«Forsan et haec olim meninisse juvabit!» («Ίσως μια μέρα αυτό θα είναι άξιο να το θυμούνται κάποιοι!»)
 
 
 

«Καρμπονάροι», «Εταιρεία της Καρμποναρίας», «Ανθρακείς» («Carbonari», «Carboneria»).

Μυστική επαναστατική οργάνωση του 19ου αιώνα (1809 - 1832), ίσως η ίδια με τους λεγόμενους «Φιλάδελφους» («Philadelphes»), με δημοκρατικές, αντικληρικαλιστικές, φιλελεύθερες και πατριωτικές θέσεις, η οποία ανέπτυξε δράση κυρίως στην Ιταλία (αποτελώντας την μοναδική εστία αντίστασης στα απολυταρχικά καθεστώτα, που είχαν επιβληθεί στην καταδιασπασμένη Ιταλία μετά την ήττα του Ναπολέοντα Βοναπάρτη το 1815) και λιγότερο στην Γαλλία, την Πορτογαλία, την Ισπανία, την Ελβετία και την Πολωνία. Η ονομασία της προήλθε από την ιταλική λέξη «carbonaro», (πληθυντικός: «carbonari»), που σημαίνει «ανθρακεύς», «καρβουνιάρης».

ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ

Η φανερή αρχή της δράσης των «Καρμπονάρων», που αντλούσαν μέλη από όλες τις κοινωνικές τάξεις, ακόμα και από τον στρατό, εντοπίζεται ιστορικά στις αρχές του 19ου αιώνα (και γεωγραφικά στο βασίλειο της Νάπολης, όπου πριν από μόλις μία δεκαετία είχε συντριβεί η βραχύβια ιακωβινική «Παρθενόπεια Δημοκρατία»), ως ανάδυση μιας πολιτικοποιημένης και ριζοσπαστικής παραφυάδας των Ελευθεροτεκτόνων (στην σύγχρονη ιταλική, η λέξη «carbonaro» σημαίνει επίσης και «απόκρυφος», η δε λέξη «carboneria» σημαίνει επίσης και «συνομωσία»). Τα μέλη χαιρετίζονταν μεταξύ τους ως «εξάδελφοι», πρωταγωνιστικό ρόλο στην εσωτερική συμβολιστική των Καρμπονάρων είχαν ο πέλεκυς (hache), η αξίνα (cognee), ο γνώμονας και το ισοσκελές τρίγωνο με τον θεϊκό οφθαλμό στο μέσον του, ωστόσο από πολλούς εσωτεριστές θεωρήθηκαν «εκφυλισμένη συντεχνία» που δεν είχε πλέον σχέση με τον Ελευθεροτεκτονισμό. Στο έργο του «Επισκοπήσεις για την Μύηση» («Apercus sur l’Initiation»), ο Ρενέ Γκουενόν (Rene Guenon) επιχείρησε να απαξιώσει τον Καρμποναρισμό, γράφοντας ότι «εξέτεινε (ο Καρμποναρισμός) τον εκφυλισμό του μέχρι του σημείου να καταντήσει ένωση πολιτικών συνωμοτών». 

Η εμφάνιση της «Καρμποναρίας» συμπίπτει χρονικά με την αρχή της μοναρχικής παλινόρθωσης (1814 - 1830), όταν οι επαναστάτες των διαφόρων ευρωπαϊκών κρατών θεωρούσαν τους εαυτούς τους, «και δικαίως ως ένα σημείο» όπως σημειώνει ο Χόμπσμπαουμ (σελ. 157), προοδευτικές και χειραφετημένες ελίτ που έπρεπε να δράσουν «στους κόλπους και προς όφελος μιας τεράστιας και αδρανούς μάζας αδαών και πλανημένων, οι οποίοι αναμφίβολα θα επιδοκίμαζαν την απελευθέρωση, όταν θα ερχόταν, αλλά κανείς δεν περίμενε να συμμετάσχουν ιδιαίτερα στην προετοιμασία της… Όλοι τους νοούσαν την επανάσταση ως ενιαία και αδιάσπαστη: ένα ενιαίο ευρωπαϊκό φαινόμενο μάλλον, παρά ένα άθροισμα εθνικών και τοπικών απελευθερωτικών κινημάτων. Όλοι τους έτειναν στην υιοθέτηση του ίδιου τύπου επαναστατικής οργάνωσης, ή ακόμα και της ίδιας ακριβώς οργάνωσης: της μυστικής επαναστατικής αδελφότητας». 

