ΣΑΛΛΟΥΣΤΙΟΣ: ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ ΚΑΙ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ

 
 

ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ ΣΤΟ ΒΙΒΛΙΟ 

Τo ανά χείρας φιλοσοφικό και θεολογικό έργο, το οποίο εκδίδεται για πρώτη φορά στην Ελλάδα στην πλήρη του μορφή (δηλαδή πρωτότυπο κείμενο και απόδοση στη νεοελληνική), έφθασε έως εμάς μέσα από τις γνωστές «οδύσσειες» των αρχαίων έργων (το αρχαιότερο διασωθέν χειρόγραφο του 12ου αιώνος, πρωτοεξεδόθη το 1539 από τον Αλάτιο, ακολούθησε η έκδοση του 1821 από τον Oreli και εν τέλει εδημοσιεύθη ενσωματωμένο στον τρίτο τόμο του «Fragmenta Philosophorum Graecorum» του Mullach, το έτος 1860) για να μας μεταφέρει τη σπάνια εικόνα μίας τολμηρής απόπειρας των Εθνικών του 4ου αιώνος να ορθώσουν μία συμπυκνωμένη, εκλαϊκευμένη αλλά ταυτοχρόνως και αυστηρώς λογική θεολογία / κοσμολογία, ενάντια στην εξ Ιουδαίας λαίλαπα που τότε εσάρωνε κατά κυριολεξίαν τα θεμέλια του ευρωπαϊκού Πολιτισμού.  
   
Συγγραφεύς αυτού του χαρακτηριζομένου από επιμελή απλότητα, λογικότητα και σαφήνεια έργου, υπήρξε ο Σατουρνίνος Σαλλούστιος Σεκούνδος, ένας Γαλατικής καταγωγής συνεργάτης, σύμβουλος και προσωπικός φίλος του αυτοκράτορος Ιουλιανού, με πλατιά ρητορική και φιλοσοφική παιδεία, καθώς και σπάνια διοικητικά προσόντα, τον οποίο ο εστεμμένος φιλόσοφος κατ’ επανάληψιν αποκαλεί «ομότροπο και ποθεινό φίλο» του. Ο ακέραιος και μετριόφρων Σαλλούστιος, υπηρετούσε ως «Κοιαίστωρ» Γαλατίας όταν πρωτοσυναντήθηκε εκεί με το νεαρό Ιουλιανό, «καίσαρα» τότε, ο οποίος εμαγεύθη από την προσωπικότητα του φιλοσόφου και έκτοτε ηκολούθησε πιστά τις συμβουλές και υποδείξεις του, τόσο στην προαυτοκρατορική περίοδο της ζωής του, όσο και όταν, ως κοσμοκράτωρ πλέον, έφερε, κατά τα λίγα, αλλά δημιουργικά και ηρωϊκά έτη της βασιλείας του, την πορφύρα και το στέμμα της Νέας Ρώμης.  

Καταγόμενος από μία περιοχή με προαιώνιο πολιτισμό που ακόμη αντιστεκόταν στον εκχριστιανισμό (ακόμη και μετά το τέλος της επί Ιουλιανού συντόμου «ανοίξεως» του Εθνισμού, στη Γαλατία εξακολουθούσαν να λειτουργούν τα εθνικά Ιερά, έως τουλάχιστον το έτος 375 οπότε τα κατέστρεψε ο φανατικός προσηλυτιστής Μαρτίνος της Τουρ), ο ευγενής Σαλλούστιος, επιχειρεί, μέσα από το «Περί Θεών και Κόσμου», την κατάθεση μίας απλής όσο και εγκύρου πραγματείας αναφορικώς με το τι εν τέλει αποτελεί την ευρυτέρα φιλοσοφική και θεολογική θέση των Εθνικών του 4ου αιώνος, μέσα από έναν λόγο που ωστόσο, αν και προσπαθεί εμφανώς να λειτουργήσει ως κατηχητικός ή προπαγανδιστικός, δεν παύει να απευθύνεται στον καλλιεργημένο και λογικώς συγκροτημένο (μέσω της εγκυκλίου Ελληνικής, ανθρωπιστικής Παιδείας) πολίτη της υστερορωμαϊκής οικουμένης, και όχι στον αγροίκο, αστοιχείωτο και αμόρφωτο ή παραληρηματικό άνθρωπο, που την ίδια εποχή βλέπουμε να ερεθίζει και να υποκινεί η άλλη πλευρά με τα γνωστά, αρνητικά για τον ανθρώπινο Πολιτισμό αποτελέσματα.  

