ΖΩΝΤΑΣ ΤΗΝ ΓΑΛΛΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΩΣ «ΡΟΒΕΣΠΙΕΡΙΣΤΕΣ»
ΚΑΤΑ ΤΙΣ ΗΜΕΡΕΣ ΤΟΥ «ΤΡΟΜΟΥ» του
Βλάση Γ. Ρασσιά
Υπάρχουν τρεις διαφορετικοί τρόποι ανάγνωσης της Ιστορίας. Στον πρώτο γίνεται ψυχρή ανάγνωση ιστορικών γεγονότων, στον δεύτερο επιχειρείται επιπρόσθετα κάποια ανάλυση αιτίων και αποτίμηση αποτελεσμάτων και στον τρίτο, και πιο δύσκολο, επιχειρείται βαθιά κατανόηση των ιστορικών προσωπικοτήτων. Η δυσκολία του τρίτου τρόπου έγκειται στο ότι, αντίθετα από τους άλλους δύο, που περιορίζονται σε εκ των άνω, και βεβαίως εξ αποστάσεως, θέαση «δραμάτων της ζωής» κάποιων μακρινών χρονικά ανθρώπων που ελάχιστα αφορούν τον αναγνώστη, αυτός ο τρίτος τρόπος απαιτεί το να μπει είτε λίγο είτε πολύ ο αναγνώστης στην θέση της ιστορικής προσωπικότητας και στην συνέχεια να αναρωτηθεί τι αυτός ο ίδιος θα είχε πράξει υπό τις συνθήκες που έπραξε εκείνη ό,τι στ’ αλήθεια έπραξε, ή τουλάχιστον ό,τι από τα πεπραγμένα της έχει επιλέξει να διασώσει η πέννα των διαφόρων ιστορικών. Το πολύτιμο αυτού του τρίτου τρόπου ανάγνωσης έγκειται στο ότι οδηγεί κάθε φορά, τόσο τον αναγνώστη όσο και τον ίδιο τον ιστορικό, σε σοβαρή διεύρυνση της αντίληψής τους αναφορικά με την διαχρονική ανθρώπινη φύση και κατά προέκταση σε ένα είδος αυτογνωσίας, κυρίως όταν η προσωπικότητα που καλείται να κατανοήσει βαθιά κατατάσσεται με αρνητικό πρόσημο από τον σύγχρονο ηθικό δυϊσμό. Έχοντας επιλέξει στο τελευταίο βιβλίο μου (1) να εξετάσω υπό τον προαναφερθέντα τρίτο τρόπο τα πιο σημαντικά πρόσωπα της σκληρότερης και σοβαρότερης φάσης της Γαλλικής Επανάστασης, δηλαδή της εποχής της λεγόμενης «Τρομοκρατίας» (Οκτώβριος 1793 - Ιούλιος 1794), σύντομα κατέληξα να αντιμετωπίσω τα ίδια διλήμματα που αντιμετώπισαν οι Maximilien Francois Marie Isidore de Robespierre, Louis Antoine Leon de Saint Just και Georges Auguste Couthon και να αισθανθώ ότι η στοιχειώδης εντιμότητα επέβαλλε το να υπερασπιστώ την αναγκαιότητα του πολυσυζητημένου «Τρόμου», τον οποίο, πολύ μακριά βεβαίως από το σύγχρονο νοηματικό περιεχόμενο του όρου, ο ίδιος ο Ροβεσπιέρος, ο επονομαζόμενος «Αδιάφθορος», είχε ορίσει με σαφήνεια ως ακολούθως: «Ο Τρόμος δεν είναι τίποτε άλλο από δικαιοσύνη, συνοπτική, αυστηρή, άκαμπτη, είναι συνεπώς μία εκπόρευση της Αρετής» (2). Ο λόγος που χρησιμοποιώ τον όρο «να υπερασπιστώ» είναι ότι οι συγκεκριμένοι άνθρωποι καθυβρίζονται συχνά μέχρι σήμερα από πολλούς εκ των άνω και εξ αποστάσεως ιστορικούς, παρ’ όλο που η δική τους περίοδος σηματοδότησε αναντίρρητα την κορύφωση της Γαλλική Επανάστασης, της οποίας το ουσιαστικό τέλος ήλθε ούτε λίγο ούτε πολύ με την πτώση και καρατόμησή τους στις 9 και 10 Θερμιδόρ. Η συχνή και πυκνή αυτή καθύβριση αποτελεί ένα φαινόμενο καθαρού παραλογισμού και απροκάλυπτης ηθικοποίησης της Ιστορίας, στο μέτρο που ουσιαστικά καταγγέλλονται οι τραγικοί γεννήτορες του σύγχρονου «δυτικού» δημοκρατικού κόσμου από ανθρώπους που την ίδια στιγμή ποτέ δεν διανοούνται να απαρνηθούν τα αγαθά και ιδίως τις θεμελιώδεις αξίες αυτού του κόσμου, κοντολογίς τις πολιτικές ελευθερίες, την ισότητα απέναντι στον νόμο και τον θεσμοθετημένο ανθρωπισμό. Το όλο πράγμα μοιάζει σαν κάποιοι να έχουν απαίτηση να γίνονται γέννες δίχως αίμα ή σαν να πιστεύουν ότι ανέκαθεν τα σπίτια των ανθρώπων είχαν ηλεκτρικό ρεύμα και τρεχούμενο νερό. Η αλήθεια είναι ότι οι άνθρωποι εκείνοι, και ιδίως ο Ροβεσπιέρος, εκτός από τις χονδροειδείς πάμπολλες εναντίον τους ύβρεις έχουν δεχθεί και κάποιους, συγκριτικά λίγους, εκθειασμούς από τολμηρούς υπερασπιστές τους, όπως λ.χ. οι Ernest Hamel, Claude Mazauric, Albert Mathiez, κ.