«Οι αδελφότητες αυτές, καθεμιά με τονισμένο τελετουργικό και αυστηρή ιεραρχία, που πήγαζαν από μασονικά πρότυπα ή τα μιμούνταν, ξεπήδησαν γύρω στο τέλος της ναπολεόντειας περιόδου», γράφει ο Χόμπσμπαουμ (σελ. 157 – 158), ωστόσο η Παράδοση των ιδίων των Καρμπονάρων ισχυριζόταν ότι η πραγματική χρονική αφετηρία τους βρισκόταν στον 4ο προχριστιανικό αιώνα (βλ. Giovanni de Castro, τόμος 8, σελ. 25) με ιδρυτή τους τον Μακεδόνα βασιλιά Φίλιππο, πατέρα του Αλεξάνδρου. Μία άλλη πάντως από τις υπόλοιπες 4 - 5 «εσωτερικές» τους αφηγήσεις (μία με χρονική αφετηρία στην εποχή του Ιταλού πάπα Αλέξανδρου του Γ, δηλαδή στα τέλη του 12ου αιώνα και γεωγραφικό σημείο την Γερμανία, μια άλλη με γεωγραφικό σημείο την γαλλική επαρχία της Jura, όπου ονομάζονταν «Fendeurs», κ.ά.), τούς παρουσίαζε να έχουν ιδρυθεί τον 14ο αιώνα, όταν πολλοί ελεύθεροι άνθρωποι υποχρεώθηκαν, λόγω των συγκρούσεων που προκάλεσε το 1326 στην Σκωτία η εισβολή των μισθοφόρων της βασίλισσας της Γαλλίας Ισαβέλλας, να αναζητήσουν καταφύγιο στα δάση, ζώντας εφεξής από την παραγωγή ξυλοκάρβουνου με δικούς τους νόμους και σύνταγμα, αυτοαποκαλούμενοι «Καλοί Εξάδελφοι» («Good Cousins», «Βuoni Cugini», «Βons Cousins»). Η Παράδοση ισχυριζόταν επίσης ότι εν συνεχεία, κατά τον 16ο αιώνα, οι σκώτοι «Καλοί Εξάδελφοι» κατόρθωσαν να μυήσουν τον βασιλιά της Γαλλίας Φραγκίσκο τον Α (1515 – 1547, τον γνωστό προστάτη των γραμμάτων, των τεχνών, αλλά και κυνηγό των καλβινιστών), ο οποίος έγινε προστάτης τους και τους βοήθησε να εξαπλωθούν και στην ηπειρωτική Ευρώπη (έχει αναφερθεί ότι στις τελετές των Καρμπονάρων, ο «Μεγάλος Μάστορας των Μεγάλων Εκλεκτών» έπινε προς τιμή του βασιλιά Φραγκίσκου).

ΤΡΟΠΟΣ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ

Ως προέκταση των «Καλών Εξαδέλφων», οι Καρμπονάροι ίδρυσαν τις πρώτες στοές τους («αγορές», «venditi», «ventes») στο βασίλειο της Νάπολης την περίοδο 1808 – 1809, ανέπτυξαν δημοκρατική και πατριωτική δράση κατά την βοναπαρτική βασιλεία του Ιωακείμ Μυρά (Joachim Murat, βασιλεία: 1808 – 1815, ο οποίος αρχικά εξαπέλυσε εναντίον τους διωγμό με τον στρατηγό του Manhes, αλλά αργότερα προσπάθησε να τους προσεταιριστεί) και, παρά το ότι υπέστησαν στην αρχή της δράσης τους, το έτος 1813, μία τραυματική διάσπαση (οι αποχωρήσαντες σχημάτισαν τους «Ορειχαλκουργούς» ή «Calderari», που έκτοτε παρέμειναν άσπονδοι εχθροί των πρώην «εξαδέλφων» τους), εξαπλώθηκαν ταχύτατα μέσω των δομών του Ελευθεροτεκτονισμού στην κεντρική και βόρεια Ιταλία, παρά το ότι ήδη από τις 15 Αυγούστου 1814 οι καρδινάλιοι Κονσάλβι και Πάτσα (Consalvi και Pacca) είχαν εκδώσει έδικτο ενάντια στις μυστικές κοινωνίες και ειδικά κατά των Ελευθεροτεκτόνων και των Καρμπονάρων. Με το έδικτο αυτό τιμωρείτο με βαρύτατες ποινές σε όλη την παπική επικράτεια η συμμετοχή στις οργανώσεις τους, η παράσταση στις συγκεντρώσεις τους, αλλά και η απλή παραχώρηση χώρου για τις στοές τους. Ήδη από το 1808 ο δια βίου επαναστάτης Φίλιππος Mπουοναρόττι είχε ιδρύσει την «φιλαδελφική» επαναστατική στοά «Sublimes Maitres Parfaits», με σκοπό την αιφνιδιαστική επανάσταση ή την ίδρυση μιας ανατρεπτικής μικρής κοινωνίας μέσα στην υπό ανατροπή μεγάλη κοινωνία, την οποία τελικά η πρώτη θα καταστρέψει έπειτα από συστηματική της υπόσκαψη σε όλους τους τομείς.

Οι Καρμπονάροι, με ύπατο συμβούλιό τους την λεγόμενη «Αρχαία Αγορά» («Alta Vendita»), στρατολογούσαν τα μέλη τους κυρίως από τις τάξεις των ευγενών, των δημόσιων λειτουργών, των διανοουμένων, των στρατιωτικών και των μικροκτηματιών και ήσαν οργανωμένοι συνωμοτικά σε ολιγάριθμους πυρήνες, με τελετές ένταξης, οργανωτικούς βαθμούς (στους οποίους αντιστοιχούσαν ισάριθμοι τύποι στιλέτων με συνθήματα και σύμβολα επάνω στις λάμες τους, που τα έφεραν πάντοτε επάνω τους οι Καρμπονάροι, είτε μέσα στις «αγορές» για τις διάφορες τελετές, είτε έξω από αυτές, ως όπλα), μαθητεία, ψευδώνυμα (ο κάθε καρμπονάρος έπαιρνε ένα ψευδώνυμο, η δε αντιστοίχιση των ψευδωνύμων στα πραγματικά ονόματα γινόταν με εγγραφή σε δύο διαφορετικά βιβλία που φυλάσσονταν ξεχωριστά), συμβολική γλώσσα, σημεία αναγνώρισης (χειρονομίες, αγγίγματα και ειδικές λέξεις) και άκαμπτη ιεραρχία: οι ανώτατοι αξιωματούχοι λέγονταν «Μεγάλα Φώτα» και οι ανώτεροι ονομάζονταν σύμφωνα με τα καθήκοντά τους «ελέγχοντες», «καλύπτοντες», «απέλπιδες», κ.ά. Από τα αρχεία της αστυνομίας έχουν διασωθεί διάφορα συνθήματα και σημεία της οργάνωσης, όπως λ.χ. οι κωδικές λέξεις Speranza, Fede και Carita, το σύνθημα εισόδου σε κάποιες «αγορές» («Τιμή, Αλήθεια, Πατρίδα») και το αντισύνθημα «Ελπίδα, Πίστη, Ευσπλαχνία». Ως «σημείο συνεννόησης» έχει διασωθεί η λεγόμενη «Σκάλα»: ο Καρμπονάρος ύψωνε τα χέρια του μέχρι τους ώμους και τα κατέβαζε κάθετα κατά μήκος του σώματος, διαγράφοντας έτσι τους παραστάτες μιας σκάλας και μετά τα ύψωνε μέχρι το ύψος του στομάχου διαγράφοντας ένα σκαλοπάτι. 

