«Πατρίς Άρουρα»...
 

Σε πρόσφατο κείμενό μου (α) , αναφέρθηκα εκτενώς στην κακοποίηση της λέξεως «Δημοκρατία» από μία απίθανη κοσμοκρατορία χυδαιότητος, την οποία, εγώ τουλάχιστον, τολμώ να αποκαλέσω «Παγκόσμια Ιερουσαλήμ» και η οποία έχει κάνει βασικό βιοποριστικό της άθλημα την υπερβολική ασάφεια και τη μεγάλη δεξιοτεχνία στην παραποίηση των εννοιών. Είχα τονίσει δε στο ίδιο κείμενο, ότι αυτή η ίδια η προέλευση του συγκεκριμένου «πολιτισμού» που τώρα κυριαρχεί, προϋποθέτει αξιωματικά κάτι τέτοιο, αφού ένας πολύ πονηρός τρόπος για να κρύβει κανείς την όποια ανεπιθύμητη, για αυτόν, αλήθεια, είναι να μιλάει ακατανόητα ή με ασάφεια, αλλά και να παραχαράζει ή να παραποιεί γεγονότα και νοήματα. Ο E. A. Ράουτερ παρατηρούσε από την δεκαετία του 60 κιόλας, ότι “όσο ασαφέστερα εκφράζεται κανείς, τόσο περισσότερο μένει κρυμμένο το ψέμα που υπάρχει στον λόγο του..” (“Η Κατασκευή  Υπηκόων”)

Αφήνοντας λοιπόν τις κακοποιημένες λέξεις «Δημοκρατία», «Θεός» κ.ά., στις οποίες έχουμε ήδη αναφερθεί αλλού, ο γράφων θα ήθελε να καρφώσει την γραφίδα του πάνω σε μία άλλη βαθύτατα «τσαλακωμένη», αφυδατωμένη, αλλά και μασκαρεμένη λέξη, την λέξη «Πατρίδα» για την οποία όλα τα αφεντικά ή τα αφεντικά των αφεντικών της ανθρωπότητος αρέσκονται να μας ομιλούν, παρά το ότι εκείνο που πραγματικά σήμαινε αυτή τον καιρό που πλάσθηκε από τους πραγματικούς Έλληνες της προχριστιανικής εποχής, δεν βολεύει καθόλου την κοσμοκράτεια και «θεοσκέπαστη» «Παγκόσμια Ιερουσαλήμ». Και πώς θα γινόταν διαφορετικά άλλωστε, όταν τα ιουδαιόπληκτα «Ιερά Βιβλία» της, αυτά που «μορφώνουν» δηλαδή το φαντασιακό των δούλων και των νεροκουβαλητών της, ΠΟΥΘΕΝΑ δεν αναφέρουν μέσα στις παραληρηματικές τους σελίδες την λέξη των λέξεων, το σέβασμα των σεβασμάτων, για εμάς τους κατά τα πάτρια Έλληνες αλλά και για τους υπέροχους, αβάπτιστους και απροσκύνητους προγόνους μας, δηλαδή την πατρίδα γαία που μονολεκτικά καθιερώθηκε από εκείνους να ονομάζεται με την λέξη «Πατρίς». Πατρίς άρουρα, πατρίς γαία, πατρίς αία, πατρίς πόλις.. Πατρίς. 

Τι σημαίνει άραγε για τον πολύ κόσμο, σήμερα, η συγκεκριμένη λέξη; Είναι φανερό ότι μόνο σε ελάχιστους η λέξη παραπέμπει στη γή των προγόνων μας, στη γή των πατέρων μας, σε εκείνο τελοσπάντων στο οποίο αναφερόταν ο μεγάλος μας τραγικός Ευριπίδης με τον στίχο «..καί τινες άλλαι στοναχαί μείζους ή γής πατρίας όρον εκλείπειν;» (Και ποιό κακό είναι βαρύτερο από τον χαμό της πατρίδος;”). Αυτή η απαξίωση της λέξεως δεν είναι φυσικά δίχως εξήγηση, αφού αν αναρωτηθεί κανείς τι θα μπορούσε να σημαίνει αυτή η λέξη για τον νεοελληνικό άνθρωπο, τον άνθρωπο δηλαδή που όλοι συναντάμε γύρω μας, στα λεωφορεία, τις ταβέρνες, τις καφετέριες, τα γήπεδα και τα κάθε λογής “ελληνάδικα”, τότε με τρόμο συνειδητοποιεί ότι δύσκολα θα μπορούσε να έχει μία ξεκάθαρη απάντηση. 

