Σιγισμόνδος Παντόλφο
Μαλατέστα
(Sigismondo Pandolfo Malatesta, 19 Ιουνίου 1417 – 7 Οκτωβρίου 1468) Ιταλός «κοντοτιέρο» και δεινός πολεμιστής, άρχων του Ρίμινι, του Φάνο και της Τσεζένα, ελληνιστής, ποιητής και προστάτης των γραμμάτων και των τεχνών, πληθωνιστής και εχθρός της Εκκλησίας, αποκληθείς γι’ αυτό «Λύκος του Ρίμινι».
ΑΝΗΛΙΚΟΣ ΠΟΛΕΜΑΡΧΟΣ Μετά τον θάνατο του πατερά τους (1427) και του θείου τους (1429), που ήταν άρχων της Τσεζένα (Cesena) και του Ρίμινι (Rimini), ο Ντομένικο Νοβέλλο έγινε άρχων της πρώτης και ο Γκαλεότο Ρομπέρτο άρχων του δεύτερου, αλλά, πριν περάσει ένας χρόνος δέχθηκε την επίθεση του στρατού του πάπα Μαρτίνου του Ε (Martinus V, αρχή: 1417 - 1431), με αρχηγούς τον άρχοντες του Πέζαρο (Pesaro) και του Ούρμπινο (Urbino). Το πρόσχημα των παπικών ήταν πως ο Γκαλεότο Ρομπέρτο Μαλατέστα είχε καθυστερήσει να πληρώσει τον ετήσιο φόρο υποτέλειας στον «ποντίφηκα», στην πραγματικότητα όμως οι παπικοί απλώς ήθελαν να εξαφανίσουν δύο αυτόνομες ηγεμονίες που βρίσκονταν σε χέρια παιδιών. Τρομοκρατημένος ο 18χρονος Γκαλεότο Ρομπέρτο, που τον είχε κάνει θρησκόληπτο η στενή του σχέση με τον θείο του, και συχνά μάλιστα αυτοτιμωρούσε τα κορμί του, κλείστηκε στον πύργο του και άρχισε να προσεύχεται ασταμάτητα, όμως ο 13χρονος Σιγισμόνδος συγκέντρωσε τα απομεινάρια του στρατού και έκανε στην Σέρρα Ουνγκαρίνα (Serra Ungarina) νυκτερινή αντεπίθεση κατά των παπικών, που είχαν τεράστιες απώλειες και τελικά τράπηκαν σε άτακτη φυγή. Παρά την νίκη του αδελφού του, ο Γκαλεότο Ρομπέρτο όχι μόνο αποδέχθηκε την απώλεια όσων από τα εδάφη του είχαν κυριεύσει οι παπικοί, αλλά άρχισε επιπλέον να ζητάει την άδεια από τον θεοκράτη της Ρώμης για να εκδιώξει από το Ρίμινι τους Εβραίους, πράγμα φυσικά που με διπλή χαρά επέτρεψε ο Μαρτίνος. ΑΡΧΩΝ ΤΟΥ ΡΙΜΙΝΙ Τον Οκτώβριο του 1432, όταν πέθανε ο αδελφός του, ο Σιγισμόνδος ανακηρύχθηκε αυτός άρχων του Ρίμινι, σε ηλικία μόλις 15 ετών, με επιτρόπους του ωστόσο την Μαργκερίτα ντ’ Έστε (Margherita d’ Este), χήρα του Γκαλεότο Ρομπέρτο και την χήρα του θείου του Κάρλο, την Ελιζαμπέτα Γκοντζάγκα (Elisabetta Gonzaga). Ακόμα όμως και επιτροπευόμενος, μπόρεσε να αποκρούσει την αιματηρή εισβολή τού υπό τον Αντρέα ντελα Σέρρα (Andrea della Serra) παπικού στρατού. Βγήκε κρυφά από το ήδη πολιορκούμενο Ρίμινι και έφθασε στην Τσεζένα όπου ξεσήκωσε τον λαό, βάζοντάς τον να διαλέξει ο ίδιος εάν θέλει την τυραννία του πάπα ή την ευημερία που μέχρι τότε είχε παράσχει ο οίκος των Μαλατέστα. Ο λαός ξέσπασε σε ζητωκραυγές υπέρ του έφηβου πολέμαρχου και σε λίγο ο Σιγισμόνδος, έφθασε στο πολιορκημένο Σαιν Λουγκαρίνο (S. Lungarino) επικεφαλής ενός στρατού 4.000 πεζών και 300 ιππέων και διέλυσε τους παπικούς. Μετά