Οι Καρμπονάροι ορκίζονταν στην Αρετή, την Ελευθερία και στην Ισότητα και υπόσχονταν αλληλεγγύη μεταξύ των μελών και αφοσίωση στην οργάνωση (σε σημείο μάλιστα που να περάσει στην λαϊκή γλώσσα της Ιταλίας η φράση «το υπόσχομαι ως Καρμπονάρος»), εχεμύθεια, αλλά και μίσος προς όλους τους τυράννους, τους οποίους όφειλαν να πολεμήσουν ακόμα και με τα όπλα, διακρίνονταν ιεραρχικά σε «βοηθούς» και «μαστόρους», με υπέρτατη αρχή τον απρόσωπο Θεό (αν και συχνά, παρά την αποστροφή τους προς την χριστιανική Θρησκεία, αναφέρονταν κάποιες φορές -«βέβηλα» κατά την παπική «βούλα» «Εcclesiam a Jesu Christo»- σε «Ιησού Χριστό» ή «Άγιο Θεοβάλδο», υποτιθέμενο άγιο προστάτη των καρβουνιάρηδων), αποκαλούσαν τις 20μελείς ομάδες τους «καλύβες» («baracci») και τις στοές τους «αγορές» («venditi», «ventes»), τιμωρούσαν δε με θάνατο τους επίορκους και τους προδότες.

Κατά την παπική «Catholic Encyclopaedia», η προαγωγή από «βοηθό» σε «μάστορα» απαιτούσε μαθητεία τουλάχιστον 6 μηνών αλλά ήταν αυτόματη για όσους ήδη ήσαν τέκτονες, ενώ από άλλες μαρτυρίες (Charles W. Hackethorn) πληροφορούμαστε για 4 βαθμίδες μύησης, 2 για το επίπεδο του «βοηθού» και 2 για το επίπεδο του «μαστόρου». Η πρώτη βαθμίδα μύησης του «βοηθού» περιελάμβανε την παρουσίαση του νεόφυτου, την κατήχησή του στις βασικές ηθικές αρχές και τα σύμβολα της Καρμποναρίας (λ.χ. το κάρβουνο συμβόλιζε την πηγή της φωτιάς, η ιερή φωτιά συμβόλιζε την φλόγα της ελευθερίας που σύντομα θα φώτιζε όλον τον κόσμο, κ.ο.κ.), καθώς και την ορκομωσία του στην υποχρέωση της αφοσίωσης και της μυστικότητας, ενώ η δεύτερη περιελάμβανε μία αναπαράσταση των παθών του «Ιησού Χριστού» με πρωταγωνιστή τον ίδιο τον μυούμενο. Η πρώτη βαθμίδα μύησης του «μαστόρου» (στην οποία δεν έφθαναν ποτέ οι «stabene», «στατικοί», δηλαδή όσοι μετά από τις δύο πρώτες μυήσεις κρίνονταν ανεπαρκείς από πλευράς ευφυϊας ή τόλμης), η «βαθμίδα του Μεγάλου Εκλεκτού», περιελάμβανε την αποκάλυψη του πραγματικού σκοπού της οργάνωσης, δηλαδή της αναγκαιότητας ενός αγώνα για την ελευθερία και την ανατροπή όλων των τυραννιών, και τον όρκο του μυούμενου «να αφιερώσει όλη του την ζωή για τον θρίαμβο των ιδανικών της ελευθερίας, της ισότητας και της προόδου, τα οποία αποτελούν την ψυχή όλων των απόκρυφων και φανερών ενεργειών του Καρμποναρισμού», καθώς όλοι οι παριστάμενοι γονάτιζαν με τα ξιφίδιά τους στραμμένα προς το στήθος τους, ενώ η δεύτερη, η «βαθμίδα του Μεγάλου Μαστόρου των Μεγάλων Εκλεκτών» περιελάμβανε ένα πλούσιο δρώμενο αναπαραστάσεων με θέμα την ανατροπή των τυραννιών και την εγκαθίδρυση της Καρμποναρικής Δημοκρατίας. Ο ισχυρισμός της παπικής προπαγάνδας ότι στην πραγματικότητα υπήρχε δήθεν και μία ακόμη, «ανώτατη» μύηση, το μυστικό της οποίας υποτίθεται πως ήταν η κατάργηση όλων των κυβερνήσεων, ασχέτως εάν ήσαν μοναρχικές ή δημοκρατικές, προφανώς είναι απλή προβοκάτσια των θεοκρατών, αφού ως σχετική πηγή κατατίθεται μόνον η μαρτυρία του περιβόητου Ιωάννη Ντε Βιτ (Johannes Ferdinand De Witt von Doerring, 1800 - 1863), τον οποίο ο σύγχρονός του ιστορικός Cantu (1807 - 1895) θεωρούσε εγκάθετο προβοκάτορα.