ά. Κοινό σημείο του θαυμασμού των περισσότερων είναι η εμμονή των «ροβεσπιεριστών» στην πραγμάτωση της Αρετής. Στην πρώτη κιόλας παράγραφο ενός παλαιότερου άρθρου του στην εφημερίδα «Το ΒΗΜΑ», ο Γεράσιμος Βώκος, καθηγητής Φιλοσοφίας στο Τμήμα Πολιτικών Επιστημών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου, δικαιώνει απερίφραστα την διαπίστωση του Χέγκελ πως «μπορούμε να πούμε» για τον Ροβεσπιέρο «ότι πήρε την αρετή στα σοβαρά» (3). Η διαπίστωση αυτή όμως, μας γεννά με την σειρά της το σοβαρότατο ερώτημα εάν είναι ποτέ δυνατόν να παρθεί η Αρετή με άλλον τρόπο εκτός από «στα σοβαρά». Η Αρετή, και ιδίως η δημόσια διάστασή της, που από ένα σημείο και μετά ορίστηκε ως «Πολιτική Αρετή» (για να περιγράψει το τρίπτυχο Δικαιοσύνη – Αιδώς – Ευθύνη, το οποίο οι Έλληνες θεώρησαν δώρο του Θεού Διός στους ανθρώπους) είναι κάτι το κατ’ εξοχήν σοβαρό, κάτι που δεν επιδέχεται εκπτώσεις. Στο «De Republica» μάλιστα, ο Κικέρων νοιώθει με αφορμή τον Σκιπίωνα την ανάγκη να προωθήσει την ιδέα της ύπαρξης στον ουρανό ενός ειδικού τόπου, ο οποίος προορίζεται για τους καλούς πολιτικούς άνδρες (4). Κανονικά το ότι η Αρετή είναι κάτι το μη διαπραγματεύσιμο θα έπρεπε να ήταν αυτονόητο για κάθε κοινωνία που ενδιαφέρεται να διατηρεί κάποιες βασικές έστω υψηλές αξίες, ωστόσο οι περισσότεροι ζούμε σε κοινωνίες εστιασμένες σε οικονομικές μόνον αποτιμήσεις όλων σχεδόν των πραγμάτων, όπου μοιραία η πραγματοποίηση αρκετών αυτονόητων, ιδίως στο ηθικό επίπεδο, θεωρείται πια αίτημα «ακραίο» ή «ουτοπικό». Η Αρετή απαιτεί κανονικά από τον άνθρωπο μία ευγενή ακαμψία, είτε αυτή ορίζεται με το αρχαίο περιεχόμενό της, είτε με το αποκλειστικά πολιτικό περιεχόμενο που τις έδιδαν οι «ροβεσπιεριστές»: «η αρετή ως ήθος, τόλμη και σταθερή συμπεριφορά στην υπηρεσία της ελευθερίας είναι το αντίδοτο στην απάτη. Έτσι ορισμένη, η αρετή δεν αποτελεί ούτε προσωπικό, ούτε ψυχολογικό, ούτε ηθικολογικό γνώρισμα. Στα μάτια του Ροβεσπιέρου η αρετή έχει βαθιά πολιτικό και δημοκρατικό χαρακτήρα» (5). Η ακαμψία μπορεί βεβαίως σήμερα να θεωρείται από πολλούς «δυτικούς» ανθρώπους προοίμιο φανατισμού, ή να συμφέρει αρκετούς «σύγχρονους» κύκλους διαμόρφωσης ανθρώπινων συμπεριφορών το να θεωρείται έτσι, όμως αυτή είναι όχι μόνον σωστή αλλά και επιβεβλημένη σε άλλα επίπεδα κουλτούρας και ανθρώπινης συμπεριφοράς, που απλώς έχουν την ατυχία να έχουν ηττηθεί από τα σημερινά κυρίαρχα αντίστοιχά τους. Η ακαμψία ήταν απαραίτητη προϋπόθεση για όλους όσους ήσαν υποχρεωμένοι να υλοποιήσουν στην καθημερινή ζωή τους την Αρετή ή Virtus του προχριστιανικού ελληνικού και ρωμαϊκού κόσμου ή διαφόρων άλλων συγκροτημένων συστημάτων αξιών, όπως λ.χ το Μπουσίντο των παλαιών Ιαπώνων σαμουράϊ. Αυτή η αλήθεια δεν είχε βεβαίως διαφύγει από τους ανθρώπους στους οποίους αναφερόμαστε εδώ, γι’ αυτό άλλωστε και τους βλέπουμε να κάνουν στα κείμενά τους συχνότατες και σχεδόν φετιχιστικές αναφορές στους θεσμούς και τα αξιακά συστήματα της λυκούργειας Σπάρτης και της Ρώμης της δημοκρατικής περιόδου, με πρώτο και κύριο τον Σαιν Ζυστ (6). Η θαυμαστή ακαμψία λοιπόν των «ροβεσπιεριστών», αυτή η ίδια ακαμψία που τους έκανε και τους κάνει ακόμα και σήμερα μισητούς στους εχθρούς τους, τους αναδεικνύει αντίθετα ως υπέροχες, καθαρές και παραδειγματικές συνειδήσεις στα μάτια όσων μπορούν να τους «αναγνώσουν» έξω από τις σύγχρονες κυρίαρχες προδιαγραφές, που ούτε λίγο ούτε πολύ διατάσσουν ευκαμψία και σχετικισμό. Γράφοντας πριν από 2 χρόνια, με αφορμή το βιβλίο της ιστορικού Ruth Scurr «Θανάσιμη αγνότητα: ο Ροβεσπιέρος και η Γαλλική Επανάσταση», η Hilary Mantel ρώτησε και απάντησε ταυτόχρονα στο «London Review of Books» σχετικά με τον Αδιάφθορο: «Γιατί ήταν η αγνότητά του θανάσιμη; Διότι φαινόταν να είναι απόλυτη. Δεν μπορούσες να τον εξαγοράσεις. Δεν μπορούσες να τον εντυπωσιάσεις. Δεν μπορούσες να τον φοβίσεις. Δεν μπορούσες να τον αποκτήσεις» (7). Μισητές στους εχθρούς τους υπήρξαν άλλωστε και άλλες ανάλογης ακαμψίας προσωπικότητες, όπως λ.