από λίγο, τους συνέτριψε και έξω από το Ρίμινι. Για να προσεταιρισθεί αυτόν τον καινούργιο ηγέτη με την ισχυρότατη λαϊκή υποστήριξη, ο νέος πάπας Ευγένιος ο Δ (Eugene IV, αρχή: 1431 – 1447) τον αναγνώρισε ως άρχοντα του Ρίμινι, της Τσεζένας και του Φάνο, αλλά και του ανέθεσε την αρχηγία των παπικών στρατευμάτων κατά του Ισπανού Σάντε Κιρίγιο (Sante Cirillo). Η αίγλη του ήταν τόσο μεγάλη, που αρκετοί ευγενείς και ηγεμόνες του πρόσφεραν πλούσια δώρα, όπως λ.χ. μια περικεφαλαία από καθαρό ασήμι, ή του πρόσφεραν θυγατέρες τους για συζύγους του. Τελικά νυμφεύθηκε τον Μάρτιο του 1433 την 14χρονη θυγατέρα του μαρκήσιου της Φερράρας και «κοντοτιέρο» Νίκολο ντ’ Έστε (Nicolo d’ Este) με την εξαδέλφη του Σιγισμόνδου Παρισίνα Μαλατέστα (που ο ντ’ Έστε την είχε εκτελέσει στις 21 Μαϊου 1425 για μοιχεία), την όμορφη Τζινέβρα (Ginevra, 1419 – 1440), αδελφή της χήρας του Γκαλεότο Ρομπέρτο. Η άφιξη του ζεύγους στο Ρίμινι τον Φεβρουάριο του 1434, συνδυάστηκε με τριήμερους εορτασμούς, που περιελάμβαναν πολλά παγανιστικά στοιχεία, όπως δημόσια γεύματα, «άρμα» Βάκχου και Αριάδνης, πομπές «μαινάδων» και «σατύρων» και άλλα ανάλογα.
(1450 - 1466) του Μιλάνου Φραντσέσκο Σφόρτσα (Francesco Sforza, 1401 - 1466), του οποίου, όντας 25χρονος ο ίδιος, νυμφεύθηκε το 1441 την ανήλικη θυγατέρα Πολισένα (Polissena Sforza, 1428 – 1449), και επίσης τον βοήθησε ν’ αποκρούσει την εισβολή των, υπό τον «κοντοτιέρο» Νικολό Πιτσινίνο (Niccolò Piccinino, 1386 - 1444), στρατευμάτων της Νάπολης (τα οποία ηττήθησαν στην μάχη του Μοντελούρο, στις 8 Νοεμβρίου 1443). Από την ημερομηνία του γάμου του μέχρι τον Απρίλιο του 1442, ο Σιγισμόνδος και η Πολισένα έμειναν στην Κρεμόνα, και έφθασαν στο Ρίμινι στις 29 Απριλίου. Η άφιξή τους συνοδεύθηκε από τριήμερους μεγαλειώδεις εορτασμούς, που επανελήφθησαν δύο εβδομάδες αργότερα όταν επισκέφθηκαν την πόλη ο Σφόρτσα με την σύζυγό του Μπιάνκα. Οι σχέσεις των δύο ανδρών έγιναν όμως εχθρικές αργότερα, όταν ο Σφόρτσα κατέλαβε το 1445 το Πέζαρο και χειροτέρευσαν ακόμα περισσότερο όταν πέθανε η Πολισένα τον Ιούνιο του 1449 σε ηλικία 21 ετών και ο Σφόρτσα κυκλοφόρησε την φήμη ότι είχε δολοφονηθεί με προτροπή της τότε (ήδη από 1447) 17χρονης ερωμένης του Σιγισμόνδου Ιζότα ντέλι Άτι (Isotta degli Atti, περ. 1432 – 1474), η οποία το 1456 έγινε η τρίτη κατά σειράν σύζυγός του. Τα επόμενα χρόνια, ο Μαλατέστα μίσθωνε τον στρατό του πότε στην Βενετία, πότε στην Φλωρεντία και πότε στην Νάπολη. Όταν όμως, στις 9 Απριλίου 1454, υπεγράφη από τα διάφορα ιταλικά κρατίδια η συνθήκη ειρήνης του Λόουντι (Lodi) της Λομβαρδίας, το Ρίμινι, που είχε εξαιρεθεί από την συνθήκη, βρέθηκε σε δύσκολη θέση, αποτελώντας τον στόχο όλων των μεγάλων δυνάμεων.
