («Les Montagnards») στην Συμβατική Εθνοσυνέλευση, ενώ με τον επίσης «Ορεινό» βουλευτή αδελφό του Μαξιμιλιανό ήδη είχαν γίνει μέλη της παρισινής «Λέσχης των Ιακωβίνων».


Ψήφισε υπέρ της καρατόμησης του έκπτωτου βασιλιά Λουδοβίκου του 16ου και εξέδωσε μάλιστα την σχετική μπροσούρα «Opinion du citoyen A.B.J. Robespierre, sur le procès de Louis XVI», ενώ τον Απρίλιο του 1793, αντιτάχθηκε στην παραπομπή από τους «Γιρονδίνους» στο νεοσύστατο «Επαναστατικό Δικαστήριο» του ομοϊδεάτη του, ηγέτη των «Αβράκωτων» του Παρισιού, επαναστάτη ιατρού και δημοσιογράφου Ζαν - Πωλ Μαρά (Jean - Paul Marat, 1743 – 1793). Τον Ιούλιο του 1793, αυτός και ο επίσης βουλευτής Ζαν – Φρανσουά Ρικόρ (Jean - Francois Ricord, 1760 – 1818, φίλος και των δύο αδελφών Ροβεσπιέρων), στάλθηκαν από την Συμβατική ως εντεταλμένοι αντιπρόσωποί της («Député – en - Mission») στις στρατιές της βορείου Ιταλίας και το φθινόπωρο συντόνισε με την ίδια ιδιότητα μαζί με τέσσερις ακόμη συναδέλφους του βουλευτές την τρίμηνη (18 Σεπτεμβρίου - 18 Δεκεμβρίου 1793) πολιορκία και άλωση της ελεγχόμενης από τους Άγγλους και τους αντεπαναστάτες συνεργάτες τους Τουλόν (Toulon), όπου γνώρισε τον ανερχόμενο τότε αξιωματικό Ναπολέοντα Βοναπάρτη (Napoléon Bonaparte, 1769 – 1821).

Τόσο από τις συνομιλίες μαζί του, όσο και από την ανάγνωση της ιακωβινικής μπροσούρας «Le Souper de Beaucaire» που είχε γράψει τον Ιούλιο του 1793 ο Βοναπάρτης, ο Αυγουστίνος ενθουσιάστηκε, έγραψε επιστολή στον αδελφό



του, που τότε είχε τον έλεγχο της «Επιτροπής Κοινής Σωτηρίας» («Comité de Salut Public»), και τελικά στις 7 Φεβρουαρίου 1974 ο νεαρός αξιωματικός προήχθη σε διοικητή του γαλλικού πυροβολικού στην Ιταλία.

ΣΤΗΡΙΞΗ ΤΟΥ «ΤΡΟΜΟΥ»

Μέχρι το κοινό τους τέλος ο Αυγουστίνος έμεινε αφοσιωμένος στον μεγαλύτερο αδελφό του (φρόντισε μάλιστα την άνοιξη του 1794 να σταλεί η αδελφή τους Σαρλότ πίσω στο Αρράς, επειδή από αντιπάθεια στην οικογένεια Ντυπλαί, στων οποίων το σπίτι διέμενε ο Μαξιμιλιανός, διέδιδε στο Παρίσι ότι τα αδέλφια της την εχθρεύονταν) και, όπως ήταν φυσικό, στήριξε με όλες του τις δυνάμεις την πολιτική του λεγόμενου «Τρόμου», ενώ επίσης, πάλι όμοια με τον Μαξιμιλιανό, αντιτάχθηκε στις διωκτικές υπερβολές των εξτρεμιστών, καθώς και στην εκστρατεία τους για τον λεγόμενο «αποχριστιανισμό». Την άνοιξη του 1794, ως εντεταλμένος αντιπρόσωπος στις επαρχίες Haute - Saone, Doubs και Jura, επενέβη μάλιστα όχι λίγες φορές προσωπικά για την αποφυλάκιση εντόπιων που κατηγορούντο άδικα ως «αντεπαναστάτες» από εξτρεμιστές συναδέλφους του, όπως λ.χ. ο Μπερνάρ (André Antoine Bernard, 1751 - 1818) στην επαρχία Haute – Saone, με αποτέλεσμα να εισπράξει την έχθρα των τελευταίων.