χ. ο δημοκρατικός εν όπλοις στωϊκός του 1ου προχριστιανικού αιώνα Κάτων ο Νεώτερος (Marcus Porcius Cato Uticensis ή Cato Minor, 94 – 46), που άνοιξε την κοιλιά του για να μην πέσει στα χέρια του Καίσαρα (8), ή ο σύγχρονος του Νέρωνος φιλόσοφος στωϊκός Θρασέας (Publius Clodius Thrasea Paetus), που το έτος 66 έχυσε το αίμα των φλεβών του σπονδή στον Θεό «Ελευθέριο Δία» («Iuppiter Liberator»). Δεν ήταν τυχαίο άλλωστε ότι στις αξίες που εορτάζονταν στις «δέκατες ημέρες» («décadis») του Επαναστατικού Ημερολογίου των Ιακωβίνων που υιοθέτησε η Εθνοσυνέλευση με το άρθρο VII του διατάγματος που καθιέρωνε «την λατρεία του Υπερτάτου Όντος», συμπεριλαμβανόταν και ο «Στωϊκισμός» (9), εδώ βεβαίως όχι ως φιλοσοφική σχολή μιας μακρινής αρχαιότητας, αλλά ως σταθερός προσανατολισμός προς την Αρετή σε κάθε ένα από τα συνεχή διλήμματα του καθημερινού βίου. Απέναντι και ενάντια σε αυτόν ακριβώς τον σταθερό προσανατολισμό έστεκαν τα πολυάριθμα δείγματα των δύο τύπων ανθρώπου τους οποίους όλως ιδιαιτέρως σιχαίνονταν οι «ροβεσπιεριστές», χαρακτηρίζοντάς τους μάλιστα ως «εχθρούς της Αρετής», δηλαδή του καιροσκόπου προδότη και του επιτήδειου απατεώνα. Τον πρώτο τύπο «εχθρού της Αρετής», τον οποίο ίσως ενσάρκωσαν καλά ο δαιμόνιος Φουσέ (Joseph Fouché) και ο αρχικά Ιακωβίνος εξτρεμιστής και στο τέλος θιασώτης των μοναρχικών ομάδων κρούσης της «Χρυσής Νεολαίας» (10) Ταλιέν (Jean Lambert Tallien), έχει περιγράψει ο γράφων, όταν στο βιβλίο του κάνει λόγο για «Διαχρονικό Κάθαρμα της Ιστορίας»: «...δηλαδή τον άθλιο εκείνο τύπο ανθρώπου που ξέρει από την μία στιγμή στην άλλη να υποστέλλει γρήγορα – γρήγορα την σημαία του και να υψώνει στην θέση της μια άλλη, την σημαία τού αιωνίου κόμματος τής εκάστοτε πλειοψηφίας, υπακούοντας όχι στην σταθερότητα μιας ιδέας ή ενός οράματος, αλλά στην αποδεδειγμένη ρευστότητα των καιρών, οι οποίοι όσο πιο γρήγορα αλλάζουν τόσο πιο πυκνά παροτρύνουν στο να ανεβοκατεβαίνουν οι σημαίες των αχρείων, των δειλών, των υπολογιστών, των καιροσκόπων και των προδοτών» (11). Τον δεύτερο τύπο, τον οποίο ενσάρκωσαν άριστα οι Φαμπρ ντ’ Εγκλαντίν (Philippe François Nazaire Fabre d' Églantine), Ερώ ντε Σεσέλ (Marie – Jean Hérault de Séchelles) και αρκετοί άλλοι, όρισε και περιέγραψε ο ίδιος ο Ροβεσπιέρος, υιοθετώντας από τον Βολταίρο τον όρο «fripon» για όσους κλέβουν με πανουργία, δεξιοτεχνία και, κυρίως, δίχως τον ελάχιστο ηθικό ενδοιασμό. Για τον Ροβεσπιέρο, ο «fripon» αποτελεί «το κατεξοχήν αντιπολιτικό, απολιτικό ή μη-πολιτικό ζώο» (12), ένα τρωκτικό που τρώει ασταμάτητα, όσο τουλάχιστον η κοιλιά του μπορεί να αντέξει. Το μόνο πράγμα για το οποίο μπορεί κάποιος να κατηγορήσει τον Ροβεσπιέρο, τον οποίο σωστά απεκάλεσε ο E. Hamel «έναν από τους πιο μεγάλους ανθρώπους που μόχθησαν για το Αγαθό επάνω στην γη» (13), ήταν η διπλή «αφέλεια» τόσο του ιδίου όσο και των άμεσων συνεργατών του να θεωρούν εφικτή την ηθικοποίηση του συνόλου των ανθρώπων, αντικαθιστώντας τα αμέτρητα προσωπικά ελαττώματα με μερικές μετρημένες στο χέρι πολιτικές και κοινωνικές αρετές και επίσης ν’ αποδεχθούν τον ρόλο – παγίδα, που ένας ανεύθυνος και ανέτοιμος για την πραγματική Δημοκρατία λαός τούς είχε με το ζόρι επιβάλει, δηλαδή τον ρόλο εκείνων που ενσαρκώνουν την Επανάσταση για να θανατωθούν μαζί της. Υπέβαλαν συνέχεια τους εαυτούς τους στον ψυχικό πόνο να επικυρώνουν αναγκαίες θανατικές καταδίκες με την ελπίδα να λήξει το συντομότερο η μακρά αιματοχυσία και το μόνο που εισέπραξαν τελικά από εκείνους για τους οποίους αγωνίζονταν ήταν η συκοφαντία, η συνωμοσία, η προδοσία και ο θάνατος. Εξαιρετικά τραγικό είναι το γεγονός ότι ο ίδιος ο Ροβεσπιέρος ονειρευόταν την ίδρυση κοινωφελών ιδρυμάτων και την δια νόμου κατάργηση της θανατικής πηγής, όπως ο ίδιος είχε εξομολογηθεί στον νεοκλασικό «ζωγράφο της Επανάστασης» Νταβίντ (Jacques – Louis David), λίγο πριν την 9η Θερμιδόρ (14). Οφείλω να ομολογήσω ότι από όλους τους άμεσους συνεργάτες του Ροβεσπιέρου ιδιαίτερη εντύπωση και προβληματισμό προκάλεσε στον γράφοντα η προσωπικότητα του Φίλιππου Λεμπά (Philippe Francois Joseph Lebas, 1765 – 1794). Ζήτησε ο ίδιος την 9η Θερμιδόρ να συλληφθεί μαζί με τους