Η ΙΤΑΛΙΚΗ ΚΑΡΜΠΟΝΑΡΙΑ

Αποσκοπώντας στην πραγμάτωση μιας δημοκρατικής, ομοσπονδιακής αλλά ενιαίας Ιταλίας υπό το αρχαίο λατινικό όνομά της «Αυσονία» («Ausonia»), με σύνορα «τις 3 θάλασσες και τις Άλπεις» και ένα πολιτικό πρόγραμμα μάλλον «ιακωβινικό» (το οποίο παρεθέτει εν συντομία ο Heckethorn, σελ. 107 – 109), η ιταλική «Καρμποναρία», παρ’ όλο που κυνηγιόταν συστηματικά από τις μοναρχοχριστιανικές οργανώσεις «Sanfedisti» και «Concistoro» και ήδη ο πάπας Πίος ο Ζ την είχε αναθεματίσει, οργάνωσε την πρώτη της ένοπλη εξέγερση στις 25 Ιουνίου 1817 στην πόλη Μασεράτα (Macerata) της κεντρικής Ιταλίας, που βρισκόταν υπό την εξουσία του 77χρονου πια πάπα, ο οποίος φημολογείτο ότι πεθαίνει. Η εξέγερση όμως κατεστάλη αρκετά εύκολα από τις παπικές δυνάμεις καταστολής και μετά από μυστικές δίκες οι ένοχοι καταδικάστηκαν τον Οκτώβριο του 1818 σε θάνατο (ποινή που αργότερα μετατράπηκε από τον δήθεν «συμπονετικό» πάπα σε ισόβια κάθειρξη). Απτόητη ωστόσο η «Καρμποναρία», οργάνωσε μετά από μόλις τρία χρόνια, το 1820, νέο ξεσηκωμό στο βασίλειο της Νάπολης υπό τον αξιωματικό Μορέλι (Morelli), που προήλασε από την Νόλα, και τον καρμπονάρο στρατηγό Γουλιέλμο Πέπε (Guglielmo Pepe, 1783 – 1855), ενάντια στον βασιλιά Φερδινάνδο το Α των «Δύο Σικελιών» με αίτημα σύνταγμα. Στις 7 Ιουλίου 1820 ο βασιλιάς δέχθηκε τελικά να παραχωρήσει σύνταγμα και στις 13 δεσμεύτηκε με όρκο, ενώ από τις 21 του ίδιου μήνα η καρμποναρική σημαία αντικατέστησε την λευκή των Βουρβώνων σε όλο το βασίλειο. Ο ξεσηκωμός κατεστάλη όμως από τον αυστριακό στρατό μετά από μερικούς μήνες, στις 23 Μαρτίου 1821.

Στην εποχή της μεγάλης δόξας του (1820 -1821), ο Καρμποναρισμός είχε εξαπλωθεί ακόμα και στον γυναικείο πληθυσμό και ιδρύονταν η μία μετά την άλλη αρκετές γυναικείες στοές, τα μέλη των οποίων ονομάζονταν «Κηπεύτριες» («Le Giardiniere») και ως ψευδώνυμα έπαιρναν ονόματα λουλουδιών. Σύμφωνα με το «Λεξικό Ελευθερουδάκη» κατά την περίοδο αυτή η «Καρμποναρία» είχε περίπου 300.000 μέλη, ανησύχησε δε τόσο πολύ την περιβόητη «Ιερά Συμμαχία», ώστε αυτή στο συνέδριο της στην Λιουμπλιάνα τον Ιανουάριο του 1821 κήρυξε «υπ’ αριθμόν 1 εχθρό της» την «Καρμποναρία» και όρισε να θανατώνονται τα στελέχη της ως ένοχοι εσχάτης προδοσίας. Τον Μάρτιο του 1821 σημειώθηκε ακόμα ένας ξεσηκωμός, αυτή την φορά στο Πεδεμόντιο υπό τον Σανταρόζα (Santorre Annibale De Rossi di Pomarolo, Count of Santa Rosa, 1783 – 1825). Όμως και αυτός ο ξεσηκωμός κατεστάλη από τον αυστριακό στρατό και ο Σανταρόζα μόλις την τελευταία στιγμή κατόρθωσε να διαφύγει στην Γαλλία.

Στα μέσα του Απριλίου 1821 εξαρθρώθηκε από την αστυνομία της Φλωρεντίας η τοπική οργάνωση της «Καρμποναρίας» και τα περισσότερα στελέχη της κλείστηκαν στις φυλακές, ενώ άλλα κατόρθωσαν να διαφύγουν. Ανάμεσα στους συλληφθέντες ήταν και ο Έλληνας ποιητής Ανδρέας Κάλβος, ο οποίος, καθώς δεν βρέθηκαν ισχυρές εναντίον του αποδείξεις, αλλά και λόγω της ξένης υπηκοότητάς του (αγγλικής, ως επτανήσιος), απελάθηκε στην Ελβετία, ενώ στις 1 Μαϊου 1821 ο καταζητούμενος καρμπονάρος ποιητής και ιστορικός από την Φλωρεντία Φραντσέσκο Μπενεντέτι (Francesco Benedetti, 1785 – 1821), φίλος του Ανδρέα Κάλβου, αυτοκτόνησε σε ένα πανδοχείο με έναν πυροβολισμό στον κρόταφο. Ισχυρό ρεύμα «Καρμποναρισμού» εκδηλώθηκε και στην Λομβαρδία και Βενετία με κύριο στόχο το κτύπημα των κατακτητών Αυστριακών. Και εδώ όμως η συνομωσία κατεστάλη τον Οκτώβριο του 1820 και αρκετοί από τους ηγέτες της, όπως λ.χ. ο κόμης Φεντέρικο Κονφαλονιέρι (Federico Confalonieri, 1785 - 1846), ο μουσικός και συγγραφέας Πιέρο Μαροντσέλι (Piero Maroncelli, 1795 – 1846), ο ποιητής, συγγραφέας και δραματουργός Σίλβιο Πελίκο (Silvio Pellico, 1789 – 1854) κ.ά., αφού διαπομπεύθηκαν στο Μιλάνο κατέληξαν στα μπουντρούμια των Αυστριακών.