Με δεδομένη την αλήθεια ότι  η  διαμόρφωση των ανθρώπων είναι μία προσθετική διαδικασία, κάθε άνθρωπος είναι το αποτέλεσμα κάποιας συγκεκριμένης «μορφωτικής» (με ευρεία έννοια) και εκπαιδευτικής διαδικασίας, αλλά και το άθροισμα κάποιων συγκεκριμένων εμπειριών, γνώσεων και αντιλήψεων. Είμαστε δηλαδή αυτό που μάθαμε να είμαστε από τους γονείς μας, από το ανθρώπινο περιβάλλον μας, από το σχολείο, από τους ρόλους που μας ανετέθησαν και τους ενστερνισθήκαμε, και τελικά διαμορφώσαμε άποψη και θέση για τη ζωή και τον κόσμο σύμφωνα με ό,τι μας επεβλήθη ως δεδομένο. Μη απτές λοιπόν πραγματικότητες, που είναι έξω από τα δεδομένα που μας έχουν παρασχεθεί, υποβιβάζονται κατά κανόνα σε αφηρημένες έννοιες που ελάχιστα μας αφορούν στην καθημερινή μας ζωή. Μία από αυτές είναι φυσικά, για τα δεδομένα της «Παγκοσμίου Ιερουσαλήμ» και η λέξη «Πατρίς».   

Η λέξη αυτή, βαθύτατα κακοποιημένη τους τελευταίους αιώνες στα στόματα των πατριδοκάπηλων εθνικιστών αλλά και των διεθνιστών, μα επίσης και ουσιαστικά νεκρή μετά την ομογενοποίηση του πλανήτη κάτω από τους πολιτικοστρατιωτικούς μηχανισμούς των μονοθεϊστικών και οικουμενιστικών Θρησκειών και πολιτικών ιδεολογιών της Βαρβαρικής Εποχής, αξίζει την προστασία μας και την επαναφορά της στο αρχικό και αυθεντικό νοηματικό της περιεχόμενο, όπως οριζόταν δηλαδή από τους προγόνους μας πραγματικούς Έλληνες. 

Για εκείνους τους τυχερούς ανθρώπους που δεν έζησαν την «βαπτισμένη» εποχή της πλήρους απαξιώσεως του ανθρώπου μέσα από την αντιφυσική θεολογία ενος «πολιτισμού» της ερήμου και της ερημώσεως, η λέξη «Πατρίς» συμβόλιζε τη γη των πατέρων, την πατρική γη, τη γη όπου είχαν ταφεί τα λείψανα των προγόνων και όπου επίσης κατοικούσαν οι ψυχές τους. Δεν ήταν μια τυχαία λέξη, διότι για τους προγόνους μας η πατρική γή ήταν όντως ιερή, εφόσον την κατοικούσαν οι Θεοί τους και τα προγονικά τους πνεύματα. Όπως και η Πολιτεία ή οι λοιποί θεσμοί του πολιτισμένου βίου, έτσι και η “Πατρίς” δεν ήταν μία αφηρημένη έννοια όπως είναι στις ημέρες μας, όπου η κρατούσα “μονοθεϊστική” αντίληψη περί της θεότητας νοείται ως διαφυλετική και οικουμενική, αλλά, αντιθέτως, αντιπροσώπευε μεταξύ άλλων ένα τοπικό Πάνθεον συγκεκριμένων θεοτήτων και θείων προγονικών πνευμάτων που παρέπεμπαν σε επίσης συγκεκριμένη και καθημερινή Λατρεία και δοξασίες που επηρέαζαν βαθιά την ψυχή.