συντρόφους του, με την προϋπόθεση απλώς να μπορέσει να αποχαιρετήσει τον νεογέννητο υιό του και την σύζυγό του (η οποία μέχρι που πέθανε αρνήθηκε να αποτάξει τους «ροβεσπιεριστές», των οποίων τα πορτραίτα διακοσμούσαν πάντα τους τοίχους του σπιτιού της) και τελικά αυτοπυροβολήθηκε λίγο πριν επανασυλληφθεί στο Δημαρχείο του Παρισιού. Αναφορικά λοιπόν με την περίοδο του «Τρόμου», η δική μου διαπίστωση είναι ότι αυτή απετέλεσε μία από εκείνες τις σπάνιες περιόδους της Ιστορίας κατά τις οποίες η αρχαιοελληνική συμπαντική έννοια της Ανάγκης έρχεται να στοιχειώσει τα ανθρώπινα πράγματα, και στην προκείμενη περίπτωση να απαιτήσει πρωτίστως πλήρη ακαμψία στο επίπεδο των ηθικών επιλογών. Η όποια προσέγγιση μιας τέτοιας περιόδου νομιμοποιείται μόνο μέσα στα πλαίσια αυτής ακριβώς της Ανάγκης και φυσικά είναι πέρα για πέρα άδικο, αν όχι ανεπίτρεπτο, το να νίπτει κάποιος τα χέρια του, παρατηρώντας τα δραματικά γεγονότα εκ των άνω και εξ αποστάσεως, σαν μία μακάρια θεότητα έξω από τις διαστάσεις όπου ζουν και δρουν οι θνητοί. Μέσα στα πλαίσια της πιο πάνω διαπίστωσης είναι επίσης το ότι κάθε ένας που επιμένει να μελετήσει με τον προαναφερθέντα τρίτο τρόπο ανάγνωσης την Ιστορία της περιόδου του «Τρόμου» και επιπροσθέτως διαθέτει μια στοιχειώδη ειλικρίνεια, οδηγείται μέσα από έναν στενό μονόδρομο στο να παραδεχθεί τελικά ότι εάν είχε γεννηθεί στις 6 Μαϊου 1758 στο Arras ή στις 25 Αυγούστου 1767 στο Decize του Nivernais (15) και όντως «είχε πάρει την αρετή στα σοβαρά», θα είχε σίγουρα καταλήξει στο ικρίωμα της Πλατείας της Επανάστασης και από εκεί στον μεγάλο λάκκο με ασβέστη του νεκροταφείου Ερανσί. Έναν βαθύ λάκκο, ο οποίος ενίσχυε απλώς την αυταπάτη των προδοτών και των «fripons» ότι ο σωματικός αφανισμός των θυμάτων τους δεν θ’ άφηνε στο μέλλον τίποτε απολύτως να τρομάζει το βαθύ σκοτάδι της ένοχης συνείδησής τους. ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ 1. Βλάσης Γ. Ρασσιάς, «Λαιμητόμος Αρετή. Ροβεσπιέρος – Σαιν Ζυστ – Κουτόν», Αθήνα, 2007 2. «La Τerreur n' est autre chose que la justice prompte, severe, inflexible; elle est donc une emanation de la vertu », στην ομιλία της 5ης Φεβρουαρίου 1794 στην National Convention με τίτλο «Sur les principes de morale politique» (Robespierre Maximilien F. M. I., «Oeuvres complètes», τόμος 10, Paris, 1967, σελ. 357). 3. Γεράσιμος Βώκος, «O Ροβεσπιέρος και η Πολιτική Αρετή», εφημ. «Το ΒΗΜΑ», φύλλο της 12ης Νοεμβρίου 2000, σελ. Β18 4. Clarke M. L., «Tο Ρωμαϊκό Πνεύμα» («The Roman Mind»), Aθήνα, 2004, σελ. 101 5. Γεράσιμος Βώκος, «O Ροβεσπιέρος και η Πολιτική Αρετή», εφημ. «Το ΒΗΜΑ», φύλλο της 12ης Νοεμβρίου 2000, σελ. Β18 6. Στο «Readings in European History» του J. H. Robinson, τόμος 2, σελ. 451 – 454, Boston, 1906, παρατίθεται ένα ενδιαφέρον δείγμα των «Θεσμών» που είχε σχεδιάσει ο Saint Just για την οργάνωση της κοινωνίας μετά την Επανάσταση, με έμφαση στην αγωγή των νέων ανθρώπων κατά τα πρότυπα της αρχαίας Σπάρτης. 7. Mantel Hilary, «If you’d seen his green eyes», στο «London Review of Books», τόμος 28, νο 8, 20 Απριλίου 2006. 8. Πλούταρχος, «Κάτων», 68 - 71 9. Scurr Ruth, «Fatal Purity: Robespierre and the French Revolution», London, 2006, σελ. 292 10. «Jeunesse Dorée». Βλ. Andress David, «The Terror. Civil War in the French Revolution», London, 2006, σελ. 353 11. Βλάσης Γ. Ρασσιάς, «Λαιμητόμος Αρετή. Ροβεσπιέρος – Σαιν Ζυστ – Κουτόν», Αθήνα, 2007, σελ. 362 12. Γεράσιμος Βώκος, «O Ροβεσπιέρος και η Πολιτική Αρετή», εφημ. «Το ΒΗΜΑ», φύλλο της 12ης Νοεμβρίου 2000, σελ. Β18 13. Hamel Ernest, «Histoire de Robespierre», τόμος 3, σελ. 807, Paris, 1867 14. Mignet F.A., «Ιστορία της Γαλλικής Επανάστασης», τόμος 2, Αθήνα, 1955, σελ. 341 15. Ημερομηνίες και τόποι γέννησης αντίστοιχα των Robespierre και Saint Just. WALKING THE FRENCH REVOLUTION DAYS OF «TERROR» IN THE SHOES OF THE «ROBESPIERRISTES» by Vlassis G. Rassias There are three