ΣΥΛΛΗΨΗ ΚΑΙ ΕΞΟΝΤΩΣΗ
 
Όταν οι πραξικοπηματίες της 9ης Θερμιδόρ του έτους 2 (27ης Ιουλίου 1794) συνέλαβαν μέσα στην Εθνοσυνέλευση τον αδελφό του, καθώς και τους Σαιν Ζυστ (Louis Antoine Leon de Saint Just, 1767 – 1794), Κουτόν (Georges Auguste Couthon, 1755 – 1794) και Λεμπά (Lebas Philippe Francois Joseph, 1765 – 1794), ο Αυγουστίνος στάθηκε στο μέσον της αίθουσας και ζήτησε να τον συλλάβουν και αυτόν («είμαι εξίσου ένοχος με τον αδελφό μου, μοιράζομαι τις ίδιες αρετές, θέλω να μοιραστώ και την μοίρα του, σας ζητώ να συλλάβετε και εμένα»), όπως και έγινε. Κλείστηκε στις φυλακές «La Force», από όπου μετά από λίγες ώρες, όπως και οι άλλοι συλληφθέντες «ροβεσπιεριστές» απελευθερώθηκε από ένοπλους της «Κομμούνας».

Όταν τελικά οι δυνάμεις των πραξικοπηματιών εισέβαλαν στο υπό τον έλεγχο της «Κομμούνας» Δημαρχείο του Παρισιού («Hοtel de Ville») τις πρώτες πρωϊνές ώρες της 10ης Θερμιδόρ (28 Ιουλίου 1794), ο Αυγουστίνος πήδηξε από ένα παράθυρο, έσπασε και τα δύο του πόδια και μεταφέρθηκε με τρομερούς πόνους και αγωνία στην φυλακή.
Σχεδόν μισοπεθαμένος μεταφέρθηκε λίγο μετά το ξημέρωμα της ίδιας ημέρας στην καρμανιόλα και καρατομήθηκε σε ηλικία 31 ετών, μαζί με τον αδελφό του και 20 ακόμα συντρόφους τους. Καρατομήθηκε δεύτερος κατά σειρά μετά από τον ανάπηρο και τραυματισμένο Κουτόν και πριν τον επίσης μισοπεθαμένο Ανριό: και οι τρεις τους χρειάστηκε να κουβαληθούν από το κάρο των μελλοθανάτων μέχρι την καρμανιόλα. Το σώμα του ρίχτηκε στον ίδιο ασβεστόλακκο του νεκροταφείου του Ερανσί (Errancis) που εξαφάνισε και τα άλλα σώματα των καρατομημένων «ροβεσπιεριστών».

Βλάσης Γ. Ρασσιάς, 2008


ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ:

«Opinion du citoyen A.B.J. Robespierre, sur le procès de Louis XVI», 1792

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:


Victor Barbier, «Lettres inédites d’Augustin Robespierre à Buissart», Paris, 1891
Hamel Ernest, «Histoire de Robespierre», 3 τόμοι, Paris, 1865 – 1867
Paul R. Hanson, «Historical Dictionary of the French Revolution», Lanham, MD, 2004
Higonnet Patrice, «Goodness Beyond Virtue: Jacobins during the French Revolution», Cambridge, 1998
Stanley Loomis, «Paris in the Terror. June 1793 – July 1794», New York, 1964
Sergio Luzzatto, «Bonbon Robespierre, la Terreur à visage humain», Paris, 2010
Βλάσης Ρασσιάς, «Λαιμητόμος Αρετή. Ροβεσπιέρος, Σαιν Ζυστ, Κουτόν», Αθήνα, 2007
Albert Soboul (ed.), «Dictionnaire historique de la Révolution française», Paris, 1989
Kerr B. Wilfred, «The Reign of Terror, 1793 - 1794», Toronto, 1927


 




ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΕ: 

ΔΙΑΔΡΟΜΕΣ ΓΙΑ ΕΛΕΥΘΕΡΕΣ ΨΥΧΕΣ 

ΣΥΓΓΡΑΦΕΣ ΓΙΑ ΕΛΕΥΘΕΡΕΣ ΨΥΧΕΣ 

ΕΚΔΟΣΕΙΣ "ΑΝΟΙΧΤΗ ΠΟΛΗ" 

ΚΕΙΜΕΝΑ, ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ, ΕΚΔΗΛΩΣΕΙΣ 

ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ "ΑΝΟΙΧΤΗ ΠΟΛΗ" (1980 - 1993) 

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