Ρενέ –
Φρανσουά Ντυμά (Rene-Francois Dumas,
Lons-le-Saunier της Jura, 1757 –
Παρίσι, 28 Ιουλίου 1794)
Γάλλος επαναστάτης,
Ιακωβίνος, «ροβεσπιεριστής», που στα
νιάτα του υπήρξε κληρικός. Το ξέσπασμα
της Επανάστασης τον βρήκε δικηγόρο,
συνάδελφο του Μαξιμιλιανού
Ροβεσπιέρου, τον οποίο γνώρισε μέσω
του αδελφού του Αυγουστίνου και έκτοτε
έμεινε πιστός προσωπικός του φίλος και
αφοσιωμένος οπαδός.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΟΥ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΟΥ
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ
Ο Ροβεσπιέρος, εκτιμώντας
την αφοσίωσή του στην υπόθεση της
Πολιτικής Αρετής, τον κάλεσε το 1793
στο Παρίσι και τον Σεπτέμβριο του
ίδιου έτους τον τοποθέτησε ως
αντιπρόεδρο στο «Επαναστατικό
Δικαστήριο» («Τribunal
Revolutionnaire»), ενώ αργότερα, στις
8 Απριλίου 1794, τον τοποθέτησε ως
πρόεδρο στην θέση του Ερμάν (Martial
Joseph Armand Herman, 1749 - 1795),
που είχε δείξει αναποφασιστικότητα
κατά την δίκη της φράξιας του
Νταντών.
Ως πρόεδρος του
«Επαναστατικού Δικαστηρίου» ο Ντυμά
υπήρξε άτεγκτος, με αποτέλεσμα να
στοχοποιηθεί πολύ σύντομα από τους
μετέπειτα «θερμιδωριανούς»
αντι-ροβεσπιερικούς συνωμότες, οι
οποίοι μάλιστα έπεισαν ακόμα και αυτή
την ίδια την σύζυγό του να αποπειραθεί
να τον δολοφονήσει. Παρά το ότι ζούσε
έκτοτε μέσα σε συνεχή φόβο και
κυκλοφορούσε πάντοτε οπλισμένος, στις
9 Θερμιδώρ (27 Ιουλίου 1794) έδειξε
γενναιότητα και τιμιότητα ισόποση της
χαρακτηριστικής αυστηρότητάς του και
προσχώρησε ανενδοίαστα στην ανταρσία
της Κομμούνας κατά της Συμβατικής
Εθνοσυνέλευσης, στην προσπάθεια να
απελευθερωθούν οι φυλακισμένοι 5
«ροβεσπιεριστές» βουλευτές
Μαξιμιλιανός και Αυγουστίνος
Ροβεσπιέρος, Σαιν Ζυστ, Κουτόν και
Λεμπά.
ΘΑΝΑΤΟΣ ΣΤΗΝ ΓΚΙΓΙΟΤΙΝΑ
Συνελήφθη τις πρώτες πρωϊνές
ώρες της 10ης Θερμιδώρ κατά την
επίθεση των στρατευμάτων της
Συμβατικής ενάντια στο Δημαρχείο της
πόλης και καρατομήθηκε λίγο μετά το
ξημέρωμα της ίδιας ημέρας μαζί με τον
Ροβεσπιέρο, τον Σαιν Ζυστ και τους
άλλους συντρόφους του, σε ηλικία 37
ετών. Λέγεται ότι από το ικρίωμα
απάντησε στις προσβολές και βρισιές
του πλήθους φωνάζοντας: «μετανοιώνω
μόνο για ένα πράγμα, για το ότι δεν
έστειλα στην γκιγιοτίνα όλα τα
καθάρματα που τώρα μας προσβάλλουν»
(«Je n’ai qu’un regret, celui de ne
point avoir fait guillotiner tous les
sc?l?rats qui nous injurient!»). Το
σώμα του ρίχτηκε στον ίδιο
ασβεστόλακκο του νεκροταφείου του
Ερανσί (Errancis) που εξαφάνισε και τα
άλλα σώματα των καρατομημένων
«ροβεσπιεριστών», ενώ συκοφαντήθηκε
και αυτός μετά τον θάνατό του ότι
δήθεν επιθυμούσε... «την καρατόμηση
όλων των ευφυών ανδρών» (από τον αββά
Gregoire, τον ίδιον άνθρωπο που
παρουσίαζε και τον Ανριό να επιθυμεί
να... πυρπολήσει την Εθνική
Βιβλιοθήκη, βλ. «Moniteur», XXII, 86,
14 Φρουκτιδώρ του έτους 2)
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
Dauban
Charles-Aime, «La demagogie a Paris
in 1794; Histoire de la rue, du
club, de la famine», Paris, 1869
Hamel
Ernest, «Histoire de Robespierre», 3
τόμοι, Paris, 1865 – 1867
Higonnet
Patrice,
«Goodness Beyond Virtue: Jacobins
during the French Revolution»,
Cambridge, 1998
Kerr
B. Wilfred, «The Reign of Terror,
1793 - 1794», Toronto, 1927
Loomis
Stanley, «Paris in the Terror. June
1793 – July 1794», New York,
1964
Ρασσιάς
Βλάσης,
«Λαιμητόμος Αρετή. Ροβεσπιέρος, Σαιν
Ζυστ, Κουτόν», Αθήνα, 2007
|