different ways to study History. The first involves a cold study of facts without any in-depth analysis, the second way includes some attempts to analyze causes and evaluate results and the third way, which is undoubtedly the hardest one, attempts a very deep understanding of the historical figures. The difficulties that arise in the third way of studying History -opposite to the other two which are limited to a “from above” consideration and, of course, from a safe distance observance of the “dramas of life” of some people who lived in the far past and do not directly affect the reader- is that this particular way requires the reader to take the place of the historical personalities he is reading about. Furthermore, the reader is required to cross-examine himself while wearing the shoes of the historical figures and agree or disagree with the actions taken by them, or with the actions that the pen of the various historians has chosen to depict. The preciousness of the third way of studying History lies in the fact that each time it leads both the simple reader and the historian to a serious expansion of their perception of the diachronic human nature, eventually leading them as well to some kind of self-knowledge, mainly when the personality that needs to be deeply understood is negatively portrayed by the modern moral dualism. Having chosen in my latest book 1 to use the third way of studying History so as to deeply analyze the personalities of the hardest and most serious phase of the French Revolution, in other words, the era of “Terror” (October 1793-July 1794), I was soon faced with the same dilemmas that Maximilien Francois Marie Isidore de Robespierre, Louis Antoine Leon de Saint Just and Georges Auguste Couthon were confronted with, and felt that the rudimental integrity was leading me to defend the indispensability of the much discussed era of “Terror” («La Τerreur»), which, surely very far from the modern sense of the term, Robespierre himself, also known as «The Incorruptible», had defined: «Terror is nothing other than justice, prompt, severe, inflexible; it is therefore an emanation of virtue» 2. The reason I’m using the verb “defend” is that because up to this day those specific personalities have been continuously subjected to slanderous remarks by many “from above” and “from a safe distance” historians, although there is no doubt that the French Revolution was led to its peak by those very men and then came to its end when they were overthrown and beheaded in the 9th and the 10th of month Thermidor. This continuous and dense slandering constitutes a phenomenon of pure absurdity and a flagrant attempt to “moralize” History itself by condemning the tragic creators of the so called “Western” democratic world, surprisingly by the very same people who would never think of giving up the benefits and especially the foundational values of this world, like the political liberties, the equality against the law and the institutionalized humanitarianism. The whole thing seems as absurd as if someone would demand to have bloodless births, or as if someone else believed that the houses have always had electricity and running water. The truth is that those personalities and especially Robespierre, despite the countless verbal abuses they have also received some supportive remarks from a handful of daring historians such as Ernest Hamel, Claude Mazauric, Albert Mathiez, and others. For the most of these historians, the common point of their admiration is the persistence of the «robespierristes» to materialize the notion of Virtue. In the first paragraph of an older article in the «ΤO ΒΗΜΑ» newspaper, Mr. Gerasimos Vokos, professor of Philosophy at the Department of Political Sciences of the Aristotle University of Thessaloniki, justifies straight from the shoulder, the