Η σχέση βεβαίως των Εντοπίων Θεών με την «πατρίδα γαία», ελάχιστα αναλύεται από τους μισθοφόρους της Παγκοσμίου Ιερουσαλήμ, πράγμα φυσικό και απολύτως κατανοητό ωστόσο, αφού κάτι ανάλογο θα «ράγιζε» καίρια την ψευδή μεταχριστιανική έννοια της εν Χριστώ και οικουμενισμώ «Πατρίδος». Ο Γκυστάβ ντε Φουλάνς παρατηρεί παρ’όλα αυτά, αρκετά σωστά, ότι στην Αρχαία Ελλάδα ουσιαστικά ανεγνώριζαν ως πολίτη μόνον αυτόν που συμμετείχε στη θρησκευτική ζωή της πόλεως, και με βάση την συμμετοχή του αυτή αποκτούσε τα αστικά και πολιτικά του δικαιώματα. Όποιος απαρνιόταν την Πατρώα Λατρεία, απαρνιόταν κατ' επέκτασιν και τα δικαιώματά του. Σχετικά με τα δημόσια γεύματα («Θυσιόδειπνα»), τα οποία αποτελούσαν την βασική τελετή της Εθνικής Λατρείας (β)  βλέπουμε λ.χ. στην περίπτωση της Σπάρτης, ότι όταν κάποιος δεν έπαιρνε μέρος στα δημόσια γεύματα, αυτομάτως διαγροφόταν από την τάξη των πολιτών, ακόμη και αν δεν ευθυνόταν ο ίδιος για την αποχή του. Το ίδιο στην Αθήνα. Όποιος δεν συμμετείχε στις τελετές που γίνονταν προς τιμήν των Θεών της πόλεως, έχανε τα δικαιώματα του πολίτου, όπως άλλωστε και στη Ρώμη, όπου η παρουσία στην ιερή τελετή του Εξαγνισμού της Πόλεως ήταν απαραίτητη προϋπόθεση ώστε να μπορεί κάποιος να απολαμβάνει πολιτικών δικαιωμάτων.  Ο Ρωμαίος άνδρας που δεν συμμετείχε στις κοινές προσευχές και θυσίες, έχανε τα πολιτικά του δικαιώματα μέχρι την επόμενη τελετή Εξαγνισμού.

Ο πατριωτισμός των Ελλήνων προγόνων μας, ήταν ένα δυναμικό αίσθημα, η ύψιστη Αρετή στην οποία στόχευαν όλες οι άλλες τους αρετές. Η ιερή για αυτούς Πόλις, παρήγαγε για τους ανθρώπους που την αποτελούσαν μία «βασικη παιδεία», η οποία αποσκοπούσε στην καλλιέργεια του καλού γούστου και της φαντασίας, που με την σειρά τους παρήγαγαν την αγάπη για την «πατρίδα πόλη» και μία σπάνια εσωτερική φλόγα αυταπαρνήσεως υπερ αυτής. Ο πατριωτισμός, αποτελούσε μία όχι φιλοσοφική αλλά «απτή» Αρετή της καθημερινής ζωής, βασισμένη όχι στην Γνώση των, ούτως ή άλλως, λιγοστών σοφών, αλλ’ αντιθέτως πάνω στην «γνώμη» της απαρτίας των πολιτικών προσωπικοτήτων (δηλαδή του σώματος των πολιτών, του δήμου / δάμου). Όλοι οι ελεύθεροι άνθρωποι γνώριζαν ότι στην “Πατρίδα” τους, και μόνον σε αυτήν, ώφειλαν την περιουσία τους, την ασφάλειά τους, τη νομοθεσία τους, την πίστη τους, και τους Θεούς ΤΟΥΣ. Χάνοντάς την, έχαναν τα πάντα, έστω κι αν προσπαθούσαν να την «κουβαλήσουν» μέσα τους, όπως με πολύ συγκινητικό τρόπο έπραξαν οι πρόσφυγες Θεσπιείς (γ)  μετά την σφαγή των Θερμοπυλών. 

Η «πατρίς γαία» για όλους τους Εθνικούς, συνδέεται με τον «κάτοικο-άνθρωπο» με έναν πανίσχυρο ιερό δεσμό. Ο τελευταίος οφείλει να την αγαπά, όπως αγαπά την οικογένειά του και την Θρησκεία του και να την υπακούει όπως υπακούει τους γονείς και τους Θεούς. Πρέπει να δοθεί εξολοκλήρου σε αυτήν την θεία γή και να την αγαπά και στις δόξες της και στις πίκρες της, τόσο στην ακμή, όσο  και στην παρακμή της. Μα πάνω από όλα, πρέπει να ξέρει να πεθαίνει για χάριν της «Πατρίδος» του. Οι Έλληνες, οι Ρωμαίοι, οι Κελτοί, οι Γερμανοί, πέθαιναν κάποιες φορές για υποθέσεις αφοσιώσεως σ' έναν άνθρωπο ή για θέματα τιμής (που θεωρούνται ιδιαίτερα σημαντικά σε όλες τις πολυθεϊστικές Παραδόσεις). ΠΑΝΤΟΤΕ όμως πέθαιναν γεμάτοι αποφασιστικότητα, πολεμώντας σε υπεράσπιση της γής των πατέρων και μητέρων τους, της γης των προπατόρων και του ίδιου τους του Έθνους. Η επίθεση εναντίον της γής τους ήταν επίθεση εναντίον της αλυσίδος του γένους τους και της Θρησκείας τους, αλλά και της ψυχής τους της ίδιας. Πολεμούσαν με όλο τους το σθένος για τους τάφους τους και τις ιερές πυρές των βωμών τους, pro aris et focis. Αν ο εχθρός (παρά το ότι τις περισσότερες φορές ανήκε στην αυτή ομοεθνία) κατελάμβανε την πόλη τους, η κατάληψη από μόνη της βεβήλωνε τους τάφους των προγόνων, μόλυνε τις ιερές επιβώμιες πυρές των Εστιών και των Ναών τους, προσέβαλλε τους Θεούς της Πόλεως και μαγάριζε τη Λατρεία τους. 