του στην Ιζότα, έβαλε στον Ναό το μονόγραμμα και την εικόνα της, αλλά πρόσθεσε επίσης και ανάγλυφες απεικονίσεις των Θεών Διός, Απόλλωνος, Ερμού, Άρεως, Αρτέμιδος (με διάφανο φόρεμα) και Αφροδίτης (σε πλήρη μάλιστα γυμνότητα). Οι παπικοί, αλλά και οι θρησκόληπτοι της επικράτειάς του, άρχισαν να τον κατηγορούν ότι είχε κατασκευάσει κανονικό «παγανιστικό» και «ειδωλολατρικό» Ναό. Ο ίδιος ο Πίος μάλιστα περιέγραψε τον Ναό ως «γεμάτο από εικόνες δαιμόνων και άλλα βέβηλα αντικείμενα» σε σημείο «που να μην αποτελεί πλέον χριστιανικό Ναό». ΑΦΟΡΙΣΜΟΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΑΠΑ Στις 3 Σεπτεμβρίου 1458 στέφθηκε νέος πάπας μετά τον θάνατο του Μαρτίνου, ο Πίος ο Β (αρχή: 1458 - 1464), ο οποίος είχε ιδιαίτερη απέχθεια προς τον Μαλατέστα, επειδή ο τελευταίος είχε κυριεύσει την ιδιαίτερη πατρίδα του, την Σιένα. Το 1460 ο Πίος έστρεψε όλο το θεοκρατικό του οπλοστάσιο κατά του Σιγισμόνδου, απαγγέλλοντας εναντίον του βαρύτατες κατηγορίες (για βιασμούς, πυρπολήσεις, σφαγές, ληστείες, μοιχείες, δολοφονίες, σοδομίες, αιμομιξίες, ιεροσυλίες, κ.ά. «βίασε παρθένες που είχαν αφιερωθεί στον Θεό, καθώς και εβραιοπούλες... μοιχεύθηκε με πολλές γυναίκες… κατέχει παλλακίδες» κ.λπ. κ.λπ.) και παραπέμποντας την υπόθεσή του να δικαστεί από το Παπικό Συμβούλιο επί των Αιρέσεων: «δεν έχει απορρίψει κάποια άρθρα της καθολικής πίστης αλλά εξολοκλήρου τον Καθολικισμό». Στις υποτιθέμενες αποδείξεις για την «αίρεσή» του, προστέθηκε βεβαίως και η διαμόρφωση του «Μαλατεστανού Ναού»: «γέμισε το κτίριο με τόσες πολλές παγανιστικές μορφές, ώστε είναι πια αυτό τώρα ένα τέμενος άπιστων δαιμονολατρών και όχι χριστιανών» - πολύ εύστοχα σχολίασε ένας συγγραφέας της δικής μας εποχής ότι τελικά το πιο ειδεχθές έγκλημα του Μαλατέστα φαίνεται πως ήταν… αρχιτεκτονικό! Στα «Commentarii» του, ο Πίος θα προσθέσει αργότερα και άλλα φανταστικά «εγκλήματα», όπως λ.χ. ότι ήταν πληρωμένος πράκτορας των Τούρκων για να καταστρέψει την χριστιανοσύνη. Όπως αναμενόταν, το Παπικό Συμβούλιο επί των Αιρέσεων κήρυξε στις 25 Δεκεμβρίου 1460 «αιρετικό» και «αιρεσιάρχη» τον άρχοντα του Ρίμινι και ο Πίος εξαπέλυσε εναντίον του αφορισμό. Μη μπορώντας βεβαίως να συλλάβει και να θανατώσει τον ίδιον, ο πάπας παρήγγειλε από τον καλλιτέχνη Πάολο Ρομάνο να φτιάξει ένα πιστό αντίγραφο