Hegelian ascertainment that “we could say” that Robespierre “took Virtue (Arete) seriously” 3. However, this ascertainment brings about the crucial question whether we can take Virtue on any other way than seriously. Virtue and especially its public dimension, which in the process of time was defined as “Political Virtue” (so as to describe the triptych Justice-Decency-Responsibility that the ancient Greeks considered as a gift of God Zeus to mankind), is something extremely serious, something that cannot be discounted. In his treatise “De Republica”, Cicero, using Scipio as an example, introduces the idea of the existence of a very special place in the heavens where the dead politically virtuous men reside 4. Undoubtedly, Virtue should be considered as a non-negotiable entity for every society that is interested in maintaining some basic but supreme in nature, values. Nevertheless, most of us live in societies that solely focus on evaluating everything according to its economic value, so some self-evident notions, especially moral ones, are unfortunately considered as being “utopic” or “extreme”. Either defined by its ancient meaning and content or solely by its political content that the «robespierristes» gave to it, Virtue normally demands from men a gentle “inflexibility”: “Virtue as ethos, bravery and stable behavior serving freedom, is the antidote against deceit. Defined as such, Virtue does not bear any personal, moralistic or psychological characteristic. In the eyes of Robespierre, Virtue has a deep political and democratic character.” 5 Surely inflexibility can be viewed today by many “westerners” as a foretaste of fanaticism and one could also argue that certain liegeman forming-circles certainly prefer it to be viewed as such. However, in other levels of culture and human behavior that simply have been defeated by their modern and predominant equivalents, the inflexibility of virtue is not only right but also necessary. Unfortunately, these superior cultural levels have been defeated by their modern and predominant equivalents. The element of inflexibility was an indispensable ingredient of Virtue for everyone who was obliged to materialize in his daily life the “Arete” (“Virtue”) or “Virtus” of the pre-Christian Hellenic and Roman world or other serious codes of ethics like the “Bushido” of the Japanese Samurais. This specific truth had not escaped from the minds of the revolutionaries we mention in this article, especially Saint Just, as we see them quite often making continuous and almost fetishistic references to the institutions and the value system of the Lycurgian Sparta as well as of Rome of the republican era 6. The admirable inflexibility of the “robespierristes” which has made them and continues to make them so mush hated by their enemies, works in reverse and brings out their wonderful, pure and exemplary traits of their personalities in the eyes of people capable of studying History without the imposed specifications of today that more or less demand flexibility and relativism. Upon reviewing the book of the historian Ruth Scurr “Fatal Purity: Robespierre and the French Revolution”, Hilary Mantel asked and simultaneously answered in the “London Review of Books” concerning the Incorruptible (Robespierre): “Why was his purity fatal? Because it seemed to be absolute. You couldn’t buy him. You couldn’t impress him. You couldn’t frighten him. You couldn’t lay claim to him” 7. There have been quite a few other personalities who were hated by their enemies because they also viewed inflexibility as an indispensable component of virtue. The republican stoic – in - arms of the 1st century BCE Marcus Porcius Cato Uticensis or Cato Minor (94 – 46) who ended up opening his abdomen with his sword so as to avoid being arrested by the Caesar 8, is one example. Another