Ο Σαλλούστιος, στον οποίο ο Ιουλιανός αφιέρωσε τον περίφημο ύμνο σε πεζό «Εις Βασιλέα Ήλιον», τον 4ο ρητορικό του, και επέγραψε τον 8ο, μία συγκινητική πραγματεία, «Παραμυθητικό εις εαυτόν επί τήι αναχωρήσει Σαλλουστίου» (όταν απεχωρίσθη τον Σαλλούστιο, την εποχή που ο τελευταίος ανεκλήθη από τον αυτοκράτορα Κωνστάντιο, ύστερα από διαβολή),  υπήρξε, κατά τις διασωθείσες μαρτυρίες, ένας εξαίσιος άνθρωπος, ταυτοχρόνως υποστηρικτής και εμπνευστής επί πολλά έτη του εστεμμένου φιλοσόφου Ιουλιανού, ο δε χριστιανός Θεοδώρητος (στο βιβλίο του «Ιστορία», 3, 2) διασώζει ότι αυτός ήταν ο άνθρωπος που εισηγήθηκε έντονη ανεκτικότητα και καθαρά μεταπειστική πολιτική στον Ιουλιανό, όταν όλοι οι άλλοι φίλοι και συνεργάτες του τελευταίου, τον είχαν σχεδόν πείσει να κηρύξει διωγμό κατά των χριστιανών μετά από θηριωδίες των τελευταίων και πυρπολήσεις Ναών. Η ηθική αυτή επιλογή του, απεδείχθη ωστόσο κατά τραγικό τρόπο «λανθασμένη» (αν μπορεί να υπάρξει όντως μία τέτοια) από την Ιστορία, όπως και η μεταγενεστέρα του, κατά την οποία, προφασιζόμενος τη μεγάλη του ηλικία, αποποιήθηκε δύο φορές τον θρόνο (την επαύριον της δολοφονίας του Ιουλιανού και, εν συνεχεία, την επαύριον του θανάτου του διαδόχου του Ιοβιανού, όταν ο στρατός, εκτιμώντας το υψηλό του ήθος, τη δικαιοσύνη του και το βαθύ του αίσθημα καθήκοντος, προσέφερε στον Σαλλούστιο την πορφύρα), ποιός όμως μπορεί να «ζυγίσει» ορθά και, ακόμη χειρότερα, ποιος δικαιούται να κρίνει εκ των υστέρων, άρα εκ του ασφαλούς, τις επιλογές των κατ’ Αρετήν ζησάντων ανδρών;  

Το «Περί Θεών Και Κόσμου», το οποίο υπολογίζεται ότι εγράφη το Μάρτιο του 362, μπορεί να χαρακτηρισθεί «εγχειρίδιο κατηχητικής φύσεως» και ίσως ο συγγράψας αυτό (αρκετά πεπειραμένος στη χρήση του λόγου, αν ισχύει η άποψη κάποιων ερευνητών ότι αυτός ο ίδιος είναι ο Σαλλούστιος που προέβη την ίδια εποχή σε μία λογία έκδοση 7 επιλεγμένων τραγωδιών του Σοφοκλέους, με σχόλια), όντως ν’ αποσκοπούσε στο να το επιβάλει ως βασικό θεωρητικό κείμενο αναφοράς και υποστηρικτικό στη δύσκολη θρησκευτική μεταρρύθμιση του Ιουλιανού. Φαίνεται καθαρά άλλωστε, από την όλη ανάπτυξη και τεχνική του κειμένου, ότι σκοπός του «Περί Θεών Και Κόσμου», που έχει γραφεί σε λιτή αττική διάλεκτο, είναι η κατανόηση των βασικών «εθνικών» θέσεων από τον οποιονδήποτε άνθρωπο της εποχής που διέθετε δύο απλά αλλά βασικά πράγματα: εγκύκλιο Παιδεία και λογικότητα.  