του Σιγισμόνδου, με την επίσημη στολή και όλα τα παράσημά του, το οποίο έριξε με τα ίδια του τα χέρια στην πυρά, σε μια δημόσια τελετή, Επάνω στο καιγόμενο ομοίωμα υπήρχε μία επιγραφή που έλεγε: «Είμαι ο Σιγισμόνδος Μαλατέστα, ο υιός του Παντόλφο, βασιλιάς προδοτών, εχθρός Θεού και ανθρώπων, που καταδικάστηκα από το Ιερό Κολλέγιο εις θάνατον δια της πυράς».
Υπό το βάρος του αφορισμού, ο Μαλατέστα έχασε την πλειοψηφία των συμμάχων του, στριμώχθηκε αρκετά στο οικονομικό επίπεδο και αντιμετώπισε μία εναντίον του «σταυροφορία» του παπικού στρατού, στον οποίο συμμετείχαν και δυνάμεις του βασιλείου της Νάπολης, του δούκα του Μιλάνου και του άρχοντα του Ούρμπινο και «κοντοτιέρο» Φεντέρικο ντα Μοντεφέλτρο (Federico da Montefeltro, 1422 - 1482). Μετά από μία νίκη του στο Καστελεόνε ντι Σουάσα, στις 2 Ιουλίου 1461, εναντίον τριπλάσιου στρατού, ηττήθηκε τελικά από τον Φεντέρικο ντα Μοντεφέλτρο στις 12 Αυγούστου 1462 στον ποταμό Τσέζανο (Cesano). Μετά από αυτή την ήττα, μόνον το Ρίμινι και τα εδάφη σε ακτίνα 8 χιλιομέτρων γύρω από αυτό απέμειναν στην επικράτεια του Μαλατέστα, και αυτό μάλιστα μετά από ξαφνική υπέρ του παρέμβαση των Βενετών. ΑΡΧΙΣΤΡΑΤΗΓΟΣ ΤΗΣ ΒΕΝΕΤΙΑΣ Πιεζόμενος από παντού, ο Σιγισμόνδος ενίσχυσε τους δεσμούς του με την Βενετία, από την οποία μάλιστα του ανατέθηκε στις 8 Μαρτίου 1464 η αρχιστρατηγία του στόλου της κατά τον λεγόμενο Πρώτο Ενετοτουρκικό Πόλεμο (1463 – 1466). Για να αποφύγει δυσάρεστες εκπλήξεις εν τη απουσία του, φεύγοντας από το Ρίμινι πήρε μαζί του 40 νέους από τις καλύτερες οικογένειες της πόλης, υποτίθεται ως ιδιαίτερο στρατιωτικό σώμα, αλλά στην ουσία ως ομήρους, ενώ 150 Ενετοί στρατιώτες προστέθηκαν στην φρουρά της πόλης του. Χρησιμοποιώντας τα άριστες γνώσεις του στην στρατιωτική μηχανική, βελτίωσε την οχύρωση της Ραγκούσας, καθώς και της Ρόδου, τα τείχη της οποίας άρχισε να προσαρμόζει από το 1464, με μακρές εργασίες που ολοκληρώθηκαν το 1466, στις νέες επιθετικές και αμυντικές ανάγκες που είχε επιβάλει η χρήση του πυροβολικού. Στην διάρκεια των διαφόρων υπό την αρχιστρατηγία του επιχειρήσεων, επικεφαλής μόνον 5.000 ανδρών απέναντι σε 25.000 Οθωμανούς, αποβιβάστηκε το 1466 στην Λακωνία, όπου με την βοήθεια Ελλήνων «στρατιότι» προσπάθησε δύο φορές ανεπιτυχώς να σπάσει την πολιορκία από τους Οθωμανούς