Με τις εξεγέρσεις τους να έχουν κατασταλεί και τους εντοπισμένους ηγέτες τους είτε στην φυλακή, είτε στο εξωτερικό για να γλιτώσουν τις ζωές τους, αρκετές από τις «υπόγειες» δομές των Καρμπονάρων καταδικάστηκαν να ατροφήσουν ή ακόμα και να καταρρεύσουν, ενώ οι ιδέες τους συκοφαντήθηκαν έντονα και έντεχνα από την προπαγάνδα των ευρωπαϊκών μοναρχιών. Ακόμα και ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης είχε παρασυρθεί από την άγνοιά του να λέει λίγα χρόνια αργότερα το άδικο «κακοί άνθρωποι, καρμπονάροι», ταυτίζοντας ουσιαστικά τον επαναστατικό δημοκρατικό αγώνα της «Καρμποναρίας» με την ανθρώπινη κακία, παρά το ότι πολλοί φιλέλληνες ήσαν Καρμπονάροι (λ.χ. ο προσωπικός φίλος του λόρδου Μπάϋρον Πιέτρο Γκάμπα, Pietro Gamba, 1801 – 1828, που είχε συλληφθεί στις 10 Ιουλίου 1821 μαζί με τον πατέρα του κόμη Ruggero Gamba και εξοριστεί, και εν συνεχεία είχε συμμετάσχει στην Επανάσταση των Ελλήνων κατά των Οθωμανών, πεθαίνοντας τελικά το 1828 στο στρατόπεδό του στα Μέθανα, σε ηλικία μόλις 27 ετών) και επίσης παρά το γεγονός ότι οι δυνάμεις της αντιδραστικής «Ιερής Συμμαχίας» πίστευαν ότι αυτή η ίδια η Ελληνική Επανάσταση δεν ήταν παρά τοπική εφαρμογή ενός πανευρωπαϊκού ενιαίου καρμποναρικού σχεδίου. Στις 13 Σεπτεμβρίου 1821, ο υπέργηρος πάπας Πίος είχε εκδώσει εναντίον των Καρμπονάρων την «βούλα» του «Εcclesiam a Jesu Christo», με την οποία αφόριζε τόσο τους Ελευθεροτέκτονες όσο και τους Καρμπονάρους για την μυστική και αντι-εκκλησιαστική δράση τους (όλους όσους ήσαν μέλη, όλους όσους δεν τους κατέδιδαν και όλους όσους με οποιονδήποτε τρόπο διέδιδαν καρμποναρικές ιδέες) και εξαπέλυε μία σειρά κατηγοριών ενάντια στην «Καρμποναρία»: θρησκευτική ουδετερότητα (!), αντι-εκκλησιαστικές προθέσεις, ανεξιθρησκία (!), προσβολή του Ιησού Χριστού στις τελετές τους, βέβηλη μίμηση τυπικών της Εκκλησίας, συνομωσία κατά της πρωτοκαθεδρίας του πάπα. 

Διωγμός ιδιαίτερα σκληρός εξαπολύθηκε ακόμα και στην Μοντένα (Modena) από τον τυραννικό Αυστριακό δούκα της πόλης Φραγκίσκο τον Δ (1779 – 1846, τον οποίο η μητέρα του Μαρία Βεατρίκη είχε συμβουλεύσει «ποτέ να μην συγχωρέσει τους δημοκρατικούς, ποτέ να μην ακούει τις διαμαρτυρίες των υπηκόων του, τους οποίους τίποτε δεν ικανοποιεί και όσο πιο φτωχοί είναι, τόσο πιο ήσυχα κάθονται»), παρ’ όλο που στην πόλη δεν είχε εκδηλωθεί εξέγερση: περισσότεροι από 350 άνθρωποι συνελήφθησαν και υποβλήθηκαν σε βασανιστήρια, και τελικά 25 στάλθηκαν στα κάτεργα και 56 καταδικάστηκαν σε θάνατο, ενώ δεκάδες άλλοι είχαν διαφύγει στο εξωτερικό (ανάμεσά τους και ο μετέπειτα διευθυντής του Βρετανικού Μουσείου Αντόνιο Πανίτσι, Antonio Panizzi, 1797 - 1879). Σε αντίποινα, οι Καρμπονάροι εκτέλεσαν αργότερα (τον Μάϊο του 1822) τον αρχηγό της αστυνομίας Τζούλιο Μπεσίνι (Giulio Besini), που είχε συντονίσει τον διωγμό.