Ο Σαλλούστιος, ο οποίος προήχθη σε Έπαρχο Πραιτωρίων της Ανατολής το ίδιο έτος, δηλαδή το 362, στο ανώτατο δηλαδή διοικητικό αξίωμα μετά τον αυτοκράτορα, το δε έτος 363 ανηγορεύθη σε επίσημο αυτοκρατορικό σύμβουλο, φιλοσοφικώς θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί «νεοπλατωνικός», πλην όμως «υπό ευρεία έννοια» όπως ορθώς σημειώνει ο Gilbert Murray, καθώς ο Νεοπλατωνισμός ήταν η κυρίαρχη φιλοσοφική αντίληψη μετά την καταστροφή του τέλους του δευτέρου αιώνος (βλ. «Θεοίς Συζήν. Εισαγωγή στον Στωϊκισμό», του γράφοντος), μία αντίληψη «που διεπότιζε ολόκληρη την ατμόσφαιρα της εποχής» (όπως την διεπότιζε άλλωστε και η Βασιλεία, στο πολιτικό επίπεδο, για αυτό και η τελευταία εξυμνείται στο ΙΘ Κεφάλαιο, με έναν αρκετά παράξενο τρόπο για τα δημοκρατικά μας δεδομένα). Το βιβλίο του, αποσκοπεί όντως στην προσφορά μίας ολιγοσέλιδης αλλά περιεκτικής «κατηχήσεως» του Εθνισμού, στους ανθρώπους του 4ου αιώνος, και αν και απέχει πολύ, τόσο χρονικώς όσο και οπτικώς από τον υλοζωϊκό «σκληρό πυρήνα» της Ελληνικής κοσμοθεάσεως. μέσα από τον οποίο εγεννήθη το «Ελληνικό Θαύμα» και η λογική σύλληψη του Κόσμου (η από πολύ πρώϊμες εποχές κατακτηθείσα θεωρητικώς υλοζωϊκή ενότης του Κόσμου, διασπάται μετά τους Πυθαγορείους σε αντιθετικά ζεύγη, η υλοζωϊκή ουσία διαχωρίζεται σε σώμα και ψυχή και η σχέση του ειδικού με το γενικό παρουσιάζεται ως σχέση του φαινομενικού με το πραγματικό), κρατεί ωστόσο, το «Περί Θεών Και Κόσμου», μία αξιοθαύμαστη λογικότητα, σε αντίθεση με τις πάμπολλές μυστικιστικές εμμονές και υπερβολές των νεοπλατωνικών και νεοπυθαγορείων της εποχής του. Ωστόσο παραμένει σταθερά, «υπό ευρεία έννοια» όπως προείπαμε, στη νεοπλατωνική γωνία. Στην τελευταία παράγραφο του Θ Κεφαλαίου, προσπερνά ως πλάνη τον Υλοζωϊσμό του Θαλού και του Ηρακλείτου, στο δε Δ Κεφάλαιο έρχεται σε πλήρη αντίθεση με το «μηδέν ασώματον» της Στοάς, της μόνης Σχολής της μετακλασικής αρχαιότητος που επέστρεψε στον «προσωκρατικό» Υλοζωϊσμό των Ιώνων φιλοσόφων.  