του οχυρού Λογκανίκου, σημαντικού κέντρου της αντι-οθωμανικής ελληνικής αντίστασης, και επίσης ανεπιτυχώς να κυριεύσει το οχυρό του Μυστρά. Κατά την πολιορκία του οχυρού, τού υποδείχθηκε από πληθωνιστές «στρατιότι» ο τάφος του προ 14 ετών πεθαμένου Πλήθωνος, του οποίου το όνομα ήδη αποτελούσε, θρύλο για όλους τους καλλιεργημένους Ιταλούς. Τα οστά του μεγάλου ανδρός στάλθηκαν αμέσως στο Ρίμινι, όπου και τοποθετήθηκαν με τιμές στον «Μαλατεστανό Ναό», στον οποίο και παραμένουν μέχρι σήμερα, «για να αναπαύεται ο μεγάλος διδάσκαλος μεταξύ ελευθέρων ανθρώπων». Επάνω στην σαρκοφάγο, ο Μαλατέστα έβαλε να γράψουν την εξής επιγραφή: «GEMISTII ΒΙΖΑΝΤΙΙ PHILOSOPHOR. SVA. TEMP. PRINCIPIS RELIQVVM SIGISMVNDVS PANDVLFVS MAL. PAN. F. BELLI PELOP. ADVERSVS TVRCO. REGEM IMP. OB. INGENTEM ERVDITORVM QVO FLAGRAT AMOREM HVC AFFERENDVM INTROQVE MITTENDVM CVRAVIT. MCCCCLXV» («Τα λείψανα του Γεμιστού από το Βυζάντιο, τον ηγεμόνα των φιλοσόφων του καιρού του, ο Σιγισμόνδος Παντόλφο Μαλατέστα, γιος τον Παντόλφο, κατά τον Πελοποννησιακό Πόλεμο εναντίον του βασιλιά αυτοκράτορα των Τούρκων, από την αμέτρητη αγάπη για τους λογίους που τον φλογίζει, φρόντισε να μεταφερθούν και να ενταφιαστούν εδώ, εν έτει 1465».
υπέγραψε και του έδωσε «συγχωροχάρτι», με το οποίο τον επαινούσε κι από πάνω «για τις μεγάλες υπηρεσίες που προσέφερε στην Αγία Έδρα», του δώρισε ένα χρυσό τριαντάφυλλο και ένα μεγάλο χρηματικό ποσό (1.500 δουκάτα) και επίσης του έστειλε αργότερα, όταν η ασθένειά του υποτροπίασε άσχημα τον Σεπτέμβριο του ίδιου έτους, τον προσωπικό γιατρό του Νικολό ντα Ρίμινι, για να τον φροντίσει. Ο Σιγισμόνδος πέθανε τελικά στις 7 Οκτωβρίου 1468, έχοντας αποκτήσει 13 τέκνα (7 υιούς και 6 θυγατέρες), των περισσότερων εκ των οποίων οι μητέρες ήσαν «άγνωστες», εφήμερες ερωμένες. «Νόμιμα» τέκνα ήσαν μόνον τρία, δύο υιοί και μία θυγατέρα, από την Ιζότα. Καθώς δεν υπήρχε ενήλικος διάδοχος, ο πάπας διεκδίκησε για μία ακόμη φορά το Ρίμινι, του οποίου την αρχή είχε αναλάβει, ως επίτροπος του υιού της Σαλλούστιο, η ίδια η Ιζότα. Τελικά, η επικράτεια πέρασε στα χέρια ενός άλλου υιού (από την Vannetta Toschi), του 27χρονου Ρομπέρτο, που, με την βοήθεια του πάπα, κατέλαβε την πόλη, δολοφόνησε το 1470 τον Σαλλούστιο, περιόρισε κατ’ οίκον την Ιζότα και τελικά την δηλητηρίασε το 