great example is the contemporary of Nero and noted Stoic philosopher Publius Clodius Thrasea Paetus who in the years 66 CE spilled the blood of his veins as a libation to “Iuppiter Liberator”. It is not accidental that in the Jacobin Calendar of Revolution which was adopted by the Convention, “Stoicism” 9 stood among the values celebrated in the “tenth days” (décadis), according to the article VII of the decree that established “the worship of the Supreme Being”; a “Stoicism” surely seen not as a school of Philosophy of the Antiquity but as a strong orientation towards virtue in all the continuous dilemmas of daily life. Opposite to this specific strong orientation, there stood numerous examples of the two kinds of men that provoked the disgust of the “robespierristes” who characterized them as “the enemies of Virtue”: the opportunist traitor and the adroit crook. The first kind of these “enemies of Virtue”, well incarnated by the shrewd Joseph Fouché and Jean Lambert Tallien, initially a Jacobin extremist who was later on transformed into a warm supporter of the monarchic street gang «Jeunesse Dorée» 10, has been described by the author in his book when he refers to the “Diachronic Blackguard of History”, in other words “the miserable kind of man who knows well how to quickly strike his flag and replace it with another one, the flag of the eternal political party of the each time majority, following not the stability of an idea or a vision but the proven fluidity of times which the faster they change , the more often cause the striking and the hoisting of the flags of the depraved, the cowards, the arrivistes, the opportunists and the traitors” 11. The second kind of “the enemies of Virtue”, perfectly incarnated by Philippe François Nazaire Fabre d' Églantine, Marie – Jean Hérault de Séchelles and some others, was defined and described by Robespierre himself who had adopted from Voltaire the term “fripon”, which applies to all of those who steal and cheat artfully, dexterously and above all unscrupulously. For Robespierre, the “fripon” constitutes “the absolute anti-political, apolitical or anti-political creature” 12, a rodent that unstoppably eats as much as its belly can endure. The only thing that Robespierre, whom rightly E. Hamel called “ one of the greatest men that struggled for the common good upon the Earth” 13, can be accused of , was the double “naivety” of himself and all of his close collaborators that misled them to consider the moralization of the whole people feasible by just replacing the countless personality weaknesses with a few political and social virtues and to accept a role - trap that an irresponsible and unprepared for the real Democracy public had imposed on them, the role of the ones that were called to incarnate the Revolution itself so as to die with it. They continuously forced themselves to experience the cold pain of validating necessary executions, hoping that the long term bloodshed would soon end. Nevertheless, they only things they received from the people they struggled for, were defamation, conspiracy, treachery and death. It is extraordinarily tragic the fact that Robespierre himself dreamed of establishing public benefit institutions and abolishing the death penalty as he had confessed to the neoclassical “painter of the Revolution” Jacques – Louis David, a few days before the 9th of Thermidor 14. I ought to admit that from of all of Robespierre’s collaborators, I was mostly impressed and puzzled by the personality of Philippe Francois Joseph Lebas (1765 – 1794). In the 9th of Thermidor he volunteered to be arrested with his other comrades, setting as the only precondition to say goodbye to his newly born son and his wife (who, until the time of her death, refused to condemn the “robespierristes” whose portraits decorated