Πατώντας πάντως, επάνω σε κλασικά σωκρατικά και πλατωνικά δεδομένα, ο Σαλλούστιος τοποθετεί το ζήτημα της «Παιδείας» σε κεντρικό σημείο της αναλύσεώς του και επίσης χρεώνει την ανθρώπινη κακή φύση, θεωρώντας μάλιστα και αυτήν ακόμη, δυνάμει αγαθή, αποκλειστικώς στην άγνοια που καλύπτει με σκότος το κριτήριο του Αληθούς. Με μία θαυμαστή εμμονή στην ευρωπαϊκή οπτική, αυτός ο ευγενής Γαλάτης, καλύπτει με ένα αίσθημα αισιοδοξίας το σχεδίασμά του για την Ανθρωπότητα,  την Ιστορία, τον Κόσμο και τους Θεούς, αποποιούμενος κάθε στοιχείο των ανατολικοβαρβαρικών επιρροών της εποχής που έφερναν απαισιοδοξία, παραίτηση και φόβο στους σύγχρονούς του ανθρώπους, αποποιούμενος κατ’ουσίαν αυτό που κατήγγειλε πολλούς αιώνες πριν από αυτόν ο Ακραγαντίνος Εμπεδοκλής, ως δυστυχία «μέσω της σκοτεινής αντιλήψεως περί Θεών». Και αυτό, ενώ ακολουθεί (ή, όντας υποχρεωμένος να ακολουθεί) σε αυτό το σχεδίασμα το κυρίαρχο νεοπλατωνικό πυραμιδωτό μοντέλο των «απορροών»: όλα γεννώνται από ιεραρχίες διαφόρων ελασσόνων θεοτήτων, που με τη σειρά τους απορρέουν από το άφατο, αδιαίρετο, αναλλοίωτο, παντοδύναμο και επέκεινα της ουσίας, Έν.  

Όπως και ο εκπρόσωπος της «συριακής» Νεοπλατωνικής Σχολής Ιάμβλιχος, ο Σαλλούστιος χωρίζει σε «Εγκοσμίους» («περικοσμίους» κατά τον Ιάμβλιχο) και «Υπερκοσμίους» τους Θεούς, και αναγνωρίζει, επηρεασμένος επίσης από τον Ιάμβλιχο αλλά και τον ιουδαϊζοντα νεοπυθαγόρειο Νουμήνιο Απαμέα, την ύπαρξη δύο ψυχών στον άνθρωπο, μία λογική (που μετέχει του Θείου) και μία άλογο (που υπόκειται στην Ειμαρμένη), ενώ, ξεκάθαρα, σέβεται τη θεουργική προοπτική, υπερτονίζοντας μάλιστα ως καίρια βάση της την προσευχή για την «συναφή» του θνητού με τους Θεούς. Διαφοροποιείται όμως σε ουκ ολίγα σημεία ως προς τη νεοπλατωνική οπτική, ακόμη και ως προς εκείνη του Ιουλιανού. Σε αντίθεση με τον τελευταίο, που χρησιμοποιεί εντόνως για διδακτικούς σκοπούς το Μύθο και τις ερμηνείες του, ο Σαλλούστιος προτιμά το λογικό επιχείρημα, παραμένοντας όμως εξαιρετικώς σεβαστικός ως προς το Μύθο, στον οποίο μάλιστα αφιερώνει τρία Κεφάλαια του βιβλίου του (ΣΤ, Ζ και Η), κλείνοντας μάλιστα την ενότητα αυτή με τη χαρακτηριστική φράση: «αυτά ακριβώς περί μύθων μάς είπαν αυτοί οι ίδιοι οι Θεοί, και ας είναι ευμενείς προς εμάς οι ψυχές εκείνων που τους συνέγραψαν».  

Ανάλογη απόσταση κρατεί ακόμη και από τον «γενάρχη» Πλωτίνο τον Λυκοπολίτη (205-270). Παρά το ότι κινείται παράλληλα προς αυτόν, σε ό, τι αφορά στο πώς η Πρόνοια είναι μία απολύτως αγαθή θεϊκή αρχή που μεριμνά για την κοσμική τάξη, απορρίπτει εντούτοις (σε καθολική αντίθεση τόσο προς τον παραδοθέντα στη χαλδαϊκή δεισιδαιμονία Ιάμβλιχο -που θεωρεί τη γή «σκύβαλον του κόσμου», πεδίο δράσεως του κακού-, αλλά και προς αυτόν τον ίδιο τον Ιουλιανό), κάθε έννοια κοσμικού δυϊσμού. Δεν δέχεται ότι πονηρές δυνάμεις μπορούν να ασκούν την ελάχιστη έστω εξουσία μέσα στο Σύμπαν.  