Η αυθεντική, προχριστιανική, έννοια της “Πατρίδος”, βασίζεται συνεπώς στην πλήρη συνείδηση της εντοπιότητος, αλλά και των θείων παρουσιών που την κάνουν ιδιαίτερη για τους κατοίκους της.  Δεν  βασίζεται  πουθενά  αλλού, όπως επιχειρούν εδώ και μιάμιση χιλιετία να κατασκευάσουν «βάθρα» οι, εξ ορισμού άλλωστε, αντεθνιστές «μονοθεϊστές», σε επίπλαστες δηλαδή βάσεις και σε κρατικά νομοθετήματα, για αυτό και εκεί οφείλει να ξανατοποθετηθεί, μόνο που αυτό προϋποθέτει προηγουμένως μία κάθετη ρήξη μας με την κάθε ιδεολογία και Θρησκεία που μάχεται τον υγιή και φυσικό διαφορισμό των ανθρώπων σε ιδιαίτερα ΈΘΝΗ με ιδιαίτερη Παράδοση, Θρησκεία και Τρόπο καθημερινής ζωής. Το ίδιο προϋποθέτει και την ρήξη με κάθε «οικουμενισμό» που σκοπό έχει να αφανίσει την ανθρώπινη Εθνόσφαιρα προς χάριν ενός βαπτίσματος ή μίας περιτομής. Ο οποιοσδήποτε ανυποψίαστος τολμήσει να ρωτήσει έναν ακραιφνή χριστιανό ή μουσουλμάνο για το τι θα διάλεγε αν υποχρεωνόταν να διαλέξει ανάμεσα στο συμφέρον της Πατρίδος του και στο συμφέρον της «οικουμενικής» πίστεώς του, θα «εκπλαγεί» από  την τραγική επιβεβαίωση των πιό πάνω προϋποθέσεων.

Θα ρωτήσουν ίσως εδώ, κάποιοι, πώς γίνεται και αυτοί οι κατ’εξοχήν απάτριδες, αντεθνιστές και οικουμενιστές (σε ίσο βαθμό τόσο οι χριστιανοί, όσο και οι μουσουλμάνοι) να λανσάρουν εαυτούς, παγκοσμίως ως τους πατριώτες των πατριωτών και να γίνονται μάλιστα από πάνω και πιστευτοί από τις χασμώμενες μάζες, ότι τάχα όντως αυτοί οι εχθροί των ΕΘΝΩΝ είναι.. προστάτες των τελευταίων. Επειδή όμως τα παράλογα, τα θεοπάλαβα και τα οξύμωρα είναι έξω από τα λογικά πλαίσια του «ειδωλολατρικού» του εγκεφάλου, ο γράφων θα σηκώσει επιδεικτικά, εις ένδειξη «αναρμοδιότητος», τα χέρια και θα σας παραπέμψει πιό.. «αρμοδίως», στους απατεώνες λ.χ. που έβαζαν τους Νεοέλληνες (και ουχί κατ’ανάγκην όλους Χατζηέλληνες) να ασπάζονται αδελφικά και με σπαραγμό καρδίας την «κούτρα» της, σεσημασμένης για τον ανθελληνισμό της, άξεστης σλαβουριάς των Κάτω Βαλκανίων. Γιατί όχι άλλωστε; Από οξύμωρα άλλο τίποτε η «ελληνο»ορθοδοξία (πώς λέγανε κάποτε π.χ. «αριστεροχουντισμός») και ο γελοίος βυζαντινισμός. Μπροστά στα Προπύλαια του εν Αθήναιας Πανεπιστημίου στέκει ακόμη το άγαλμα του φιλότουρκου και αντεπαναστάτη μεγαλοπαπά που αφόρισε τον Ρήγα Βελεστινλή, δίπλα στο άγαλμα του ίδιου του αφορισθέντος εθνομάρτυρος.
 