«Ωστόσο», όπως γράψει ο Χόμπσμπαουμ (σελ. 158), «ο Καρμποναρισμός (με την γενική του έννοια) παρέμεινε η κύρια μορφή επαναστατικής οργάνωσης, και η διάθεσή του να συμβάλει στην ελληνική απελευθέρωση τον βοήθησε να διατηρήσει την συνοχή του… ενώ οι πολιτικοί πρόσφυγες από την Πολωνία και την Ιταλία τον διέδωσαν ακόμα πιο μακριά». Τον Ιούλιο του 1823 μάλιστα ιδρύθηκε και στην Ελβετία, με βοήθεια μάλιστα από τον Ιωάννη Καποδίστρια που διατηρούσε επαφές με τους Καρμπονάρους για την υποστήριξη της ελληνικής Επανάστασης, η επαναστατική καρμποναρική στοά «Γαλάτες Αναμορφωτές» («Reformateurs Gaulois»), αν και από την άλλη μια καινούργια καταδίκη των Καρμπονάρων ήλθε το 1825 από τον αδίστακτο πάπα Λέοντα τον ΙΒ, ο οποίος άλλωστε είχε επιβάλει ένα σκληρό θεοκρατικό καθεστώς στην παπική επικράτεια, περιορίζοντας ξανά τους Εβραίους σε γκέτο ή ορίζοντας σκληρότατες ποινές ακόμη και για «εγκλήματα κατά της πίστης», όπως λ.χ. η… κατανάλωση κρέατος τις Παρασκευές. 

Η ΓΑΛΛΙΚΗ ΣΑΡΜΠΟΝΕΡΙ

Το γαλλικό τμήμα της «Καρμποναρίας», η «Σαρμπονερί» («Charbonnerie»), φαίνεται να συγκροτήθηκε στη Γαλλία γύρω στο 1815 με πρωτοβουλία των Joubert και Dugier, δύο επαναστατών που είχαν αγωνιστεί με τους Καρμπονάρους στην Ιταλία και είχε κύριο σκοπό της να αντισταθεί στην μοναρχική παλινόρθωση (1814 - 1830). Μετά από μία διετή σχεδόν προπαγάνδα κατά της μοναρχίας, μέσα από την εφημερίδα της Γκρενόμπλ «Journal Libre de l’ Isere» αλλά και την σκληρότερη διάδοχό της «L’ Echo des Alpes» (που σφραγίστηκε από την αστυνομία), αλλά και μέσα από την μυστική οργάνωση του Joseph Rey «Φιλελεύθερη Ένωση» («L'Union Liberal»), ακολούθησε μία αποτυχημένη προσπάθεια για στρατιωτική στάση κατά της μοναρχίας στις 20 Αυγούστου 1820, που κόστισε σε τρεις από τους πρωταγωνιστές (μεταξύ των οποίων ήταν και ο Rey) ερήμην καταδίκη εις θάνατον. Οι πιο αφοσιωμένοι στην υπόθεση συσπειρώθηκαν είτε γύρω από την παρισινή «αγορά» «Οι Φίλοι της Αλήθειας» («Les Amis de La Verite») που είχαν ιδρύσει στις 1 Μαϊου 1821 τρεις ενθουσιώδεις νέοι (οι Philippe Buchez, Saint - Amand Bazard και Jacques - Thomas Flottard), είτε γύρω από τον ηλικιωμένο πια Λαφαγιέτ (Gilbert du Motier, μαρκήσιο de Lafayette, 1757 - 1834) και έλαβαν μέρος σε αρκετές απόπειρες λαϊκής εξέγερσης ή στάσης του στρατού κατά το έτος 1821.

Την επόμενη χρονιά, στις 24 Φεβρουαρίου 1822, ο πρώην στρατηγός Αύγουστος Μπερτόν (Auguste Berton, 1774 - 1822) και μέλος της καρμποναρικής στοάς «Ιππότες της Ελευθερίας» («Chevaliers de la Liberte») επιχείρησε ανεπιτυχώς να καταλάβει το Saumur. Η επιχείρηση όμως κατέληξε σε σύλληψη 37 επαναστατών, από τους οποίους 6 (Berton, Jaglin, Caffe, Senechault, Sauge και H. Fradin) καταδικάστηκαν σε θάνατο στις 12 Σεπτεμβρίου 1822 από δικαστήριο του Poictiers. Ατάραχος και αξιοπρεπής ο Μπερτόν, καρατομήθηκε στις 6 Οκτωβρίου στην κεντρική πλατεία του Poictiers, ο Caffe αυτοκτόνησε λίγο πριν ξημερώσει η 6η Οκτωβρίου, ημέρα και της δικής του καρατόμησης, οι Jaglin και Sauge καρατομήθηκαν στις 7 Οκτωβρίου στην πλατεία Saint – Medard φωνάζοντας το «Vive la Liberte!» την στιγμή που έπεφτε η λεπίδα, ενώ η ποινή των Senechault και Fradin μετατράπηκε τελικά σε φυλάκιση 15 και 20 ετών αντίστοιχα.

Τα συντονισμένα «κυνήγια μαγισσών» που εξαπέλυσαν μετά από όλα αυτά οι καθεστωτικοί, «απέδωσαν» μετά από εκατοντάδες συλλήψεις από την μυστική αστυνομία 10 ακόμη θανατικές καταδίκες και εκτελέσεις μαρτύρων της ελευθερίας. Ανάμεσα στους εκτελεσθέντες ήσαν και οι υποδειγματικά γενναίοι «Τέσσερις λοχίες της Λα Ροσέλ» («Les Quatre Sergents de La Rochelle») Boris, Goubin, Pommier και Raoulx. Οι τέσσερις νεαροί Καρμπονάροι καταδόθηκαν από τον φοβικό συνεργάτη τους Goupillon, φυλακίστηκαν στην φυλακή Lantern, και επειδή κανείς τους δεν κατέδωσε άλλους συντρόφους τους καταδικάστηκαν για παραδειγματισμό σε θάνατο και τελικά καρατομήθηκαν δημόσια στην πλατεία de Greve του Παρισιού στις 21 Σεπτεμβρίου 1822, φωνάζοντας «Vive la Liberte!» («Ζήτω η Ελευθερία!»).