the walls of her home) and he finally shot himself just before he was re-arrested in the Town Hall of Paris. Regarding the “era of Terror”, my own conclusion is that it constituted one of the very rare periods of History where the ancient Greek cosmic notion of Anagke (Necessity) appears to haunt the human world and, in that specific case, to demand full inflexibility when it comes to the practice of moral duties. An approach of such a period of History can be proven legitimate only if it does take into account this very notion of Anagke, and of course it is rather unfair, if not indecorous, to “wash our hands” by solely observing the facts “from above” and from a safe distance as if we were some kind of deity that resides out of the dimensions where the mortals live and act. Within the framework of the above stated conclusion, everyone who insists on using the third way of studying the History of the “Terror Era” and additionally has the common dosage of sincerity, is led via a narrow one-way path to admit to himself that if he had been born in the 6th of May 1758 in Arras or in the 25th of August 1767 in Decize of Nivernais 15 and had truly “taken virtue seriously”, he would have ended up in the scaffold of Place de la Révolution and from there to the huge lime pit in the Errancis graveyard. A huge lime pit that simply amplified the illusion of the traitors and the “fripons” that the bodily demise of their victims would let absolutely nothing stir up the deep darkness of their guilty conscience. NOTES 1. Rassias G. Vlassis, «Laimetomos Arete. Robespierre – Saint Just – Couthon», Αthens, 2007 2. «La Τerreur n' est autre chose que la justice prompte, severe, inflexible; elle est donc une emanation de la vertu », in the speech of the 5th of February of 1794 in the National Convention, titled «Sur les principes de morale politique» (Robespierre Maximilien F. M. I., «Oeuvres complètes», Volume 10, Paris, 1967, σελ. 357). 3. Vokos Gerasimos, «O Robespierros kai e Politike Arete», newspaper «ΤO ΒΗΜΑ», 12th of November 2000, p. Β18 4. Clarke M. L., «To Romaiko Pneuma» («The Roman Mind»), Athens, 2004, p. 101 5. Vokos Gerasimos, «O Robespierros kai e Politike Arete», newspaper «ΤO ΒΗΜΑ», 12th of November 2000, p. Β18 6. An interesting sample of the “Institutions” drawn by Saint Just that concerned the structure of society after the Revolution, with a lot of emphasis placed on the civics and the proper upbringing of the youth, using ancient Sparta as a prototype, is presented by J. H. Robinson in «Readings in European History» volume 2, p. 451 – 454, Boston, 1906. 7. Mantel Hilary, «If you’d seen his green eyes», in the «London Review of Books», volume 28, no 8, 20th of April 2006. 8. Plutarch, «Cato», 68 – 71 9. Scurr Ruth, «Fatal Purity: Robespierre and the French Revolution», London, 2006, p. 292 10. Andress David, «The Terror. Civil War in the French Revolution», London, 2006, p. 353 11. Rassias G. Vlassis, «Laimetomos Arete. Robespierre – Saint Just – Couthon», Αthens, 2007, p. 362 12. Vokos Gerasimos, «O Robespierros kai e Politike Arete», newspaper «ΤO ΒΗΜΑ», 12th of November 2000, p. Β18 13. Hamel Ernest, «Histoire de Robespierre», volume 3, p. 807, Paris, 1867 14. Mignet F.A., «Historia tes Gallikes Epanastases», volume 2, Αthens, 1955, p. 341 15. Dates and places of birth for Robespierre and Saint Just respectively. WALKING THE FRENCH REVOLUTION DAYS OF «TERROR» IN THE SHOES OF THE «ROBESPIERRISTES» (2009)
Download
it in PDF
format
ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΕ: ΔΙΑΔΡΟΜΕΣ ΓΙΑ ΕΛΕΥΘΕΡΕΣ ΨΥΧΕΣ ΣΥΓΓΡΑΦΕΣ ΓΙΑ ΕΛΕΥΘΕΡΕΣ ΨΥΧΕΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ "ΑΝΟΙΧΤΗ ΠΟΛΗ" ΚΕΙΜΕΝΑ, ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ, ΕΚΔΗΛΩΣΕΙΣ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ "ΑΝΟΙΧΤΗ ΠΟΛΗ" (1980 - 1993) |