1474. Eπί αιώνες, η βλακώδης αναπαραγωγική ιστοριογραφία, με πρώτη εκείνη του διπρόσωπου Φραντσέσκο Γκουϊτσιαρντίνι (Francesco Guicciardini, 1483 – 1540, παπικού που στην πραγματικότητα θαύμαζε τον Λούθηρο), αναμάσησε τα εναντίον του Σιγισμόνδου Μαλατέστα ψεύδη των συγχρόνων του θεοκρατών (ιδίως εκείνα του πάπα Πίου στα αυτοβιογραφικά του «Commentarii»), συνεισφέροντας στην αμαύρωση της μνήμης ενός ακόμα μεγάλου ανδρός. Μόνον πρόσφατα οι ολίγοι οξυδερκείς ιστορικοί έχουν αρχίζει να καταλαβαίνουν ότι η πραγματική του εικόνα, δεν είχε τίποτε να κάνει με εκείνη που απαίτησαν τα συμφέροντα των ενοχλημένων από την δράση του παπών. Το 1906 ο Έντουαρντ Χάττον (1875 – 1969), συνεισέφερε αρκετά στην αποκατάσταση της εικόνας του Μαλατέστα, με ένα ιστορικό του μυθιστόρημα που μάλιστα επανεκδόθηκε αναθεωρημένο και υπό νέον τίτλο («Το μαστίφ του Ρίμινι», «The mastiff of Rimini») το 1926. Το 1923 ο Έζρα Πάουντ (Ezra Weston Loomis Pound, 1885 – 1972) εξέδωσε τα τέσσερα (VIII - XI) «Άσματα Μαλατέστα» («Malatesta Cantos»), μετά από ενδελεχή έρευνα στα αρχεία και τις βιβλιοθήκες της Ιταλίας. Βλάσης Γ. Ρασσιάς, 2014 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ: Barbara Graziosi, «The Gods of Olympus: A History», London, 2013 Edward Hutton, «Sigismondo Pandolfo Malatesta, Lord of Rimini: A Study of a XV century Italian Despot», London, 1906 Philip James Jones, «The Malatesta of Rimini and the Papal State. A Political History», New York, 1974 Αντώνιος Γ. Μομφερράτος, «Σιγισμούνδος Πανδόλφος Μαλατέστας - Πόλεμος Ενετών και Τούρκων εν Πελοποννήσω κατά τα έτη 1463-1466», Αθήνα, 1914 Fritz Schultze, «Georgios Gemistos Plethon und seine reformatorischen Bestrebungen», Jena, 1874 Giovanni Soranzo, «Pio II e la politica italiana nella lotta contra i Malatesti (1457-1463)», Padua, 1911 Mario Tabanelli, «Sigismondo Pandolfo Malatesta», Faenza, 1977 Charles Emile Yriarte, «Un condottiere au XV Siècle», Paris, 1882 ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΕ: ΔΙΑΔΡΟΜΕΣ ΓΙΑ ΕΛΕΥΘΕΡΕΣ ΨΥΧΕΣ ΣΥΓΓΡΑΦΕΣ ΓΙΑ ΕΛΕΥΘΕΡΕΣ ΨΥΧΕΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ "ΑΝΟΙΧΤΗ ΠΟΛΗ" ΚΕΙΜΕΝΑ, ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ, ΕΚΔΗΛΩΣΕΙΣ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ "ΑΝΟΙΧΤΗ ΠΟΛΗ" (1980 - 1993)
|