Κάτω από αυτή τη γωνία, το «Περί Θεών Και Κόσμου» είναι ένα πολύ καλό κείμενο για πρώτη εισαγωγή του αναγνώστου στον λησμονημένο, δυστυχώς, στις ημέρες μας Ελληνικό τρόπο θεάσεως, αντιλήψεως, κατανοήσεως του Κόσμου και των Θεών, αλλά και στις θέσεις του Εθνισμού του 4ου αιώνος, ενός Εθνισμού που έβλεπε με αγωνία γύρω του να θρυμματίζεται αργά αλλά σταθερά ο ανθρώπινος Πολιτισμός και ο χώρος για αυταπάτες είχε πλέον εκμηδενισθεί (ο ίδιος ο Σαλλούστιος, παραδέχεται στο Κεφάλαιο ΚΣΤ την μεγάλη πιθανότητα να επικρατήσουν στο τότε άμεσο μέλλον οι γνωστοί αρνητές των Θεών: «..ΤΟ ΑΘΕΪΑΣ ΠΕΡΙ ΤΙΝΑΣ ΤΟΠΟΥΣ ΤΗΣ ΓΗΣ ΓΕΝΕΣΘΑΙ ΠΟΛΛΑΚΙΣ ΔΕ ΥΣΤΕΡΟΝ ΕΣΕΣΘΑΙ»). Στεκόμαστε συνεπώς πολύ υπερήφανοι για το ότι ήδη έχουμε ανά χείρας αυτό το σπάνιο βιβλίο, με την πρέπουσα μάλιστα πραγματική Ελληνική γραφή, δηλ. κεφαλαιογράμματη, του πρωτοτύπου και μία απόδοση που προσπαθεί συνειδητά να αποδώσει τα γραφόμενα σε διαχρονική Ελληνική διατύπωση, απεγκλωβισμένη από τη στενά νεοπλατωνική ωρολογία του τραγικού 4ου αιώνος (για αυτό και η «αμαρτία» αποδίδεται «σφάλμα», ο «δαίμων», «αθάνατη οντότης» κ.ο.κ.).  

Το ότι έως σήμερα δεν υπήρξε κανένα απολύτως ενδιαφέρον από άλλους για την απόδοση στη νεοελληνική και την έκδοσή του «Περί Θεών Και Κόσμου» σε παραλληλία με το πρωτότυπο κείμενο, δείχνει πάρα πολλά για την επικινδυνότητα των «εκπομπών» του συγκεκριμένου έργου. Όπως και το «Επιδρομή των κατά την Ελληνική Θεολογία Παραδεδομένων» του Κορνούτου, που ήδη ετοιμάζεται από τις ημέτερες εκδόσεις. Να ‘χεις καλή ανάγνωση σού εύχομαι, φίλε αναγνώστη.  
   
Βλάσης Γ. Ρασσιάς  

 
 
 
 
 
 





 
 

ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΕ: 

ΔΙΑΔΡΟΜΕΣ ΓΙΑ ΕΛΕΥΘΕΡΕΣ ΨΥΧΕΣ 

ΣΥΓΓΡΑΦΕΣ ΓΙΑ ΕΛΕΥΘΕΡΕΣ ΨΥΧΕΣ 

ΕΚΔΟΣΕΙΣ "ΑΝΟΙΧΤΗ ΠΟΛΗ" 

ΚΕΙΜΕΝΑ, ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ, ΕΚΔΗΛΩΣΕΙΣ 

ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ "ΑΝΟΙΧΤΗ ΠΟΛΗ" (1980 - 1993) 

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