Εν συνεχεία τα ίχνη της «Σαρμπονερί» χάθηκαν, ενώ εξίσου βραχύβια υπήρξε η δράση του πορτογαλικού και ισπανικού αντιστοίχου της, που ιδρύθηκε το 1819, λίγο πριν την αρχή της λεγόμενης «Φιλελεύθερης Τριετίας» («Trienio Liberal», 1820 - 1823) του Ραφαέλ ντελ Ριέγκο (Rafael del Riego y Nunez, 1784 - 1823), αλλά χάθηκε μετά από μόλις 3 – 4 έτη (όταν η ευρωπαϊκή αντίδραση ανέτρεψε το εκεί φιλελεύθερο καθεστώς που στις 9 Μαρτίου 1820 είχε αποσπάσει σύνταγμα από τον βασιλιά της Ισπανίας Φερδινάνδο τον Ζ), αφού όμως, όπως παρατηρεί ο Χόμπσμπαουμ (σελ. 159), «η επανάσταση ανακάλυψε εκεί την πιο αποτελεσματική της φόρμουλα, το στρατιωτικό pronunciamento, στο οποίο φιλελεύθεροι συνταγματάρχες, οργανωμένοι στις δικές τους στρατιωτικές μυστικές αδελφότητες, έδιναν εντολή στα συντάγματά τους να τους ακολουθήσουν στην επανάσταση και αυτά το έκαναν… Οι αδελφότητες των αξιωματικών και το pronunciamento έγιναν στο εξής συνήθη φαινόμενα στην πολιτική σκηνή της Ιβηρικής χερσονήσου και της Λατινικής Αμερικής, και απετέλεσαν ένα από τα πιο σταθερά και αμφιλεγόμενα πολιτικά αποκτήματα της περιόδου των Καρμπονάρων». Το 1830 πάντως, η «Σαρμπονερί» έκανε μια σύντομη επανεμφάνισή της στο πολιτικό προσκήνιο της Γαλλίας, με συμμετοχή γνωστών στελεχών της στην προσωρινή επαναστατική κυβέρνηση της Ιουλιανής Επανάστασης του Παρισιού (27 – 29 Ιουλίου 1830), δύο αφορμές της οποίας υπήρξαν η φίμωση του Τύπου και η πρόθεση του βασιλιά Καρόλου του Χ να μετατρέψει σε κακούργημα τιμωρούμενο με θάνατο την κλοπή από την Εκκλησία. Από εκεί και πέρα όμως, οι διαδρομές των στελεχών της θα υπάρξουν εντυπωσιακά αποκλίνουσες: ενώ κάποιοι από αυτούς (Ulysse Trelat, Jules Bastide, Eugene Cavaignac, κ.ά.) θα γίνουν ακόμα και υπουργοί σε επόμενες κυβερνήσεις, άλλοι (Louis Auguste Blanqui, Etienne Arago, κ.ά.) θα μετακινούνται την ίδια εποχή από φυλακή σε φυλακή, πληρώνοντας το τίμημα του αδιάλλακτου επαναστάτη.  

Ο ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΙΤΑΛΙΚΟΣ ΓΥΡΟΣ

Όπως προαναφέραμε, η γαλλική πλευρά της «Καρμποναρίας» έκανε ξανά την εμφάνισή της στο πολιτικό προσκήνιο το 1830 στο Παρίσι, με συμμετοχή της στην Ιουλιανή Επανάσταση του 1830, γεγονός που ανανέωσε τις ελπίδες για μία επανάληψη της επιτυχίας, αυτή την φορά σε ιταλικό έδαφος. Άλλωστε μία καρμποναρική στοά είχε τώρα ιδρυθεί ακόμα και μέσα στην Ρώμη, ενώ το κίνημα ενισχυόταν από εντάξεις ολοένα και πιο σημαντικών προσωπικοτήτων, όπως λ.χ. του πρίγκιπα Καρόλου Λουδοβίκου (20 Απριλίου 1808 – 9 Ιανουαρίου 1873, μετέπειτα αυτοκράτορος της Γαλλίας ως Ναπολέων ο Γ, 1852 - 1870) και του αδελφού του Ναπολέοντος Λουδοβίκου. Αμέσως λοιπόν μετά από μία αποτυχημένη εξέγερση στην Μοντένα στις 5 Φεβρουαρίου 1831 ενάντια στον τυραννικό Αυστριακό δούκα της πόλης Φραγκίσκο τον Δ, η οποία έληξε με σύλληψη 44 Καρμπονάρων («οι συνωμότες είναι στα χέρια μου, στείλε μου τον δήμιο» λέγεται πως ήταν το μήνυμα του δούκα προς στον κυβερνήτη του Ρέτζιο), αρκετές πόλεις της παπικής επικράτειας (Μπολώνια, Ρομάνια, Φερράρα, κ.ά.) αποστάτησαν, ύψωσαν την τρίχρωμη σημαία της «Καρμποναρίας» (με τρεις οριζόντιες γραμμές, μία κυανή στο επάνω μέρος, μία κόκκινη στο μεσαίο και μία μαύρη στο κάτω, αναπαράσταση του καιγόμενου κάρβουνου), αφόπλισαν τα παπικά στρατεύματα, συγκρότησαν προσωρινή κυβέρνηση στην Μοντένα η οποία διακήρυξε ότι «η Ιταλία είναι μία και ενιαία», καθώς επίσης και στρατό εθελοντών, ο οποίος κινήθηκε κατά της Ρώμης αλλά τσακίστηκε από τα αυστριακά στρατεύματα που είχε καλέσει ο πάπας Γρηγόριος ο ΙΣΤ για να τον σώσουν.