Βλάσης Γ, Ρασσιάς, 2000
 

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

α  Περιοδικό «Διιπετές», τεύχος 35, Μάϊος 2000. Το κείμενο βρίσκεται επίσης και στην παρούσα τοποθεσία του Διαδικτύου

β Περαιτέρω στοιχεία για τις τελετές και ιεροπραξίες των πραγματικών Ελλήνων προγόνων μας, οι ενδιαφερόμενοι μπορούν να έχουν από το γνωστό βιβλίο του γράφοντος «Εορτές Και Ιεροπραξίες Των Ελλήνων», Αθήναι 1998, εκδόσεις «Ανοιχτή Πόλη».

γ Οι Θεσπιείς είχαν ημιαριστοκρατικό πολίτευμα, υπό την έννοια ότι κατέθετε το δικαίωμα ψήφου ο άπορος πολίτης με το αρκετά λογικό και τίμιο σκεπτικό ότι δεν δικαιούτο να αποφασίζει για την υπεράσπιση πραγμάτων που δεν είχε. Η κατασφαγή των 700 οπλιτών της πόλεως στις Θερμοπύλες, και συνεπώς όλων των μάχιμων πολιτών, άφησε απροστάτευτη την πόλη, την οποία οι Πέρσες κατέστρεψαν εντελώς, οι δε κάτοικοί της έφυγαν πρόσφυγες στα βουνά. Παρά λοιπόν το ότι όλοι οι νέοι επιζήσαντες άνδρες ήσαν δίχως δικαίωμα ψήφου και οπλοφορίας, αφού διαφορετικά θα είχαν μείνει για πάντα τα κορμιά τους μαζί με τους 700 στα στενά, οι Θεσπιείς κράτησαν την «ψυχή» της «Πατρίδος Πόλεως» στην καρδιά τους και στη μάχη των Πλαταιών παρουσιάσθησαν άοπλοι, ζητώντας από τους υπόλοιπους Έλληνες να τους οπλίσουν πρόχειρα και να τους αφήσουν χώρο μέσα στην παράταξη, για να εκδικηθούν τον χαμό της «πατρίδος γής».





MORTUI PRO PATRIA


"Inachii spes una soli, bis dena, viator,
milia in hoc tumulo cum patria tegimur,
dum natosque patresque, larem patriamque tuemur,
imperioque ducis Tarchanii obsequimur.
Nam rex, indignus patriam qui protegat armis,
turpiter et regnum fugerat et patriam".

ΣΕ ΑΥΤΟΥΣ ΠΟΥ ΕΠΕΣΑΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΤΡΙΔΑ

"Εμείς διαβάτη, η μόνη της πατρίδας μας ελπίδα,
είκοσι χιλιάδες άντρες μετρημένοι,
ενθάδε κείμεθα, θαμμένοι σε τούτο τον τάφο,
γιατί υπερασπιστήκαμε πατρίδα, τέκνα και γονείς
πιστοί στις διαταγές του αρχηγού μας Ταρχανιώτη.
Καθώς ο βασιλιάς μας, ανίκανος να αντισταθεί με όπλα,
ξεφτιλισμένα εγκατέλειψε το βασίλειό του και την πατρίδα μας".

Αφιερωμένο στον Μιχαήλ Μάρουλλο, παππού από πατέρα του ποιητή - στρατιότο Μάρουλλου Ταρχανιώτη, που μαζί με τους υιούς του και 20.000 Έλληνες, αρκετοί των οποίων ήσαν εθνικοί, έπεσαν στην τελευταία μάχη κατά των Οθωμανών στην Πελοπόννησο, το έτος 1463.













ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΕ: 

ΔΙΑΔΡΟΜΕΣ ΓΙΑ ΕΛΕΥΘΕΡΕΣ ΨΥΧΕΣ 

ΣΥΓΓΡΑΦΕΣ ΓΙΑ ΕΛΕΥΘΕΡΕΣ ΨΥΧΕΣ 

ΕΚΔΟΣΕΙΣ "ΑΝΟΙΧΤΗ ΠΟΛΗ" 

ΚΕΙΜΕΝΑ, ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ, ΕΚΔΗΛΩΣΕΙΣ 

ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ "ΑΝΟΙΧΤΗ ΠΟΛΗ" (1980 - 1993) 

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