Μετά την καταστολή αυτού του τελευταίου ξεσηκωμού της «Καρμποναρίας», οι τοπικές αρχές των διαφόρων ιταλικών πόλεων προχώρησαν σε συστηματική εξόντωση όλων των πυρήνων της, με την βοήθεια της μυστικής τους αστυνομίας. Εκατοντάδες φυλακίστηκαν και δεκάδες εκτελέστηκαν με απαγχονισμό (ανάμεσά τους και ο ηγέτης των Καρμπονάρων της Μοντένα Μενόττι, Ciro Menotti, 22 Ιανουαρίου 1798 – 23 Μαϊου 1831, μυημένος στην οργάνωση από 19 ετών, το 1817). Μέχρι τις αρχές του 1832 λοιπόν, χάθηκαν τα τελευταία φανερά ίχνη της ηρωϊκής οργάνωσης της «Καρμποναρίας», αν και πολλά μέλη της προσχώρησαν στο καινούργιο επαναστατικό πατριωτικό κίνημα «Νεαρή Ιταλία» («Giovane Italia») του μέχρι τότε Καρμπονάρου Γκιουζέπε Ματσίνι (Giuseppe Mazzini, 1805 - 1872). Στις 11 Σεπτεμβρίου 1846 η Εκκλησία έκανε την τελευταία της επίθεση κατά της «Καρμποναρίας», με την παπική εγκύκλιο «Qui Pluribus» του Πίου του Θ, στην οποία δέχονταν δριμύτατη επίθεση τόσο η άποψη ότι η λογική πρέπει να είναι υπεράνω της πίστης, όσο και ο πολιτικός φιλελευθερισμός και η θρησκευτική ουδετερότητα που προωθούσαν οι Καρμπονάροι. 

ΕΠΙΓΟΝΟΙ

Με την δράση της η «Καρμποναρία» είχε ήδη προετοιμάσει το λεγόμενο «Κίνημα του Risorgimento», δηλαδή το «Κίνημα Ανάστασης» του ιταλικού έθνους, το οποίο με την σειρά του έφερε την ενοποίηση της Ιταλίας το έτος 1861: ο ενοποιητής της Ιταλίας Γκιουζέπε Γκαριμπάλντι (Giuseppe Garibaldi, 1807 - 1882) είχε ονομάσει Μενόττι τον έναν από τους υιούς του, στην δε Μοντένα στήθηκε το 1879 ένα μνημείο προς τιμήν του ίδιου Καρμπονάρου μάρτυρα, ακριβώς απέναντι από το πρώην «Ανάκτορο του Μεγάλου Δούκα». 

Από το 1896 έδρασαν στην Πορτογαλία υπό το όνομα «Καρμπονάροι» οι διαφωτιστές και αντιμοναρχικοί επαναστάτες του Ντουάρτε ντα Λουζ ντε Αλμέϊδα (Artur Augusto Duarte da Luz de Almeida, 1867 - 1939). Μέλη αυτής της πορτογαλικής «Καρμπονάρια» («Carbonaria») ήσαν οι Κόστα και Μπουϊκα (Alfredo Costa και Manuel Buica), εκτελεστές του βασιλιά Καρόλου του Α (Carlos I, βασιλεία: 1889 - 1908) και του διαδόχου του πρίγκιπα Λουδοβίκου Φιλίππου (Luis Filipe), δούκα της Μπραγκάνσα (Braganza) στις 1 Φεβρουαρίου 1908 στην Λισσαβώνα, καθώς και αρκετοί αγωνιστές της δημοκρατικής επανάστασης της 5ης Οκτωβρίου 1910 που ανέτρεψε τον βασιλιά Εμμανουήλ τον Β (Manuel  ΙΙ, βασιλεία: 1908 - 1910).

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:

Anonyme, «Memoirs of the Secret Societies of the South Italy, particularly the Carbonari», London, 1821

Cantu Cesare, «Il Conciliatore e I Carbonari», Milano, 1878

de Castro Giovanni, «Il mondo secreto», τόμοι 9, Milano, 1864

Fabietti Ettore, «I Carbonari», Milano, 1942

Gallego Miguel Artola, «La Espana de Fernando VII», Madrid, 1968

Guenon Rene, «Apercus sur L’Initiation», Paris, 1946

Heckethorn W. Charles, «The Secret Societies of All Ages and Centuries », New York, 1965

Χόμπσμπαουμ Ε. Τζ., «Η Εποχή των Επαναστάσεων: 1789 - 1848», Αθήνα, 1990

Lambert Pierre – Arnaud, «La Charbonnerie Francaise, 1821-1823», Lyon, 1995

Mariel Pierre, «Les Carbonari», Paris, 1971

Morasin Bernard, «Ils etaient 4 sergents de La Rochelle», Paris, 1998

Skuy David, «Assassination, Politics and Miracles: France and the Royalist Reaction of 1820», Μontreal, 2003

Spadoni Domenico, «La cospirazione di Macerata nel 1817, ossia il primo tentativo patriottico italiano dopo la restaurazione. Con illustrazioni e documenti inediti», Macerata, 1895

Spitzer B. Alan, «Old Hatreds and Young Hopes: The French Carbonari Against the Bourbon Restoration», Cambridge, Mass. 1971 
 

 
ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